Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

ΈλΕυΣιΣ


Ο νυχτερινός χάρτης του ουρανού από πάνω. Τα φώτα των παραλιακών χωριών. Ο φλοίσβος που ακούγεται μέχρι μέσα,τα πυρακτωμένα σώματα.
Οι απέναντι κορυφογραμμές.
Οι μπλε ώρες.
Τα κρυφά μονοπάτια, τα πλατάνια με τα νερά. Ρεματιές και ιαματικά λουτρά.
Βιβλία σκόρπια στο κομοδίνο,εφημερίδες αργά το απόγευμα. Ένας Λιβανέζος περπατάει ανάμεσα στα ερείπια του δρόμου,στο νότιο Λίβανο,φωτιά στο Λαύριο,η θάλασσα μπροστά μου παλεύει να με κερδίσει...
Οι παρατάσεις και οι περιπέτειες του προαστιακού στο τρίτο τμήμα του, ο τουρισμός που αναζητεί νέο μοντέλο ανάπτυξης, γιατί ενώ βουλιάζει από τουρίστες η κίνηση είναι μειωμένη λόγω του“all inclusive”.
Ο μοντέρνος Ζακ Τατί στα θερινά της Αθήνας. Κι έπειτα, όλοι έχουμε μάθει με ένα αγκάθι να ζούμε κρυμμένο βαθιά. Σε έχω όλο στο μυαλό μου. Κουλουριασμένο, μουδιασμένο και τόσο δα μικρό. Χιλιάδες οι κλοπές και οι διαρρήξεις στην Αθήνα, η εγκληματικότητα έχει αυξηθεί τον τελευταίο καιρό στην πρωτεύουσα. Τα βράδια στο νησί βλέπω όλο εφιάλτες Το καλό παλεύει με το κακό πάνω από το μαξιλάρι μου,παίρνω μαχαίρι και του κόβω το κεφάλι και έπειτα τρέχω σε δρόμους άγνωστους σαν εκείνο το Λιβανέζο, κρύβομαι μήπως και με πιάσουν.
Με το μαχαίρι στο χέρι ακόμα αλλά αίματα πουθενά. Εσύ εμφανίζεσαι πολύ πιo μετά με ένα μπαλωμένο σκούρο μπλε φουστάνι και ξυρισμένο το κεφάλι σου,κορίτσι πράγμα. Σε καμαρώνω μέσα από τα κύματα του Αρμενιστή κάτω από τον λυτρωτικό ήλιο και ζηλεύω που λύθηκες, θα ήθελα όπως μου είπες και συ, να ήμουνα μια μύγα στον τοίχο της ψυχής σου, όταν ταιριάζεις τις λέξεις και φτιάχνεις τις φράσεις που εκφράζουν τις έννοιες και τις ιδέες σου. Κάθε φορά που σε ανακαλύπτω με κάνεις να θυμάμαι ότι δεν είμαι μόνη. Πάμε πάλι. Καστανιές, πλατάνια νερά τρεχούμενα, μισοεξαντλημένοι ποταμοί,αυλές με πλάκες που καίνε, αντικουνουπικά με ιλαρά πορτοκαλί φωτάκια,λευκά σεντόνια,μυρωδιά σχοίνου και θυμαριού,φασκόμηλου και πεύκου. Διάσπαρτα σπίτια σε ράχες βουνών,αδύνατα ηλιοκαμένα παιδικά σώματα,νυσταγμένα βλέμματα ντόπιων,ήλιος σφυρί ,χωματόδρομοι,κύματα, πράσινα ανακατεμένα νερά, στρογγυλοί βράχοι με πτυχώσεις να μου θυμίζουν μπαγιάτικο ξεραμένο ζυμάρι,ανάβαση, κατάβαση για παγωμένες θάλασσες. Καρπούζι στη μέση κομμένο, ο αφρός της μπίρας που φουσκώνει στο ποτήρι σου, ανάσες καστανιάς πάνω σε επικίνδυνες στροφές. Υπέροχα πανηγύρια στις Ράχες, στον Άγιο Πολύκαρπο, στο Καρκινάγρι. Με Ικαριώτικους χορούς και κρασί μέχρι αργά. Στο γυρισμό εργάτες φτιάχνουν, όλο φτιάχνουν, ένα απέραντο εργοτάξιο η Ικαρία.
Και το άλλο μεσημέρι σε μια ξαπλώστρα η Φλέρυ Νταντωνάκη μου κρατάει, μέσα από το «Δίφωνο», συντροφιά.

-Τι σκέφτεσαι;
-Την Αθήνα...εσύ;
-Την επόμενη βουτιά!


Επιστρέφοντας κρατώ τα σκήπτρα του νησιού παραμάσχαλα σαν πατερίτσες. Το λιμάνι ζεστό,απόκοσμο σαν χυδαία χαβούζα που βράζει δυσώδη βλέμματα.
Το αγκάθι είναι για να μένει εκεί και να το αισθανόμαστε κάθε φορά που εμείς το τσιγκλάμε.Μετά από χρόνια, ξέρετε, το απορροφά ο οργανισμός μας και ξεχνάμε πότε και γιατί το αποκτήσαμε.

Πέμπτη, Ιουλίου 20, 2006

χΡόΝοΣ αΠοΧήΣ


Το ρολόι δείχνει 5..Σκέφτομαι τα δάχτυλα μιας ανοιχτής παλάμης. Κοιτάω το σκοτάδι του δωματίου. Σαν πηχτή νεφέλη μου φαντάζει,σαν γκρίζα μέδουσα που κινείται στα νερά του μαύρου απείρου. Μέσα στο μισό μου ύπνο βλέπω και ακούω διάφορα περίεργα. Οι ήχοι έχουν μια άλλη αξία. Το κρακ στο ξύλινο πάτωμα που αρχίζει και διαστέλλεται από τη ζέστη,το «ουφ» του μεντεσέ της ντουλάπας. Το άγαρμπο βογγητό του ψυγείου που κουράστηκε να δουλεύει, το «πλοπ» του νερού από τα φρεσκοποτισμένα φυτά του από πάνω που πέφτει στο κάγκελο του μπαλκονιού μου. Εκεί σηκώνομαι. Ο Ουμπέρτο Έκο στο «περί λογοτεχνίας» λέει ότι για κάποιον που γράφει, η μόνη δημιουργική στιγμή της μέρας είναι το μισάωρο αμέσως μόλις έχει ξυπνήσει νωρίς το πρωί, όταν ακόμη το μυαλό του είναι συνδεδεμένο με τον κόσμο των ονείρων. Είναι η μόνη στιγμή που μπορεί να γράψει και να πει κάτι ουσιαστικό. Λοιπόν κύριε Έκο, βράζω έναν ελληνικό καφέ και κάθομαι να γράψω... Έξω η νέα μέρα έχει ήδη αφήσει τις χαρακιές της στο ξεπλυμένο σβέρκο του ουρανού. Ξεκινάω να μαζεύω ότι άφησα μισό από χτες, ακόμα και μένα. Εφημερίδες και περιοδικά στο πάτωμα, ρούχα με ταμπελάκια, πετσέτες απλωμένες γεμάτες υγρασία πλυντηρίου. Φεύγω Ικαρία. Αυτοεξορίζομαι .Με παρέα μεν, αυτοεξορίζομαι δε. Αν βρω λόγω θα φανερωθώ με τις λέξεις μου από κει, αν και λέω να τις ξεκουράσω, να τις αδειάσω ψιθυριστά όλες στη θάλασσα. Εννέα μέρες δίπλα της, εκεί θα τα σπαταλήσω όλα.Βλέμματα,σκεψεις,θωπεύματα και πολύ έρωτα, όπως λέμε πολλά φρούτα. Το θέρος θεριεύει και ο έρωτας Θεός γίνεται θερμαγωγός, θεριστής, θερμουργός, θεράπων. Με τον Ιούλιο να βγάζει φωτιές από το στόμα ταξιδεύω, στεφανωμένη με έξοχες νύχτες και αποσβολωμένα μεσημέρια...Στην άκρη των ματιών μου τραμπαλίζεται η έκσταση... Άραγε ποιον θα βρω όταν γυρίσω; Και εσείς ποια, με τη σειρά σας; Τίποτα δεν θα χαθεί από τις λέξεις μας μέχρι να επιστρέψω. Θα έχει μπει κάτω από τη γλώσσα, όπως οι τσίχλες την ώρα του μαθήματος.
Αφήστε μου ότι έχετε ευχαρίστηση, να μην σωθεί το λαδάκι του ποστ!

Τρίτη, Ιουλίου 18, 2006

ΗρΕμΟ μΕροΣ


Θέλω ένα ήρεμο μέρος,ήρεμο σαν την λέξη μπλε...Ποτέ δεν έψαχνα για κανένα χρώμα, είχα φτάσει σε ένα μέρος διάφανο στο οποίο δεν υπήρχε κανένα σημείο φυγής η προσέγγισης. Μέχρι που ξεκίνησα να ζητάω το μπλε. Στο μέρος που ήμουνα δεν υπήρχαν έξοδοι κινδύνου γιατί πολύ απλά δεν υπήρχαν πόρτες, ούτε παράθυρα ή χαραμάδες, νομίζω ούτε τοίχοι υπήρχαν. Απορώ πως κλείστηκα εκεί. Σε εκείνο εκεί το διαφανές σημείο που δεν άφηνε τίποτα να υπάρχει που να με χωρίζει ή να με συνδέει με κάτι. Εκεί ένιωσα το μπλε και την μελαγχολία του να μην το έχεις. Την μελαγχολία του να έχεις ψυχικά αποκοπεί από όλα τα χρώματα και να φλερτάρεις άσκοπα με τη διαφάνεια, ενώ στην ουσία οι άλλοι απ’έξω φλερτάρουν με σένα, πέφτοντας πάνω της με φόρα, όπως κάνει κάποιος που περιφέρεται στον πλανήτη δίχως συναισθηματικές μπάρες. Ξύπνησα και βρήκα ένα κορδονάκι να κρέμεται από το χέρι μου,μια τιάρα και ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα.... Από κάποιο χτεσινό όνειρο θα έπεσαν θαρρώ. Από κάποια ενοχική ρωγμή που συνδέει τα όνειρα με τον έξω κόσμο. Άνοιξα το κινητό και βρήκα ένα δικό σου μήνυμα,δεν θυμάμαι από ποια ζωή ήταν,πότε πήγες Ερεσό και έπινες μοχίτος σε μια προβλήτα με θέα τα πυροφάνια των ψαράδων; Από τότε. Ίσως να ήταν και μόλις χτες. Πότε θα φύγουμε μαζί; Πότε θα το σκάσουμε; Όχι από τις ζωές μας, από τους εαυτούς μας... και μετά η μετάνοια. Μα τι νόημα έχει η μετάνοια, αν δεν χάσεις τον εαυτό σου για να ικετεύσεις να τον πάρεις πίσω; Ξύπνησα με ένα παράπονο που έμοιαζε με ολόκληρο μέρος.Ήσυχο σαν τη λέξη μπλε.

Δευτέρα, Ιουλίου 17, 2006

ΣτΟ πΑτΡιΚό


Είμαι στο πατρικό μου…στο σπίτι που μεγάλωσα....Μόλις πότισα τα φυτά της μαμάς. Τα φυτά ξαφνικά έγιναν κάποιου άλλου. Της μαμάς, στην παρούσα φάση. Ο αδερφός μου λείπει στην Κρήτη για ένα σεμινάριο και οι γονείς μου στο εξοχικό κάποιων αιώνιων φίλων τους, άγνωστο πότε θα επιστρέψουν. Είμαι μόνη, δίπλα μου η γάτα της μαμάς κουνάει την τεράστια ουρά της. Το σπίτι είναι πολύ μεγάλο, με πολλά δωμάτια και τεράστια μπαλκόνια, σε τέτοιες ερημικές στιγμές σου φαίνεται κάπως. Μακάρι να μπορούσα να σου δείξω που μεγάλωσα, το δωμάτιο μου,την ασύλληπτη θέα της ταράτσας όπου ξημερωνόμουνα με φίλους και γκόμενους, όταν έλειπε η μαμά, καλή ώρα...η γιαγιά...Α ναι! Ήταν και η γιαγιά τότε. Τότε, που όλα ήταν όπως έπρεπε και οι θάνατοι δεν είχαν ακόμα ξεκινήσει. Το δωμάτιο της γιαγιάς έχει γίνει ένα δεύτερο καθιστικό, για την μαμά. Ηρεμώ όταν έρχομαι εδώ. Συγκεντρώνομαι και ονειρεύομαι άπληστα. Απολαμβάνω το άδειο σπίτι αφουγκράζομαι παλιούς ήχους που νόμιζα ότι δεν θα ξανάκουγα ποτέ πια. Κι όμως είναι όλα ακόμα εδώ...και γω ακόμα εδώ με εκείνο το ονειρικό βλέμμα και το μυαλό φρεγάτα... Αν κάπνιζα τώρα θα ήθελα ένα τσιγάρο να το έκανα εδώ, έξω στην ταράτσα. Στην τεράστια ταράτσα με τα πολλά φυτά και την θάλασσα να με παρακαλάει να της ρίξω μια ματιά από κάτω. Τόσες μνήμες. Τόσα γεγονότα και τόσες ιστορίες,έρχονται κατά πάνω μου, τσακίζονται και φεύγουν. Το παρελθόν μου όλο είναι ακόμα εδώ, η σάρκα του κορμιού μου οι μνήμες που πάντα με σπιτώνουν. Εδώ ο Λ. μου είπε την ιστορία του. Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη νύχτα και τόσες άλλες που δεν ξέρεις και σχεδόν και γω ξέχασα πια Είμαι πολύ συγκινημένη γιατί εδώ έχω οίστρο, τον οίστρο που άφησα φεύγοντας απότομα και ακόμα πιο πολύ ευχαριστημένη που όλοι θα λείπουν. Θα είμαι μόνη σε δύο σπίτια!!!
Τι έμπνευση! Δεν θα ξέρω που να σεργιανίσω την μοναχικότητα μου, στο τώρα ή στο χτες;
Θα ξανάρθω....και θα γράψω άλλη μια φορά από δω, από το δωμάτιο του αδερφού μου,με συντροφιά μια απίστευτα πρόστυχη θέα και την ουρά της γάτας που λαγοκοιμάται. Ξαποσταίνω λίγο το βλέμμα μου, μακριά από την οθόνη του υπολογιστή. Η πόλη σαν τεράστιο πιάτο άναψε όλα της τα φώτα. Οι μπλε ώρες την κάνουνε σιγά- σιγά. Ακούω το τσικ- τσικ του νερού καθώς το χώμα το ρουφάει,αναπτύσσεται εκεί η ζωή. Αναπνέουν τα φυτά ξανά και αφήνουν με την εκπνοή τους μια υγρή δροσιά. Αναπνέουν τα φυτά...το χώμα μαλακώνει. Κάποτε εδώ υπήρχε κόσμος,κάποτε και συ είχες κόσμο που σε πρόσεχε. Εκεί που μεγαλώσαμε υπήρχε κόσμος και μια μήτρα από όπου κατεβήκαμε. Ναι και μια μήτρα! Άκου το τσικ- τσικ! Ρουφάει το νερό το χώμα και δίνει ζωή. Και νύχτωσε και δεν αντέχω άλλο πια. Και δεν αντέχω πια, έχασα και τη γάτα. Και τη νιότη μου και εκείνο το πρόσωπο που όλο λαχταρούσε να δει τις πανσελήνους και να ζευγαρώσει τα χέρια του σε άλλα χέρια και να προσευχηθεί για το καλοκαίρι το καλοκαίρι που δεν τελείωνε ποτέ, τότε. Ποτέ τότε. Τώρα δεν υπάρχει κανένα καλοκαίρι πουθενά. Ούτε έξω, ούτε εδώ. Έχασα την γάτα της μαμάς, μα που πήγε, αφού πριν κοιμότανε κάτω από την καρέκλα. Είδε κανείς τη γάτα; Την δική μου γάτα; Πεθαμένη καιρό τώρα. Αν φωνάξω «γιαγιάαα», ποιος θα βγει; Α μπε μπα μπλομ, φτου και βγαίνω. Κανείς, κανείς. Μονό το σώμα μου λευκό ακόμα. Ακόμα χωρίς ήλιο.
Καληνύχτα ,δεν ανήκω πουθενά

Σάββατο, Ιουλίου 15, 2006

ΤρAγIκH πAρAμYθIα


Μια φορά κι έναν καιρό σε μια όμορφη πόλη δεν ζούσε πια ο Άλεξ.
Η μαμά του δεν έκλαιγε πια, γιατί δεν θυμόταν αν υπήρξε μαμά.
Οι φίλοι του, που τόσο τον μισούσαν, της είπαν μια ωραία ιστορία για τον μικρό τους φίλο, καθώς εκείνη με βγαλμένα μάτια άκουγε. «Θέλαμε να τον εκδικηθούμε επειδή έλεγε ότι δεν ήμασταν καλά παιδιά. Τον κυνηγήσαμε μέχρι το νεκροταφείο και τον σκοτώσαμε στο ξύλο. Δύο παιδιά έφεραν φτυάρια για να τον θάψουμε. Στην αρχή νομίζαμε ότι λιποθύμησε και τον θάψαμε με το κεφάλι έξω από το χώμα για να αναπνέει. Μετά είδαμε ότι πέθανε και τον θάψαμε ολόκληρο.»
Και εκείνη τότε φύσηξε την πόρτα και βγήκαν τα τρία γουρουνάκια διαμελισμένα φορώντας μόνο τα γυαλιά του Αλεξ και από πίσω η κοκκινοσκουφίτσα με ανοιχτά τα πόδια αναστέναζε στα βίαια πάθη του κακού της λύκου ουρλιάζοντας, «Αχ Αλεξ, που πήγες χωρίς να ευχαριστηθείς κάτι τέτοιο»! Και οι μισητοί του φίλοι γελάγανε δυνατά σκαλίζοντας την μύτη τους. Και έπειτα η μάνα του θυμήθηκε το σπίτι των 7 νάνων και χτύπησε την πόρτα. Της άνοιξε η χιονάτη και ο παιδεραστής πρίγκιπας που έσερνε πίσω του γυμνά 3 ανήλικα κορμάκια, γεμάτα σάπιο έρωτα και σκουλήκια.
«Δεν θα σας τον δώσουμε», είπε ο παιδεραστής πρίγκιπας με εμπάθεια. Δεν μας έκατσε και τον σκοτώσαμε με το γοβάκι της σταχτοπούτας. Οι νάνοι θεόγυμνοι αυνανιζόντουσαν μπροστά στον χάρτη της μικρής τους πόλης, χωρίς σταματημό.
Και τότε η μάνα που δεν θυμόταν αν υπήρξε μανά, έβηξε δυνατά και έφτυσε το κομμάτι από το μήλο που της είχε κάτσει στο λαιμό και είπε,
«Αι στο διάολο όλοι σας. Αποφάσισα να πάρω μορφίνη για τους μώλωπες,
και ξυλοκαίνη για την μνήμη...Δεν χωράω σε κανένα παραμύθι πια».
Και έτσι, αφού ούτε αυτοί ζήσαν, ούτε εμείς, δεν πρόκειται ποτέ κανένας μας να κοιμηθεί ξανά με το φως
κλειστό, εκτός και αν ο Αλεξ φανεί πάλι φορώντας τις μπότες του κοντορεβιθούλη και κρατώντας στο χέρι του το κεφάλι της μέδουσας Γοργώ!

Παρασκευή, Ιουλίου 14, 2006

ΑκΑρΙαΙα ΑνΤίΔρΑσΗ



Ήμουνα λέει μια λευκή γάζα πίσω στην πλάτη του... Όταν τον άκουσα να ανακοινώνει ότι οι Ισραηλινοί συνελήφθησαν σε λιβανικό έδαφος όπου είχαν εισχωρήσει. Ήμουνα μια λευκή γάζα κολλημένη, όταν έμαθα ότι τον φώναξε μέσα και του είπε, «Σήμερα θα απαχθείς. Θα κλαίει η μάνα σου και θα χτυπιέται,εσύ πήγαινε όσο πιο μακριά θες,στρατιώτη του Ισραήλ, αλλά να ξέρεις αγνοείσαι για μας...και μεις θα κάνουμε τα πάντα για να σε βρούμε. Θα σε ψάξουμε, θα μπούμε στο Λίβανο με τα τανκς αν χρειαστεί και θα σε πάρουμε πίσω». Ο στρατιώτης κούνησε καταφατικά το κεφάλι, τον κοίταξε χωρίς σημασία και έφυγε. Τότε αυτός φώναξε μέσα και τους άλλους δύο. Η Χεζμπολά ανακοίνωσε ότι σκοτώθηκε μαχητής της, ότι οι δύο στρατιώτες που συνέλαβε είναι ασφαλείς σε μακρινή από το Ισραήλ περιοχή και θα επιστραφούν αν το Ισραήλ ελευθερώσει τους Άραβες κρατούμενους... Ωστόσο, αργά το βράδυ η κυβέρνηση του Ισραήλ διεμήνυσε ότι δεν προτίθεται να προχωρήσει σε ανταλλαγή κρατουμένων. Και τότε θυμήθηκα την πληγή, θυμήθηκα την αιτία της ύπαρξης μου σε αυτήν την πλάτη, μετά από πολλά χρόνια, πάνε 20 θαρρώ.
«Δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε με τρομοκρατικές οργανώσεις», δήλωσε ο Γιντεόν Μέιρ, υψηλόβαθμο στέλεχος του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών.

Ήμουνα λοιπόν κολλημένη στο πίσω μέρος της πλάτης του, αυτό που ενώνει το μπρος με το πίσω της καρδιάς, όταν ξεκίνησε να ματώνει η πληγή.
Και μάτωνα, όλο και περισσότερο,όλο και πιο πολύ βάραινα σαν στουπί στο πίσω μέρος της πληγής, όταν Ισραηλινά αεροπλάνα βομβάρδισαν θέσεις της Χεζμπολά βαθιά στο Λίβανο και γέφυρες, όταν η μυρωδιά του πολέμου είχε κάνει τις άκρες μου να θέλουν να ξεκολλήσουν από αυτή την πλάτη πια...δεν άντεχα να βλέπω όλους αυτούς τους κατοίκους των ισραηλινών πόλεων στα σύνορα με τον Λίβανο να κατεβαίνουν σε καταφύγια, καθώς η Χεζμπολά απαντούσε με δεκάδες ρουκέτες και πυρά πυροβολικού. Και τότε θαρρώ ήταν που η πληγή με πέταξε μαζί με όλο το αίμα της και βρέθηκα χάμω στο ανισόπεδο έδαφος και είδα καθαρά τις Ισραηλινές δυνάμεις να εισβάλουν στο νότιο Λίβανο, υποστηριζόμενες από άρματα μάχης .Είδα αυτούς που σκοτώθηκαν. Βοές. Δεν άκουγα πια,με πάτησαν όλοι, τόσο που μαύρισα από σάπιο
κολλημένο αίμα και μαύρες πατημασιές, ενώ το καλοκαίρι γινόταν έντονο φθινόπωρο με χοντρές ψιχάλες και το κλίμα άλλαζε με γοργούς ρυθμούς και όλοι κλαίγανε και όλα χανόντουσαν και στα αυτιά μου ο Εμπειρίκος κοιτάζοντας με υπεροπτικά, που ήμουν τόσα χρόνια κολλημένη πίσω από αυτην την πλάτη, μου έλεγε από την Οκτάνα: «άγνωστον αν θα εγκαταλειφθή, ή αν θα υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη και κενή, θα διατηρηθή ως δείγμα μιάς ελεεινής, μιας αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον διδακτικόν, πλήρες παραδειγμάτων πρό αποφυγήν. Εκείνο που είναι βέβαιον είναι ότι η Νέα Πόλις θα οικοδομηθή, ή μάλλον θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά, οδυνηρά, βλακώδη και ανιαρά, ίσως μετά μιαν άλωσιν οριστικήν, μετά την μάχην την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος".
Ξύπνησα ιδρωμένη, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί αυτός ο Ιούλιος μας βγήκε έτσι,δεν ανέπνεα σωστά και δεν ήταν μόνο από τον εφιάλτη.

Τετάρτη, Ιουλίου 12, 2006

OtToBrAtE rOmAnE

Ήρθε και με μάζεψε από το πεζοδρόμιο,όπως μαζεύει το σχολικό τα παιδιά.
Η βραδιά σχεδόν τροπική,γλυκιά και υγρή, αποζητούσε μια λύτρωση. Κάθισα άνετα στο ξεβράκωτο αυτοκίνητό του,τον φίλησα. Είναι ο καλύτερος μου φίλος. Κάθε φορά που σπάω με μαζεύει από το ίδιο πεζοδρόμιο και με πάει βόλτα στην ακρόπολη για να δούμε τη νύχτα μέσα από τις κολόνες.Mετά ανεβαίνουμε σε ταράτσες εγκαταλελειμμένων κτιρίων και λέμε για μας. Την ιστορία της ζωής του την άκουσα στην ταράτσα μου ένα ζεστό βράδυ του Αυγούστου. Στο ίδιο μέρος,σε μια ταράτσα δηλαδή, με άλλη θέα αυτή τη φορά και χρόνια μετά, μου εξ
ομολογήθηκε ένα μυστικό του...πάλι ήταν ζεστός μήνας,Αύγουστος νομίζω. Τρέχει κάτι με τις ταράτσες και εσάς, κύριε Λ; Καθίσαμε ώρες εκεί πάνω αδειάζοντας ένα μπουκάλι jack και κάνοντας ταξίδια στο χρόνο,μπρος-πίσω. Μα πόσα τράβηξε ο ένας πάλι μέσα από τον άλλο...Αυτή η διαδικασία που κάνουμε μου θυμίζει καθαρισμό σιφονιού,αλλά από υπολείμματα συναισθημάτων στη δική μας περίπτωση. Δεν θυμάμαι αν είχα μάτια από το τσούξιμο,γλώσσα από το σούρσιμο των λέξεων και χέρια από απο την τριβή των χαδιών. Μόνο την θέα της ακρόπολης θυμάμαι να αχνοφέγγει μέσα στην κατοχυρωμένη ακαταστασία της,προκλητικά γυμνή.Opus magnum!! Με μάζεψε στην αγκαλιά του,γελάγαμε δυνατά.
Με έβαλε στο ξεβράκωτο και πηγαίναμε...είχα τη θάλασσα δίπλα μου,θυμάμαι!
Καταλήξαμε στο Σούνιο, στις καβοκολώνες. Είχε ένα τέλειο φεγγάρι που έβαφε τα πρόσωπά μας με μια απόκοσμη χλωμάδα και γέμιζε τα σκοτάδια φως. Οι κολόνες λευκές, ψηλές ,γραμμωτές, ερέθιζαν την φαντασία μας. Τον κοίταξα με συμπάθεια και είπα νωχελικά.

«Για φαντάσου να μπορούσαμε να επισκεπτόμασταν ανενόχλητοι τα εκθέματα στις 3 το πρωί, υπό το φως των κεριών και οι φύλακες αποκαμωμένοι να κοιμούνται σε ράντζα!!! Ακόμα καλύτερα να μπορούσαμε να οργανώσουμε ομαδικά οργιακά σατουρνάλια κάτω από το φως του φεγγαριού,να ζωντανέψουν οι νύμφες και τα αγάλματα"
«Ψοφάς για παραμύθι», μου είπε με ένα ζεστό βλέμμα που κοίταζε μέσα από τον άχαρο βολβό των ματιών μου και τραβώντας τις άκρες των μαλλιών μου πρόσθεσε, «τέτοιες καταστάσεις συνδυάζουν την γαργαλιστική απόλαυση με την απογοήτευση της βιωμένης φαντασίωσης που σχεδόν πάντα αποδεικνύεται περισσότερο υπερτιμημένη από όσο υποψιαζόμαστε. Κάποτε μια περιγραφή για τις "ottobrate romane" με πήγε πολύ πιο πέρα από ότι φανταζόμουνα».
«Ίσως τελικά καλύτερα να φαντάζεσαι από το να βιώνεις. Το θέμα δεν είναι η τελετή για μένα αλλά η ανάσταση των αγαλμάτων...Φαντάζεσαι τι ιστορίες θα έχουν να μας πουν;;; πόσα θα έχουν δει με εκείνο το αβλέφαρο βλέμμα τους»,είπα χαϊδεύοντας τα γόνατα μου, είχε αρχίσει να χαράζει πια και έκανε μια σχετική δροσιά. "Ψοφάς για παραμύθι κοπέλα μου...για αυτό σε βρίσκω σπασμένη κάθε τόσο,έλα πάμε".Με άφησε στο ίδιο πεζοδρόμιο που με βρήκε, κομμάτια πάλι. Τον καμάρωνα, «πως το κάνεις αυτό τόσα χρόνια»;
Μου πέταξε τα κλειδιά που είχαν χυθεί στο πάτωμα του ξεβράκωτου αυτοκινήτου.
«Είμαι το σχολικό της σπασμένης Άννας και λέγομαι "ottobrate romane».
Το φως έσπαγε το τσόφλι της μέρας,οι μπλε ώρες αντίστροφα, μου ξύναν όλες τις πληγές. Ottobrate romane…ψέλλισα παραπατώντας...Για φαντάσου.

"ottobrate romane"ανάλογες διονυσιακού τύπου δραστηριότητες που γίνονται σε περιοχή της κεντρικής Ιταλίας.

Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

TiTaN

{Κουτουλιά:χτύπημα με τα κέρατα ή με το κεφάλι}

Τον λατρεύω τον Zidane, τον αποδέχθηκα καθολικά σαν παίκτη και λόγω της δουλειάς μου έιχα την τιμή να τον παρακολουθώ κατά καιρούς στα ριπλέι του. Χτες στην ειδική του μέρα,στην τελευταία του μέρα κάθισα να τον δω όπως οι μητέρες παρακολουθούν τα παιδιά τους ,στις γιορτές των σχολείων λίγο πριν κλείσουν για καλοκαίρι. Κάθισα να θαυμάσω εκείνο το στενό του βλέμμα,το ήθος που σκορπάει στο γρασίδι την ώρα που τρέχει ,τη στάση του απέναντι στη νίκη.. Ήμουνα σίγουρη για τη νίκη της Γαλλίας χτες βλέπετε... Θα ήθελα να συμβεί,μα τελικά το μόνο που συνέβη ήταν να δω ένα κερασφόρο ζώο να αμύνεται στα εμετ
ικά βρωμόλογα που έγιναν μολύβδινο στήθος που πρέπει να τρυπήσεις για να βγουν και να χαθούν μαζί με το ήθος του Zidane πάνω στο γρασίδι,στο κουλούριασμα της μπάλας,στο σφύριγμα του διαιτητή. Είναι και αυτό ένα είδος νίκης όμως. Μια νίκη, όταν ο άλλος δεν σέβεται την ψυχή σου, μια νίκη όταν σου τραβάν την ουρά και σου ψιθυρίζουν λάσπες και πράσινες γλίτσες,την ώρα που φεύγεις βασιλιάς. Άδοξο τέλος σε μία μεγαλοπρεπή καριέρα;. «Ο τελευταίος των μεγάλων», όπως πολλοί τον έχουν χαρακτηρίσει, βγήκε από τον αγωνιστικό χώρο, προχώρησε προς τα αποδυτήρια και κάπου εκεί κατάλαβε το λάθος του βάζοντας τα κλάματα…κι όμως η κουτουλιά ήταν για μένα πιο όμορφη στιγμή της γιορτής...Αυτό που πάντα εύχομαι να κάνει ο ταύρος στον ταυρομάχο μετά από τόσο εξευτελισμό. Αυτή η κουτουλιά είναι η κουτουλιά που τόσο πολύ θα ήθελα να δώσω σε όλες τις κοινωνικοπολιτικές μου απέχθειες και σε ανθρώπους που χάσκουν ανοιχτοί, όπως όλα τα εμετικά υπερχειλίσματα υποτέλειας. Αυτή η κουτουλιά μου προκάλεσε έκσταση και ψυχική ανάταση σαν να επρόκειτο για μια μυσταγωγία μεταξύ των 2 αυτών παικτών. Μια δικαίωση του ανθρώπινου εξευτελισμού. Δεν μας λύπησε που δεν σκέφτηκε την ομάδα του και αποβλήθηκε ,δεν μας λυπεί που έκλεισε έτσι την τελευταία του ενεργή μέρα, μας λυπεί που άφησε το ένα πόδι να πατήσει από το βάθρο του ήρωα στο χώμα το θνησιγενές. Ο πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Γαλλίας, Ζαν Πιέρ Σκάλε, μετέφερε στον Τύπο την άσχημη ψυχολογική κατάσταση στην οποία ήταν μετά τον αγώνα ο Ζινεντίν Ζιντάν. «Είναι πολύ λυπημένος και μελαγχολικός. Πρέπει να ανασυγκροτηθεί», τόνισε. Μας τρομάζει ο Ζidane που μωλωπίζει. Μας τρομάζει ο θόρυβος που κάνει ο θυμωμένος αλλά εγώ θα το βάλω στο repeat για σήμερα και θα κρατήσω το ενσταντανέ του replay σε ένα δικό μου αρχείο, για να μου θυμίζει την απάντηση που πρέπει να δίνω σε κάθε απροσήγορη ερώτηση που μου γίνεται. Τελικά από αυτό το θέαμα την κουτουλιά του Zidane είναι που θα θυμάμαι. Και αυτό είναι μια νίκη. Κρίμα να μην έχει και ήχο να σπάσει τα τύμπανα μερικών.
Vive Zidane.

P.S: Αλήθεια γιατί κανείς σεν ασχολήθηκε με τον Ματεράτσι;

Σάββατο, Ιουλίου 08, 2006

Με ΑφΟρΜή ΕκΕίΝο Το ΠαΓκΑκΙ

Το θέρος, λιτό λινό, κυκλοφορεί θητεύοντας το φως. Νοιώθω καλά μέσα σε τόσο λευκό. Το φως αναχαιτίζει τελικά όλα τα άσχημα. Τραβάω από τα συρτάρια του θυμικού μου παλιές καλοκαιρινές ιστορίες που έζησα πουλώντας του σε καλή τιμή τις καινούργιες μου, γυαλισμένες με βερνίκι νυχιών, όπως τότε που γυάλιζα κοχύλια και μικρές χρωματιστές πέτρες που μάζευα από την άμμο. Σε είδα πάλι σε εκείνο το σαφρακιασμένο παγκάκι κάτω από τα πεύκα,σε είδα να με φιλάς καθώς έπεφτε ο ήλιος του μεσημεριού. Γύρω μας τα τρυφερά βλαστάρια του γαϊδουράγκαθου που σε λίγο θα ξεραθεί, όπως προβλέπει ο νόμος του Ιουλίου. Στα μάτια σου βλέπω ένα παλιό σπίτι και μια γυναίκα στο μαρμάρινο νεροχύτη τής κουζίνας. Στο κέντρο ένα παλιό τραπέζι. Στο παλιό μαγέρικο, η κυρά Μάρω καθαρίζει φασολάκια, όπως η μητέρα στο ποίημα του Ρίτσου. Στάζουν οι σκέψεις,τα μάτια βλέπουν παλιές γιορτές χωρίς τις υγρασίες του παρελθόντος. Δίκαιος ήλιος τις ζεσταίνει. Κατέβηκα μέχρι το λιμάνι του Ιουλίου να δω τα πλοία .Έδεσα τη μνήμη μου στους κάβους του λιμανιού με αέρινα σχοινιά, που σου δίνει η στιγμή που περνάει και χάνεται. «Ποτέ δεν θα φύγουμε μαζί»,είπες. Πότε δεν το πίστεψα, ακόμα και όταν σε είδα να φεύγεις μόνος. Αποσύρομαι στην επικράτεια των αργών ωρών μου,εκεί που οι ψίθυροι και τα σπασμένα φιλιά γίνονται άστρα,εκεί που οι μοναχικοί μηροί των γυναικών ευλογούν το βλέμμα των ανδρών τους. Νυχτώνει και υπάρχει πολύ ομορφιά γύρω μου,με το βλέμμα καρφωμένο στο μεγάλο θεωρείο του ουρανού ανακαλύπτω κι άλλους αστερισμούς χωρίς να το ξέρει κανένας. Από παιδί έλεγα, πως αν μελετούσες ένα όμορφο πράγμα κάθε μέρα, θα σου έδινε πίσω κάτι πολύ ξεχωριστό. Κάπως έτσι σε βρήκα,ακολουθώντας τους νέους μου αστερισμούς και μελετώντας τους χάρτες του ουρανού. Κάπως έτσι σε βρήκα σε εκείνο το σαφρακιασμένο παγκάκι να στρίβεις το τσιγάρο σου και να βυθίζεις το βλέμμα σου στα παγωμένα νερά του αισθητικού εκλεκτισμού μου. Κάπως έτσι σε πέρασα αργά στα συστατικά του αίματος μου. Δεν βρέχει πια μέσα μου, καμιά απουσία δεν με ορίζει. Αναπνέω και εκπνέω όπως παλιά, τότε που τα φώτα της πόλης ήταν λιγότερα απ’ότι τώρα και εκείνο το παγκάκι με όλα τα φιλιά μας χαρακωμένα πάνω του,δεν υπήρχε καν. Πότε είναι το επόμενο ραντεβού μας;

Πέμπτη, Ιουλίου 06, 2006

ΜαΣ τΑ πΑν Κι ΆλΛοΙ


Το πρωί καθώς έριχνα νερό στο πρόσωπό μου,ξεκινώντας τη νέα μέρα μου,δεν ήμουν σίγουρη για το πόσο νέα θα μου βγει. Ανόητο κορίτσι αφού το είπε και ο Σαίξπηρ «Συχνά,οι δειλοί πεθαίνουν πριν από το θάνατό τους» άρα σίγουρα είναι νεκρός,ψέλλισα. Μην είσαι αφελής και ο Σεφέρης τα έλεγε «Πως τόσος πόνος,τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη». Πόσο μεγάλη αυταπάτη! Ανοίγοντας την ενυδατική κρέμα προσώπου, άκουσα τις Τρύπες να σιγοτραγουδάνε «Μπορείς να κλαις παντοτινά αν θες φτάνει να ξέρεις που πονάς για να χτυπιέσαι» Χαμογέλασα για την ματαιότητα του έρωτα. Άλειψα το βούτυρο στο ψωμί και τράβηξα μια τζούρα καφέ όταν κατάλαβα πως η γεύση του είχε τη γεύση της Σαπφούς όταν είπε «Όποιους ευεργετώ,εκείνοι περισσότερο με βλάπτουν» Ντύθηκα αργά,χτένισα τα μαλλιά μου και βρήκα στην άκρη της βούρτσας μου ,τον Αντρέ Μπρετόν να λέει «Μια λέξη κι όλα σώζονται μια λέξη κι όλα χάνονται» Δεν περιμένω τίποτα πια από κανέναν. Καμία λέξη. Αυτές φταίνε για την μουδιασμένη μου ψυχή. Έφαγε πολύ ξύλο από σένα τελευταία. Τραβάω την πόρτα,κλειδώνω,3 φορές και βλέπω να κρέμονται μαζί με τα κλειδιά μου,στη σειρά οι λέξεις του Σοφοκλή και να μου λένε μειδιώντας «Έρως ανίκατε μάχαν».Μα ξαφνικά παγώνω. Να τι ξέχασα να πετάξω φεύγοντας, την καρδιά σου που την είχα κάνει μελανοδοχείο, να γράφω με το αίμα σου τις λέξεις μου... Παίρνω το ασανσέρ,τα έχω χαμένα...πως μπορώ να επικαλεστώ την τάξη; Μήπως να θυμηθώ και τον Ευριπίδη που μουρμούραγε μέσα στα αφτιά μου «Νεφέλης αρ’ άλλως είχομεν πόνους πέρι;» Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο άνοιξα αμέσως το ράδιο και έπεσα πάνω στη Λένα Πλάτωνος που τραγούδαγε «Γερμανικός ρομαντισμός ,Ισπανική υποχώρηση είναι οι φράσεις που μας πλήγωσαν και ποτέ δεν μας χρησίμευσαν». Και από το δεξί καθρεφτάκι ό Γουόρχολ χαιρετώντας με καθώς τον άφηνα πίσω,φώναζε «Ο έρωτας της φαντασίας είναι πολύ καλύτερος από τον έρωτα της πραγματικότητας» και γω χαζεύοντας τα πλατινέ μαλλιά του κόντεψα να πατήσω τον γλυκό μου Καζαντζάκη που παραληρούσε από τρόμο λέγοντας μου,
«Η ψυχή μου κραυγάζει και όλα τα έργα μου είναι απλά ένα σχόλιο γι’ αυτήν την κραυγή». Και εγώ τι έλεγα εγώ; Φυσικά πως «Στα βάθη του νου υπάρχει μια τρέλα στα βάθη της τρέλας υπάρχεις εσύ» Και συ τι έλεγες; Έλεγες σπαράζοντας από έρωτα «Είσαι το μοναδικό πλάσμα που θέλω απόψε, πιο πολύ από όλους. Έλα, φτιάξε μία πισίνα να βουτήξουμε, βάλε ένα λουλουδάτο μαγιό και πάμε πριν έρθει ο θάνατος να με πάρει και δω στην Αχερουσία λίμνη να καθρεφτίζονται τα μάτια σου»και οι Stones τραγούδαγαν στο repeat “We all need someone we can bleed on”. Και καθώς μάζευα την βαλίτσα μου βολεύοντας πάνω- πάνω την Ισπανική σου υποχώρηση,θυμήθηκα τον Στρίντμπερκγ στον «Αύγουστο», που τελείωνε λέγοντας: «Κλείσε τα παράθυρα και τράβα τις κουρτίνες να κοιμηθούν οι μνήμες» ΚΑΝΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΟ ΒΑΤΕΡΛΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ. Η σιωπή είναι η πιο τέλεια έκφραση της περιφρόνησης

Τετάρτη, Ιουλίου 05, 2006

ΌπΟιΟς ΉτΑν ΕκΕί Να ΣηΚώΣεΙ Το ΧέΡι


Σα να κάθεται πάνω σε άλογο που καλπάζει. Μαύρα μαλλιά,μαύρα ρούχα,όπως φοράει κανείς το σώμα της νύχτας και το πρόσωπο του Αntony. Παίζει στο πιάνο λες και πατινάρει,δίνει ώθηση με τους ώμους του και γέρνει το κεφάλι προς τα πίσω αφήνοντας στους βράχους τα λόγια που λέει. Σε συγκινεί αυτό,σου κατεδαφίζει όλο το σώμα κρατώντας μόνο το βλέμμα σαν πινέζα πάνω του. Πως το κάνει αυτό,πως το καταφέρνει; Οι στίχοι κάποτε μοιάζουν με τρομώδη λογόρροια,βάζουν φωτιά στα στόματα μας που χάσκουν ανοιχτά ικετεύοντας να κοινωνήσουν τις λέξεις του, που άλλοτε μοιάζουν με πνοές ανέμου που έρχονται και σου κεντούν ανατριχίλες. Κάνει κρύο,δεν είναι καλοκαίρι εδώ,να κοίτα που φοράμε τα μπουφάν μας. Που είμαι, σε ποια εποχή έχω κατέβει;Αποσύρονται οι μάγισσες εδώ και οι ιεροί Κένταυροι των βράχων επιστρέφουν στις κρύπτες τους,τους βλέπουμε όλοι άραγε ή μόνο εγώ; Πως το καταφέρνει αυτό; Και όλο καλπάζει προς τη νύχτα που έρχεται,την έξοχη αυτή νύχτα. Τη νύχτα μαζί του. Κοιτάω τα αποσβολωμένα πρόσωπα και στοιχηματίζω πως όλα έχουν ένα καλά κρυμμένο μυστικό στο μυαλό τους που τους δυναμώνει και τους κάνει ερωτεύσιμους. Το έχουν φέρει να το κοινωνήσουν στη νύχτα του Antony, γιατί ξαφνικά έγινε δικιά του η νύχτα. Αφήνω την τύχη μου στα χέρια του ένα βήμα μετά την μελαγχολία και κατεβάζω μονοκοπανιά μαζί με το υπόλοιπο κοινό όλο το κουτάκι με τις λέξεις και τις νότες του. Κάνει κρύο,σαν να είμαστε στα μέσα του Απρίλη. Η βελούδινη φωνή του μας ζεσταίνει όμως. Μας μιλάει σα να ξέραμε τα πάντα για αυτόν, σαν να ήρθε ένας φίλος και παίζει μπροστά σε μια παρέα που μεγάλωσε ξαφνικά μέσα σε ένα καλοκαίρι και έγινε συναυλία Καμιά ντροπή απέναντι μας, εξωστρέφεια, χιούμορ. Του κάνει εντύπωση το θέατρο. Μας λέει ότι οι βράχοι έχουν μεγάλη ενέργεια μέσα τους,Μας εξομολογείται για ένα ντοκιμαντέρ που είδε σχετικά με την Κάλλας ,πόσο όμορφη και τι κρίμα να χάσει την φωνή της. Του κάνει κάπως που είναι σε ένα μέρος με 2.000 χρόνια ιστορίας, αυτός είναι ένας απλός μετανάστης που ακόμα ψάχνει ένα μέρος να βρει για δικό του. Κάποιος του φωνάζει «stick around» και αυτός του απαντάει ψευδά πως μετά την συναυλία θα τον περιμένει πίσω από τους θάμνους. Πατάει με δύναμη τα πλήκτρα και ξεκινάει πάλι τον καλπασμό,σα να μην τον διέκοψε ποτέ. Τα κομμάτια του θυμίζουν φαντάσματα με αραχνοΰφαντα σεντόνια που ξεθάρρεψαν και βγήκαν στους βράχους και ανάμεσα μας...Γουστάρει τρελά τα φαντάσματα ,το λέει και από μόνος του,συνεχίζει να μας μιλάει. Ανεβαίνοντας στον Παρθενώνα,είδε πεταμένο ένα προφυλακτικό και να που κανείς μπορεί να κάνει και άλλα πράγματα εκεί, πέρα από τουρισμό. Και τι ωραία που είναι εδώ ,ενώ στην Νέα Υόρκη σπάνια βρίσκεις προφυλακτικά πεταμένα στο πεζοδρόμιο. Γελάμε, άλλοι χειροκροτάνε Έχει χιούμορ,είναι ιδιαίτερα έξυπνος ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα...όμως κάνει κρύο και νομίζω ότι είμαι αλλού εκεί που είσαι και συ κάπου στην επιθυμία του Antony για αλλαγή, μετάλλαξη, συμφιλίωση με την μέσα φύση. Που αλήθεια είμαι; Από το στόμα του μαζί με την καληνύχτα βγαίνουν ροδοπέταλα και μανιτάρια σε σχήμα αστερία,χρυσόσκονη καθώς κουνάει το χέρι του αποχαιρετώντας μας. Οι ώμοι του αποκτούν φτερά και τα μαλλιά του αλλάζουν χρώματα σαν τα μαλλιά των ξωτικών. Που είχα βρεθεί;

Τρίτη, Ιουλίου 04, 2006

ΑνΑκΡιΒεΙς ΜέΡεΣ


Ανακριβείς μέρες με συννεφιά και ψύχρα. Ιούλιος όμως γράφει το ημερολόγιο. Απέναντι η θέα αποκαλυπτική.Ένα απόσπασμα από βοριαδάκι ανακάτεψε τα μαλλιά μου,κούνησε την τέντα στο μπαλκόνι,καθάρισε κι άλλο την ατμόσφαιρα Μα εσύ πουθενά ακόμα. Ε, μάθε λοιπόν πως βαρέθηκα να μιλώ. Νομίζω πως όλα είναι ένα ψέμα Πως δεν υπάρχεις,πως όλα είναι αποκυήματα της φαντασίας μου. Απλά περιμένω να εκπληρωθεί το όνειρο. ..Προς το παρόν απολαμβάνω την φασαρία και την αναρχία που συνθέτει το τίποτα. Κανένα πρόβλημα γιατί ακόμα βλέπω,είναι το μόνο που κάνω χωρίς περικοπές,είναι η μόνη επαφή του μέσα μου βουνού με τον έξω ουρανό ,που όλο χαμηλώνει με αίτημα να αγγίξει τις κορυφές του.

Σάββατο, Ιουλίου 01, 2006

ΚαΛό ΜήΝα


ΙΟΥΛΙΟΣ, ΑΛΩΝΑΡΗΣ, ο μήνας που αλωνίζει τα στάρια , ενώ φέρνει τις σκόλες και τα πανηγύρια…
Ίουλος στα ελληνικά ονομάζεται το πρώτο χνούδι, που αρχίζει και φαίνεται στα μάγουλα των αγοριών (ακόμα και στην επιφάνεια κάποιων φρούτων).
Ίουλος ακόμα λέγεται το πρώτο δεμάτι των σταχυών που ρίχνεται στο αλώνι. Γι αυτό ο Ιούλιος ονομάζεται όπως είπαμε και Αλωνάρης.
Οι Ρωμαίοι βέβαια του έδωσαν αυτό το όνομα για να τιμήσουν τον Ιούλιο Καίσαρα.
Πιο κάτω απο όλα αυτά,γυναίκες ανεμίζουν τα μαλλιά τους στους μύλους των λόφων μιας νησιώτικης χώρας.
Καθαρά νερά χωρίς πολλές ιστορίες.
Βυθός με φύκια εδώ κι εκεί. Αλμυρίκια που περνάνε την ώρα τους εισπνέοντας αλμύρα και ξινισμένα όνειρα λουόμενων
που ξαποσταίνουν κάτω από τον ίσκιο τους.
Ροζ αχινοί που τους ξέβρασε το κύμα,σώματα πυρακτωμένα βλέμματα με έρωτα νυχτερινό
Ραθυμία, ποτά,επιθυμίες και παράξενα όνειρα,χωρίς καθόλου χνούδι από τα μάγουλα των αγοριών
Χωρίς καθόλου χνούδι από τους καρπούς των δέντρων του καλοκαιριού.
Ξαπλωμένοι σε ένα τεράστιο έμπλαστρο.
Τριβόμαστε με counterpain αλοιφή
Βρωμάω και καίω
Και εσύ γελάς.


Αυτή τη φορά όλα είναι πιο μελετημένα πιο σίγουρα και πιο ώριμα
Καρποί γινωμένοι τα αισθήματα μου και οι καταλήξεις των σκέψεων
Καρποί γινωμένοι που περιμένουν με κάποια χαλαρότητα το χέρι που θα τους αρπάξει