Τρίτη, Ιουλίου 28, 2009

ΗμΕρΟλΟγΙο ΑγΡαΝάΠαΥσΗσ


Η δικιά μου ομορφιά ήρθε φέτος το καλοκαίρι από τις μικρές Κυκλάδες ξυπόλητη.

Κουφονήσι για αρχή. Το φως το καθαρό. Οι θάλασσες πάντα τιρκουάζ και η άμμος ψιλό σιμιγδάλι. Οι γεύσεις συγκλονιστικές. Ο ύπνος μακρύς και ήσυχος μέσα σε νησιώτικα δωμάτια με μικρά μπλε παράθυρα από τα οποία περνάει ένα φως λουλακί. Οι καμπύλες της Κέρου απέναντι προκλητικές. Δύο φίλες ψιθυρίζουν κάτω από μια πορτοκαλιά μπουκαμβίλια. Ξανά επάνω σε νοικιασμένα ποδήλατα με τις ώρες, μέχρι να πονέσει ο καβάλος. Ξανά σε ανηφοριές που αγκυλώνουν την ανάσα, όπως τότε, 25 χρόνια πριν.
Τα βράδια μαθαίνουμε τους αστερισμούς ξαπλωμένοι σε λευκές πεζούλες. Ψηλά, σε ένα λοφάκι με πάνω του ένα παλιό μύλο, ποιος ξέρει πόσα χρόνια, καρφωμένο, πίνουμε καλοκαιρινά ποτά. Το λιμάνι από κάτω και από πάνω μας ο ουρανός πιο μπόλικος και πιο κοντά από ποτέ. Ο Νεκ Φρεντ, ο Κέλγιορκ και ο νοητός Λιλής. Ο Φλοριάν και ο Σαρακηνός με τα πράσινα ματιά και τα μαύρα κατσαρά μαλλιά. Η Μαρία και η Έβελυν με ανάσα ρακόμελου και γαρύφαλλο θρυμματισμένο ανάμεσα στα δόντια. Και τέλος η Φρίντα το κορίτσι του Λιθουανού σκηνοθέτη.

Δονούσα έπειτα. Τόπος αλλού. Μετέωρος σαν τους βυζαντινούς ύμνους. Παραλία κέδρος σαν γρανίτα μπλε. Πεζοπορία 20 λεπτά. Η αθωότητα έχει ανάγκη την θάλασσα και τον βράχο. Κόλπος Καλοταρίτισσας .Σκηνικό σε λεπτό βότσαλο. Στο βάθος της βουτιάς μας ένας κορμοράνος, αδιαφανώς, κυνηγάει ένα κοπάδι αθερίνες. Απίστευτη ταχύτητα. Σκαντζόχοιρος για μαρτίνια και αποχαιρετισμός στα αερικά της μέρας. Μία το ξημέρωμα, και το πλοίο για Αστυπάλαια μπαίνει στο λιμάνι με την όπισθεν. Μας κάνει μια χαψιά.

Αστυπάλαια, τελευταίος προορισμός. Κλειστοί όρμοι σαν λιμνοθάλασσες από χαλκό φτιαγμένες. Στροφές. Νοικιασμένο αμάξι. Μέσα νησί, έξω νησί. Σχήμα πεταλούδας ή χαλασμένων πνευμόνων. Απομεινάρια παλιών μεταλλείων. Βαγονέτα, ράγες, σκάλα φόρτωσης. Σήμερα λες, άνοιξες τα μάτια σου σε όλες τις βουτιές. Έπιασες 10 φορές άμμο με το χέρι κάνοντας μακροβούτι και πέρασες κάτω από τα πόδια μου 3 συνεχόμενες φορές. Επιστροφή στον βράχο. Η χώρα κάθε φόρα που επιστρέφουμε μας κοιτά ξελιγωμένη. Μοιάζει σαν παγωτό γιαούρτι με φρούτα του δάσους και ξηρούς καρπούς, που αρχίζει και λιώνει. Βόλτες. Λίγα ρακόμελα, πολλά χειροποίητα γλυκά. Βιβλία. Άπειρα βιβλία σαν να επρόκειτο να μην διαβάσουμε ποτέ ξανά.
Τελευταία νύχτα στο εδώ. Όπου εδώ σημαίνει στην πίσω μεριά του κάστρου της Αστυπαλιάς. Με φεγγάρι νύχι στο πλάι της βρεγμένης μου χωρίστρας και αέρα παντού αλλού. Αντιστροφή μέτρηση.

Επέστρεφε. Με όλο το μπλε του χτες στους πνεύμονες ακόμα. Το σύμπαν διαστέλλεται ακριβώς πάνω από το τρίτο μάτι μου. Όσο πιο πολύ απομακρύνομαι από σένα τόσο πιο πολύ αυτό μεταμφιέζεται σε πρωινό ουρανό.
Αθήνα. Κοιτάω το φεγγάρι. Ποτέ κανείς δεν πάτησε πάνω του, να το θυμάστε αυτό. Αθήνα. Με τον αστερισμό του σκορπιού μπλεγμένο ακόμα στα μαλλιά. Φυσάει και δω, όπως και εκεί. Πολύ. Το γατί μου πέφτει με φόρα πάνω μου καθώς το ανταμώνω 17 μέρες μετά. Όμως εμένα μου λείπει το μπλε. Αλλά ευτυχώς το ταξίδι δεν τελειώνει όταν φεύγεις. Κρατάει και λίγο μετά.

Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2009

ΠιΟ γΡήΓοΡα ΙοΥλΙε,ΠιΟ γΡήΓοΡα


Πονηρά απαρέμφατα και αόριστοι παιδεύουν την ήδη πάσχουσα σκέψη μου. Δεν με ακουμπάνε ούτε οι αιφνίδιοι θάνατοι των ειδώλων, ούτε οι λιγωτικές κριτικές του Antony. Γουστάρω να είμαι μόνιμα απούσα. Εν υπνώσει και σε λήθαργο. Αλήθεια το γουστάρω.
Έξω, και μόλις αυτή την ώρα, μαίνεται ο Ιούλιος και μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο του μεσημεριού απαγγέλω ενθαρρυντικούς στίχους μεγάλων ποιητών, βλαστημώ με τρόπο θεατρικό, αναπαριστώ σκηνές που είδα να συμβαίνουν στο δρόμο και γενικά χάνω την επαφή με την νοσηρή πραγματικότητα. Το μόνο ενδιαφέρον.
Περιμένω ξανά στην ουρά των αεροδρομίων με τις βαλίτσες να μου βγάζουν τους ώμους από το σούρσιμο και διαβάζω βιαστικά τις εφημερίδες μέχρι να φτάσω στην πόλη του βορά. Η ολυμπιακή έχει πάντα καθυστέρηση και πάντα εκείνες τις αλλόκοτες αεροσυνοδούς που είναι λες και το έχουν σκάσει από την Αλίκη στην χώρα των Θαυμάτων.
Το φεγγάρι μου κρατάει συντροφιά. Πόσο διαφορετικά φαντάζει από αέρος και πόσο αλλιώς από το παράθυρο του «Ιντερσίτι». Πλησιάζοντας στην Αθήνα μετά από ένα ηλιοκαμένο τριήμερο, κάπου στα βάθη της Χαλκιδικής, ονειρεύομαι πως η νέα γραμμή του μετρό κάνει στάση στο κρεβάτι μου ακριβώς.

Μπήκε πάλι ο Ιούλιος με χνούδι στα μάγουλα, σαν έφηβος αναψοκοκκινισμένος. Τα σύννεφα πύκνωσαν σήμερα. Μια υποψία βροχής. Έτρεξα να φέρω Billie Holiday να ακούσω και συγκεκριμένα το ” The Man I Love.Άστο να λιώσει στο cd player μέχρι να βγει ξανά εκείνο το φεγγάρι που τόσο καλά ξέρω. Αγόρασα πεπόνια, γερμάδες και κατακόκκινα κεράσια. Θα πέσω με τα μούτρα πάνω τους λίγο πριν παγώσουν.

Κατά τ΄άλλα το κάπνισμα, ευτυχώς, απαγορεύτηκε σε κλειστούς χώρους. Και ξαφνικά γέμισε η αιθρία με άπειρους ανθρώπους να καπνίζουν πανικοβλημένοι. Σαν άρρωστο είδος που κάποιος εξόρισε στα βρωμισμένα κράσπεδα. Μην μου κακιώσετε για το ευτυχώς, αλλά δεν είμαι παρά μια ασθματική πεταλούδα που χάρηκε για το λίγο παραπάνω καθαρό οξυγόνο που της δόθηκε. Το παίρνω απόφαση, το κάπνισμα φαντάζει γοητευτικό μόνο στις παλιές ταινίες του Χόλυγουντ.
Και οι μέρες συνεχίζονται με ιλιγγιώδη δράματα καθημερινότητας ενώ η Αττική οδός με τυλίγει από παντού πια σαν στοργικός βόας.
Τα μεσημέρια μου καίνε τα χέρια και το πρόσωπο, οι νύχτες με ποτίζουν καϊπιρίνιες και τεκίλες μαργαρίτα για να βαρύνουν τα ματοτσίνορα λίγο πριν πάει 4, και η μοναξιά με ανατριχιασμένες βλεφαρίδες μου γλείφει τις μαυρισμένες γάμπες μου.
Στο βάθος οι διακοπές μου, πλησιάζουν με ψηλά τακούνια και τσιμπιδάκι φρυδιών. Τις καμαρώνω. Από στιγμή σε στιγμή θα χαθώ μαζί τους.
Από στιγμή σε στιγμή.Tour de force!
Καλό σας μήνα.