Πέμπτη, Δεκεμβρίου 31, 2009

2010 - 37 ΡαΓίΣμΑτΑ


Καθόταν πίσω από την πλάτη μου και παρατηρούσε τα αχτένιστα μαλλιά μου. Σκούπισα τα ματιά μου και φύσηξα δυνατά την μύτη μου.
-Ήσουνα πάντα έτσι; Με ρώτησε και τα χέρια του χάιδεψαν τα δικά μου. Ήταν γύρω στα 12 και τα κατάξανθα μαλλιά του ήταν έμοιαζαν σχεδόν λευκά.
-Μου ράγισε την καρδιά, του είπα κοιτώντας τα κόκκινα από το κρύο μάγουλα του, κι όταν ερχόταν η ευκαιρία να αγαπηθώ ξανά το έβαζα στα πόδια.
-Ανόητο μου ακούγεται, μου είπε και ξεφύσησε δυνατά.
-Φοβόμουν μήπως ραγίσει ξανά η καρδιά μου. Μερικές φορές εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο και μετά όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, σε ξεχνάει. Όλοι σε ξεχνάνε.
-Ίσως να είναι απασχολημένοι. Ίσως να μην σε έχουν ξεχάσει, αλλά να έχουν ξεχάσει να σε θυμηθούν. Καταλαβαίνεις;
-Ναι, του έγνεψα και ένα βάρος σαν τσιμέντο ολόκληρο ξεκόλλησε από το πίσω μέρος του αυχένα μου και έπεσε με δύναμη στο έδαφος, απλώς φοβάμαι… φοβάμαι πως αν εμπιστευτώ ξανά θα ραγίσει η καρδιά μου.
Πήγε πάλι πίσω από την πλάτη μου και κόλλησε το κεφάλι του απαλά σα να προσπαθούσε να ακούσει κάτι.
-Είχα ένα ωραίο ζευγάρι πορτοκαλί πατίνια, ψιθύρισε, και φοβόμουνα να τα φορέσω για να μην τα χαλάσω. Για αυτό τα κρατούσα μέσα στο κουτί. Και ξέρεις τι έγινε;
-Τι έγινε;
-Μεγάλωσα και δεν μου έκαναν πια. Δεν τα φόρεσα ποτέ.
Γύρισα απότομα.
-Τα πατίνια και η καρδιά του ανθρώπου είναι δύο διαφορετικά πράγματα,είπα θυμωμένη.
-Το ίδιο είναι. Αν δεν χρησιμοποιείς την καρδιά σου τότε τι σε νοιάζει αν ραγίσει; Όταν αποφασίσεις να την χρησιμοποιείς όμως φοβάμαι ότι δεν θα είναι καλή. Πρέπει να ρισκάρεις νομίζω, κι ας είμαι τόσο μικρός. Τα μαλλιά μου είναι λευκά σχεδόν.
-Να ρισκάρεις, ξανάπε και έβαλα τα κλάματα με τον ίδιο τρόπο που έκλαιγα όταν έπεφτα από το ποδήλατο.
Η καρδιά σου, συνέχισε, μπορεί να είναι ραγισμένη αλλά είναι ακόμα εκεί.

Καλή χρονιά σε όλους!

Τρίτη, Δεκεμβρίου 15, 2009

ΚαΛά ΧρΙσΤοΥγΕνΝα


Τον τελευταίο καιρό ανοίγω τα μάτια μου πάντα την ίδια ώρα. Έξι παρά κι αργεί να ξημερώσει. Νοτιάς έξω. Υδατικές σταγόνες πέφτουν στραβά εδώ κι εκεί. Που και που σκάει μύτη μια χλωμή ηλιοφάνεια. Τον τελευταίο καιρό μπερδεύω τις μέρες. Ιδίως τις Τρίτες. Μου θυμίζουν Παρασκευές και τα βραδινά τελειώματα της Κυριακής μου θυμίζουν βραδινά τελειώματα από Δευτέρες. Το στρίφωμα της μοναξιάς μου όλο και μακραίνει. Σε λίγο θα μου πέφτει φαρδύ και μεγάλο σαν σάβανο. Είναι κάτι που ζω πρώτη φορά και σαν κάτι τέτοιο με μαγεύει. Σχεδόν με κάνει να νοιώθω ασφαλής.
Ζω σε ένα παράλληλο σύμπαν και δεν παίρνω χαμπάρι τι γίνεται δίπλα μου. Και αυτό μόνο μαγικό μπορεί να είναι. Μια μορφή αυτισμού με εικαστικό look με κάνει να επαναλαμβάνω ετεροχρονισμένα φράσεις παλαιού ενδιαφέροντος όπως, «Μαμά τι φαγητό έχουμε σήμερα;» ή «μπαμπά θα με πας με το αυτοκίνητο στην πλατεία;» Χαμογελάω γιατί τίποτα δεν υπάρχει πια στην μορφή που το ήξερα. Οι άνθρωποι απομακρύνονται όταν δεν καταλαβαίνουν. Γυρνάν την πλάτη. Αδιαφορούν και συνεχίζουν να επιπλώνουν την ζωή τους μακριά από σένα. Χαμογελάω. Με συμπόνια. Δεν με πονάει τόσο. Τους έχω κι όλας ξεχάσει. Έτσι πρέπει. Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να ξεχάσουμε ώστε να τα μάθουμε και υπάρχουν πράγματα που πρέπει να κατέχουμε ώστε να τα αποκηρύξουμε.

Περασμένες 5. Κάπου σε ένα βενζινάδικο στην Αττική οδό. Βάζω αέρα στα λάστιχα ενώ ένας πιτσιρικάς παλεύει να μου φτιάξει την καμένη μου ασφάλεια. Κόβω νευρικά βόλτες. Ξυρίζει έξω. Σκέφτομαι πως θα ήταν αν έκοβα βόλτες έξω από μια σεληνάκατο χαλασμένη ενώ ένας μηχανικός θα προσπαθούσε να συντονίσει το πρόβλημα. Έπειτα από τρία τέταρτα η καινούργια ασφάλεια έχει τοποθετηθεί. Του αφήνω 5 ευρώ. Στην αρχή δεν τα θέλει του φαίνονται πολλά. «Έλα πάρτα , θα τα πάρω από αλλού», του λέω μασουλώντας το κορδόνι από την κουκούλα μου. Το ίδιο βράδυ κι ενώ επέστρεφα στο video club έναν μεγάλο αριθμό αργοπορημένων dvd η κοπέλα στο ταμείο μου έκοψε από το συνολικό ποσό πληρωμής 5 ευρώ. Θυμήθηκα τι είχα πει στον πιτσιρικά και χαμογέλασα. Το παίρνεις πίσω αυτό που δίνεις καλό ή κακό. Το παίρνεις πίσω. Νόμος.

Απόγευμα βαθύ προς νύχτα στο γραφειάκι του σαλονιού. Όσο γράφω, από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας μπαίνει μια καταχθόνια μυρωδιά από αρνίσιο λίπος. Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και καθόλου δεν τα θέλω. Ποτέ δεν τα ήθελα. Ούτε σαν παιδί. Με κατέθλιβαν. Παρ όλα αυτά προσπάθησα να μου πάω κόντρα. Στόλισα το καραβάκι μου φέτος και έβαλα φωτάκια παντού. Πήγα εναντία στα μέσα μου σκοτάδια. Ενάντια στη νύχτα. Ενάντια στα θέλω των άλλων. Τα δικά μου με κάνουν να νοιώθω πιο υγιής. Παίζω με χάρη και ευελιξία το παιχνίδι της ζωής. Με χάρη και ευελιξία. Γιατί ξέρω πως κρίνεσαι όχι τόσο για αυτά που έπραξες αλλά για αυτά που δεν τόλμησες να κάνεις.

Καλά Χριστούγεννα παίδες.

Κυριακή, Νοεμβρίου 29, 2009

ΛίΓο ΜεΤά

Είναι μια όμορφη περίοδος. Από αυτές που έχεις κάτι να περιμένεις και όλα είναι πια τόσο ξεκάθαρα σε κάθε τομέα. Είναι μια περίοδος ζεστή σαν τροπικό κλίμα ή σαν χρησιμοποιημένη αγκαλιά. Ο ήλιος πάντα καίει το πρωί. Τα κοντομάνικα ακόμα πάνω μας, και τις νύχτες μια απίστευτη υγρασία σε κάνει να θες να γλιστράς όλο και πιο βαθιά μέσα σου. Σε φαντασμαγορικά σκοτάδια. Θολά σαν βυθό πηγαδιού. Όμορφα σαν όνειρο παχύ, ασάλευτο με σένα μέσα.
Τα πιάτα και τα ποτήρια άρχισαν και πάλι να στοιβάζονται. Πολλά κάθε μέρα. Πλένω αργά κοιτώντας τον Υμηττό απέναντι. Το καυτό νερό φουσκώνει τις φλέβες των καρπών μου. Πράσινες και χοντρές μοιάζουν να έχουν fairy για τα πιάτα, αντί πηχτό αίμα. Αν τις κόψω θα κάνω οικονομία στο σαπούνι, σκέφτομαι και χαμογελάω, γιατί κανείς άλλος δεν το κάνει πια. Είναι μια περίοδος που δεν σε αφήνω πίσω αλλά σε έχω εδώ. Στο δικό μου εδώ. Η ζωή μου μαζί σου είναι ανάλαφρη σαν νεογέννητο χνούδι που με το πρώτο φύσημα του αέρα βολτάρει στο πιο πράσινο λιβάδι του κόσμου.
Οι μέρες μου σαν μύγες τετράπαχες κονταίνουν συνεχώς το φως τους. Κερνάνε ιδρώτα με άρωμα κανέλας και παλιά βιβλία δίπλα στο κομοδίνο γεμάτα σημειώσεις. Φέρνουν πίσω από το τρίγωνο των βερμούδων παιδικούς φίλους χαμένους από χρόνια και ροζ παχιά σύννεφα γύρω στο χειμωνιάτικο δείλι. Βγάζουν κάτι απίστευτους ήχους από μέσα τους που με κάνουν να χορεύω όπου κι αν βρίσκομαι.
Ξενυχτάω με κέφι. Γυρίζω πάντα κοντά στο ξημέρωμα με το νόημα του κόσμου κρυμμένο στα νύχια, και σαν μικρός τυφλοπόντικας κάνω μια τρύπα στην παγωμένη μεριά του κρεβατιού. Χώνω με δύναμη και τρομερή βία όλο μου το σώμα ή ότι απέμεινε από αυτό και μουρμουρίζω αποσπάσματα ελληνικών τραγουδιών του ’30, ή ότι θυμάμαι από αυτά, μέχρι να με πάρει ο ύπνος.

Ήρεμα πράγματα μέχρι να τελειώσει και ο μήνας αυτός. Καμία κατανόηση για την αταξία και την παραβατικότητα. Κανένα ποσοτικό επίρρημα δίπλα σε ρήματα πάθους. Μόνα τους είναι περισσότερο δυνατά.

Καίει ο ήλιος. Μου αρέσει να το επαναλαμβάνω αυτό. Ξέχασε να βρέχει, να χιονίζει, να συννεφιάζει εδώ.
«Ο χειμώνας είναι πάντα πίσω»,
φωνάζει στο μυαλό μου η πεθαμένη μου γιαγιά, και γω μια τρελή που πιστεύω, πως μια μικρή εξέλιξη θα είναι ο χειμώνας να καταργηθεί. Και συνεχίζω να μιλάω στην πλάτη του καλοκαιριού αργοπορώντας πάντα το φευγιό του.

Ώρα 4 και 20.Οδηγάω σχεδόν νηφάλια. Τα μάτια μου σαν πυρωμένες μπίλιες εξετάζουν τα πλευρά της νύχτας. Ψάχνω για εικόνες θησαυρούς, να τις φυλάξω. 'Ωρα 4 και 28.Νέος Κόσμος και Καλλιρόης. Η λαϊκή αρχίζει και στήνεται. Φορτηγά παρατημένα στη μέση του δρόμου. Ανοιχτές πίσω πόρτες. Οι πλανόδιοι πωλητές βγάζουν τους πάγκους τους. Μιλάνε γλώσσες που δεν καταλαβαίνω. Το ξημέρωμα θα τους βρει έτοιμους για δουλειά. Παρατεταγμένους κάτω από πορτοκαλί τέντες και τόσο ίδιους σαν λευκές διακεκομμένες στη γκρι άσφαλτο. Τους παρατηρώ καθώς κοπιάζουν σε τόσο παχύ σκοτάδι.
Χαμογελάω για έναν λόγο που ξέχασα κι όλας. Σε λίγο ξημερώνει και στην δική σου εσχατιά. Γκαζώνω στα στοιχειωμένα στενά, όπου μόνο τα σκουπίδια ζουν, και δαγκώνω δυνατά τα χείλη μου. Είναι μια βελούδινη περίοδος αυτή. Χωρίς φανάρια στην ζωή μου με τρελό γκάζι. Και δεν πτοούμαι από το ξαφνικό.
Άλλωστε υπάρχει πάντα η καλή σκέψη!

Παρασκευή, Νοεμβρίου 13, 2009

ΣχΕδΟν ΜηΧαΝιΚά ΕλΑύΝω

Στουμπώνω ξανά την βαλίτσα μου. Και γω λες και είμαι από πεπιεσμένο αέρα κινούμαι σχεδόν μηχανικά τελειώνοντας όλες τις ετοιμασίες που ανήκουν σε ένα ταξίδι. Ένας συριγμός ακούγεται, ποιος ξέρει αλήθεια από πού;
Στις τσέπες μου ακόμα αποκόμματα αεροπορικών εισιτήριων από ευρωπαϊκές διαδρομές.

Έβαλε ψύχρα μέσα μου. Ανεβαίνω και φέτος στην πόλη του βορρά με απώλειες. Σχεδόν μηχανικά. Δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ να το κάνω αλλά παρ όλα αυτά ετοιμάζω τα πράγματα μου για να δω μέχρι που μπορώ να το κάνω. Σχεδόν μηχανικά. Εξετάζω τα χέρια μου. Γέρασαν λίγο . Τα πόδια μου. Μίκρυναν κι άλλο .Τα μάτια μου. Στεγνά. Στον κάθε έναν αντιστοιχεί μια ποσότητα δακρύων. Αν την εξαντλήσεις τέλος.
Δεν έχω χρόνο να ξεκινήσω μια νέα ζωή για αυτό μένω εδώ που είμαι. Το λέω ξανά και ξανά μέχρι να το πιστέψεις. Κι έπειτα να το πιστέψω μέσα από σένα και γω.

Ελαύνω όπως κάθε Νοέμβρη στη πόλη αυτή που κάποτε ερωτεύτηκα. Χωρίς εσένα αυτή τη φορά. Χωρίς την παλιά μου ζωή. Όλα καινούργια, ακόμα και η βαλίτσα μου που με ακολουθεί σαν πιστό, πρησμένο σκυλί. Τίποτα παλιό πάνω μου. Μόνο το δέρμα μου παλιώνει κάτω από τα καινούργια μου ρούχα και τίποτα δεν με συγκρατεί από το να καταπιώ την μολύβδινη θλίψη μου για άλλη μια φορά. Σχεδόν μηχανικά.
Στο μεταξύ στον παρόντα χρόνο η Μιλού μυρίζει τα πράγματα μου. Την αφήνω μόνη ξανά. Σαν και μένα. Μόνο που σε αυτήν δεν αρέσει η μοναξιά. Την αφήνω όμως. Πόση σκληράδα έχει η απλή λογική. Είμαι ένας άνθρωπος που λειτουργεί περισσότερο με το θυμικό και η λογική με εξοργίζει .Πρέπει όμως. Να την αφήσω. Όπως με άφησαν. Σχεδόν μηχανικά.
Ένας λυγμός τετράπαχος στο κέντρο του λαιμού μου. Ανέκφραστη εγώ. Ξαπλώνω κοιτώντας το ταβάνι. Κάτι μέσα μου ή πάνω μου πονά. Οι μύες έχουν μνήμη. Και ξαφνικά για να ευθυμήσω, σκέφτομαι τα υπέροχα ξενύχτια των τελευταίων ημερών. Τα πρόσωπα των φίλων δίπλα μου. Τα λακκάκια τους όταν με χαμόγελο μου χαϊδεύουν τα μαλλιά. Τα κοκτέιλ του Belafonte και τα πράσινα φώτα. Τα σκοτάδια της νύχτας και τα δικά μας ποδοβολητά μέχρι να ξεπαρκάρουμε από τα πιο επικίνδυνα στενά του Κεραμεικού. Τα ζεστά κουλούρια που αχνίζουν τις μικρές ώρες και τα απαλά μεθύσια που απλώς σου μουδιάζουν το στόμα και την μύτη. Την βραχνιασμένη μου φωνή, το πράσινο μολύβι των ματιών μου. Και στο τελείωμα της κάθε μέρας μου την παραμορφωμένη σου φωνή στο τηλέφωνο να με καληνυχτίζει με ευγένεια.

Έτοιμη. Γράφω και αυτές τις αράδες και τέλος. Οι Ταινίες ήδη στοιχίζονται κάτω από το βλέμμα μου και η μυρωδιά της προβλήτας με κάνει απίστευτα μπλε. Δεν θα σου μιλήσω αν σε δω να το ξέρεις. Καμιά αγάπη δεν μπορεί να κρατηθεί αν δεν δουλέψεις για αυτήν. Ούτε που σε υπολογίζω πια.

Έβγαλα την πρώτη μου άσπρη τρίχα. Μαζί θα τα κάνουμε όλα αυτή τη φορά.

Τρίτη, Νοεμβρίου 03, 2009

έΝα ΤαΞίΔι Κι ΕπΕιΤα ΠίΣω


Τα μάτια τσούζουν. Ελάχιστες ώρες ύπνου. Η αναπνοή αδύναμη. Σχεδόν άπνοια. Αεροδρόμια που αλλάζουν με ταχύτητα φωτός. Τα μάτια πάντα τσούζουν. Μυρωδιές αλλιώς φερμένες ως εδώ. Στα μέσα μου σκάει το φως της Βαρκελώνης σαν εξαντλημένο πυροτέχνημα. Βαλίτσες που μοιάζουν με παχιά, αλλόκοτα, κατοικίδια που τα σέρνεις με το ζόρι από πίσω σου. Παλιά δωμάτια ξενοδοχείων. Ανακαινισμένα. Όλα αλλιώς πια.

Πρώτο μπάνιο. Να φύγει από πάνω μου το κράμα της Αθήνας. Το νερό έχει μπόλικη ποσότητα χλωρίου. Μυρίζω πισίνα. Βάζω μια μπλούζα μακό και κοιμάμαι έναν ύπνο βαθύ. Εσύ δίπλα μου με παρατηρείς. Το ξέρω κι ας κοιμάμαι.
Η πόλη, μας δίνεται σιγά, σιγά. Τα πόδια αρχίζουν και πονάνε. Ώρες ατέλειωτες καταγράφονται στους δρόμους της. Φαγητά στο πόδι. Καταπίνω εικόνες. Φουσκώνω την κοιλιά μου με βλέμματα καταλανών και τα χωνεύω πίνοντας λίγο από το αίμα τους. Σαγράδα Φαμίλια η κατασκευή της λένε πως θα τελειώσει το 2030.Εχει ξεκινήσει από το 1882.Οι κολώνες που στηρίζουν το εσωτερικό του ναού μοιάζουν με δέντρα σεκόγιας.
Ανεβοκατεβαίνω δρόμους και μουσεία. Καμπαναριά και σκάλες σπιτιών που εκτίθενται σαν γυαλισμένα ψαροκόκαλα. Ανεβοκατεβαίνω λόφους και παραλίες. Μια συνεχόμενη κίνηση. Σταματάω μόνο μεθυσμένη, κάτω από την λιπαρή υγρασία που αφήνει ο νότος στην τελευταία στάση του μετρό.
Ο κόσμος εκπνέει μια αίολη καθημερινότητα από τα ρουθούνια και πιπιλάει μια χρωματιστή αφηρημάδα που την παίρνω, όταν την πετάει στο τασάκι, και την φοράω για κασκόλ. Τις νύχτες βάζει μια ψύχρα. Πάντα η ψύχρα είναι η ίδια παντού. Πλατεία Jaume.Με μια ζαλάδα από τις πάμπολλες σαγκρίες χωνόμαστε όσο πιο βαθιά γίνεται στο μετρό. Ένα ζεστό μπάνιο μας περιμένει και μια αγκαλιά ύπνου μέχρι αργά το άλλο μεσημέρι.

Η ώρα είναι 12 και μισή. Μια ώρα πίσω ακόμα από την ώρα πίσω που άφησα την Κυριακή τα ξημερώματα στην Αθήνα. Ζέστη. Κοντομάνικα και μια υγρασία ελαφριά σαν παμπάλαιο σάλι γυναίκας που μου ανατριχιάζει το σώμα. Καλοκαίρι ακόμα στο Guel park.30 βαθμοί. Πανηγύρι. Νότος εδώ βλέπεις. Γεύση από γρανίτα λεμόνι. Μουσικές ξενικές. Κόσμος από τα πέρατα της γης. Χιλιάδες γλώσσες .Με ρωτάς αν μπορώ να μαντέψω σε πόσα λεπτά τρελάθηκαν οι άνθρωποι στον πύργο της Βαβέλ. Κι εμείς που μιλάμε την ίδια γλώσσα καταλαβαινόμαστε άραγε; Μπερδεμένα πράγματα και το καλοκαίρι, κοίτα να δεις που γαντζώθηκε στα πλευρά του χειμώνα και δεν λέει να φύγει.

Αποχαιρετάμε την Βαρκελώνη με ένα ποτήρι θολής σαγκρίας. Placa del rei. Ώρα τοπική 11:14. Μια συστάδα φοιτητών μαζεμένη στα σκαλιά του μουσείου ιστορίας. Ένας τύπος με κιθάρα και σγουρά μαύρα μαλλιά τραγουδά ισπανικά τραγούδια. Ο σενεγαλέζος σερβιτόρος διασχίζει το δρόμο σαν να περπατάει πάνω σε ένα αόρατο σχοινί. Πλησιάζοντας παρατηρώ πως ισορροπεί τα ποτήρια της μπύρας στο κεφάλι του. Του δίνω κι εγώ μια παραγγελία. Κάποια από τα παιδιά στα σκαλιά καπνίζουν αλγερινό χόρτο. Ξαπλώνουν κατάχαμα σε slow motion κοιτώντας το φεγγάρι που αλήθεια τώρα, εδώ μοιάζει να είναι κρεμασμένο ανάποδα. Έρχονται και κάποιοι με κρουστά. Αλλάζει ο ρυθμός. Αλεγκρία.Το κρασί κατεβαίνει πιο εύκολα. Σχεδόν σαν αίμα εισχωρεί βαθιά. Και είναι όλα τόσο αλλού όπως ήταν όταν τα αντάμωνα την πρώτη φορά.

Ωραίος που είναι ο κόσμος όταν γυρνάς την γη εδώ κι εκεί.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 22, 2009

ΗμΕρΗσΙα ΔιΑτΑξΗ

Πως είναι να ζεις στην επιφάνεια του κόσμου;
Μπήκες με ένα ματσάκι σεμπρεβίβες από την πίσω πόρτα της αυλής. Ο κόσμος ήταν μαζεμένος γύρω μου αλλά κοίταγα μόνο εσένα. Όταν πλησίασες σου είπα πως όλοι αυτοί δίπλα μου μιλάνε για να σημειώσουν επιτυχία ενώ εμείς για να μαγέψουμε και να μαγευτούμε. Μου άφησες τις σεμπρεβίβες στα χέρια και αγκαλιαστήκαμε.
Κι έπειτα βγήκε ένα λειψό φεγγάρι πίσω από τα βράχια της νύχτας κι ούτε που θυμάμαι πως έκλεισαν τα βλέφαρα δίπλα σου. Μόνο το βύθισμα στην αγκαλιά σου. Κι ήταν η νύχτα που πρωταγωνιστούσε στα όνειρα και κάτι ξεσκέπαστα αμάξια που έκαναν κύκλους γύρω από παλιές ευρωπαϊκές πλατείες. Αρχαίες και σχεδόν βομβαρδισμένες.

Πως είναι να είσαι χειρότερος από όλα τα θηρία;
Ο άνθρωπος δαγκώνει χειρότερα από όλα τα θηρία. Βαθμιαίες καταπτώσεις. Πάθη που ξέφτισαν. Άνθρωποι που θέλησαν να συνδεθούν αλλά στο τέλος έμειναν μόνοι. Σε ακολουθεί ένα αήττητο πρόβλημα. Ο ίδιος σου ο εαυτός. Ρίχνει μια έντρομη βροχή ξαφνικά. Περίεργοι αντικατοπτρισμοί και διαφάνειες. Μαζεύω για μια στιγμή όλο μου το είναι. Τα οστά μου, τους μυς μου, τα νεύρα, τον εγκέφαλο μου, τα σπλάχνα μου. Συγκεντρώνομαι. Σφίγγω με τα χέρια μου το σώμα μου για να πειστώ πως το κατέχω. Πως είναι δικό μου. Ανήκω μόνο σε μένα.

Πως είναι να στέκεσαι εδώ;
Κρατώντας στα μπράτσα σου την απέραντη λαχτάρα για τα ανθρώπινα; Την ασίγαστη πηγή για συγγνώμη; Την σύγκρουση των σωμάτων που διαρκώς περνάνε το ένα πάνω από το άλλο; Αυτή τη μια λέξη που ποτέ δεν είπες. Αυτή τη μια λέξη που θα έλυνε το Γόρδιο δεσμό. Δεν είμαι και πολλά πια. Μοιάζω σαν Παρασκευή που υποδέχεται το Σαββατοκύριακο. Δεν είμαι και πολλά. Κι εσύ, εσύ δεν έχεις τίποτα μέσα σου. Τίποτα που να μπορείς να μου προσφέρεις. Τοξικός εργένης μια ζωή.

Πως είναι να καταπίνεις βουνά ολόκληρα;
Το Παλλάς ξερνάει κι άλλο κόσμο. Συλλέκτες όλοι λεπιδόπτερων. Χρωματιστές κλωστές κρέμονται από τον ουρανό. Ζonar’s. Ποτά και χαμηλόφωνες κουβέντες γεμάτες αγάπη. Ώρα βραδινή. Σε βλέπω να διασχίζεις το φανάρι της πανεπιστημίου έπειτα τον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου. Δεν με έχεις δει. Οι παλάμες σου κλειστές σε σχήμα γροθιάς. Περπατάς αγέρωχα και ακούγονται όλα όσα σκέφτεσαι. Αν και μεγάλος πια μοιάζεις σαν παιδί που έκανε κοπάνα την πρώτη ώρα. Παρ όλα αυτά σε περιφρονώ, όπως περιφρονώ κι όλους αυτούς που χάλασαν τον κόσμο μου μέσα σε μια νύχτα.

Χαμογελάω και τα δόντια μου καίγονται κάτω από τα άστρα. Χαμογελάω γιατί οι άνθρωποι έχουν πλάκα. Γιατί υποδύομαι. Το πιο αυθεντικό πράγμα που κάνουμε είναι να υποδυόμαστε κι έπειτα να σιωπούμε.

Και η αγριότητα αυτής της σιωπής θα επιφέρει το οριστικό τέλος.

Τρίτη, Οκτωβρίου 13, 2009

AdAgIo

Μαζεύτηκαν τα σύννεφα πάνω από τους σκυμμένους σβέρκους μας. Λευκά σαν μαλλί της γριάς. Η φωνή σου στο τηλέφωνο πιο τσιριχτή με γαργαλάει μέχρι μέσα. Σε ακούω προσεχτικά καθώς κάνεις προσθαφαιρέσεις ανθρώπων και χρημάτων. Σε ρωτάω, «πως είναι να είσαι ολόκληρος άνθρωπος;»
Δεν απαντάς.
Ποτέ δεν απαντάς.

Ελαύνει το φθινόπωρο σαν αφηρημένη δεσποινίς που ξέχασε τα κλειδιά του σπιτιού της στην παλιά της τσάντα. Μια αίσθηση ανατριχίλας από χίλια δυο τσιμπάει το δέρμα μου. Αυτός ο καιρός νομίζω πως δίνει κομψότητα ακόμα και στην θλίψη. Παρατηρώ μια αλλαγή. Μια γενικότερη αλλαγή. Σαν κάποιος να παραμορφώνει λίγο το τοπίο και έπειτα να το ξαναβάζει στην θέση του πιο χρωματιστό. Πιο φρέσκο.
-Βάλε κάτι παραπάνω στο τραπέζι, μου λες. Κοιτάω αλλού. Σου λέω σχεδόν δακρυσμένη, «δικαίωμα μου να ποντάρω λίγα, δικαίωμα μου να πηγαίνω πάσο».

Στο δρόμο κυκλοφορούν κάτι υπέροχοι ροδανθοί με διάφανο δέρμα. Δίπλα τους τεράστια αρπαχτικά τους συνοδεύουν. Τρομάζει η ψύχη μου. Διαστέλλεται η κόρη του ματιού μου. Πως μπορούν; Πως μπορούν να αγαπάνε κάτι τέτοιο δίπλα τους. Πως μπορούν να απουσιάζουν αγαπώντας; Κι έπειτα χαμηλώνω το βλέμμα μου. Να μην κοιτάω άλλο. Μόνο να ακούω το βήμα μου γρήγορο να βάζει ρυθμό στην άσχημη στιγμή χτυπώντας τις πλάκες του χλωμού πεζοδρομίου. Η γη μεταναστεύει από κάτω του.
Θυμάμαι την τελευταία φορά που σε είδα. Αλλά δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που με κοίταξες. Άλλαξε ο καιρός. Υπάρχουν πράγματα που απαιτούν σεβασμό, όπως ένα βλέμμα, ένα πρόσωπο, μια ιστορία παλιά ή καινούργια.
Αναρωτιέμαι για μας
Αναρωτιέμαι για σένα καθώς οι εποχές αλλάζουν το δέρμα μας και μας παλιώνουν κι άλλο. Κι άλλο. Κι έπειτα σταματώ να αναρωτιέμαι και φωνάζω δυνατά, «κάθε σχέση διαρκεί όσο της αξίζει».

Βρέχει πάνω μου ξανά. Καλό φθινόπωρο.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 05, 2009

Με Το ΜαΓιΟ ΣτΗν ΚάΛπΗ

Ξύπνησα σήμερα κι ήταν ακόμα καλοκαίρι. Έψησα καφέ έχοντας στο μυαλό μου την θάλασσα. Τον ήπια στο μπαλκόνι μαζί με την καύτρα του ήλιου στον δεξί μου ώμο. Τα φυτά μου έχουν θεριέψει και ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Μεγάλες γουλιές να καώ. Από το απέναντι μπαλκόνι ακούω συζητήσεις σχετικά με τις εκλογές. Αναγουλιάζω. Όπως αναγουλιάζω κάθε φορά που σκέφτομαι την σιωπή σου κι εσένα. Αποφασίζω να πάω στην θάλασσα κ έπειτα με το μαγιό στην κάλπη.
Στο αμάξι ακούω από την ανάποδη ένα κομμάτι που σε θυμίζει. Το τρέχω προς τα πίσω κ αλλάζω τον ρυθμό του. Τρελαίνεται το μυαλό μου. Η πρώτη βουτιά. Μακροβούτι. Θάβω όλα τα άκυρα στην άμμο της. Βαθιά εισπνοή και λίγο θαλασσινό νερό στον λάρυγγα. Βήχω γελώντας. Είναι ακόμα καλοκαίρι ψιθυρίζω και μπαίνω όλο και πιο μέσα της.
Καμένο δέρμα, ανάσα που λαχανιάζει. Μυρωδιά καρύδας. Με το μαγιό ακόμα βρεγμένο στο εκλογικό κέντρο. Σε σκέφτομαι. Αναγουλιάζω. Μόλις σε πέταξα από πάνω μου για πάντα. Ο κόσμος με κοιτάει παράξενα. Τους γράφω. Μπαίνω στην κάλπη με την τσάντα του μπάνιου, την άμμο στα παπούτσια και το μαγιό υγρό ακόμα. Ρίχνω ένα βότσαλο μαύρο και μια τσιχλόφουσκα κεράσι. Ψήφισα.
Ο κόσμος συνεχίζει να αλληθωρίζει πάνω μου. Αγριεύω το βλέμμα μου και με πολύ αργό βήμα απομακρύνομαι από το 8ο Δημοτικό σχολείο. Απομακρύνομαι από τα πάντα, γεμάτη αλμύρα κ διαμελισμένο έρωτα. Είναι ακόμα καλοκαίρι και τα έχω όλα γραμμένα σε ένα δισύλλαβο στίχο πάνω από το δεξί μου φρύδι.
Άλλαξε η κυβέρνηση και γω ακόμα με το μαγιό τρώω βανίλια παγωτό και κοιτάω τα μάτια σου που όλο και μικραίνουν.Το χέρι μου στο δικό σου. Χαζεύω την πανσέληνο που βγαίνει πίσω από τις σκαλωσιές της ακρόπολης κάπου στο θησείο. Από τις τηλεοράσεις των μαγαζιών ακούγονται ιαχές. Παραιτήθηκε ο Καραμανλής. Χειροκροτήματα. Κραυγάζω και γω. Τους μισώ όλους. Ξεπουλημένοι και υποκριτές. Ψεύτες. Στο τέλος γίνονται αυτό που υποκρίνονται ότι είναι. Βγάζω την ψάθα μου και την στρώνω πάνω σου. Γελάς. Καθόμαστε μπλεγμένοι ο ένας στον άλλον μέχρι το φεγγάρι να γίνει στέμμα μας. Κατηφορίζοντας σου δείχνω τα όνομα τα μας που μένουν ακόμα χαραγμένα στον κορμό του τρίτου ευκάλυπτου μετά το Σινε Θησείο.
Η νύχτα περνά από πάνω μας σαν πονεμένη διασπορά. Η πανσέληνος ψηλώνοντας, μας γδέρνει. Σε καληνυχτίζω με μια γιγάντια αγκαλιά και ένα φιλί μεγάλης διαρκείας. Στην επιστροφή πέφτω πάνω σε πανηγυρισμούς. Ανοίγω το παράθυρο του αυτοκινήτου και χασμουριέμαι δυνατά. Νυσταγμένη σκέφτομαι ποιος έφαγε την τσίχλα κεράσι που έριξα και ποιος κράτησε εκείνο το μαύρο βότσαλο.

Από αύριο η Ελλάδα θα είναι Ζυρίχη. Πετάω το μαγιό μου στο κάθισμα του συνοδηγού, κοιτάω γύρω μου κι έπειτα ξεκαρδίζομαι.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2009

πΑύΣη


Αν είσαι έξω κοίτα τα σύννεφα. Μοιάζουν σαν ατόφια βαμβάκια. Και μείς από κάτω τους πληγές ανοιχτές.Παύση.

Με καίνε τα μάτια μου. Μακάρι να μπορούσα να τα βγάλω για να ανακουφιστώ. Μια ολόκληρη εβδομάδα μέσα σε αίθουσες. Ξεχάστηκα σαν κάποιος να με έχασε εκεί μέσα και να μην με αναζήτησε ποτέ, παρά μόνο ένα βράδυ στα κλεφτά. Νύχτες πρεμιέρας. Χωρίς εσένα. Παύση. Και μετά στα σκοτεινά ρούφαγα όλο το μαύρο ζουμί της νύχτας και έφτυνα τα άστρα σαν κουκούτσια. Για να μην τα καταπιώ και μου ξεσκίσουν τα σωθικά. Κάποιες νύχτες έβρεξε κι ήταν ωραία γιατί μούσκεψα κι έκλαψα μαζί. Μα κανείς δεν το πήρε χαμπάρι. Παύση.

Κρυώνω. Παύση. Είναι η εποχή κάποιου άλλου αυτή. Είναι το σώμα και ο πόνος κάποιου άλλου. Ο δικός μου εαυτός σαν συρρικνωμένος γαλαξίας χάνεται στο άπειρο. Ατυχήματα. Ξαφνικά τα προκαλώ. Ευαγγελισμός. Παρασκευή ξημερώματα. Πονάω. Πονάω πολύ και κρατώντας μια ακτινογραφία στο χέρι βλέπω τους ανθρώπους γύρω θολούς και πράσινους. Όλα είναι πράσινα. Ο πόνος σου αλλάζει χρώματα. Εσύ δεν έχεις ιδέα. Ούτε γω. Εκεί το κατάλαβα. Παύση.

Αυτός που αγαπάει επικυρώνει. Ψάχνει κάτω από τις λέξεις, τις παύσεις, τα σήματα κι έρχεται. Ότι ώρα και να΄ναι. Μπαίνει σε ένα ταξί κι έρχεται, σε ένα τρένο σε ένα αεροπλάνο κι έρχεται. Ζητάει συγνώμη που άργησε και κοιμίζει τον άλλον στην αγκαλιά του. Αυτός που αγαπάει ξεπαγιάζει περιμένοντας κάτω από τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας αυτού που αγαπάει και κάνει τα πάντα για να μην αφήσει τον άλλον να κοιμηθεί πληγωμένος. Πάντα έρχεται μέσα από την παύση του άλλου, αυτού που τον φωνάζει άηχα. Αλλά αυτός που αγαπάει δεν αποσυντίθεται. Παύση. Σου είχα γράψει κάποτε την διεύθυνση μου. Παύση.

Ξαπλώνω στο πάτωμα. Πονάω. Μια ζαρωμένη ημικρανία τεντώνεται στο δεξί μέρος του κρανίου μου και ρίχνει βροντές. Έχω ζήσει, σκέφτομαι. Έχω κάνει τόσους γύρους και θέλω να μείνω λίγο ακίνητη μαζί σου. Παύση.

Μπαίνει ο Οκτώβρης σε λίγο και συ ακόμα να καταλάβεις τι ζητάω. Μπερδεύτηκαν όλα κι έγιναν σαν κι εκείνη την πράσινη ακτινογραφία. Και εκείνη η αγκαλιά έγινε παύση. Αλλά ξέρεις καλά πως η μουσική καθορίζεται από τις παύσεις ανάμεσα στις νότες.
Παύση.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 14, 2009

ΠαΡεΝθΕσΗ


Φθινοπώριασε ξαφνικά και η κοιλιά μου πρήστηκε από μια μεγάλη επιθυμία. Να σε αγκάλιαζα. Και πάλι οι μεραρχίες των σύννεφων σαν φτερωτά κασκόλ καμπαρέ από πάνω μου. Κρεμάω στα μαλλιά μου μανταλάκια και μυρίζω τον αέρα. Φέρνει μυρωδιά από φόβους και σαπίλα νεκρών ζώων. Φέρνει αρώματα χοντρών γυναικών που αντιγράφουν συνέχεια στιχάκια και αποσπάσματα ωραίων λέξεων νομίζοντας πως έτσι θα γίνουν πιο ελκυστικές. Φέρνει εσένα και την ψυχρή ανάσα σου. Την τελευταία φορά που ξάπλωσες στον ώμο μού άνοιξες ολόκληρη τρύπα.

Οι άνθρωποι που γνωρίζω πολλαπλασιάζονται και η σιωπή μου φτάνει ως το άπειρο όταν με ρωτάνε αν είμαι από δω ή από αλλού. Δεν απαντώ ποτέ. Γυρνάω μόνο το βλέμμα μου στην δύση και ψάχνω τάχαμου κάτι να βρω.
Ο κόσμος μου κατοικείται και πάλι από μορφές αλλόκοτες και μικρούς πολύχρωμους λεκέδες που εμφανίζονται ,μόνο όταν φεύγεις. Οι βόλτες μου περιεκτικές. Δυο τρεις κουβέντες για μένα και για σένα και όλα τα άλλα καλά κλειδωμένα στον τελευταίο φρονιμίτη μου. Πέφτει μια άσπλαχνη δυνατή βροχή. Παρασκευή βράδυ. Τρέχουμε μέσα της χωρίς ομπρελά. Μούσκεμα, ξεκλειδώνουμε τα αυτοκίνητα μας ουρλιάζοντας από ευτυχία και μετά χωρίζουμε τουρτουρίζοντας. Είχα καιρό να χαλάσω το σχήμα μου από βροχή δυνατή.
Τα Σαββατοκύριακα σε κουμπώνω πάνω μου και βυθιζόμαστε σε μια βαθυσκάφη παρένθεση. Κάθε φορά που βγαίνω από αυτή, ο κόσμος μου φαίνεται χειρότερος. Τα αυτοκίνητα πιο πολλά και ο ουρανός φερμένος από αλλού. Τα σχήματα έξω πιο αιχμηρά και το φως της μέρας σαν πνευμόνι φθισικού. Αηδιάζω. Και τότε είναι που παίρνω τα πιο βαριά μου ρίσκα και πάντοτε κερδίζω.

Φθινοπώριασε και ακόμα να ξεφλουδίσω. Τα πόδια μου είναι πάντα κρύα και πολλές αμφιβολίες έχουν διατυπωθεί και για την καρδιά μου. Αδιαφορώ. Και συνεχίζω να περιπλανιέμαι ανάμεσα σε δύο κόσμους αμέριμνη. Ο ένας είναι νεκρός από καιρό κι ό άλλος αδύναμος να γεννηθεί.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009

ΣεΠτΕμΒρΙαΝή ΕυΤυΧίΑ


Ο Σεπτέμβρης περπατά απαλά μην και τυχόν πατήσει τα απομεινάρια του καλοκαιριού.
Γενέθλιος μήνας. Μου προσθέτει αφηρημένα μικρές ρυτίδες παντού. Τον αγαπάω όμως, όπως αγαπάω και την πρόσθεση. Και η ζωή συνεχίζεται σαν δημοτικό τραγούδι με αγριευτικό δεκαπεντασύλλαβο. Και η θάλασσα μουρμουρίζει στα αυτιά μου διάφορα καθώς ξαπλώνω ανάσκελα πάνω της. Και οι σόλες μου ακόμα αφήνουν άμμο στο παρκέ και τα βότσαλα ακόμα ζεσταίνουν την πλάτη μου. Και ο ήλιος καίει τις πατούσες μου ανελέητα καθώς οι εκδρομές με παίρνουν από το χέρι σε μέρη πρωτόγνωρα. Με θάλασσα και άμμο πάντα. Με θάλασσα και άμμο, έτσι εγώ πορεύομαι.

Σεπτέμβρης. Νέα αρχή. Νέο δέρμα. Άλλος ένας χρόνος στο κάθισμα της πλάτης. Άλλο ένα ταξίδι για να κρυφτώ. Στο αεροπλάνο, πηγαίνοντας, διάβασα τον «ξυπόλητο» του Πέτρου Μπιρμπίλη και έβαλα τα κλάματα στην ιστορία με τον τίτλο «Αρτίστα». Ο αεροσυνοδός με κοίταζε επίμονα. Είχε ακριβώς τα μάτια σου. Τον ερωτεύτηκα αμέσως.
Επιστροφή στο μαύρο ξανά. Τα δέντρα πεθαμένα. Δεν αναπνέει τίποτα πια. Κι όμως παρόλο το μίσος, το θέμα ξεχάστηκε πολύ γρήγορα, όπως συμβαίνει πάντα, και η ζωή συνεχίστηκε κανονικά, όπως συμβαίνει τώρα. Αλήθεια τι άλλο πιο τρομερό πρέπει να μας κάνουν για να αποκτήσουμε πόδια και φωνή;
Τι άλλο; Να μας πληρώσουνε πολλά παραπάνω ίσως για αν βάλουμε την συνείδηση μας σε λειτουργία. Πολλά παραπάνω από ότι μας πληρώνουν για να μην την χρησιμοποιούμε.

Ευτυχώς τα ημιτόνια του Σεπτέμβρη κάνουν τον βίο πιο υποφερτό και τα πρώτα χρυσάνθεμα έχουν εμφανιστεί στις βιτρίνες των ανθοπωλείων. Ευτυχώς που θυμάμαι ακόμα την λέξη ευτυχία που με κατέκλυζε κάθε Σεπτέμβρη λόγω γενέθλιων. Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα τα φωνήεντα των κογχυλιών και οι ρυθμοί των παφλασμών στα αυτιά μου.
Σεπτέμβρης. Το πιο γλυκό fade out του αξεπέραστου καλοκαιριού μου.
Καλό μας μήνα.

Κυριακή, Αυγούστου 23, 2009

ΣαΣ μΙσΩ


Σκηνικό: Κόσμος στην πλατεία Συντάγματος. Περιμετρικά. Στη μέση η κυβέρνηση. Άπαντες.
Ο κόσμος σιωπηλός λούζει με μπιτόνια βενζίνης τους χαμένους από χέρι κυβερνώντες.
Πετάω ένα σπίρτο φωνάζοντας, σας μισώ.
Καίγονται, όπως οι μάγισσες σε ένα πιο σύγχρονο μεσαίωνα. Ο κόσμος χαμογελά μουδιασμένος. Τα σπίτια γεμίζουν με τις στάχτες τους.
Τους μισώ.
Και μαζί και αυτούς που τους στηρίζουν χρόνια τώρα.

Μοιάζει όπως σε όνειρο. Σε κυνηγάνε. Θες να τρέξεις να σωθείς και βλέπεις πως δεν μπορείς. Πως τα πόδια σου όσο και να θες δεν κουνιούνται. Έτσι και τώρα όσο και να θες να κάνεις κάτι δεν μπορείς και κλαις σιωπηλά σκουπίζοντας κάθε 3 ώρες τις στάχτες από τα μπαλκόνια.
Σου κόψανε μια καλή ταινία στην μέση το Σαββάτο και την αντικατέστησαν με ένα πανηγυράκι του Νέρωνα .Και συ που είσαι ακόμα άνθρωπος και νοιώθεις θέλεις να τους κάνεις κακό. Και σκεφτόμενος πόσο τιποτένιος είσαι που δεν κάνεις τίποτα με μεγάλη δυσκολία αναπνέεις. Γιατί οι στάχτες έχουν μπει και μέσα σου. Και ακούς την ταχυκαρδία της φύσης την ώρα που καίγεται, και βλέπεις πως στο μέλλον όποιος φέρει παιδιά θα τα κάψει πριν ακόμα τα μεγαλώσει και νοιώθεις πως είσαι ανίκανος να κάνεις κάτι παρά μόνο να σκουπίζεις τις στάχτες από τα μπαλκόνια. Να κλείνεις τις πόρτες στα δωμάτια και να βλέπεις τον ουρανό που μοιάζει να φοράει ματωμένο γουνάκι.
Και σκέφτεσαι ότι ο κόσμος είναι παρανοϊκός γιατί κρατεί την οργή μέσα του. Το καλοκαίρι τα κτήνη καίνε την φύση και τον χειμώνα οι παρανοϊκοί καίνε τις πόλεις. Η φωτιά σύμβολο μιας πρωτόγονης τρέλας .Ανίκανοι όλοι. Να το λέμε κάθε μέρα αυτό όταν ξυπνάμε. Ανίκανοι.
…Και η φύση κάνει υπομονή. Ως πότε. Εγώ δεν μπορώ άλλο να την μιμηθώ. Δεν ξέρω καν πως είναι να εκδικείσαι για ότι σου έκαναν. Ανίκανη και γω για το οτιδήποτε. Καμένη και γω από το μίσος που τους τρέφω. Γιατί ακόμα ο λώρος δεν κόπηκε και όσο μίσος γεμίζει η γη το παίρνω κι εγώ.
Ορκίσου, είπα το πρωί την ώρα που έβηχα από τους καπνούς, ορκίσου ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά. Ορκίσου πως θα τρέξεις με τις στάχτες κολλημένες ακόμα πάνω σου στο Σύνταγμα, με μπιτόνια βενζίνης στο χέρι να τους κάψεις. Στην κυριολεξία, κι ας σε εκτελέσουν μετά.

Τουλάχιστον θα ξέρεις ότι έκανες κάτι.

Τετάρτη, Αυγούστου 19, 2009

AuGuSt iN bLaCK


Ανοίγουν τα μάτια αλλά το σώμα αργεί να ξυπνήσει. Αρνείται. Σα να μην ήταν ποτέ στην κατοχή μου. Και μου το είχες πει. Μια μέρα θα ξυπνήσεις και δεν θα γνωρίζεις τον εαυτό σου. Μου το χες πει. Τελειώνει ο μήνας και μοιάζει να τελειώνει κομμάτι ολόκληρο από σάρκα και μυς. Με κοιτάς χαμογελώντας. Πλήθος τριγύρω. Και να θέλω να σε κοιτάξω δυνατά δεν μπορώ. Συνεχίζεις να με κοιτάς. Αποσπασματικά. Αδύνατον να ξέρεις από τι κατοικείται ο δικός μου νους. Αδύνατον να καταλάβεις τι βλέπω εγώ μέσα στο βαθύ μπλε ενός φορέματος ή στο ανοιχτό πράσινο μιας βελούδινης κορδέλας. Πάντα δήθεν αφηρημένη και απόμακρη. Με πόση ηδονή μπορεί να τα κοιτώ και να ονειρεύομαι. Με πόση ηδονή να σε τακτοποιώ στις διαστάσεις του δικού μου κόσμου.
Θα μπορούσες να ακυρώσεις κάτι για μένα; Το σώμα κοιμάται ακόμα. Πάω στοίχημα πως δεν θα έχεις ιδέα τι να με κάνεις. Δεν θέλω κάτι. Μια στύση σου που θα γεμίσει την παλάμη μου, αρκεί.

Φυσάει δυνατά. Με παραμορφώνει αυτός ο αέρας. Μου μακραίνει τα μαλλιά και μου τετραγωνίζει τα μάτια. Με κάνει να χαμογελάω μόνο και μόνο επειδή δεν έχω την δύναμη να σφίξω τα χείλη μου. Φωνάζει δυνατά μέσα στα αυτιά μου όλα όσα θέλω να ξεχάσω. Μου αλλάζει τα ρούχα τσαλακώνοντας ότι περισσεύει από τις άκρες τους και με ξαναδημιουργεί με ότι πιο ποταπό έχω πάνω μου. Με ότι θέλω να διαγράψω.

Στην δουλειά μιλάω δυνατά, ακόμα κι όταν όλοι μιλάνε χαμηλόφωνα, για να φουσκώνει η φλέβα που έχω στην άκρη του λαιμού. Μου αρέσει να την νοιώθω φουσκωμένη. Πλένω συνέχεια τα χέρια μου και τα σκουπίζω αργά με μεγάλα χασμουρητά. Μου αρέσει.
Τελειώνει ο μήνας και έχω πλακώσει τα φρένα. Κινούμαι αργά σχεδόν μέσα σε ύπνωση.
Ότι κάνω δεν το έχω μαζί μου την άλλη μέρα και ότι σχεδιάζω το σαλιώνω αλλοιώνοντας το.
Χαρίζω τα βραχιόλια μου και τις μικρές κορδέλες των μαλλιών μου. Τις λέξεις μου σπασμένες και παραμορφωμένες με μισή αλήθεια. Χαρίζω τα μισοτελειωμένα μου ποτά και τις αγκαλιές μου σε όσους έχουν σειρά. Ο κόσμος επιστρέφει στην πόλη και γω αρχίζω και τα χάνω. Εξαϋλώνομαι μέσα από κατά λάθος αγγίγματα, σπρωξίματα στην πλάτη και βραδινά ξενύχτια.

Ανοίγουν τα μάτια. Αργεί το σώμα. Τελειώνει ο μήνας. Μιλάω δυνατά. Επιστρέφει ο κόσμος στην πόλη. Από τους άντρες που γνώρισα στην ζωή μου ποτέ δεν πήρα όσα έδωσα. Ανυπολόγιστη η αφαίμαξη. Δεν είσαι αθώος. Ούτε και γω.
Έχουμε ξεκινήσει τον γύρο του θριάμβου και τίποτα δεν με σταματά.

Τρίτη, Αυγούστου 11, 2009

Je Te PrEfErE


Επειδή τα γένια σου είναι μαλακά και δεν κοκκίνισαν τα μαγουλά μου όταν με φίλησες.
Επειδή λες μισές αλήθειες και μεγάλα ψέματα.
Επειδή το βλέμμα σου κατοίκισε το στήθος μου όπως το προσκεφάλι ενός νυσταγμένου το μαξιλάρι.
Επειδή έκατσες μαζί μου μέχρι να νυχτώσει και με προτίμησες.
Επειδή μοιάζεις με παιδί που παράτησαν σε μια μεγάλη πόλη.
Επειδή δεν κάνεις θόρυβο και λατρεύω το mute.
Επειδή θα με δοκίμαζες κάποτε αν ήξερες με τι μοιάζω.
Επειδή μου χάιδεψες τα μαλλιά μόνο από την δεξιά μου πλευρά.
Επειδή με φοβάσαι που ζω μέσα σου αλλά δεν σου ταιριάζω.
Επειδή μου μοιάζεις και τεντώνεις τα χέρια σου στο τραπέζι όπως εγώ.
Επειδή μιλάς με τον κόσμο δυνατά και με κάνεις να γελάω συμμετέχοντας.
Επειδή με εξαπάτησες και σε συγχώρεσα.
Επειδή μοιάζεις στον πατέρα μου.
Επειδή θα θελα να βάλω το κεφάλι σου μέσα στο στήθος μου μιας και το ζήτησες κοφτά.
Επειδή με υποψιάζεσαι.
Επειδή όταν με αποχαιρετάς πάντα καπνίζεις.
Επειδή πέταξες την τσίχλα σου στο πεζοδρόμιο και θύμωσα κρυφά.
Επειδή μιλάς δυνατά και κλαις πίνοντας μια τζούρα καφέ ταυτόχρονα.
Επειδή Ο Αύγουστος σου πάει όσο και μένα.
Επειδή όταν γελάς δεν πετάγεται ούτε μισή φλέβα στο πρόσωπο και στο λαιμό σου.
Επειδή μου αρέσει να ξέρω ότι είσαι κάπου εκεί έξω αληθινός μακριά από μένα που σε προτιμώ και να γελάς.

Σε προτιμώ, επειδή είσαι μια απειλή που μπορώ να κοιμίσω δίπλα μου
Επειδή δεν θα ποθήσουμε ποτέ ο ένας τον άλλον
Σε προτιμώ.

Τρίτη, Αυγούστου 04, 2009

ΑυΓοΥσΤιΑτΙκΗ λΑγΝεΙα

Δεν θα φύγω μαζί τους. Θα μείνω με τους λίγους στις άκρες της πόλης. Θέλω να είμαι στους δρόμους του κέντρου, την ώρα που θα μαυρίζει στο βάθος η θάλασσα τον δεκαπενταύγουστο. Να τριγυρνάω με κατάμαυρα γυαλιά στο μπλε του μεσονυχτίου. Να καταπίνω την ζέστη και τις μυρωδιές των γιασεμιών στα θερινά, ολομόναχη, με μια απέραντα ξεσηκωτική θλίψη στα μάτια. Και να την αναζητάω, να μου λείπει και να ξέρω ότι αν θέλω μπορώ να τρέξω να πλαντάξω μέσα της. Μου έλειψε εκείνο το συναίσθημα που σου προκαλεί μια πόλη όταν ερημώνει.

Μου έλειψε κι ένα σώμα αθώο, από πηλό.

Με βρεγμένα μαλλιά κι ένα κογχύλι στην γλώσσα για καραμέλα παρακολουθώ τα πάντα που δεν με αφορούν. Η τηλεόραση πάντοτε στο mute.Και είναι πιο ωραία έτσι. Πιο γευστική από ποτέ. Δημοσιογραφία. Ένα είδος κατευθυνόμενης ενημέρωσης. Κατασκευασμένα γεγονότα. Δεν πιστεύω τίποτα και κανέναν. Ένα λαμπρό πείραμα είμαστε. Το έχω ξαναπεί. Κατοικίδια ενός λαού πολύ ανώτερου από εμάς. Όλα στο mute λοιπόν και αφήστε να κάνω εγώ η ίδια την αξιολόγηση των πραγμάτων όπως ξέρω.
Προτιμώ να χωράω στις νύχτες του Αυγούστου κρατώντας παλιά τετράδια με θυμαρόλογα παλιών, αυτοεξόριστων φίλων, μιας εφηβικής ηλικίας. Να πίνω γάλα παγωμένο και να βγαίνω μετά τις δώδεκα σαν σελήνη λίγων ημερών χαζεύοντας τις νυχτερινές γονυκλισίες των ερωτευμένων, τα λευκά πρόσωπα των ρουμάνων, και τους έρωτες των φαναριών με τα τεντωμένα πρόσωπα. Οι διαδρομές μεταγγίζουν μυστικά στους εκλεκτούς.
Δεν θα φύγω μαζί τους. Θα μείνω .Κάνοντας τίποτα απολύτως. Τα χώματα πρέπει να μείνουν άσπαρτα για λίγο για να δυναμώσουν. Ακίνητη θα στέκω ,κάθε που θα σουρουπώνει, με τα μαύρα μου γυαλιά στρέφοντας το πρόσωπό μου προς την ενδοχώρα. Όρθια σαν άγαλμα από σάρκα να περιμένω ακίνητη, με κομμένη την ανάσα, κάτι να συμβεί.
Κι έπειτα, όταν θα σκουραίνει η ψύχη μου από την νύχτα, θα τυλίγομαι με χιλιάδες βιβλία κάτω από τα λευκά μου σεντόνια, μπροστά στον αφασικό καταιγισμό των κλιματιστικών. Και όταν το φεγγάρι θα αναρχείται εκεί ψηλά θα βγαίνω να το παρακολουθώ. Απλά πράγματα. Άλλωστε πόσα φεγγάρια νομίζετε ακόμα θα θυμόμαστε. Πολύ λίγα.

Δεν θα φύγω μαζί τους. Θα μείνω στις άκρες της πόλης όπως κάθε Αύγουστο. Θα μείνω σε τοπία του κέντρου, αστικά, ασάλευτη να μαθαίνω πως οι δρόμοι γερνούν μαζί με τα κτίρια, τα οχήματα και τους ανθρώπους. Κι έχουν πολλές ιστορίες να πουν.
Μια από αυτές είναι πως όποιος μένει στις άκρες της πόλης χάνει την μνήμη του και έτσι ξεχνώντας πως και πέρυσι ήταν εδώ τα βλέπει όλα σα να είναι η πρώτη του φορά. Και γω πρώτη φορά βλέπω εμένα να κοιτώ εμένα που κοιτώ εμένα να κοιτώ εμένα που κοιτώ.
Θα μείνω.

Τρίτη, Ιουλίου 28, 2009

ΗμΕρΟλΟγΙο ΑγΡαΝάΠαΥσΗσ


Η δικιά μου ομορφιά ήρθε φέτος το καλοκαίρι από τις μικρές Κυκλάδες ξυπόλητη.

Κουφονήσι για αρχή. Το φως το καθαρό. Οι θάλασσες πάντα τιρκουάζ και η άμμος ψιλό σιμιγδάλι. Οι γεύσεις συγκλονιστικές. Ο ύπνος μακρύς και ήσυχος μέσα σε νησιώτικα δωμάτια με μικρά μπλε παράθυρα από τα οποία περνάει ένα φως λουλακί. Οι καμπύλες της Κέρου απέναντι προκλητικές. Δύο φίλες ψιθυρίζουν κάτω από μια πορτοκαλιά μπουκαμβίλια. Ξανά επάνω σε νοικιασμένα ποδήλατα με τις ώρες, μέχρι να πονέσει ο καβάλος. Ξανά σε ανηφοριές που αγκυλώνουν την ανάσα, όπως τότε, 25 χρόνια πριν.
Τα βράδια μαθαίνουμε τους αστερισμούς ξαπλωμένοι σε λευκές πεζούλες. Ψηλά, σε ένα λοφάκι με πάνω του ένα παλιό μύλο, ποιος ξέρει πόσα χρόνια, καρφωμένο, πίνουμε καλοκαιρινά ποτά. Το λιμάνι από κάτω και από πάνω μας ο ουρανός πιο μπόλικος και πιο κοντά από ποτέ. Ο Νεκ Φρεντ, ο Κέλγιορκ και ο νοητός Λιλής. Ο Φλοριάν και ο Σαρακηνός με τα πράσινα ματιά και τα μαύρα κατσαρά μαλλιά. Η Μαρία και η Έβελυν με ανάσα ρακόμελου και γαρύφαλλο θρυμματισμένο ανάμεσα στα δόντια. Και τέλος η Φρίντα το κορίτσι του Λιθουανού σκηνοθέτη.

Δονούσα έπειτα. Τόπος αλλού. Μετέωρος σαν τους βυζαντινούς ύμνους. Παραλία κέδρος σαν γρανίτα μπλε. Πεζοπορία 20 λεπτά. Η αθωότητα έχει ανάγκη την θάλασσα και τον βράχο. Κόλπος Καλοταρίτισσας .Σκηνικό σε λεπτό βότσαλο. Στο βάθος της βουτιάς μας ένας κορμοράνος, αδιαφανώς, κυνηγάει ένα κοπάδι αθερίνες. Απίστευτη ταχύτητα. Σκαντζόχοιρος για μαρτίνια και αποχαιρετισμός στα αερικά της μέρας. Μία το ξημέρωμα, και το πλοίο για Αστυπάλαια μπαίνει στο λιμάνι με την όπισθεν. Μας κάνει μια χαψιά.

Αστυπάλαια, τελευταίος προορισμός. Κλειστοί όρμοι σαν λιμνοθάλασσες από χαλκό φτιαγμένες. Στροφές. Νοικιασμένο αμάξι. Μέσα νησί, έξω νησί. Σχήμα πεταλούδας ή χαλασμένων πνευμόνων. Απομεινάρια παλιών μεταλλείων. Βαγονέτα, ράγες, σκάλα φόρτωσης. Σήμερα λες, άνοιξες τα μάτια σου σε όλες τις βουτιές. Έπιασες 10 φορές άμμο με το χέρι κάνοντας μακροβούτι και πέρασες κάτω από τα πόδια μου 3 συνεχόμενες φορές. Επιστροφή στον βράχο. Η χώρα κάθε φόρα που επιστρέφουμε μας κοιτά ξελιγωμένη. Μοιάζει σαν παγωτό γιαούρτι με φρούτα του δάσους και ξηρούς καρπούς, που αρχίζει και λιώνει. Βόλτες. Λίγα ρακόμελα, πολλά χειροποίητα γλυκά. Βιβλία. Άπειρα βιβλία σαν να επρόκειτο να μην διαβάσουμε ποτέ ξανά.
Τελευταία νύχτα στο εδώ. Όπου εδώ σημαίνει στην πίσω μεριά του κάστρου της Αστυπαλιάς. Με φεγγάρι νύχι στο πλάι της βρεγμένης μου χωρίστρας και αέρα παντού αλλού. Αντιστροφή μέτρηση.

Επέστρεφε. Με όλο το μπλε του χτες στους πνεύμονες ακόμα. Το σύμπαν διαστέλλεται ακριβώς πάνω από το τρίτο μάτι μου. Όσο πιο πολύ απομακρύνομαι από σένα τόσο πιο πολύ αυτό μεταμφιέζεται σε πρωινό ουρανό.
Αθήνα. Κοιτάω το φεγγάρι. Ποτέ κανείς δεν πάτησε πάνω του, να το θυμάστε αυτό. Αθήνα. Με τον αστερισμό του σκορπιού μπλεγμένο ακόμα στα μαλλιά. Φυσάει και δω, όπως και εκεί. Πολύ. Το γατί μου πέφτει με φόρα πάνω μου καθώς το ανταμώνω 17 μέρες μετά. Όμως εμένα μου λείπει το μπλε. Αλλά ευτυχώς το ταξίδι δεν τελειώνει όταν φεύγεις. Κρατάει και λίγο μετά.

Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2009

ΠιΟ γΡήΓοΡα ΙοΥλΙε,ΠιΟ γΡήΓοΡα


Πονηρά απαρέμφατα και αόριστοι παιδεύουν την ήδη πάσχουσα σκέψη μου. Δεν με ακουμπάνε ούτε οι αιφνίδιοι θάνατοι των ειδώλων, ούτε οι λιγωτικές κριτικές του Antony. Γουστάρω να είμαι μόνιμα απούσα. Εν υπνώσει και σε λήθαργο. Αλήθεια το γουστάρω.
Έξω, και μόλις αυτή την ώρα, μαίνεται ο Ιούλιος και μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο του μεσημεριού απαγγέλω ενθαρρυντικούς στίχους μεγάλων ποιητών, βλαστημώ με τρόπο θεατρικό, αναπαριστώ σκηνές που είδα να συμβαίνουν στο δρόμο και γενικά χάνω την επαφή με την νοσηρή πραγματικότητα. Το μόνο ενδιαφέρον.
Περιμένω ξανά στην ουρά των αεροδρομίων με τις βαλίτσες να μου βγάζουν τους ώμους από το σούρσιμο και διαβάζω βιαστικά τις εφημερίδες μέχρι να φτάσω στην πόλη του βορά. Η ολυμπιακή έχει πάντα καθυστέρηση και πάντα εκείνες τις αλλόκοτες αεροσυνοδούς που είναι λες και το έχουν σκάσει από την Αλίκη στην χώρα των Θαυμάτων.
Το φεγγάρι μου κρατάει συντροφιά. Πόσο διαφορετικά φαντάζει από αέρος και πόσο αλλιώς από το παράθυρο του «Ιντερσίτι». Πλησιάζοντας στην Αθήνα μετά από ένα ηλιοκαμένο τριήμερο, κάπου στα βάθη της Χαλκιδικής, ονειρεύομαι πως η νέα γραμμή του μετρό κάνει στάση στο κρεβάτι μου ακριβώς.

Μπήκε πάλι ο Ιούλιος με χνούδι στα μάγουλα, σαν έφηβος αναψοκοκκινισμένος. Τα σύννεφα πύκνωσαν σήμερα. Μια υποψία βροχής. Έτρεξα να φέρω Billie Holiday να ακούσω και συγκεκριμένα το ” The Man I Love.Άστο να λιώσει στο cd player μέχρι να βγει ξανά εκείνο το φεγγάρι που τόσο καλά ξέρω. Αγόρασα πεπόνια, γερμάδες και κατακόκκινα κεράσια. Θα πέσω με τα μούτρα πάνω τους λίγο πριν παγώσουν.

Κατά τ΄άλλα το κάπνισμα, ευτυχώς, απαγορεύτηκε σε κλειστούς χώρους. Και ξαφνικά γέμισε η αιθρία με άπειρους ανθρώπους να καπνίζουν πανικοβλημένοι. Σαν άρρωστο είδος που κάποιος εξόρισε στα βρωμισμένα κράσπεδα. Μην μου κακιώσετε για το ευτυχώς, αλλά δεν είμαι παρά μια ασθματική πεταλούδα που χάρηκε για το λίγο παραπάνω καθαρό οξυγόνο που της δόθηκε. Το παίρνω απόφαση, το κάπνισμα φαντάζει γοητευτικό μόνο στις παλιές ταινίες του Χόλυγουντ.
Και οι μέρες συνεχίζονται με ιλιγγιώδη δράματα καθημερινότητας ενώ η Αττική οδός με τυλίγει από παντού πια σαν στοργικός βόας.
Τα μεσημέρια μου καίνε τα χέρια και το πρόσωπο, οι νύχτες με ποτίζουν καϊπιρίνιες και τεκίλες μαργαρίτα για να βαρύνουν τα ματοτσίνορα λίγο πριν πάει 4, και η μοναξιά με ανατριχιασμένες βλεφαρίδες μου γλείφει τις μαυρισμένες γάμπες μου.
Στο βάθος οι διακοπές μου, πλησιάζουν με ψηλά τακούνια και τσιμπιδάκι φρυδιών. Τις καμαρώνω. Από στιγμή σε στιγμή θα χαθώ μαζί τους.
Από στιγμή σε στιγμή.Tour de force!
Καλό σας μήνα.

Τρίτη, Ιουνίου 23, 2009

ΤοΥ ΕνΕσΤώΤος


Μ’ άρπαξε από τα μπράτσα ο Ιούνης και με έβαλε σε ένα ξελιγωμένο αμάξι που όλο έσβηνε. Ο τόπος μύριζε αγριομέντα και πρωινή υγρασία. Οι δεκαοχτούρες με ζάλιζαν τα πρωινά. Η σπάθη των αγγέλων με ηρεμούσε καθώς μικρά μουδιάσματα ξαγρυπνούσαν στις άκρες των δαχτύλων μου.
Και ύστερα η άπνοια του βλέμματος, το κάψιμο από τον ήλιο, η αλμύρα που ασπρίζει το δέρμα, η βουή και τα άσκοπα πέρα δώθε των σωμάτων.

Με φίμωσε ο Ιούνης. Και χωρίς να έχω πια πολλές λέξεις μαζί μου, με γύρισε ανάμεσα στα πόδια της Πελοποννήσου και με άφησε να κοιμηθώ κάτω από ευκάλυπτους και λεμονιές. Με μια σκηνή και μια αιώρα κάτω από τα αστέρια. Και με ένα φακό κεφαλής να διαβάζω μυθιστορήματα κάτω από τον παφλασμό των κυμάτων στον μικρό κόλπο της «καλόγριας.
Τα πρωινά ξύπναγα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα και παρατηρούσα την αντανάκλαση του ήλιου στις σκιές του προσώπου σου. Μάντευα το άνοιγμα στο βήμα σου, καθώς τσαλαπατούσες την ξεραμένη γη, και τα πεσμένα φύλλα των ευκαλύπτων λύγιζαν σαν λυγερόκορμες γυναίκες, που χόρευαν στους ήχους του περάσματος σου. Οι διαδρομές μεταγγίζουν μυστικά στους εκλεκτούς.
Η Μάνη στο βάθος πιο πέτρινη από ποτέ και οι θάλασσες εκεί με άλλα χρώματα συγκλόνιζαν το βλέμμα μας καθώς τις πλησιάζαμε διστακτικά.

Με υφάρπαξε σχεδόν ο Ιούνης. Με πέρασε γύρω από τους ώμους του και με γύρναγε μέχρι όλα να γίνουν ένα. Σπαράγματα από καθημερινά μονόπρακτα, εντάσεις, έρωτες, σιωπές, και σερενάτες της βροχής.
Από μακριά τα ξέκολα της ΤV δίνουν μικρές παραστάσεις και μας αφήνουν να βλέπουμε και εσείς τα παρακολουθείτε και με αυτά πορεύεστε και συνεχώς φουμάρετε ένα σωρό άλλοθι, μα ένα σωρό. Καθάρματα πολιτικής αραγμένα στην διαφθορά φαρδαίνουν τις λεκάνες τους. Πόσους ηλίθιους χωράει ακόμα αυτός οι τόπος. Γαμώτο.
Κι έπειτα, καθώς δαγκώνω πρόστυχα την σάρκα ενός ροδάκινου, έρχεται η συμπόνια.
Η συμπόνια είναι παρηγορητική για όποιον πάσχει. Τους συμπονώ κατά βάθος. Και τα ζουμιά του ροδάκινου στάζουν και μου λερώνουν το λευκό φανελάκι.

Πόσα στρέμματα θα καούν και φέτος λέτε;

Πόσο ακόμα θα είμαστε ζωντανοί κάτω από τέτοιες θερμοκρασίες;

Μάλλον έχουμε ηττηθεί προτού ακόμα γεννηθούμε δεν εξηγείται όλο αυτό αλλιώς.

Κάπου άκουσα πως η ωραιότητα θα ξαναβρεθεί. Μακάρι. Αλλά και να μην ξαναβρεθεί καθόλου δεν με νοιάζει μιας και ο Ιούλιος σκάει σαν κύμα στην αυλόπορτα.

Πέμπτη, Ιουνίου 04, 2009

Να Ο ιΟύΝηΣ!


Τα πρώτα σπάργανα του Ιουνίου φωσφορίζουν στο στέρνο μου σαν ελαφριά πεταλουδόσκονη.Ο κόσμος που ονειρεύομαι έχει άφιλτρα βλέμματα, λουλουδάτα κοντομάνικα πουκάμισα, Τίτο Πουέντε στη διαπασών και ξένοιαστη ανεμελιά. Απέραντες πεδιάδες με ζαχαροκάλαμα, λιπόσαρκες γυναικείες φιγούρες γεμάτες ιδρώτα και μεθυσμένα αγόρια να οδηγούν αργά στην λάβρα του μεσημεριού κάτι ξεχαρβαλωμένες κόκκινες σεβρολέτ του 60.
Το καλοκαίρι μου αρέσει γιατί σταματάει τον χρόνο. Μιλάω για τον χρόνο μέσα μας που δε φαίνεται και που προχωράει μαζί μας. Για τον χρόνο που μας αλλάζει μέρα με την μέρα. Σαν μπει το καλοκαίρι αλλάζω. Δε βιάζομαι. Ούτε κινούμαι. Μόνο αναπτύσσομαι. Παρατηρώ με πειθαρχεία τον κόσμο που πάει κι έρχεται. Ένα ζευγάρι που ψωνίζει φρούτα εποχής, έναν επαίτη στις ζεστές πλάκες του κέντρου, μια κομψή κυρία που σηκώνει το χέρι της να καλέσει ταξί. Κυκλοφορώ καμουφλαρισμένη σε σταθερή εικόνα, σε ακίνητο καρέ παρατηρώντας με χάρη την αποκλειστικότητα που έχουν οι άνθρωποι να μπερδεύουν τα πάντα. Κάποιοι ενώ έχουν την λάμψη το παίζουν άνθρακες. Κρύβονται μέσα στο πλήθος περιμένοντας να τους ανακαλύψεις. Μέχρι την μεγάλη ανακάλυψη θα πορευόμαστε με τα ξέκολα της τηλεόρασης και τους συγκαμένους πολιτικούς. Με τα νεκρά μας συναισθήματα και τους τιτάνιους παρασιτικούς μας φόβους που καταργούν όση γοητεία μας έμεινε. Ξέρετε είναι κρίμα γιατί όλες οι αρετές οι οποίες μας ανέθρεψαν δεν αξίζουν τίποτα. Όσο πιο ευγενικός και πιο καλός είσαι τόσο πιο πολλούς δυνάστες θα μαζέψεις γύρω σου
Δεν είναι εξωφρενικό;
Καλύτερα λοιπόν να ακολουθήσω τα ζικ -ζακ και τις παχιές καμπύλες. Αρνούμαι την ευθύτητα. Η ευθύτητα είναι επιγενόμενη. Και εγώ ένας πλάνης που όλο θέλει να της ξεφεύγει.
Και κάπως έτσι, απαλά και αεράτα μπήκε ο Ιούνης μέσα μου. Τρώγοντας κεράσια και δείχνοντας μου φωτογραφίες μικρών Κυκλάδων γεμάτες άμμο και ξερολίθι. Τόπους που δεν έχουν στιγματιστεί από τίποτα. Το τίποτα ήταν πάντα για μένα μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Και κάπως έτσι ξεκινάει το κέρασμα στο αιώνιο καλοκαιρινό φως. Και το καλοκαιρινό φως έχει θεραπευτικές ιδιότητες, όπως η ασπιρίνη.

Μην βαρύνεστε λοιπόν. Δικά μας όλα.

Παρασκευή, Μαΐου 22, 2009

ΚάΤω ΑπΟ τΟν ΉλΙο


Η εποχή: Ο Μάιος είναι ο μήνας των κεραυνών. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή προκαλούν εκατοντάδες πυρκαγιές, ενώ πέφτουν κατά δεκάδες χιλιάδες σε μία ημέρα. Ο Μάιος είναι ο μήνας που φυγαδεύει βιαστικά το καλοκαίρι κάτω από τα σκεπάσματα της άνοιξης. Ο Μάιος δεν έχει φύλο, μόνο επιθυμία.
Ο καιρός: Φυσάει συνεχώς. Μανιασμένα, δαιμονισμένα λες και ξεσπάει πάνω μου ο καιρός. Με σπρώχνει. Με εμποδίζει να κλείσω την πόρτα του αυτοκινήτου μου, μου σηκώνει ψηλά την μπλούζα, μου ανακατεύει τα μαλλιά. Με ταπεινώνει. Τα άκρα μου τα βράδια παγώνουν ξανά και το λεπτό πάπλωμα τραβιέται μέχρι το σβέρκο. Σε στάση εμβρύου ο ύπνος. Σε ονειρεύομαι όλο.
Το σκηνικό: Όλος ο κόσμος έχει γεμίσει χέρια που ζητάνε κάτι. Μια πολύχρωμη αδιαφορία στο υπάρχον πολιτικό σύστημα σαν γιορτή ξεχύνεται από παντού. Και αυτή η αδιαφορία στο βάθος σημαίνει νέο πολιτικό ενδιαφέρον και κατασκευή νέου σκηνικού. Για αυτό και πολύχρωμη.
Ο πόνος: Λέω σ αγαπώ δαγκώνοντας τη γλώσσα μου.
Εκείνη: Θέλει όλο να την διασχίζω. Είμαι ο κωπηλάτης της ψυχής της. Κάποιες νύχτες όταν κοιμάμαι μαζί της είναι αλλιώς. Μπερδεύονται τα όνειρα μας όπως τα δάχτυλα μου στα μαλλιά της.
Εκείνος: Έλλειψη ερωτικών συνειρμών. Βλέμμα που όλο αποφεύγει την συνάφεια. Χωρίς επιθυμία πια. Ίσως να πρέπει να μάθει πως η επιθυμία εμφανίζεται, μόνον όταν σου λείπει κάτι.
Εγώ: Σε μια γαλάζια θάλασσα, κάπου σε ένα παραθαλάσσιο οικισμό μακριά από το άστυ, βουτάω τα πόδια μου μέχρι να μουδιάσουν από το κρύο. Κι έπειτα βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου να μείνω μέσα της περισσότερο από ότι έμεινες εσύ μαζί μου.
Τα βράδια: Με ένα ποτήρι αψέντι και κόκκινα μάτια από το ξενύχτι περιμένω τον Ιούνιο διαβάζοντας Μπωντλαίρ. Και «ο θάνατος των εραστών» καίγεται στο γαλάζιο φως του πορτατίφ μου.
Το τέλος: Θα ήθελα να σου ψιθυρίσω μια νύχτα χωρίς αστέρια πως ο πιο δυνατός μυς είναι η καρδιά. Όσο πιο πολύ την τρομοκρατείς τόσο πιο πολύ αντέχει.

Πέμπτη, Μαΐου 14, 2009

ΘεΡμΟμΕτΡο


Επιστρέφω τις Δευτέρες με κόκκινα μάγουλα και φυλλαράκια ευκαλύπτου στις χούφτες. Επιστρέφω σκοντάφτοντας σε σκυθρωπά και απελπισμένα πρόσωπα. Σε μια πολιτική επικαιρότητα που έπαψε εδώ και χρόνια να με ενδιαφέρει. Μόνο το φεγγάρι υπό την πλήρη ολοκλήρωση του με νοιάζει. Μόνο το φεγγάρι που κάνει και πάλι χρυσά τα μαλλιά σου. Κι έπειτα ακούω τις σονάτες για την άνοιξη και βάζω πλυντήρια. Πόσο κόντρα.
Δύο βράδια, κι ενώ είχα επιστρέψει στην φωτισμένη πόλη, τα πέρασα με την σονάτα υπό το σεληνόφως και ερωτεύτηκα την περίμετρο του σκοταδιού που όλα τα χωνεύει με μαγεία. Το φεγγάρι πριν με αφήσει μου ψιθύρισε πως οι άντρες δεν γερνάνε. Ωριμάζουν μόνο. Και η αγάπη κάποιες φορές είναι τόσο σπαρακτική που οι λέξεις δεν μπορούν να την περιγράψουν.
Από πόλη σε πόλη με μια βαλίτσα ρούχα και θαυμαστικά συνεχίζω να αγαπώ αυτούς που έζησαν και σώθηκαν. Κινηματογραφικές αφηγήσεις και θεατρικές βιογραφίες τις ζωές μας ορίζουν. Ονειρεύτηκα προχθές πως χάθηκα στα υπόγεια της λυρικής σκηνής. Φόραγα ένα λευκό μακό και ένα κίτρινο σορτς. Μια μεγάλη γλάστρα με αμμολούλουδα κρεμιόταν σαν αθλητική τσάντα γύρω από τους ώμους μου. Δεν θυμάμαι ποιον έψαχνα αλλά δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι χάθηκα στην λυρική και έχασα έτσι όλη την άνοιξη.

Από δω και στο εξής το μόνο που αντέχω να κάνω είναι να περιμένω τα απογεύματα των εκθαμβωτικών Ιουλίων, που πέρασαν και με σημάδεψαν στα γόνατα και στους αγκώνες, να επιστρέψουν. Κρέμασα και φρούτα πάνω μου. Έλα να τα φας.
Μάζεψα τα χειμωνιάτικα και τα βαριά περσικά χαλιά μου και όλο βγαίνω στην βεράντα για να παρακολουθήσω την ανθοφορία των φυτών. Κάπου παράλληλα με μένα άλλοι ταξιδεύουν και ερωτεύονται. Κάπου παράλληλα φέρνουν ζωές στον κόσμο ή συνθέτουν νέα κομμάτια. Ανακαλύπτουν εμβόλια και νέους πλανήτες που μετά θα τους ονομάσουν με εκείνα τα απαίσια ονόματα. Κάπου παράλληλα προσπαθούν να αγαπήσουν και να ξαναθυμηθούν την διαδικασία του έρωτα. Κάπου παράλληλα το σύμπαν γεννάει και αποσυνθέτει βίαια ενώ εμείς παλεύουμε να ακούσουμε το κύμα κάτω από το μαξιλάρι μας. Και ο πυρετός της Άνοιξης μαζί με εκείνη την από μέσα κούραση καλά κρατεί.
Κατεβαίνω στο Γκάζι να παρακολουθήσω το video art festival με ένα μπερδεμένο καλοκαιρινό φουστάνι, μην ξέροντας τι ακριβώς θα δω. Η νύχτα είναι γλυκιά, όπως θα είναι κάθε νύχτα από δω και στο εξής.
Και θα μυρίζει καλάμι από καλύβα δίπλα σε θάλασσα, και υγρασία σκίνου. Ετοιμάζομαι για όλα όσα θα μου πεις. Κι αν δεν μου πεις το ίδιο μου κάνει. Ο καιρός πάντα θα μυρίζει καλάμι καλύβας δίπλα σε θάλασσα και υγρασία σκίνου. Κανείς δεν μπορεί να μου το αποσιωπήσει αυτό.

Στην εσωτερική σου γεωγραφία, θα με βρεις ανατολικά.
Θα στέκομαι σταυροπόδι με εκείνο το μπερδεμένο φόρεμα και θα φοράω στο λαιμό όλη την τρέλα του κόσμου. Στις παλάμες μου θα περπατάνε μικροί αχινοί και από τα μαλλιά μου θα κρέμονται χιλιάδες ερωτηματικά και μια φύση κόντρα στην κανονική. Κι η νύχτα θα μυρίζει όπως πάντα τέτοια εποχή καλάμι καλύβας δίπλα σε θάλασσα και υγρασία σκίνου.

Παρασκευή, Μαΐου 08, 2009

Ο κΑρΠόΣ τΗσ ΚιΤρΕαΣ


Διάφανες μέρες. Διακαίομαι. Τα λαγόνια του Μαΐου με ακούμπησαν διακριτικά .Κρέμα ημέρας με δείκτη προστασίας υψηλό. Σχεδόν κοντομάνικα, σχεδόν ανοιχτά παράθυρα όλη μέρα.
Από τον δήμο έχουν βγει κάτι ψηλά μηχανήματα και κόβουν τα δέντρα. Δεν έχω συνηθίσει σε τέτοια οικολογική συνείδηση.
Ρίχνω μια νέα ματιά σε ότι με πλησιάζει. Μια ματιά σε δύο δροσερές κοριτσίστικες γάμπες, στις γραμμές του τρένου, σε παλιά κτήρια, στον καρπό της κιτρέας. Μια ματιά είναι όλα.
Βαλίτσες με γεμάτα στομάχια. Στο αεροδρόμιο στην έξοδο 3 των αναχωρήσεων, η μαρμάρινη λήκυθος μύριζε σαν βανίλια. Αθήνα- Θεσσαλονίκη. Θεσσαλονίκη- Αθήνα και κάπου εκεί το περασμένο Σάββατο έριξε μια βροχή, που όμοια της είχα να δω σε ταινία καταστροφής. Γύρναγα από τον Όλυμπο και είχε βραδιάσει. Στην εθνική με τα μεγάλα και γω. Για μια στιγμή σκέφτηκα να βγω να γίνω μούσκεμα και μπαίνοντας πάλι μέσα στο αμάξι να τρέμω και να τρέμω και να τρέμω μέχρι που να φτιάξω την πιο τέλεια αντίστιξη μόνο με το κροτάλισμα των δοντιών μου.
«Κι ούτε ένας Μπελμοντό εκεί γύρω με λευκό πουκάμισο ε;» Με ρώτησες.
«Ποτέ δεν θα υπάρξει» ,απάντησα και μέσα μου άσπρισα από φόβο και ψέμα.
Η Λένα Πλάτωνος εδώ κι εκεί μαζί με τον τρελό Πιερό και γω μαζί της. Εκείνη την βραδιά που την είδα μαζί σου θα την κρύψω μέσα μου. Να δεις που στο μέλλον θα γίνει αναρριχητική και θα με σκαρφαλώνει.

Ανοίγω πάλι χάρτες με μπλε σημειώσεις στο πλάι και φτιάχνω δροσερές διαδρομές για τους καύσωνες του Ιουλίου . Λίγο πιο κει σε χρόνο ενεστώτα κρυμμένο σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, μια νέα κοπέλα κλαίει. Την κοιτάω ώρα με σπαραγμό σχεδόν τιτάνιο. Έρχεται χωρίς να την φωνάξω και ακουμπάει το πρόσωπο της στα μαγουλά μου. Και τότε όλο το eye liner που φοράω διαλύεται σαν νερομπογιά.
Λευκή τρυφερότητα. Κατασκευάστηκε από γάλα και μέλλον γεμάτο ελπίδες. Λεπίδες φωτός που κόβουν την ξεφλουδισμένη σάρκα στα τέσσερα. Η άνοιξη γαργαλάει τα μέσα μου με τις αχτίνες της και γω την ποθώ για την μικροσκοπική σελήνη της και για τα τρία αστέρια που γυαλίζουν μέσα από στέρνο της κάθε νύχτα. Την ποθώ διακαώς γιατί με ανατειχίζει.
Ας είναι.
Έξω το φως γυαλίζει τα σκουπίδια στους κάδους. Διαμάντια αλλοτινά θαρρείς. Στον κήπο η κιτρέα γέρνει προς το μέρος μου. Την πλησιάζω χωρίς σύννεφα.
Μασάω τον καρπό της, όπως κάνεις εσύ. Πικρίζει. Μοιάζει πολύ με όλα όσα έζησα και με άλλα τόσα που έτρεξα μακριά τους να κρυφτώ. Ο καρπός της κιτρέας ακούει ιστορίες για πράγματα που κανείς άνθρωπος δεν έχει δει.
Ετοιμάζομαι να φύγω ξανά. Μακριά από τις κακώσεις των ψυχών τους. Μακριά από τη λυπομανία τους. Κοντά της.
Κι αν ακόμα επιθυμείς το σκοτάδι, έπειτα από τόσο φως που σε κέρασα, τότε να ξέρεις πως δεν είναι πολύ μακριά. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να κλείσεις τα μάτια σου.

Η αυγή θα είναι πάντα η σκέψη μου για σένα.

Τρίτη, Απριλίου 28, 2009

Το ΠαΝ εΙνΑι Να ΑνΤεΞοΥμΕ


Φεύγει αργά αργά η χειμερία βραχνάδα. Αγκαλιές φωτός οι μέρες που πέρασαν και που περνάνε. Μαυρίζοντας τα μέλη μας στα ξέφωτα του αναπόσπαστου καλοκαιριού.
Περιμένω τον Μάη στο κατάφυτο μπαλκόνι μου και μονολογώ.
Βράζω χαμομήλι και το ρίχνω στα μαλλιά μου να ξανθύνουν όπως όταν ήμουν έφηβη. Ανοίγω τα παραθυρόφυλλα διάπλατα και συμμαζεύω το σπίτι με χορευτικές κινήσεις ακούγοντας Schubert. Η γειτονιά μου όλο αλλάζει. Σε λίγο θα ασφυκτιώ και εδώ. Άνθρωποι σκαρφαλωμένοι σε σκαλωσιές. Χτίζουν πολυκατοικίες. Μπαζώνουν τα ξέφωτα με άφθονο μπετόν. Όταν τους συναντάω τους προσπερνάω με το μπουφάν μου ανεβασμένο μέχρι τα μάτια και με κρύες σόλες σβήνω τον απόηχο των κομπρεσέρ που κάνουν τις φλέβες τους να τρέμουν.
Ανήσυχο, απελπισμένο φως μπαίνει από παντού. Ο κήπος κάτω έγινε πολύχρωμος.
Η γάτα μου όλο και μαδάει, κάποιες αλλεργίες γαργαλάνε το λαιμό και τα μάτια μου. Ευτυχώς έκανα το πρώτο μου μπάνιο το Μ.Σάββατο. Και αυτό είναι κάτι. Κάθε μέρα που βλέπω με φως, ονειρεύομαι τον τρελό Πιερό να με παίρνει τηλέφωνο και να δίνουμε ραντεβού στην μαρίνα Ζέας.
-Μια τέτοια ζωή θα σου πήγαινε.
-Μια Άννα Καρίνα θα μου πήγαινε. Μαζί κι ένα λαμπατέρ που θα έβγαζε κόκκινο φως στο παλιό ξύλινο κομοδίνο.

Έχω μια αγριάδα από τον βυθό μου φερμένη. Έμφυτη. Φοβιστική κάποιες στιγμές.
Αιχμηρή. Που μοιάζει με βροχή δυνατή σε γυμνό τραυματισμένο σώμα. Και τι πειράζει; Απλά κάθε φορά που σμίγω τα φρύδια μου με πολεμάει. Και γω το γράφω σαν αντίποινα. Δικιά μου και δικιά του.
Κι έξω η άνοιξη τεντώνεται και γω ξυρίζω τις μασχάλες της σιγοτραγουδώντας.
Και πλέω μαζί σου σε μια θάλασσα που από μακριά μοιάζει σα φρικαρισμένη, αλλά μέσα της είναι η πιο ήρεμη θάλασσα που συνάντησα ποτέ. Σε ακούω παρέα με τους γλάρους και όλα όσα μου λες, αν και τόσο αλλόκοτα, είναι κατανοητά. Σαν υπογράμμιση με φωσφοριζέ μαρκαδόρο.
Δεν με νοιάζει τίποτα, παρά μόνο ο έρωτας και η αγάπη. Καλύτερες πλάνες από αυτές που μας πλασάρουν. Κλωτσάω ότι με βαραίνει. Ανάερες σκέψεις πετάνε εδώ κι εκεί. Άνοιξη.
Θαυμάζω όλο τον κόσμο. Όλους τους ανθρώπους που τον απαρτίζουν. Χαζεύω τα περιγράμματα τους κάτω από αυτό το διαλυμένο φως. Θέλω να τους κάνω ταινία.
Να γράψω μουσική για αυτούς να τους εξυμνήσω με έναν τρόπο. Δικό μου τρόπο.
Έτσι, για να αποκατασταθεί η τρωθείσα ισορροπία μου.

28 Απρίλη. Ώρα 7 πρωινή. Ξυπνάω με έναν κόμπο στο λαιμό. Κοιτάω το ιλαρό φως που φονεύει τις γρίλιες. Ανασαίνω τα πρώτα σπαράγματα του Μάη με μια υποψία σκουριάς μέσα μου. Τα μάτια μου ακόμα κλειστά. Ο τρελός Πιερό μου πετάει τα σκεπάσματα και με ντύνει. Φτάνουμε στην μαρίνα. Ονειρεύομαι ότι διαπλέουμε την γεμάτη φάλαινες θάλασσα του Κορτές και πάμε μακριά πολύ.

Το παν είναι να αντέξουμε.

Δευτέρα, Απριλίου 13, 2009

ΑνΑσΤάΣιΜο ΈγΚαΥμΑ

Σκουπίζω τα ψίχουλα που στέκουν αμίλητα κάτω από το τραπέζι της κουζίνας. Ανοιχτά παράθυρα. Να μπει όλη η σκληράδα του Απρίλη. Όλα τα βογγητά της γης που ανασαίνει αργά πετώντας από πάνω της νεκρά κύτταρα. Όλα τα αρώματα της πασχαλιάς και το μονότονο ρεφρέν την δεκαοχτούρας. Μουδιασμένη ακόμα από τα αρώματα που σκορπάνε πρόστυχα οι νερατζανθοί ακούω το αστείο τραγούδι του παλιατζή. Ο παλιατζής που παίρνει παλιοσίδερα και παλιές καψούρες κάνει το γύρω του τετραγώνου. Κάτι γυναίκες γεμάτες ξύγκι και πένθος τον σταματάνε. Του δίνουν παλιά κρεβάτια, διαλυμένους θερμοσίφωνες και μέλη από άχρηστες κουζίνες. *Στα ραδιόφωνα η κρίση πηγαινοέρχεται σαν άδικη κατάρα. Μια με γόβες κόκκινες γυαλιστερές, μια με σαγιονάρες χαλασμένες. Ταπ -τουπ -ταπ -τουπ, περιπατάει πάνω στο χαλί της γλωσσικής ακαταστασίας των δημοσιογράφων και των εκφωνητών. Μου μπαγιάτεψε και αυτή. Άλλος σταθμός. Μουσική που ταιριάζει στα έγκατα του Απρίλη. Ξύστρα και πνευστά. Σηκωθείτε από τα γραφεία, και από όπου καθήμενοι βρίσκεστε και ελάτε να χορέψουμε. Γιατί το φως απλώνεται και μας διεκδικεί ξανά. Γιατί τα αρώματα νικάνε όλη την ανθρωπίλα του κόσμου τέτοια εποχή και τα πένθη μπαίνουν χαλαρά κάτω από τα νύχια μας μέχρι να ξαφνιάσουν την καρδιά μας. Σκληρός μήνας ο Απρίλιος παρ΄όλο το φως του για αυτό ελάτε να χορέψουμε. *Ένας πυροσβέστης αιωρείται στο ναό της Anime Santa* Η ελευθεροτυπία σε συσκευασία εβδομαδιαίου free press.Τι όμορφα πράγματα. Καινούργια πράγματα. *Πλένω τις κουρτίνες και βάζω λεβάντες μέσα στα στριφώματα. Για να γεμίζουν τα δωμάτια με το άρωμά τους στο πρώτο φύσημα του αέρα. *Έξω τα πάντα είναι φως .Ακόμα και αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως σκοτάδι δεν είναι παρά ανυπαρξία φωτός. *Μεγάλη εβδομάδα. Παλιά και καινούργια πάθη ξενυχτάνε γυαλίζοντας το δέρμα τους μέσα σε πλυμένα ποτήρια, και μουτζουρωμένα ημερολόγια. Όλα σε θέλουν δικό τους. Οι παρέες, οι σχέσεις, οι ιδεολογίες, τα κόμματα, οι εργοδότες. Όλα δικό τους. Εκεί. Σημαία. Λάβαρο. *Δεν είναι για πολλά, πολλά αυτή η εποχή. Χαμηλόφωνα πράγματα. *Όσο πιο χαλαρός είσαι τόσο πιο διαθέσιμος δείχνεις. *Καφέδες χωρίς καφεΐνη, σκούροι με ζάχαρη από ζαχαροκάλαμα Μαδαγασκάρης. Έκλεισα ένα χρόνο ομοιοπαθητικής και πέντε μήνες μακριά σου. *Προσμένω το μωβ. Προσμένω μιαν Ανάσταση που θα μοιάζει με τροπική καταιγίδα, με φόνο βγαλμένο από ταινία τρόμου, μιαν ανάσταση τσουνάμι ολόκληρο που θα πετάξει όλα μου τα όργανα έξω από την στρατόσφαιρα και θα τα ξαναφέρει πίσω με άλλο σχήμα. Μια τέτοια ανάσταση προσμένω.* Έξω βραδιάζει πηχτά. Ασταμάτητα. Ο αέρας έχει ζεστάνει. Πάλι οι μυρωδιές που με μουδιάζουν. Το αλύχτισμα που αφήνεις όταν σε κοιτώ. Οι άκρες των μαλλιών σου. Το περίγραμμα σου κάτω από τον χαμηλό φωτισμό. *Απρίλης. Κάτι La minore ακούω από το απέναντι διαμέρισμα. Έτσι είναι ο έρωτας, σκέφτομαι.La minore και όλα Μωβ. *Πλησιάζουν όλα όσα περιμένουμε. Πλησιάζει το μωβ. Όλα είναι πιο κοντά τώρα και όλα πιο μακριά από ποτέ. Ακατάσχετη η αιμορραγία του έαρος. *Είναι κάτι παλιές αγάπες που μοιάζουν να παίζουν τον ρόλο της αιώνιας οικογένειας. Ενώ έχουν από καιρό τελειώσει, ακόμα νοιαζόμαστε για αυτές.
Καλή ανάσταση λοιπόν. Τι άλλο. Καλή Ανάσταση μόνο. Μέσα κι έξω.

Τετάρτη, Απριλίου 01, 2009

ApRiL fOoL's DaY

Σαν ψέμα μοιάζει
Ξαπλωμένη ανάσκελα μέσα σε ένα καταπράσινο λιβάδι κάτω από μια κόκκινη ομπρέλα που ο ήλιος περνάει μέσα από τις ραφές της γεμίζοντας με, με κόκκινες αποχρώσεις που μοιάζουν με ξεγυμνωμένες φράουλες.
Φυσάει απαλά και ο ήχος των μαλλιών μου ανακατεύεται με τον ήχο από τα πέταλα των ανοιγμένων λουλουδιών.
Και ο ουρανός γίνεται πιο γαλάζιος και το χορτάρι ακόμα πιο φωσφοριζέ. Κι έτσι απλά κάποιος εκεί έξω με ερωτεύεται μόνο με την σκέψη πως μπορώ να υπάρχω κάπου.
Σαν ψέμα πια, πόσο γρήγορα πήγα να την συναντήσω και πόσο γρήγορα την άφησα. Μέσα από μπλε τζαμιά και θέες εφτά λόφων που σου κόβουν κάθε χτύπο μέσα σου. Αλλάζουν χρώμα και σχήμα στα ζωτικά σου όργανα και μπουκώνουν κάθε πόρο που αναπνέει ακόμα. Πολυπολιτισμική, με ανοιξιάτικες μαντήλες στα μαλλιά και χείλια γεμάτα γεύσεις κορανίου.
Με ήλιο και ουρανό σαν φαρίνα, με Βόσπορο που στραφτάλιζε όλη την περιουσία των μαγεμένων σουλτάνων. Και από κάτω από την πόλη, κάτω από τις ράγες του Μετρό, το αίμα των λαών που ακόμα να στεγνώσει. Και στα δέντρα τα ψηλά οι κραυγές και οι αλαλαγμοί όλων αυτών των τυραννισμένων σαν καθρεφτάκια να γυρνάνε πέρα δώθε και να πέφτουν πάνω στην αντανάκλαση του φωτός.
Εις την πόλη, ποιος να το φανταζόταν ότι έτσι που κατάντησε θα μάγευε όπως και τότε;
Σα μια κρυμμένη ακτινογραφία που μέσα της βλέπεις φονικά, πλούτη θαμμένα, μέλη από σώματα , χρυσάφια, ζώα με χαίτες ανοιχτές και πεθαμένες αρτηρίες ανθρώπων που μας έμοιαζαν στα μάτια και στα ίσια μας μαλλιά. Όλα τα βλέπεις. Τίποτα δεν είναι κρυμμένο κάτω από το φως του ουρανού, που οι μιναρέδες σαν ξυσμένα μολύβια, απεγκλωβίζουν κάθε πρωί.
Κανενός δεν είναι η πόλη. Χαρμάνι. Ποτέ κανένας δεν την είχε. Τι να έχεις αλήθεια από μια τέτοια πόλη. Πως να ξεχωρίσεις την ήρα από το στάρι. Χαρμάνι λαών, πολιτισμών, ιδεών, κτισμάτων, νερών, λουλουδιών. Πουθενά δεν ανήκει και είναι τόσο υπέροχα σπαραχτικό αυτό.
Τόσο υπέροχα σπαραχτικό.

Σαν ψέμα ο ύπνος μέσα σε εκείνο το παλιό τρένο που με έφερε μέχρι αυτήν. Σαν ψέμα οι χοντρές νιφάδες που έπεφταν στον Έβρο κοντά στο ξημέρωμα λίγο πριν τον έλεγχο των διαβατηρίων στα σύνορα.
Σαν ταινία όλα. Και έψαχνα τον σκηνοθέτη να βρω από φόβο μήπως χάσω την ατάκα μου.
Σαν ψέμα ξανά που η άνοιξη λίγο πιο γκρι και πιο άχρωμη από πέρυσι κατέφθασε χωρίς δώρο. Μόνο με εκείνο το εκκρεμές που μεγαλώνει την μέρα μια ώρα μπροστά.
Μου αρέσει όμως. Γιατί από τα ψέματα πληγώνεται πιο αργά κανείς, πιο τεμπέλικα.
Μου αρέσει κι ας ξημερώνει κι είναι σκούρος ο ουρανός. Σαν σκέτος καφές, πικρός.

Σαν ψέμα και ο Γολγοθάς που βήμα ,βήμα πάτησα. Και να μαι τώρα στην κορυφή του περιμένοντας. Σαν την πόλη και γω ανάμεσα σε ανατολή και δύση.

Κυριακή, Μαρτίου 15, 2009

Η σΠαΣμΕνΗ μΕσΗ τΟυ ΜάΡτΗ.



Η πράσινη φωσφοριζέ χλόη τεντώνεται κάτω από τις ροζιασμένες και παλιωμένες σόλες των αθλητικών μου παπουτσιών. Η Μιλού κάτω από την κοντή λεμονιά αναρωτιέται αν το σύμπαν είχε πάντα τέτοια χρώματα τα πρωινά του κόσμου. Αναρωτιέται αν οι ήχοι είχαν πάντα τέτοιο μπάσιμο στα ψηλά αυτιά μας .
Τα φύλλα της λεμονιάς με εκείνο το άρωμα που βγάζουν με πάνε πίσω. Στην κολόνια «Μυρτώ». Πίσω στα ξεθωριασμένα σύννεφα ενός σέπια ουρανού που όλο και παλιώνει στις αποθήκες των κροτάφων μου. Πίσω, σε εκείνο το κάτι που αρχικά υπήρχε και με έφερε μέχρι εδώ. Πόσα σχήματα μπορείς να μου κάνεις με αυτό το κομμένο φύλλο που κρατάς στα χέρια.
Τα φως διαθλάται γύρω σου και σχηματίζει δαχτυλιδένια ουράνια τόξα. Φοράς τη νέα έκδοση των δαχτυλιδιών του Κρόνου, σαν ανοιξιάτικο στεφάνι, και σου ταιριάζει να το ξέρεις.
Η Άνοιξη με σκουντάει όλο και πιο έντονα και μου γεμίζει μελανιές τα πόδια και τα χέρια. Οι λευκές της γάμπες λυγίζουν σαν αντισεισμικά κτήρια σε κάθε ανάσα μου και τα κόκκινα ψηλά της τακούνια ματώνουν κάθε πόρο που αφήνω τη νύχτα ανοιχτό να ξεμυρίσει .
Γεμίζει χρώματα τα μάτια μου και φτιάχνει νέα σχήματα μπροστά μου. Μπαίνει μέσα στις κοιλιές των κοριτσιών και χορεύει κάθε σούρουπο. Μπορεί κανείς να την ανακαλύψει μέσα από μαυρισμένους υπέρηχους και κοφτερές ακτινογραφίες πνευμόνων. Κίτρινη γύρη εδώ κι εκεί κι ένα μικρό αναγούλιασμα κάθε φορά που ο ουρανός γλείφει με γαλάζιο τις πληγές που του άφησε η χτεσινή δύση.
Βόλτα απογευματινή στο βουνό. Κυριακή και ακροβατώ σε μια μαγκούρα από καλάμι. Κυριακή και ο αέρας με τεμαχίζει μέσα σε εκείνο το παρατηρητήριο. Με νικάει τελικά και με φέρνει μέσα στην μωβ σου κουκούλα σε χίλια κομμάτια. Ανοιξιάτικα ευτυχώς. Μια πεταλούδα, ένα φτερό, μια ξεφλουδισμένη ασβεστολιθική πέτρα με γέμιση μαρμαρυγίας, ένα σύννεφο σαν φτερό στρουθοκαμήλου, η μικρή διαδρομή του ιδρώτα στην κατηφόρα της σπονδυλικής στήλης, μια μωβ χοντρή πασχαλιά σαν τα βλέφαρα του Μάρτη, η σπασμένη μέση του και τέλος εγώ. Χίλια κομμάτια και γω μέσα στην μωβ σου κουκούλα.

-Πότε έσπασε την μέση του ο Μάρτης;
-Κάποιο σούρουπο που μια κοπέλα πέρναγε ένα λάθος σκουλαρίκι στο αυτί της
-Πότε ήταν;
-Τότε που έπεσε από το ποδήλατο του. Έχει ποδήλατο ο Μάρτης. Πράσινα μαλλιά και μάτια κεχριμπάρι. Φοράει ταξιδιωτικά παντελόνια και πέφτει από το ποδήλατο του κάθε φορά που μια κοπέλα μπερδεύει τα σκουλαρίκια που φοράει. Εκεί κοντά στο σούρουπο.

Κατηφορίζω .Η ανοιχτωσιά της γαλάζιας πόλης. Η δύση που χτενίζει τα ακριβά της μαλλιά και ετοιμάζεται. Το θρόισμα του ευκαλύπτου που μοιάζει με τον ήχο που κάνει η αλυσίδα από το ποδήλατο του Μάρτη .Τα γεμάτα γράσο χέρια του. Η πιο ήσυχη πηγή που λουφάζει κάτω από τις καλαμιές. Υπάρχει ήσυχη πηγή, στ΄ ορκίζομαι, στα μαλλιά του Μάρτη.
Στο ορκίζομαι. Στη νύχτα που σκαλίζει με τα ακονισμένα σκαρπέλα της τον ουρανό που απλώνεται με γαλήνη πίσω από τις πλάτες των άστρων. Άστρα ποτιστήρια που ξεχύνουν τα δάκρυα των ακραίων συγκρούσεων τους από τις μικροσκοπικές τρύπες που άφησαν πίσω οι πληγές ερωτευμένων νεφελωμάτων που μοιάζουν με σαλιγκάρια. Δάκρυα αποθηκευμένα στη μεγαλύτερη δεξαμενή του σύμπαντος που ξεθωριάζει στο δυνατό φως του πρωινού και τα τοιχώματα της λιώνουν σαν παγωτό σκοτεινής βανίλιας.
Τα πάντα υπάρχουν. Αιωρούνται στις αιώρες των συντεταγμένων του ποιο αλλόκοτου πλανήτη.Τα πάντα.
Μαζί και γω σε χίλια κομμάτια, αλλά υπάρχω.
Στο ορκίζομαι.

Σάββατο, Μαρτίου 07, 2009

MιKρA αΠοΣπΑσΜαΤα ΤέΧνΗς Σε ΜοΡφΗ κΟλΑζ.



Η τέχνη μου, αυτός ο έρωτας που σκαρφαλώνει όλο και πιο ψηλά σαν αγιόκλημα που απλώνει τα χέρια στον ουρανό και αρωματίζει τα σύννεφα με απαλές μυρωδιές.