Παρασκευή, Δεκεμβρίου 26, 2008

Το 9 ΣαΝ κΟρΔέΛα ΣτΑ μΑλΛιΑ

Χειμώνας ήρθε. Φρεσκολουσμένος με τζακόξυλο και φλούδες πορτοκαλιού.
Κάθομαι σε εμβρυακή στάση δίπλα στο αναμμένο τζάκι και ξεφλουδίζω ξανά και ξανά τις ημέρες που γέννησα. Κρεμάω στις άκρες των δαχτύλων μου πέντε μωβ μπαλόνια και ένα νέο χάρτη γεμάτο ποτάμια. Μοιάζω με ένα μικρό κουβάρι από αφηρημένες πολύχρωμες κλωστές. Λίγο πριν βάλω τα κλάματα για όλα εκείνα που λιποτάχτησαν από μένα πέφτει μια άσπλαχνη βροχή, θυμάμαι, και στον ουρανό μια γαλαζορόζ τρύπα ανοίγει σαν ανθός από τον τρελό βοριά.
Όταν ξεμυτίζω φοράω ξανά εκείνο το κόκκινο πλεκτό φόρεμα και μοιάζω με πληγή χριστουγεννιάτικη. Μοιάζω με παρανοϊκό ουρανό που σκότωσε τον ήλιο στα καλά καθούμενα.
-Είσαι σαν ξωτικό που έκανε βουτιά στην καρδιά του Δεκέμβρη.
-Είμαι μια κόκκινη πληγή, ειδικά όταν έχει φεγγάρι και φέγγουν οι νύχτες σαν ξεχασμένοι προβολείς.
-Όχι σου λέω. Μοιάζεις με εκείνο το κόκκινο αερόστατο που θέλω να βρω για να έρθω μέχρι εσένα .Θα σε φουσκώνω με ανάσες να με ταξιδεύεις στον κόσμο.

Έβαλε κρύο μπόλικο, σαν να γύρισε κάποιος απότομα τον διακόπτη στην ψύξη.
Στο κρύο λειτουργεί καλύτερα η καρδιά. Ζεσταίνονται οι ψυχρές αρτηρίες. Και το μυαλό. Σκοτώνει ότι άσχημο αναπτύσσει η μνήμη.
Οικογενειακά τραπέζια. Κάθε χρόνο και πιο λίγοι. Κόσμοι που όλο και παλιώνουν αφήνοντας μέσα σου βαθιές ρωγμές. Η μαμά και ο μπαμπάς που μαζί με τον κόσμο αυτό φέρουν στην αναστροφή των χεριών τους τις κηλίδες όλων των ετών που καψαλίστηκαν. Το ίδιο δέντρο κάθε χρόνο, σαν κακοαναστημένο τομάρι,λαμπυρίζει μια ρετουσαρισμένη παλιούρα. Θλιβερά είναι τα Χριστούγεννα. Ποτέ ακριβώς δεν κατάλαβα το χαρμόσυνο μήνυμα τους.
-Μα γεννήθηκε ο Χριστός.
-Ναι, αλλά ξέρεις πια, πριν ακόμη γεννηθεί, τον τρόπο που θα πεθάνει και είναι τόσο απάνθρωπο να γιορτάζεις την γέννηση ενός θύματος. Ενός μάγου που ποτέ δεν κατάλαβε πραγματικά σε ποιους απευθυνόταν. Δεν με αγγίζει πια σου λέω αυτή η ιστορία. Την μπούχτισα. Καλύτερα να κοιτάω την ανατολή που βουλιάζει κάθε μέρα στους ομφαλούς των συννέφων. Έλα, άσε με.
Πηχτή, παχύρρευστη μοναξιά. Μια παράξενη εκεχειρία αρχίζει. Λες να χιονίσει κι εδώ;Οι δρόμοι έξω, σαν αιχμές από δόρατα. Το κεφάλι μου έχει άστρα και το στέρνο μου την πιο άγρια θάλασσα. Το καλύτερο κοκτέιλ θα βγει αν με κουνήσουν πάνω κάτω. Λαμποκοπάω από πόνο. Στραφταλίζω από απόγνωση συνοδεύοντας τον ρυθμό της μιζέριας των γιορτινών ημερών. Λες να χιονίσει;

Πονάω πολύ για όλα όσα έγιναν και για όλα όσα θα γίνουν. Έχουμε δρόμο μακρύ ακόμα. Πονάω που έφυγες όπως γλιστράει ένα νόμισμα μέσα στις χαραμάδες του υπονόμου. Πονάω για κάθε μοναδικό άνθρωπο που κανείς δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει. Για τον Αι Βασίλη που αλήθεια δεν υπάρχει. Για όλα τα δώρα που ήθελα και δεν φάνηκαν ποτέ σε καμιά κάλτσα. Πονάω καθώς βγαίνει ο πλανήτης του ήλιου πάνω μου κάθε πρωί και υποφέρω κάθε βράδυ που αφηρημένα η σελήνη ξεχνάει να φανεί ολόκληρη. Πονάω ναι, αλλά όπως λες και συ δεν έχει ακόμα γεννηθεί ο πόνος που θα με καθηλώσει.
Άγρια συναρπαστικό να είναι το νέο έτος γαμώτο.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2008

ΥπΑρΧεΙ αΛήΘεΙα;

Αλήθεια είμαστε ακόμα άνθρωποι; Μήπως έχει γίνει μια σιωπηλή μετάβαση σε κάτι άλλο;
Αλήθεια είναι οργή όλο αυτό και όχι το θράσος του κατεστραμμένου δουλοπάροικου;
Αλήθεια γίναν όλα αυτά για τον Αλέξη; Ποιος τα ζήτησε;
Μήπως πάλι μας κάνουν να κοιτάξουμε αλλού, μέχρι το Βατοπέδι να βάλει τα εσώρουχα του, να ντυθεί και να φύγει;
Και τότε με τον Ζαχόπουλο πάλι φωτιές είχαμε για να ξεχάσουμε. Μόνο που τότε, όταν κάψανε την γη τους στην Ηλεία, κάνεις δεν σηκώθηκε να διαμαρτυρηθεί έτσι. Κανείς δεν τόλμησε να κάψει το κέντρο. Εκεί θα ταίριαζε καλύτερα αυτό.
Αλήθεια είναι ότι οι βανδαλισμοί γίνονται από μισθοφόρους της αστυνομίας και όχι από παιδιά; 30.0000 το χτύπημα.
Ανοχή και ανέχεια. Τα media έχουν τσάμπα πρόγραμμα και το γιορτάζουν. Σούπερ show. Καμιά ακριβή παραγωγή δεν θα είχε το ίδιο στραφταλιζέ αποτέλεσμα.
Κάτι έπεσε με δύναμη πάνω μας και άλλαξε τους πόλους μας. Μετακίνησε τον άξονα μας και αποπροσανατολιστήκαμε. Αλλού κοιτάμε. Υπάρχει μια παρερμηνεία σε όλο αυτό. Άλλο είναι το πρόβλημα και έχει αρχίσει και σκάει το πύον του πια.

Παιδιά που φοράνε φούτερ με κουκούλες. Με φοβίζουν. Παραπέμπουν σε ύφος και στιλάκι Κου Κλουξ Κλαν. Μπερδεύτηκαν οι εποχές, οι διατάξεις, οι παρατάξεις τα χρώματα. Μπερδεύτηκε ο άνθρωπος με τα θεριά. Χάθηκε ο νότος και ο βοράς και στα σακιά της νύχτας δεν υπάρχει τίποτε άλλο, παρά μόνο αποφάγια τρέλας και λαμπερές μολότοφ. Σαν κάποιος να το έφτυσε όλο αυτό από τον παλιότερο ουρανοξύστη της ιστορίας του κόσμου.
Μπάτσοι μισότρελοι που σκοτώνουν για να νιώσουν καλύτερα. Παιδιά που μένουν Ψυχικό και κατεβαίνουν βόλτα στα Εξάρχεια για να βρίσουν. Λες και ο κόσμος ήταν όπως τους έλεγαν παλιά. Παρέες που πάνε στα τυφλά σε άλλες παρέες και αυτές με την σειρά τους χάνονται στα βάθη των αιώνων σαν μισότρελα φρικιά. Και η σελήνη από πάνω να δείχνει πάντα και μόνο τη μια της πλευρά.
Αλήθεια ήταν, «ένα μεμονωμένο περιστατικό»; Αν ναι,τότε γιατί δεν βάλανε πίσω στην θέση της την αστυνομία να κάνει την δουλειά της; Αν είναι υγιέστατη καθ όλα τα άλλα γιατί την αποσύρανε;
Τι αλήθεια συμβαίνει στο ανθρώπινο είδος και ακούει όλα αυτά με μια ξεχειλωμένη ανέχεια και μια ματαιότητα που όλο αγοράζει καινούργια ρούχα;
Καμένα κέντρα, καμένες ψυχές, καμένα μυαλά. Που είναι ο στόχος πια;
Ξέρει ο άνθρωπος τι κάνει ή απλά του έλειψε η φωτιά και η μεγάλη του χωριού πανήγυρη;
Γιατί είμαστε τόσο ανεκτικοί σε όλο αυτό; Μήπως γιατί αυτό το κυβερνητικό πλιάτσικο υπάρχει από την δεκαετία του 50; Μήπως γιατί κάθε μια κυβέρνηση που αναλαμβάνει παίρνει, με τον ίδιο τρόπο που κάνανε πλιάτσικο αυτά τα παιδιά, κάτι από την προηγούμενη;
Μήπως γιατί μας αρέσει να βλέπουμε στην τηλεόραση αυτά που μοιάζουν με ταινίες και χωράνε μόνο στις ζωές των άλλων, χαμογελώντας ιλαρά και λέγοντας, «ευτυχώς εμείς δεν πάθαμε τίποτα»;
Γιατί δεν μαζευόμαστε όλοι εμείς, έξω από το Μαξίμου να φωνάξουμε: Άλλος!
Αφού μια είναι η αλήθεια. Δεν υπάρχει κυβέρνηση. Και δεν υπάρχει καιρό τώρα.
Ας πάμε ειρηνικά μέχρι εκεί να τους πούμε ότι το ξέρουμε, όπως θα έλεγε κανείς στο παλιό το χρόνο, ότι ήρθε η ώρα να φύγει πια. Για τα καλά.




Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2008

ΣαΝ αΙμΑ πΟυ ΠήΖεΙ


Ξαπλώνουμε σε μια εμπριμέ κουβέρτα, κάτω στο ξύλινο πάτωμα. Δίπλα μας η νύχτα και πέρα από κει μια συναχωμένη σελήνη. Ηλιόσποροι ανοιγμένοι στην μέση, σαν πτώματα χάρτινων εντόμων. Κόκκινο κρασί σαν πηγμένο αίμα.
Με κοιτάς χωρίς τελείες. Μόνο παραγράφους αλλάζεις. Σκεπαζόμαστε με την κουβέρτα. Πλησιάζω με την πλάτη στο στέρνο σου και νοιώθω πως αυτό το έκανα από πάντα.
-Θα με πάρεις αγκαλιά να κοιμηθώ;
Αναρωτιέμαι αν άκουσα καλά την δικιά μου φωνή να το λέει. Χιλιάδες φωνές εκεί έξω κι όμως καμιά σαν την δική σου.
-Θα σε πάρω και σου υπόσχομαι πως αύριο θα φυσήξουμε στο πουθενά δεκάδες ολοστρόγγυλους πλανήτες.
Μοιάζεις με αίμα που από υγρό γίνεται στέρεο και πήζει όλο και πιο πολύ.
Ένα μπέρδεμα και μια κίτρινη ξεψυχισμένη θλίψη κάθεται πάνω στο δεξί σου κρόταφο.
Κι όμως χτες κοντά στο ξημέρωμα την ώρα που χαμήλωσαν τα αστέρια, είχα την αίσθηση ότι ήσουνα μαζί μου. Και με διόρθωσες στο μέτρημα φιλώντας μου τα χέρια.
Θα ορκιζόμουνα ότι ήσουν εσύ. Είχες το ίδιο παραγεμισμένο σακίδιο που είδα να έχει κάποτε στην πλάτη της η αγάπη.
-Θα μείνεις ή θα φύγεις;
-Θα μείνω. Ξέρεις γιατί με θες;
-Γιατί είσαι εσύ.
Έβαλες ύστερα διστακτικά πολύ το αυτί σου στην κοιλία μου και μάζεψες όλους τους θορύβους μου. Με φίλησες όπως φιλάει ο ήλιος την σελήνη στο χάσιμο και έψαξες να με βρεις μέσα από τα πορφυρά μονοπάτια του σώματος μου. Βουβό κλάμα στην περιφέρεια του λαιμού σου. Τα αυτιά μου γέμισαν ξεψυχισμένες ανάσες σου και χιλιάδες μυστικά φερμένα από τα έγκατα των ιστών σου. Τα τσίνορα σου έχουν γεύση βανίλιας και τα φρύδια σου γεύση αμμωνίας. Κάλυψε με για λίγο και γω ύστερα θα καταπιώ το μυστικό σου όσο μεγάλο κι αν είναι.
Κι έπειτα εκείνο το τόσο χαρακτηριστικό άρωμα που αφήνει ο έρωτας όταν ξεθυμαίνει και μια πλανόδια θλίψη με ρόδες να σκάει στρακαστρούκες στα βάθη του μυαλού μου.
Ήρθες για τρεις νύχτες και μου έδωσες όλα όσα είχα κάποτε ζητήσει. Ακόμα και την σειρά των άστρων που επιθύμησα έξω από το παράθυρο μου. Γέμισες το δωμάτιο με πράσινο φως πυγολαμπίδων. Μου άφησες στο ταβάνι να κοιτάω τον κύκλο μιας κοσμική τρέλας και μέσα του έναν άλλο πιο μικρό κύκλο που έμοιαζε λες σαν κομήτης που καταπίνει την ουρά του. Έφυγες ύστερα και με άφησες με έναν ύπνο που ακροβατεί πάνω μου, έναν πυρετό που μου είπε το όνομα του αλλά το ξέχασα αμέσως, ένα μυαλό που δεν συντονίζεται με αυτό το σύμπαν κ έναν πόνο στους μυς που μοιάζει με άγαρμπη αγάπη.
-Μου αρέσει ο τρόπος που σμίγουν τα μάτια σου.
-Και μένα ο τρόπος που η σιωπή γυαλίζει τα δόντια σου.


Ξημέρωσε για τα καλά. Ακόμη μυρίζω εσύ.
Ακόμα να γυρίσω σε μένα. Περιμένω εκείνη την ιερή αναλαμπή που φέρνει πίσω τα χαμένα αντικείμενα. Μαζί και σένα.
Μήνα καλό.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 24, 2008

BaCk

Με κατάπιε η πόλη φέτος. Με αφομοίωσε μαζί με τις σταγόνες της βροχής της στα καρό πεζοδρόμια. Με πέταξε σε αποθήκες γεμάτες καπνό και σε γιορτές κρασιών.
Σε ευδαιμονικά στέκια και σε ανθρώπους που έσταζαν θέρμη. Με πήρε κάτω από τις ρόδες των ποδηλάτων της και με έκανε ένα ξεχειλωμένο σχέδιο που όλο και φαρδαίνει εκεί στην μικρή στροφή της παραλίας. Αλήθεια υπήρχαν ταινίες φέτος; Από τις αίθουσες πεταγόμουνα έξω λες και έπαιρναν φωτιά οι καρέκλες. Καμιά ταινία δεν μου φάνηκε καλή, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, όλες οι υπόλοιπες ήταν να της γράψεις σε ένα DVD και να χοροπηδάς πάνω του με λύσσα.
Μια έτσι μια αλλιώς. Λίγος ύπνος. Πολλά ποτά αραιωμένα με πολύτιμες λέξεις. Κρατάω ακόμα την ψυχή μου γερά κοινωνώντας την στα υγρά φωτάκια της πόλης.
Το κινητό αναβοσβήνει άρρυθμα σαν χαλασμένο φανάρι που έσκασε στα χέρια μου μετά από ένα ατύχημα.
Σας κράτησα θέση. Είστε κοντά;* Πάλι έφυγα στα μισά της ταινίας δεν είχα άλλη υπομονή.* ίσως καταφέρω να σε δω Παρασκευή στο bliss*Ταπεινά συγγνώμη αλλά προέκυψαν απίστευτα απρόοπτα. Πέφτω ξερός με τύψεις απέναντι σας.* Έρχομαι λιμάνι για ταινία που είστε;* Ελπίζω την Παρασκευή να είμαι καλύτερα και να τα πούμε*Ανέβηκα Ζάννα να δω ταινία*Είμαι στον β εξώστη* Μπήκατε; *τρώμε μια κρέπα στο Λοκάντα. Σε κανένα μισάωρο θα είμαστε εκεί* Φαίνεται το βουνό από την πόλη ή το έχει καταπιεί το σύννεφο;* Ραντεβού στο «ενυδρείο»-μικρό χρυσόψαρο*Μπερδεύτηκαν όλα μα πιο πολύ οι ψυχές. Είναι πολλά που δεν ξέρεις.* Βλέπεις που ο Όλυμπος έχει τα πιο ξεχειλωμένα σύννεφα; Αραχνοΰφαντες ψυχές φυλακισμένες.* Χάρηκα έστω που σε έχασα για ένα βράδυ στην Σαλονίκη* Αγκαλιά!
Τρεις μέρες, τρεις στιγμές και μια μισή αλήθεια, να κρέμεται από την κορδέλα των μαλλιών σου.
«Μια βόλτα στην παραλία, ότι καλύτερο να κάνεις στην πόλη αυτή».
Και ο ήλιος εκείνη την Παρασκευή που το πες, έσκασε λες πιο κοντά από ποτέ πίσω από την πλάτη μας και ρόδισε ξανά τα χέρια και τα μάγουλα μας. Κι έμειναν οι άνθρωποι και πάλι με τα κοντομάνικα. Ξεδίπλωσαν όλα. Η βόλτα στην καμένη από την δύση παραλία. Ένας παρανοϊκός ουρανός που έμοιαζε θαρρείς με όλους τους ψεύτες αυτού του κόσμου που δεν παραδέχονται την αγάπη με τίποτα. Παρανοϊκός ουρανός ναι...στον χαρίζω. Και κάπως έτσι πέρναγαν οι βόρειες μέρες μου με μια υπόσχεση καλής ταινίας στο βάθος. Και συ όλο και πιο πέρα με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι αποτύπωνες κάθε στιγμή για τον βαρύ χειμώνα που θα έρθει μέσα μου. Έχεις σε εκείνο το ψηφιακό τετράγωνο όλα τα πρόσωπα όσων αγάπησα, τα μέρη που βρέθηκα,τους γλάρους που τάισα και τα χρώματα που έβαψαν το είναι μου.

Όσο για εσένα με τις λευκές κορυφές στα μαλλιά σου,πήρα από το χέρι την αισθηματική σου ηλικία κι έριξα τον παλιό σου εαυτό κάτω από τον Β εξώστη. Καλά έκανα πες το. Καλά έκανα που σε κράτησα με τις ώρες στην βροχή αφήνοντας σου μόνο στα χείλη ένα τσιγάρο άκαυτο κι ένα χαμόγελο στην οθόνη του κινητού σου. Περνάει ο καιρός σε όλες τις πόλεις. Και κάποτε όλα αντικρίζουν το βλέμμα της χλωμής επιστροφής.
Λίγο πριν κλείσω το φερμουάρ της βαλίτσας έριξα μια ματιά στο μεγάλο μου αντίο. Καθόταν στο πιο πολύχρωμο παγκάκι της πόλης με θέα όλα τα χρώματα της παραλίας, κάτω από τον ήχο των ζαλισμένων αεροπλάνων. Από αυτό κράτησα μόλις δυο ποδηλατίσιες σταγόνες ιδρώτα, λίγη κανέλα από σαλέπι, σάλια πάνω σε τσόφλια από μαύρα σπόρια και απομεινάρια χτεσινής βροχής.

Απέναντι ο Όλυμπος και ο θρόνος μαζί αφήνουν ένα αχνό περίγραμμα σχεδόν κίτρινο μωβ στα επιπόλαια βλέμματα του κόσμου που βλέπει μέχρι εκεί αλλά δεν κοιτάει παραπέρα.

Χειμώνας ήρθε. Αγκαλιά!

Πέμπτη, Νοεμβρίου 13, 2008

ΕλΑύΝω

Ελαύνω με εκείνη την σκιά ανάμεσα στα μάτια και το ακραίο σκότος που λούζει τα μέσα μου τοπία. Μαζί με τον κάποτε σκληρό και ακραίο μήνα στα μισά του.
Ελαύνω με μια ευχή και μια κατάρα. Ότι διαλέξεις θα σου αφήσω.
Ελαύνω με μισό βαθμό μυωπίας λιγότερο και με κάτι τακούνια που τεμαχίζουν κάθε νύχτα σε χίλια παρτάλια.
Ελαύνω με μνήμη μηδέν και άδειους τους σκουπιδοτενεκέδες μου. Με μια φορτισμένη αγκαλιά σαν σούπερ νόβα να τρέχει παράλληλα με τα σύννεφα που θα φέρω μαζί σαν ακολουθία. Με μια πικρή θάλασσα αποκεφαλισμένων χρυσανθέμων στο στόμα. Και χαμηλά βαρομετρικά μέσα μου. Χιόνισε κι όλας στις κορυφές μου.

Η παλιά μου ερωμένη με το στριφτό τσιγάρο στο στόμα θα με περιμένει μέσα από ανήλιαγα στενά να φιληθούμε. Να την κρατήσω για λίγο στην αγκαλιά μου κι έπειτα να χαθώ μαζί με τα σκοτάδια μου στις τσέπες του φεστιβάλ που λαχταρώ. Η παλιά μου ερωμένη είναι η πόλη σας. Είναι αυτή που άφησα να αγγίξει απαλά με το δάχτυλο τον εξωτερικό φλοιό της καρδιάς μου ενόσω χτυπούσε.

Γιασεμί ακόμα. Θα φέρω την μυρωδιά του μαζί μου. Να στην αφήσω.
Έξω από το bliss. Ένα ματσάκι από κάτασπρα γιασεμιά του δικού μου Μαγιάτικου Νοέμβρη.Bliss me bliss me If you dare. Εκεί σε αυτό το στέκι θα κρύβομαι και θα σκορπάω τα μέσα μου φύλλα. Στον καταρράκτη της σκάλας που ψηλώνει θα ευδαιμονίζομαι και θα βουτάω τα πόδια μου σε μικρές αλκοολούχες λίμνες ακουμπισμένη στον κόκκινο παστέλ βράχο του bar. Έτσι εγώ. Μέσα εκεί με φωτιά αναμμένη γύρω από τα πλατιά χαμόγελα των κοριτσιών. Ποιος θα με νανουρίσει και ποιος θα μου χαρίσει πρώτος την αγκαλιά του;

Και λίγο πριν την αναχώρηση έμαθα πια να κλείνω τους διακόπτες, να διαγράφω το σύμπαν και να εξαφανίζομαι σχεδόν αμέσως υπό τη σκιά του περιβάλλοντος σκότους περιμένοντας το σινιάλο από το πρώτο φως της μέρας.
Και εύχομαι φεύγοντας να μην έχω συναντήσει τους άρρωστους επιδρομείς.
Τους δίχως μάτια, μνήμη, και ψυχή επιδρομείς. Την μάστιγα του κόσμου.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2008

ΜαΓιΑτΙκΟσ ΝοΕμΒρΗσ



Κρατάει ακόμα η ζέστη. Ακόμα να μπαγιατέψει το φως του καλοκαιριού.
Δεν καταλαβαίνω,έχει απορυθμιστεί η εποχιακή μου πυξίδα. Αφαιρώ απαλά με το μαχαίρι την φλούδα ενός μήλου. Βάζω με δύναμη τα δόντια μου μέσα στην λευκή του σάρκα και κάνω μια ευχή. Ξανά από την αρχή. Αναδόμηση κυττάρων και ιστών. Δεν κωλώνω πουθενά. Δεν φοβάμαι τίποτα. Μόνο αυτό μου πάει έτσι κι αλλιώς.
And there's no rhyme or reason/ I'm changing like the seasons/ Watch! I'll even cut off my finger/ It will grow back like a Starfish!
Έξω το θερμόμετρο δείχνει 30 βαθμούς. Μεσημεράκι Δευτέρας. Μπαίνω στην τράπεζα. Το air-condition στο full.Όσο στέκομαι στην ουρά παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου. Όλοι σχεδόν ντυμένοι με κοντομάνικα και πέδιλα στα πόδια. Ξανά. Κάποιοι με βερμούδες και καπέλα. Τα μπράτσα αρχίζουν να ροδίζουν. Ξανά. Ο ιδρώτας γλιστράει στο πίσω μέρος του αυχένα. Ξανά. Σα να μπαίνουμε σε ένα επαναληπτικό καλοκαίρι. Η γεύση της θάλασσας μέσα μου παλεύει να με τραβήξει όλο και πιο βαθιά. Κοιτάω το ρολόι του τοίχου. Μια και δέκα. Νοέμβρης λέει το ημερολόγιο τοίχου της τραπέζης. Κάποιος μας κάνει πλάκα. Όλα πια είναι μια τρέλλα.
- Πες μου τι ευχή έκανες όταν δάγκωσες το μήλο.
- Δεν θα σου πω. Μπορεί να είναι από εκείνες τις ευχές που σκάνε σαν φούσκα μόλις χωρέσουν στον λόγο.
It's true I always wanted love to be Hurtful/ And it's true I always wanted love to be
Filled with pain,
Ανοίγω δρόμο στην μοναδική μου αλήθεια. Είναι μια εποχή περίεργη αυτή. Στενάχωρη. Με άπειρα μισά. Τίποτα δεν φτάνω όσο κι αν απλώσω το χέρι.
Υπάρχω κάπου, αλλά που. Στην χώρα του πουθενά και ούτε. Σπάνε επικίνδυνα τα φτερά στο πουθενά. Κοστίζει ακριβά τέτοιο πέταγμα. Ακριβά και όσα λείπουν. Άπειρα μισά. Οι νύχτες έξω Μαγιάτικες. Απίστευτες νύχτες, πυκνές σαν παχύρρευστος βυθός με κίτρινα φώτα.
And bruises….
Αρχές Νοεμβρίου 2008.Βράδυ με ένα φεγγάρι μισό και αυτό, σαν φέτα μανταρίνι με φώσφορο. Κάθομαι έξω μαζί σου πίνοντας βότκες Μαρτίνι και νοιώθω ότι το κάνω πρώτη φορά. Πρώτη φορά βότκα με παγάκια τον Νοέμβρη και ιδρωμένες ρίζες μαλλιών από το περπάτημα. Σαν να ήρθα μόλις στην γη. Τώρα, πρώτη φορά. Νοέμβρη με κοντομάνικο έξω σε μικρά αυτοσχέδια καθίσματα, όπως τα καλοκαίρια. Όλα πια είναι μια τρέλλα. Και αυτή η νύχτα τόσο γλυκιά σαν ψέμα. Σαν σύντομη πρωταπριλιά, δηλαδή σαν την ζωή σου όλη.
And it's true I always wanted love to be filled with pain,
Στέλνω τις λέξεις μου εδώ κι εκεί. Ποτισμένες με το αίμα των άστρων. Ένα μυστικό την φορά. Με τις λέξεις μου όλα τα κάνω. Χτίζω, γκρεμίζω, σκαρώνω, γίνομαι, ξεγίνομαι, ανήκω, δεν ανήκω. Μέχρι κάποτε, πάνω σε μια τελεία μαζί τους, να τελειώσω και γω.
And bruises….
Έχω απλώσει τα απόνερα από κάθε μπαγιάτικη σκέψη σου στο νιπτήρα της κουζίνας και βουτάω μέσα το κεφάλι. Το βγάζω μόνο όταν κόβεται η ανάσα. Μέχρι τέρμα.
Υπερβατικά ομορφαίνει η ζωή μας.
I am very very happy/ So come on hurt me/ I'll grow back like a Starfish!
Περιμένοντας τα άπειρα μισά να γίνουν ολόκληρα και το χάος πιο χάος ακόμα.
Ωραία πράγματα συμβαίνουν, ναι!
I'll grow back like a Starfish!
Ελαύνω στην πόλη του Βορά. Μην το ξεχάσω. Ελαύνω στο γαλακτώδες φως της και στις ιαχές του φεστιβάλ. Ακόμα τραβάς τα ξεσκίδια μου σαν λυσσασμένο σκυλί. Εγώ όμως αρνούμαι να σε δω. Κι από κοντά μια θλίψη με κόκκινα μαλλιά κάτι μου σιγοτραγουδάει.
I'll grow back like a Starfish! I'll grow back like a Starfish!
Έτσι ακριβώς.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2008

σΚοΤιΑ πΥκΝή


Την τελευταία εβδομάδα είμαι τόσο ήρεμη που σχεδόν με ξεχνάω εδώ κι εκεί. Με παρατάω κάτω από τα παλτά, μέσα σε σελίδες βιβλίων, στο κατακάθι του καφέ,στο καλάθι με τα άπλυτα. Όπου να ναι. Μοιάζει να έχω καταπιεί μια μεγάλη ταμπλέτα γαλήνης σε χρώμα μπλε ανοιχτό. Έχω στο βλέμμα την μακαριότητα ενός μωρού που το έχουν μόλις ταΐσει και αλλάξει. Παρόλα αυτά ακόμα δεν μπορώ να χωνέψω τις αλλιώτικες νύχτες του χειμώνα και τα κατηφή μεσημέρια που σκοτεινιάζουν αμέσως.

Σε ένα καναπέ με 3 ώρες ύπνο. Κοιμάμαι και ξυπνάω μεθυσμένη. Η ανατολή γυαλίζει τα ξύλα στο σαλόνι και κάνει τα τσίνορα μου να λαμπυρίζουν. Μυρίζω τα μαλλιά μου. Μυρίζουν καπνό και ανάσες αλκοόλ από την προηγούμενη νύχτα. Αυτή που κατάπιε το εσωτερικό των μηρών σου. Ξυπνάω αργά αργά. Σαν κάποιος να με ρυμουλκεί φαντάσου. Περιμένω να φανώ κάπου χρήσιμη.
Άλλαξε και η ώρα. Έκανε μια κίνηση τσικ και άλλαξε. Και μαζί της άλλαξε κι εκείνο το παγωμένο συναίσθημα που σου αφήνει ο χρόνος όταν περνά λίγο πιο γρήγορα. Ξανά αυτό το πίσω. Όλο και πιο βαθιά εισχωρούμε με την πλάτη στην αγκαλιά της νύχτας. Που πάει αυτή η ώρα;Κρύβεται μέσα στην αναπνοή των μικρών παιδιών,ξοδεύεται σε περισσότερο αλκοόλ ή σκάβει τον λάκκο της πίσω από υγρούς θάμνους; Πόσο πίσω; Κοιτώντας παλιές φωτογραφίες και φωτοτυπίες ψυχών και παλιάς ζωής δεν την βρήκα.

Περιμένω με τα χέρια στις τσέπες τον χειμώνα. Τα πρωινά της Κυριακής με μπλε ξέφωτα στον Υμηττό και σχισμές χωρίς νεφέλες. Με ζεστό καφέ και υγρά μάτια.
Στην παραλία του φλοίσβου μέχρι τον Πειραιά απέναντι χιλιάδες φωτάκια τρεμοπαίζουν σαν να κατέβηκε μια μεγάλη παρέα αστεριών και να δάνεισε το φως της. Χειμερινά γαμώτο μιας κρυφής ζωής που όλο δραπετεύει .Όλο αλλάζει ρούχα, μάτια και μαλλιά,αλλάζει χρόνο και τόπο κατοικίας, DNA, γέλιο, μορφή ουσία,φύλλο. Όλο φεύγει και όλο είναι εδώ. Κι ο κόσμος τρέχει σαν ένα περίεργο μεταναστευτικό είδος πουλιού μπροστά από τα μάτια μου και εγώ ονειρεύομαι αυτά που δεν υπάρχουν και λέω:γιατί όχι;

Ήρθε με νέα φωτιά, πιο ψηλή. Την παρατηρούσα καθώς έκαιγε όλες τις παλιές ιστορίες μπροστά στα μάτια μου. Την παρατηρούσα καθώς έκαιγε την ίδια, που δεν ήταν ίδια πια.
Απόψε αν μου λέγανε να αγνοήσω τον κόσμο, θα το έκανα.

Τρίτη, Οκτωβρίου 21, 2008

No Te EsCaPaRáS


Στα τελειώματα ο Οκτώβρης μου και γω στα δικά μου επίσης. Άλλαξε ο καιρός.
Τα βράδια βάζει μια ψύχρα που μοιάζει με ανάσα λαχανιασμένου αγγέλου. Και μέσα μου κάτι άλλαξε. Σαν κάτι να γύρισε, άκουσα ένα κλικ. Τελείωσε νομίζω. Με έναν κάδο πλυντηρίου στο στομάχι μου μέσα κι ένα βλέμμα αυτοσχέδιας παγίδας περιπλανιέμαι πίνοντας χιλιάδες βότκες Μαρτίνι. Ενώ εκεί έξω αναπνέει με την ίδια ένταση ο ακαταμάχητος αρχειοθέτης του χάους. Ποθώ την αναμέτρηση μαζί του.
Καθώς η σελήνη κρύβει την γύμνια της στα βράχια της νύχτας εγώ μεταλλάσσομαι σε μια νέα μορφή. Ακόμα πιο αλλόκοτη και δυνατά αιχμηρή. Αλίμονο!
Τελειώνει ο Οκτώβρης μου, όμορφα. Και γω συνεχίζω επιπόλαια κάνοντας πράγματα εξαιρετικά και βαλμένα στην τύχη. Έφτιαξα έναν νέο τίτλο για να ζω και ξαναμοίρασα τους ρόλους. Με μια διάθεση ακόμα πιο ατμοσφαιρική και πιο σκοτεινή. Κράτησα τον κεντρικό ρόλο για τον εαυτό μου και βεβαίως τον ερμήνευσα μοναδικά. Αχ και να ξερες!
Δεν με ενδιαφέρει τίποτε άλλο παρά μόνο η κίνηση. Μια φορτισμένη και εσωτερική κίνηση. Όλη δικιά μου. Σημαντική η κίνηση. Να το θυμάστε.

Βαθιά μεσάνυχτα. Ώρες δουλειάς μπροστά στον υπολογιστή. Το φως της οθόνης με χρωματίζει με μια γαλαζωπή ιλαρότητα. Χαμογελάω μουδιασμένη. Φλούδες από ξεφλουδισμένα μήλα στο πιατάκι δίπλα μου. Μυρίζει όλο το δωμάτιο κόκκινο μήλο. Τραβιέμαι με το ζόρι μέχρι το πίσω μπαλκόνι. Χαζεύω λίγο τα αστέρια και την τραυματισμένη μου σελήνη.
Ακουμπάω το σύνολο όλων όσων είμαι πάνω στα κάγκελα και χαζεύω με μια πελαγίσια αδιαφορία όλους τους σακάτηδες αυτού του κόσμου. Μπορώ και τους εντοπίζω πια μέσα από τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τα χαμηλά φωτισμένα δωμάτια τους. Δίπλα στις πόρτες των εισόδων τους και στα κρεβάτια δίπλα, ξαποσταίνουν αγάπες-δεκανίκια για τις φοβίες τους. Στο ντουλαπάκι του μπάνιου και στα συρτάρια του κομοδίνου τους περιμένουν κλειστές και οι αγάπες- τσιρότα, για όλα τους τα τραύματα. Άρρωστοι όλοι σκορπάνε ιούς που τους ζουν μέσα από τις ζωές των άλλων. Out of space`out of order`out of time!
Οι σακάτηδες σε πατάνε πιο δυνατά από όσους στέκονται έστω και με ένα περίεργο τρόπο στην αγάπη.
Και ο Οκτώβρης καλπάζει με δύναμη σου λέω προς το μεγάλο ΟΧΙ. Από κάπου μακριά το φύσημα του μυροβλύτη Αγ. Δημητρίου με άρωμα after shave βασιλικού. Κι έπειτα ο καιρός που θα χαλάσει. Προς το παρόν ο ήλιος τα μεσημέρια ακόμα καίει και διατηρεί κάτι από το ρεπερτόριο των σκιών του Αυγούστου. Και η ζωή συνεχίζεται καθώς το ρήγμα βαθαίνει. Με τον ξεχασμένο μου μαγνήτη αστεριών στα χέρια ξανακολλάω άστρα στα μαλλιά μου.
Και για δες, τα χέρια σου γέμισαν με το φως της περασμένης πανσελήνου, και σχεδόν κάηκαν. Το πήρες χαμπάρι; Βάλτα κάτω από το μαξιλάρι σου και θα μάθεις για τον πόνο της σελήνης που χάνει λίγο, λίγο το σώμα της.
Μετρημένες οι μέρες του Οκτώβρη, να δες κι εσύ. Και κάπως έτσι φτάνουν όλα στο κλείσιμο. Με μένα να σημειώνω με κόκκινο στυλό, ταινίες για να δω.Ταινίες που να μπορούν να μου αφήσουν ουλές παρά να με ψυχαγωγήσουν. Με πρωινό ουρανό γεμάτο φρέσκα σύννεφα, με φίλους που με τραβάνε από τα χέρια και τα μανίκια ξανά, και με ένα αίσθημα αφαιρετικής λαγνείας για τα πάντα που κοντεύουν να’ ρθουν.

Έργο τέχνης το βράδυ της Κυριακής. Μεραρχίες συννέφων σε μαύρο φόντο έτοιμες για σύγκρουση και γω μαζί σου να τρέχω στα υπόγεια του Μετρό και να σου εξομολογούμε την ζωή μου. Το γέλιο σου ανακατεμένο μαζί με τον καπνό του τσιγάρου σου και οι σχισμές των χειλιών σου να παρακαλάνε συνεχώς για αυτή την ιαματική βροχή. Έργο τέχνης.
Μια φωνή μέσα μου λέει «Ζήσε γιατί αυτή η μικρή αληθινή ζωή είναι η μεγαλύτερη μετοχή που έχεις στο συρτάρι»
Πως να αντισταθώ σε μια τέτοια προσταγή!

Δευτέρα, Οκτωβρίου 13, 2008

ΕγΩ κΑπΟτΕ...


Παρόλα τα άσχημα που σαπίζουν στον σκουπιδότοπο της περιφερειακής μου ζωής, είμαι καλά.
Παρόλο που ο κόσμος χωρίζει αντί να ενώνεται, χαμογελάω ακόμα. Και χαμογελάω τόσο αληθινά που τα χείλια μου αγγίζουν τα αυτιά μου.
Και σκέφτομαι τα λόγια της όσο εκείνη η θαλασσινή γυναίκα θα αντικρίζει τον δικό της τόπο αλλού.
«Γιατί έχεις ομορφιά. Αυτό μόνο μην ξεχνάς. Κι οφείλεις. Σου δόθηκε για να την προσφέρεις. Και αυτή θα σου επιστρέφεται πολλαπλάσια».
Μακάρι και εσένα. Πολλαπλάσια να σου επιστρέφεται. Η δικιά σου.
Και μπαίνω στις ράγες μου ξανά, με σκουριασμένα πόδια, εκτροχιασμένη καιρό τώρα. Και πατάω με τον δείκτη μαλακά το μαξιλάρι τις νύχτες να δω αν είναι μέσα του κανένας. Και την ακούω που έρχεται σαν φλοίσβος και μου λέει ψιθυριστά, «την τελεία που έβαλες να την κρατάς με δύναμη σαν πινέζα στο μάτι του άλλου.»
Λέξεις με εκχυλίσματα αλώβητης αγάπης εκπορευόμενες από ποδοπατημένες ψυχές που μοιάζουν πια με κουφάρια σκοτωμένων ζώων στην άσφαλτο. Έτσι κατάντησαν να μοιάζουν οι ψυχές!
Λαμπερές ψευδωνυμίες~Τι από όλα όσα θέλεις μπορείς να είσαι; Τι από όλα θέλεις να είσαι; Τόσα ψέματα που να χωρέσουν πια;

Φυλάξου! Είμαι ότι πιο δυνατό γνώρισες ποτέ! Φυλάξου γιατί τρέχω καταπάνω σου με την ταχύτητα δέκα κομητών!

Σκέφτομαι τον πορφυρό σου θρόνο και εύχομαι να σε τσακίσει μια για πάντα.
Γιατί ανήκεις στους γκρεμούς του. Στην σάρα του. Ξέρω πιο πολλά από όσα πίστεψες ποτέ. Και γεμάτη συμπόνια μιλάω στον ουρανό λέγοντας του πως ποτέ δεν θα γίνω τα πάντα που ήθελες, ούτε καν το πιο λευκό και παχουλό συννεφάκι.
Και στo τελείωμα της μέρας ξεντύνομαι με λύπη πίσω από την πλάτης της νύχτας μου κλαίγοντας. Και σωπαίνω λέγοντας της πως ποτέ δεν θα γίνει η πιο υγρή μου νύχτα. Εκείνη που τα αστέρια της θα στάζουν έρωτα και αγάπη και κάποιος σε μια πόλη μακρινή ελπίζοντας σε αυτά θα ανοίγει τα μέσα του
για να θολώσουν από την υγρασία τους.«Αν πεις ένα μεγάλο ψέμα και συνεχίσεις να το επαναλαμβάνεις, ο κόσμος αναπόφευκτα θα το πιστέψει».

Οδηγάω δαγκώνοντας τα χείλια μου. Κοιτάω δήθεν αδιάφορα τα συννεφοχώραφα που ματώνουν στη δύση.
Κι όμως αν την είχα εδώ θα την κράταγα από την μέση και θα την φίλαγα. Σπάζοντας το δείλι σε χίλια γαλαζοπράσινα κομμάτια. Όλα δικά μου. Σοβάδες λευκού πόνου από το σώμα μου. Να θυμηθώ να το κλειδώσω ξανά.
Παχαίνει πάλι η σελήνη και ανυπομονώ να γεμίσω ξανά τις κούπες των ματιών μου με δικό της φως. Μέχρι να με τσούξουν. Σαν ιώδιο να με τσούξουν.
Μαζεύω την ψυχή μου με το φαράσι και την βάζω στην τσέπη μου. Σφυρίζω ένα σκοπό αδιάφορα και ανάλαφρη πια περπατάω μέσα στον κόσμο.
-Δεν είναι δυνατόν να ζήσει μικρή μικρή αλήθεια μέσα σε ένα μπαλόνι ψέμα;
-Όχι αν είναι γένους θηλυκού. Έλα να σπάσουμε το μπαλόνι».
-Πες μου ένα ψέμα.
-Αυτό που διάβασα ξανά σε ένα πετάμενο χαρτί σε σχήμα σαΐτας. «Είσαι ότι πιο όμορφο είχα ποτέ μου. Και δεν θα τα παρατήσω έτσι απλά. Θα παλέψω και θα κάνω ότι μπορώ».
-Και τώρα θέλω να ακούσω το μεγαλύτερο που σου έχουν πει.
-Σ αγαπάω.
-Και μένα!

Κάποτε θα σου αποδείξω πως είναι να είσαι ο βασιλιάς της ζούγκλας. Κάποτε θα αισθανθείς αυτό που αισθάνονται όσοι πέσουν πάνω του. Εγώ, ο σύμμαχος των τεμαχισμένων ιστών της ψυχής σου.
Κάποτε!

Δευτέρα, Οκτωβρίου 06, 2008

οΛοΥσ ΣαΣ ΠρΟσΚαΛώ...


...στην έκθεση μου!
Πρώτα ήρθαν οι λέξεις και έπειτα τα κολάζ που θα τις συνόδευαν. Θραύσματα σκέψεων και εμπειριών. Εικόνων και αρωμάτων μνήμης. Όπως όταν αναποδογυρίζεις μια τσάντα και πέφτουν πράγματα, έτσι είπα να κάνω και με τις εικόνες του μυαλού μου επάνω σας. Τα κολάζ που δημιουργώ είναι ένα ποτ-πουρί από υπάρχουσες φωτογραφίες. Συνθέτω εικόνες με ετερόκλητα στοιχεία. Με την τεχνική αυτή, προσπαθώ να επεξεργαστώ οικείες εικόνες και να δημιουργήσω παράξενες αινιγματικές συνθέσεις που προκαλούνε κι αποσυντονίζουνε τη λογική. Τόσα ετερόκλητα στοιχεία ώστε να μπερδεύουνε το μυαλό και να παράγουνε παραισθήσεις.Ίσως και λίγη οπτική ποίηση.
Κάποιες φορές τα κολάζ παίρνουν την ιστορία στα χέρια τους και σαν graphic novels προτείνουν μια ιστορία χωρίς λέξεις μόνο με εικόνες. Άλλες πάλι συμπληρώνουν μια ιστορία που έχει ήδη γραφτεί σε κείμενο.
Επηρεασμένη από τα κινηματογραφικά κολάζ του Γκοντάρ σαν ιδεολογία και από την παλιά διπλοτυπία που επικρατούσε στα φιλμ νουάρ επιχείρησα να ανοίξω στην ψυχή μου άλλη μια πόρτα ή έστω μια μικρή χαραμάδα που θα μπορούσε να συνθλίψει τα σκοτάδια μου. Μακάρι και τα δικά σας.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 03, 2008

GaMe OvEr


Αλίμονο στους ανθρώπους που είναι άνθρωποι επειδή δεν μπορούν να είναι κάτι άλλο.

Se todo...Μάτια υγρά. Λίγα σύννεφα κι ένας ήλιος που ζεσταίνει τα μαλλιά μου και τους βάζει φωτιά. Και γω θα σου βάλω φωτιά να καείς. Θα δεις!
Ραντεβού στο θησείο με την mario.Με το δίπλωμα της ψυχολογίας στα χέρια για απόδειξη. Πάντα τα ήξερα όλα για αυτό δεν ρώταγα τίποτα. Έστεκα ακίνητη σαν γάτα μπροστά στην τρύπα του ποντικού και παραμόνευα. Η ανατροπή. Ήσουν η πτυχιακή μου ρε χαζό και τώρα εγώ πήρα άριστα και συ ήδη ξεχάστηκες.
Πόσα λάθη πέρασαν από εκείνη την μέρα που σε είδα τελευταία φορά; Πικρή σοκολάτα. Μάτια υγρά και μετά δάκρυα που γίναν γέλια και φτάσαν μέχρι το άπειρο. Γέλια που έβγαλαν χιλιάδες νότες που μου θύμισαν εκείνους τους στίχους… sé todo. Πόσο φτωχοί είναι οι άνθρωποι; Πόσο στείροι;Ούτε που ξέρουν αν μισούν ή αν αγαπάν. Πόσο δυστυχισμένοι είναι οι άνθρωποι. Πόσο;
Τόσο δυστυχισμένοι όσο κι εκείνο το αστέρι με την πιο μακριά γενειάδα που πρόδωσες. Οξεία πυώδης δυστυχία.
Καημένο παιδί σε λυπάμαι για αυτά που δεν είσαι και τόσο θα ήθελες. Σε λυπάμαι γιατί η ζωή σου υπάρχει μόνο στην σφαίρα του φανταστικού. Γιατί δεν ξυπνάς μα ούτε κοιμάσαι και ποτέ. Σε λυπάμαι γιατί είσαι μια τιτάνια συναισθηματική κράμπα που βρομάει ανθρωπίλα, ανίκανος για όλα. Είσαι ένα μεγάλο βαρετό ψέμα. Ένα καταραμένο κρίμα. Δεν θα ευτυχήσεις ποτέ. Καλύτερα!

Game over.

Και η μέρα κύλησε όμορφα, με ένα χαμόγελο μεγάλο καρφιτσωμένο στα χείλη. Οι φίλοι κατέφθασαν ξανά στο μεγάλο σαλόνι μου και η αγάπη βρήκε τον δρόμο που είχε χάσει προσωρινά. Ένα μικρό παιχνίδι πού επινόησες για να με οδηγήσεις στο πιο όμορφο άρωμα που μου έκανες δώρο. Ένας βιαστικός πόνος στην καρδιά.
Η μικρή Ελένη. Η φίλη που παντρεύτηκε, ο μικρός μου αδερφός που μπήκε στην επικράτεια των 30.Πτώματα τσιγάρων στο τασάκι. Ολοκαίνουργιοι άνθρωποι που έφτασαν για να με πάνε μεγάλα ταξίδια και τα ξεχασμένα γέλια που έγλειψαν και γυάλισαν τα δόντια μου. Τα ασταμάτητα δώρα και η δουλειά που κόπασε αφήνοντας μου πίσω ότι πιο όμορφο είχα να δω. Η αλήθεια έρχεται πάντα και σε βρίσκει γιατί είναι μπροστά. Κάποτε θα σε κάνω εγώ να τρομάξεις.

Game over.

Από λάθος ή από θαύμα προκύπτει το ότι είμαστε ακόμα εδώ. Ζωντανοί εννοώ.
Με τόση φθορά στο πετσί μας.
Η ζωή που μας δίνεται είναι ένα δώρο και όπως όλοι ξέρετε μαζί με το δώρο μας δίνεται πάντα κι ένα μαστίγιο. Εμείς αποφασίζουμε που να το χρησιμοποιήσουμε.
Τα λόγια της ξανά και ξανά στα αυτιά μου λίγο πριν τον ύπνο. Έβγαλα την μάχαιρα και έκοψα κάθε δεσμό. Κάθε ράμμα, κάθε μικρή και ανυποψίαστη κλωστή που είχα μπαλώσει. Λύθηκε από πάνω μου όλη η σάρκα. Έπεσε κατάχαμα με θόρυβο. Θέλω να ζήσω έτσι όπως θα ζω κάθε αύριο. Όχι κάθε αύριο, κάθε τώρα. Μόνο το τώρα μπορούμε να αγγίξουμε.

Game over.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 29, 2008

A pLaCe To Be


Βαθιά στην τσέπη του Σεπτέμβρη. Βαθιά στα μικρά edit του Alpha. Βαθιά στα σκοτάδια των εννοιών και των απουσιών. Βαθιά στην ηχηρή απομόνωση της σάρκας από το όλον.
A place to be.

Σφίγγω με δύναμη όσες ρόγες σταφυλιού μου απόμειναν στο χέρι μέχρι να κολλήσει η παλάμη με το νέκταρ. Παρέα με βροχή και μια χακί καπαρντίνα στο σώμα.
Δειλά δειλά, ξεμυτίζω. Βρίσκομαι μέσα σε σκοτεινές κοιλιές αιθουσών κάτω από τις νύχτες πρεμιέρας. Με προστατεύουν. Με κάνουν ανοξείδωτη και τρυπάνε τις φλέβες μου βάζοντας βιταμίνες δανέζικων ταινιών που τόσο λατρεύω.
Οχτώ μέρες η Αθήνα μόνο τη νύχτα. Οχτώ μέρες έπειτα από απίστευτη δουλειά τρέχω κατευθείαν στο κέντρο του αστικού μας κύκλου και πίνω κόκκινο κρασί στην αστική χαράδρα της πλατείας Καρίτση, εκεί που πάντα στήνεται ένα μεγάλο πανηγύρι. A place to be. Με 2 εισιτήρια στο χέρι, ένα ζευγάρι καινούργια σκουλαρίκια καλά καρφιτσωμένα στ αυτιά κι ένα βλέμμα που αγκαλιάζει και το τελευταίο μόριο της σπλήνας μου. Μόνο νύχτα με βροχή. Σταμάτησα να την σιχαίνομαι τόσο.
Απολογισμός ταινιών. Όλες καλές και άλλες τόσες καλύτερες. Κανένα παράπονο. Και οι άνθρωποι που άρχισα και πάλι να βλέπω μου φάνηκαν πιο ζεστοί από πριν.
Ξανάρχισα την αφαίρεση. Ότι με ενοχλεί, ότι με στενεύει το αφαιρώ. Από πάνω μου από μέσα μου. Το αφαιρώ και ίσως να του κάνω και καλό. Ίσως αυτή η αφαίρεση να γίνει έπειτα πολλαπλασιασμός και να έρθει να με βρει Ούτε που με νοιάζει. Αφαιρώ και πίνω όλα τα ποτά που με έφεραν μέχρι εδώ σήμερα. Δοκιμάζω ξανά γεύσεις λυκείου και φοιτητικών χρόνων. Με άλλες παρέες δίπλα μου. Τι απίστευτοι συνδυασμοί. Τι περίεργες συζητήσεις. Τι πρωτόγνωρα συναισθήματα και τι όμορφα χείλια που κυκλοφορούν. Τι λαμπερά αστέρια Και εκείνα τα λατρεμένα πρωινά σύννεφα που άρχισαν να ξαναβγαίνουν... ρε συ, τι ομορφιά αστείρευτη. Λες και καπνίζουν οι θεοί πούρα στην άκρη του ορίζοντα. Όλα είναι τόσο ανατρεπτικά παρ’ όλο που ξέρεις ότι θα εμφανιστούν ξανά και ξανά. Όπως εκείνη η ευχάριστη συνάντηση που κράτησε 7 ώρες με τα υπέροχα κορίτσια του bliss.Αλλάξτε πόλη κορίτσια να είσαστε μαζί μου. Φέρτε και το bliss* εδώ να έχω ένα μέρος να βρίσκομαι. Φέρτε και όλη την μαγεία που κρύβεται κάτω από τα μαντίλια του λαιμού και τα γαλάζια ξέφωτα των ματιών. Είναι ωραία να τρώμε και να μιλάμε μαζί κι από τα ποτήρια να αναδύεται η μυρωδιά του λευκού κρασιού ανακατεμένη με την μυρωδιά του βρεγμένου τσιμέντου και της υγρής γης.
Le falto. Στο μετρό οι άνθρωποι σε κοιτάνε σαν κούκλα βιτρίνας. Στο μετρό οι άνθρωποι είναι μια μεγάλη παρέα που δεν θα ήθελες ποτέ να μάθεις.

Βράδιασε πάλι και νοιώθω καλά μετά από πολύ καιρό. Σα να αναπνέω κανονικά, να σκέφτομαι κανονικά, να με νοιώθω πιο κοντά μου. Επιστρέφω σπίτι. Έξω η Αττική οδός τεντώνει τις στροφές της. Σκέφτομαι την ομαδική έκθεση που με περιμένει στην γκαλερί του Στάβλου στις 9 του Οκτώβρη. Τι να πρωτοτυπώσω δεν ξέρω. Τόσα κολλάζ που δεν έχουν ακόμα τυπωθεί. Θα έρθετε να με δείτε ναι;
Όμορφα είναι έξω σήμερα. Μυρίζω βροχή. Η άσφαλτος κάτω υγρή. Τα τζάμια γεμάτα σταγόνες που κυλάνε προς το τέλος του καπό. Καθάρισαν όλα γύρω μου κι έτσι μπορώ να δω καλύτερα αυτούς που θα έρθουν να με βρουν. Τελειώνει ο Σεπτέμβρης. Σκάβω με τα νύχια την φόδρα της τσέπης του να βγω. Η μπλε σειρήνα στα μαλλιά του Οκτώβρη άναψε. Την είδα από το δεξί καθρεφτάκι. Αχνά, αλλά την είδα. Αφήνω το αυτοκίνητο στην άκρη. Το κλειδώνω και κάθομαι στην μέση του δρόμου μέχρι να με μαζέψει στην τσέπη του ο Οκτώβρης.
A place to be.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 20, 2008

ΦθΙνΟυΝ οΙ οΠώΡεΣ



Τι κι αν έφτασε το φθινόπωρο; Εγώ ξεγελιόμουνα ακόμα με τα ζεστά βράδια και όλο έτρεχα σε εκείνη την θάλασσα.
Μέσα της να μπω. Και όλο πιο βαθιά. Κι ο ήλιος μου έκαιγε την πλάτη και τα χέρια. Πάλι τα χέρια. Κι έπειτα, χωρίς να το καταλάβω μαζεύτηκαν γρήγορα τα καλοκαιρινά μου ρούχα, οι πετσέτες μαζί με το αντηλιακό και τα λερωμένα από την άμμο βιβλία .Μαζεύτηκαν απότομα τα καφέ μου σανδάλια και τα λινά παντελόνια. Όλα τόσο απότομα. Και δεν υπήρχε πια καμιά ζεστή νύχτα να με ξεγελάσει. Η έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον. Να είναι αλήθεια;


Το πρώτο φθινοπωρινό ολόγιομο φεγγάρι γρατζουνούσε την πλάτη μου και την έκανε να λάμπει. Μαζεύω σε σάκους την μοναξιά μου και την κάνω τέχνη. Την κάνω πάπλωμα, θλιμμένο ρεφρέν, πράσινο κορδόνι που θα φορέσω και πάλι στον καρπό,την κάνω φόδρα που θα χωθεί κάτω από τα χοντρά μου φορέματα. Την κάνω δικιά μου κάθε βράδυ όταν κανείς δεν μας κοιτάει.

Ξεκίνησα να ξοδεύω την φωσφοριζέ μου αύρα έξω από το Pairidaeza πίνοντας ένα τελευταίο καλοκαιρινό γλυκό ποτό μαζί σου. Με δυνάμωσε το καθαρό σου βλέμμα και το εξουθενωτικό σου χαμόγελο. Λες κι έπινα νερό από πηγή ύστερα από μεγάλη δίψα. Και συνεχίζω να ξοδεύω την αύρα μου πάνω στο μαύρο πληκτρολόγιο της δουλειάς μέρα νύχτα, ένα. Στα πράσινα κάγκελα του μπαλκονιού περιμένοντας να βρέξει και να καεί η αλμύρα στην σάρκα μου. Την ξοδεύω στις νύχτες πρεμιέρας που μόνο νύχτες θα μπορούσαν να ήταν και στην θερμαινόμενη αγκαλιά σου. Στα σκούρα καθίσματα του καναπέ σου και στα νέα cd που αγόρασες. Αποφεύγω τους ανθρώπους όσο μπορώ και χαμογελάω με δύναμη για αυτό. Ναι, με δύναμη. Παρόλο που μέσα μου σκέφτομαι πως δεν έχει πλάκα να ζεις αν δεν διεκδικείς το hardcore της ζωής. Να είναι αλήθεια;

Υπάρχουν άνθρωποι που ζούνε τσάμπα .Άνθρωποι αρραγείς. Που ζούνε χωρίς ρωγμές, σημάδια και χαλασμένες καρδιές και που το πρόσωπο τους δεν συνιστά κανένα μυστήριο. Που σε όλες τις φωτογραφίες τους που έχεις δει είναι το ίδιο. Που δεν έχουν πουλιά να πετάνε μέσα τους. Κάλπικοι σαν ομοιώματα κέρινα. Άνθρωποι απολειφάδια και στην πολιτική και στην ιδιωτική μας ζωή. Και είναι αλήθεια πως οι ντόμπροι και οι άλλοι αυτοί που είναι γεμάτοι ανδρεία και τόλμη,φθίνουν και αυτοί μαζί με τις με τις οπώρες.
Και όλο λέω πριν ξυπνήσω μέσα από το ομιχλώδες μου όνειρο:Μην εμπιστεύεσαι τις γραμμένες λέξεις ενός ανθρώπου που γράφει, γιατί τις έχει εύκολες και του βγαίνουν φυσικά. Τις πράξεις να ζητάς.
Και για αυτό και γω, με την αύρα μου, που πήρε μόλις να φωσφορίζει από την βροχή και το βοριαδάκι, είπα να ξαναχωθώ στο παραμύθι των τυφλών αιθουσών και να κρεμαστώ γύρω από τους ζορισμένους υποτίτλους στις βαθιές νύχτες πρεμιέρας . Ίσως με λιγότερα εισιτήρια στο χέρι φέτος, αλλά σταθερά εκεί. Και να δεις που μέσα τους θα κάνω μια νέα ζύμωση που θα μοιάζει πολύ με δικιά μου πρεμιέρα. Πιο πρωτόγονη μπορεί....ίσως να φταίει που ξεκίνησε να βρέχει πάλι.


Όλα γίνονται μόνο για το καλύτερο. Και να ξέρεις πως ότι μας εξανθρωπίζει μας ντροπιάζει.
Με περιμένει η Ε. για την ταινία και γω πάω. Τελικά ο κλήρος μας είναι οι άνθρωποι.
Στο επανιδείν.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 07, 2008

FeAr OfF



Ειδήσεις με κλειστή φωνή. Με τρομάζουν αλλιώς τα νέα. Υποθέτω αυτοσχεδιάζοντας τι μπορεί να συμβαίνει στον κόσμο. Με βοηθάνε λίγο και οι λεζάντες που σηκώνονται σαν κόκκινες παντιέρες φόβου. Το τηλέφωνο στο αθόρυβο. Με ενοχλούν οι κλήσεις. Ξέρω τι πρόκειται να μου πει ο καθένας και δεν είναι αυτό που περιμένω να ακούσω. Έτσι κι αλλιώς.
Θέλω να ανοίξω την τηλεόραση μια μέρα, καθημερινή και τόσο φθαρμένη στις άκρες της, και να ακούσω για μια αναπάντεχη έκπληξη. Δεν ξέρω τι. Για μια έκπληξη. Ένα συνταρακτικά ευχάριστο γεγονός. Θέλω να χτυπήσει το τηλέφωνο και να ακούσω κάτι αναπάντεχα ευχάριστο. Δεν ξέρω τι. Κάτι που να έγινε στην τελευταία άκρη ενός άστρου ή κάπου σε ένα εστιατόριο του Μισσισσιππή. Κάτι που θα έπρεπε να λεχθεί έτσι κι αλλιώς και τρώει την άργητα του μαζί με τους συρμούς του μετρό, λίγο πριν τα μεσάνυχτα.
Φοβάμαι που ζω έτσι.
Ο κόσμος έχει γίνει άνυδρος. Φτωχός σαν τις λέξεις που γράφουνε στις λευκές νεφέλες του Μίκυ Μάους. Προβλέψιμος σαν τα φώτα που ανάβουν την ώρα που νυχτώνει και τόσο ξένος και φρικιαστικός, που λαχταράω να επανδρώσω μόνη μου ένα διαστημικό σκάφος και να πάω όσο πιο αλλού γίνεται. Όσο πιο αλλού.
Και τότε μόνο θα πιστέψω ότι κανείς δεν μπορεί να έρθει να με βρει και να μου πει αυτό το ευχάριστο που περιμένω να ακούσω.

Οι άνθρωποι που φοβούνται με αποκαρδιώνουν. Με λήγουν. Οι άνθρωποι που δεν τολμούν να πάρουν τον πυροσβεστήρα από το χέρι του άλλου και να σβήσουν την πυρκαγιά μέσα τους, που τους έχει καταστρέψει όλα τα λιβάδια, με θλίβουν. Οι άνθρωποι, που ενώ τους περιμένεις σε προσπερνούν, με εξοργίζουν. Με γεμίζουν θυμό και φόβο. Φόβο για το που μπορώ να φτάσω τα ίδια μου τα συναισθήματα. Φόβο για το πόσο αληθινή τους φαίνομαι και για αυτό απορριπτέα .
Τα φτύνουν οι άνθρωποι μπροστά στο καλό. Δεν έχουν ιδέα τι να κάνουν μαζί του. Με κάνουν να γελάω πνιχτά και να δαγκώνω τα χείλια μου μπροστά στην ηλίθια αμηχανία τους. Μου βάζουν ηλεκτρισμό στις ρίζες των μαλλιών μου και με γεμίζουν με εκείνο τον μεγάλο παρασιτικό φόβο. Που όσο και να φυσάει εκεί έξω, δεν φεύγει. Δεν καθαρίζει .
Ο φόβος είναι κόκκινη σημαία. Ένα σημάδι πως τον θεωρούμε παρόν.
Ο φόβος είναι σαν τον αέρα. Δεν τον βλέπεις μα γεμίζει τα πνευμόνια σου.
-Πες μου...για τον αέρα καλύτερα .Άσε λίγο τον φόβο των άλλων και τον δικό σου.
-Θα σου μιλήσω για τον αέρα σαν να ήταν ο πιο μεγάλος παρασιτικός φόβος μου. Μάθε λοιπόν πως ο αέρας είναι αληθινός όσο και το αίμα, το χώμα ή το νερό. Όταν το καταλάβεις αυτό φέρεσαι στον αέρα με τον ίδιο τρόπο. Πατάς πάνω του σα να ήταν πέτρα. Κολυμπάς μέσα του σα να ήταν θάλασσα. Αρκεί μόνο να το πιστέψεις.
-Δεν υπάρχουν οι νόμοι της βαρύτητας;
-Αν πιστέψεις πως δεν υπάρχουν, τότε δεν υπάρχουν.


Γενναίοι είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν τον φόβο. Όχι αυτοί που δεν φοβούνται.

Κυριακή, Αυγούστου 31, 2008

LeS fEuIlLeS mOrTeS


Από κάπου μακριά βρέχει. Που θα θάψουμε φέτος το άψυχο σώμα του καλοκαιριού; Έκανα έναν πρόχειρο λάκκο στην μεγάλη ζαρντινιέρα της βεράντας μου. Ίσως εκεί.
Η γάτα μου μπλέκεται στα πόδια μου συνέχεια. Την διακατέχει μια μικρή αμηχανία εν όψη βροχής. Γατί του Απρίλη...τι περιμένεις; Αυτές τις μέρες ζύμωσα το πρώτο μου ελιόψωμο. Με βοήθησες και συ. Υπάρχεις στο σχήμα των ελιών μου και κάθε φορά που πάω να δαγκώσω μια μπουκιά σε αναγνωρίζω.
Το πρώτο μου κρύωμα έσκασε φέτος μύτη από πολύ νωρίς .Τα πρώτα μου δέκατα και οι μεγάλες αϋπνίες. Κατέβηκα στο υπόγειο και έψαξα να βρω το ανοσοποιητικό μου σύστημα κάτω από τα τυλιγμένα περσικά χαλιά και το χριστουγεννιάτικο δέντρο του περσινού χειμώνα, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Έτσι έμεινα άρρωστη να ξεϊδρώνω και να κοιμάμαι σκόρπια, όπως τα χρησιμοποιημένα μου χαρτομάντιλα .Και μην έχοντας τι άλλο να κάνω σε αυτές τις εμπύρετες αϋπνίες μου, φόρεσα το παλιό εφηβικό μου σκάφανδρο και βούτηξα στην αποπνικτική μου ενδοχώρα. Έκοψα με λυπημένες κινήσεις κάτι θεριεμένα αγριόχορτα που μεγάλωναν μαζί με τα θέλω μου και πέταξα κάτι ξεχασμένα κομμάτια κολλάζ μαζί με τα πρώτα νεκρά φύλλα που βρήκα. Έκανα μια αργή αποπαρασίτωση σε κάθε γωνιά που λιμνάζαν παλιότερα ανικανοποίητα Σεπτεμβριανά βράδια και σήκωσα έναν ακόμα πυρετό 38.2 για να τα κάψω.

Δουλεύω πολύ εν όψη του νέου προγράμματος του σταθμού. Έχω δέσει τα μάτια μου, το μυαλό και την καρδιά μου σε εκείνο το μαύρο πληκτρολόγιο και όλο τρέχω πάνω του, μοντάροντας εκπλήξεις και νέα κομμάτια. Έχω απονευρώσει τους πιο μεγαλοδύναμους νευρώνες μου και δεν υπάρχω πουθενά αλλού.
Όπως κάθε χρόνο.
Σήμερα σηκώθηκα με κρεσέντα βήχα και με ένα κεφάλι θαρρείς από φρέσκο, υγρό, τσιμέντο. Έβρασα λίγο τσάι του βουνού και τηλεφώνησα πως μου είναι αδύνατον να πάω στην δουλειά.
Έβαλα στο cd Juliette Greco και «Les feuilles mortes», όπως κάνω κάθε φορά που με παίρνει από την μύτη η πρώτη μυρωδιά του φθινοπώρου. Συνέχισα μεVivaldi και «Violin Concerto in A minor» και τελείωσα αναπολώντας τις μεγάλες προσδοκίες μου με Chopin- No.2 in E flat major.
Σε λίγο πλησιάζουν τα γενέθλια μου. Παίρνω το τουφέκι και τους ρίχνω. Πάρτα κάτω.
Να και οι νύχτες πρεμιέρας πιο κει. Πάρτες κάτω και αυτές και κοίτα παραπέρα πάλι εκείνο το τιτάνιο έγκαυμα που βγαίνει από τα σωθικά μου κάθε τόσο θέλοντας να κάψει την ζωή μου σα να ήταν από σελιλόιντ. Το τουφεκίζω και αυτό .Όλα. Να μην με πλησιάσει τίποτα. Όλα. Μέχρι να ξαπλώσουν ακίνητα κάτω από τα πόδια μου και να μπορώ εγώ αυτή την φορά να περάσω από πάνω τους.

Υπάρχει μέσα μου ένας μεγάλος παρασιτικός φόβος. Ένας μεγάλος παρασιτικός φόβος.
Κανείς και τίποτα. Δεν θέλω μιλιά. Μου αρκεί η αλλαγή του σκηνικού μέσα κι έξω μου. Μου αρκεί που στις Μένητες της Άνδρου φέτος έπεσε στις απλωμένες γάμπες μου ένα πλατανόφυλλο σε σχήμα καρδιάς. Μου αρκεί που η κουρτίνα πήρε να κουνιέται λυγερόκορμα ξανά και που στις χούφτες μου κρατάω ακόμα τα ίχνη από τα πρώτα άστρα του σύμπαντος.
Μου αρκεί.

Κυριακή, Αυγούστου 17, 2008

ΠαΝσΕλΗνΟς Σαν...


Το τέλειο κοκτέιλ. Αυταπάτες σε σιέλ αποχρώσεις, σύγχυση με λίγα φύλλα μέντας πατημένα, και μπόλικες δόσεις φόβου που παγώνει σαν νιφάδα σε απίστευτα σχέδια.
Σκούρα η θάλασσα με το διάδημα της αγίας πανσελήνου και από ψηλά ο κόλπος ένα πιάτο μαύρη σούπα.
Μαζί και χώρια από όλα και από όλους. Απολαμβάνω το μαγικό κοκτέιλ που μου αφήνει τρύπες παντού. Μπάζει ξαφνικά, όταν το νοιώθω να συμβαίνει ακριβώς από πάνω μου. Παρατάω το ποτό στη μέση και καρφώνω το βλέμμα μου μεσουρανίς. Ένα πρόσωπο λιπαρό γεμάτο φως και από πάνω του ένα μαύρο βέλο.
Το κινητό κουρνιάζει στο χέρι μου. Σου στέλνω ένα μήνυμα.

-Κοίτα την έκλειψη, σου γράφω, σχεδόν προστακτικά
-Σαν φαγωμένος λιόσπορος, μου απαντάς.
-Σαν νύχι με γαλλικό μανικιούρ,παίρνω σειρά εγώ
-Σαν βλεφαρίδα κολλημένη σε ντεκολτέ.
-Σαν πρόσωπο σταχτί, κουρασμένου εργάτη με φωσφοριζέ τσουλούφι.
-Σαν μπλάνκο σε κοσμικό λάθος.
-Σαν μεσοφόρια αγγέλων πετάμενα στην ράχη ενός καναπέ.
-Σαν μισοτελειωμένη πρόταση.
-Σαν ένα κομμάτι τρέλας που φωσφορίζει αμέριμνο στις καμένες καμπύλες της λογικής
-Σαν σκουριά σε δαχτυλίδι αρραβώνων.
-Σαν κοιλιά φάλαινας δολοφόνου που έχει αφήσει αφάγωτο μόνο ένα κομμάτι ανταρκτικής.
-Σαν μια παρένθεση που δεν κλείνει .Σαν εισιτήριο με ανοιχτή επιστροφή.
-Σαν μισοτελειωμένο χάδι λευκού χεριού πάνω σε πρόσωπο νέγρας.
-Σαν αποτύπωμα από χείλια στο στόμιο ενός μπουκαλιού.
-Σαν περίεργο βουλοκέρι στη πιο μυστική ουράνια επιστολή.
-Σαν ισορροπία στο σύμπαν που παραπατάει.
-Σαν κομμάτι από χωράφι χλωμού σίτου που σώθηκε από την πυρκαγιά του πιο απόκοσμου αστεριού
-Σαν μισόκλειστο παντζούρι το μεσημέρι.
-Σαν τον ήχο από το στρίγκλισμα των φρένων ενός ανοιχτού αμαξιού, που μας μοιάζει.
-Αυτοκίνητου που τρέχει μόνο του στη νύχτα.
-Στη νύχτα που θα μου μείνει αξέχαστη με όλο αυτό.

Έπειτα νύχτωσε κι άλλο. Βάθυνε η ουλή. Τραβήχτηκαν κι άλλο μέσα μου τα ράμματα που έχω. Γλίστρησε η μαύρη μουντζούρα από το λιπαρό πρόσωπο της πανσελήνου και η φωσφοριζέ περισπωμένη έγινε ολόκληρη τελεία. Και το φως με μαστίγωνε τόσο, που δεν άντεχα να κάτσω λεπτό παραπάνω.
Έφτασα σπίτι ξυπόλυτη, τρέχοντας, μέσα από πλαγιές και σκίνα. Πήρα το σαμπουάν και λούστηκα με το φως της. Γέμισα με την φωτεινή της πίσσα όλες τις τρύπες που έχασκαν. Πάτησα κι άλλο μέσα τις ουλές μέχρι που χάθηκαν και ξάπλωσα μέσα στις σαπουνάδες αναπνέοντας όσο πιο βαθιά μπορούσα.
Είναι πολύ όμορφο να μαγεύεσαι κάποιες φορές.

Πέμπτη, Αυγούστου 07, 2008

ΦέΤοΣ τΟν ΑύΓοΥσΤο


Ούτε τον εαυτό μου δεν ενοχλώ αυτές τις μέρες. Υπάρχω διακριτικά. Υπολειτουργώ όπως ο ανεμιστήρας σου. Δύο τρία τηλέφωνα από φίλους. Όλα με τον ήχο του κύματος να σκάει κάπου στο βάθος. Άδειασε η πόλη μου. Σαν κάποιος να έβαλε μια τεράστια ηλεκτρική σκούπα και να μάζεψε τα χοντρά. Αναπνέω καλύτερα τώρα. Ακούω καλύτερα τους ήχους και μοιάζουν όλα τόσο μαγικά, σα να έσκασαν από κάποιο επεισόδιο του twilight zone.Μου αρέσει να ζω έτσι, στοιχειωμένα.


Την γυροφέρνω. Ζητάω να βρεθώ μέσα της ξανά και ξανά. Στα γαλάζια με ντύνει. Τα Σαββατοκύριακα σκοτώνω τα τοξικά κομμάτια μου στα βάθη της.
Ο ήλιος με έκαψε ένα από αυτά, άλλα δεν το έβαλα στα πόδια αυτή την φορά.
Φόρεσα γαλήνια το καπέλο μου και τα γυαλιά μου, ενώ το έγκαυμα εξαπλωνόταν με θάρρος προς τα μέσα μου.
Είσαι ο πιο καθαρός ουρανός που κοίταξα ποτέ.


Μέρα τέταρτη του Αυγούστου. Παρατηρώ τους ανθρώπους. Δεν ξέρουν να αγαπούν. Δαγκώνουν αντί να φιλάνε και χαστουκίζουν αντί να χαϊδέψουν. Ίσως γιατί ξέρουν πόσο εύκολο είναι να χαλάσει η αγάπη.
Γίνεται ξαφνικά ακατόρθωτη.Ανεφάρμοστη.Μάταια. Οπότε την αποφεύγουν και ψάχνουν παρηγοριά, απομονωμένοι κάτω από τα μικρά πορτατίφ τους, στον φόβο και την απαισιοδοξία που είναι πάντα μα πάντα διαθέσιμα.

Πήραμε την μικρή Μιλού και την κατεβάσαμε στον κήπο. Πρώτη της φορά. Ναι, σαν χαμένος κομήτης. Την κοίταζα μέσα στα τρομαγμένα της μάτια και ρουφούσα όλες τις διαστολές της. Ακόμα προσπαθεί να μοιάσει με γάτα. Της έδειξα τα δέντρα που έστεκαν ζαλισμένα από την μεσημεριανή κάψα και της γνώρισα την «σφαίρα» την μικρή χελώνα. Ποτίσαμε την λεμονιά και τον εφηβικό κορμό του ευκάλυπτου, αφού ήπιαμε μονορούφι τον παγωμένο χυμό που έκανε το ποτήρι να ιδρώνει πάνω σε ένα σπασμένο ξύλινο τραπέζι. Κάπου στα αριστερά της ροδιάς.


Μπλε ώρες. Θερινός στο Θησείο. Μπλε ώρες. Σκέφτομαι να το σκάσω από όλα. Μπλε ώρες. Που χάθηκαν όσα με καταδίωκαν; Μπλε ώρες. Να προχωρήσω μπροστά ή να τρέξω πίσω; Μπλε ώρες. Περιμένω τα νέα των αλλαγών από μέρα σε μέρα. Από μπλε σε μπλε. Λες αν συναντηθούμε ποτέ; Λες να θάψουμε στα ερείπια του Κεραμικού εκείνο το ανάπηρο μισό μας;


Φυσάει τα μεσημέρια. Και τα απογεύματα που όλο κάπου πάω φυσάει τρελά. Μου σηκώνει την φούστα ψηλά. Μου μπερδεύει τα μαλλιά και τις άπλυτες σκέψεις μου. Μου φέρνει έναν ηλεκτρισμένο πονοκέφαλο και μια θαμπάδα στο βλέμμα.
Αλλαγές στο σπίτι. Νέο τραπέζι στην κουζίνα. Νέες καρέκλες επίσης. Μοιάζουν με αυτές που είχε η Λώρα στο «Μικρό σπίτι στο λιβάδι». Καναπές αριστερά. Τα Βιβλία για το θέατρο στο τρίτο ράφι. Η λογοτεχνία του τριάντα στο δεύτερο. Βρήκα και ένα πατημένο κοχυλάκι μέσα σε κάποιο από αυτά.
Το βράδυ γεμιστά με φέτα στο μπαλκόνι κι έπειτα, για επιδόρπιο, την υγρασία των άστρων.


Σε είδα στον ύπνο μου. Ήσουνα πάλι αγριεμένη και φόραγες εκείνη την μωβ πλεκτή ζακέτα. Με ρώτησες αν είμαι καλά. Είμαι λίγο καλύτερα. Φταίνε όλοι αυτοί οι άγγελοι που στοιβάζουν την νερένια αύρα τους κάτω από τις πόρτες και τα παράθυρα μου λίγο πριν κλείσω με γδούπο τα βλέφαρα. Με φροντίζουν τα βράδια και τα πρωινά, μου χτενίζουν τις στραβές μου πτυχώσεις.
Μην ανησυχείς.

Ξέρεις κάτι όμως;
Μου λείπει ο πλανήτης μου και οι μυρωδιές του την νύχτα. Μου λείπει το λαμπατέρ που έσπασα και εκείνο το γεράνι που ξερίζωσες επειδή είχε σαπίσει.
Και κάποιες φορές λείπω και γω από μένα .Μου φέρνεις λίγο την μωβ ζακέτα σου; Έχει πάνω της δύο- τρία κομμάτια μου από την μέρα που μου μίσεψες.
Θέλω να τα μυρίσω.

Τρίτη, Ιουλίου 29, 2008

σΤη ΛέΝα


Η επάνοδος. Ηρώδειο. Ώρα μπλε. Φόρεμα μπλε. Και αναπνοή το ίδιο μπλε. Εκείνη φταίει που επανήλθε μαζί με το μπλε οξυγόνο της. Πέταξα την μάσκα. Ζέστη. Υπερβολική ζέστη. Αμηχανία. Ο ουρανός είναι στην θέση του. Κάτω διάζωμα. Τι σημασία έχει; Κλείνω τα μάτια. Ακοή οξυμένη. Τα βήματα του κόσμου που μαζεύεται. Ανοίγω τα μάτια. Καρποφόρησε το Ηρώδειο. Τα ξανακλείνω. Μετράω μέχρι το 50.Γεμίζω μπλε σκούρο και σκοτάδι. Ευαίσθητο παιδί. Προξενώ άφατο πόνο για να προασπίσω την ευαισθησία μου. Έτσι μου είχες πει. Και γω σε αγάπησα. Πολύ. Και αλήθεια δεν μπορώ να πιστέψω την προσγείωση σου ξανά στον πλανήτη μας. Ναι, τους είπα ότι και γω έχω απόκοσμη καταγωγή, αλλά παρ’ όλο τις μπλε μου βλεφαρίδες ζω μόνο εδώ πια. Και αλήθεια ο ουρανός είναι στην θέση του μαζί με την σπονδυλική μου στήλη και την πορτοκαλί σου κουβέρτα. Και ορκίζομαι πως έπεσες από εκείνο τον πλανήτη μαζί με την μουσική σου και πες στον κόσμο την αλήθεια. Μέσα στην βαλίτσα δεν υπήρχε μοναχά η κόκκινη καρφίτσα. Υπήρχαν και οι νότες σου. Και όλα αυτά που συναρμολόγησες πάνω σου και μέσα σου για να σταθείς. Και κοίτα τι πλάκα έχει, που όλοι αυτοί οι γήινοι ερμηνεύουν την εξωγήινη μουσική σου. Και κοίτα τι πλάκα που έχει, κανείς να μην ξέρει τι ακριβώς κάνει παρά να το κάνει .Γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Ένα σύννεφο σε σχήμα ψαροκόκκαλου διασχίζει τον ουρανό. Μέσα από σένα αναζητώ εμένα και όλη αυτή την πλουτώνια θλίψη που με έκανε γυναίκα. Ναι, «Γέρασες, γέρασα.» και όλο θα το παθαίνω από δω και στο εξής. Έτσι μου είπαν. Αλλά κανείς δεν πρόσεξε πόσο πολύ μου κρύψανε τις ρυτίδες τα σχεδόν οπερετικά φωνητικά του Γιάννη Παλαμίδα. Κάτω από το έντονο λαμπρό φως, χάνονται οι λεπτομέρειες. Μόνο ο ουρανός είναι στην θέση του, πάνω ακριβώς από το πιάνο σου, και τα πόδια μου, που πατούν τάχα μου, γερά στα μάρμαρα. Έκανες την αρρώστια σου τέχνη. Έκανες τον πλανήτη καταγωγής σου να φαντάζει σε μας, όπως το απέναντι φωτάκι στο υπνοδωμάτιο του γείτονα. Τόσο κοντινό. Ένιωσα ξανά. Όχι απαραίτητα ευτυχισμένη, όπως εσύ. Αλλά να, ήταν όλα μπλε και ο ουρανός στην θέση του και εσύ πάλι πίσω από εκείνο το πιάνο. Και ο Κάπα Βήτα λοξός και μόνος σαν νεφέλωμα και τα χαρούμενα κορίτσια σου που κούρδιζαν το σύμπαν μαζί με την ουρά της ψιψίνας σου. Και το Ηρώδειο γεμάτο. Και η μάσκα που πέταξα. Και τα κομμάτια που ένωσα από σένα και από μένα χτες, τότε και σήμερα, με χέρια που τρέμαν σαν αστέρια. Και κοίτα γαμώτο πόσο μικροί και σκούροι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Πόσο μικρό κορίτσι δείχνεις εσύ ακόμα. Και ας έχει το remote της κίνησης σου κάποιος άλλος. Και ας είσαι παγωμένη. Ο πλανήτης που κατάγεσαι φταίει. Καμιά τρέλα, καμιά ανισορροπία. Άκου τι λένε. Αυτά τα έκανες τέχνη. Καιρό τώρα. Πες και άλλα. Μην λες μόνο για εκείνη την κόκκινη καρφίτσα. Τραγούδα με αυτή την σπασμένη κλωστή που κρέμεται ανάμεσα στις φωνητικές χορδές και στην πλουτώνια φωνή σου. Εκθέσου. Έτσι είναι η τέχνη. Και η αλήθεια έτσι είναι. Γύμνια. Ενοχλητική αμηχανία μπροστά στη γύμνια. Να, έρχεται και ο δικός σου άνθρωπος με την ρώσικη ελεγεία στα δάχτυλα. Πιο ξένος και από τους δικούς σου. Αλλά δικός σου. Και κοίτα με τι κουράγιο η θλίψη με πατάει στα μάρμαρα και με στενεύει, καθώς ο ουρανός είναι ακόμα στην θέση του και γω ολόκληρη εδώ, εκτεθειμένη με την αφοπλιστική σου ειλικρίνεια, σε ένα παράφορο ημερολόγιο ζωής, τόσο παράφορο που με φέρνει σε αμηχανία. Και κοίτα, πόσο καλό κάνει στα κύτταρα που γέρασαν ξανά η φωνή του Παλαμίδα. Κλείνω τα μάτια. Χορεύω. Ανοίγω τα μάτια. Χορεύω ξανά. Όλα στην θέση τους. Εκτός από τον ουρανό που με άφησε ξαφνικά, μόλις τώρα, και αλήθεια δεν ξέρω αν πρέπει να σου χυμήξω για αυτό ή να σου δώσω τις φλέβες μου να τις βάλεις στις χορδές του δικού σου ουρανού. Όλοι οι ουρανοί έχουν φλέβες. Και όλοι οι άνθρωποι γκρεμούς. Τι σημασία έχει τι θα πουν όλοι αυτοί μετά. Τι σημασία έχουν όλα όσα γράφω όταν ήδη είσαι ευτυχισμένη. Και αφόρητα ζωντανή. Φεύγω Λένα. Λοξοδρομώ προς τα άστρα. Ξαναμιλάμε αργότερα. Και πες τους πως εμείς φτιάχνουμε κι εμείς γκρεμίζουμε.
Φτάνει να είμαστε εμείς.



Κυριακή, Ιουλίου 27, 2008

ΕπΕσΤρΕφΕ


Με την μηχανή ξανά και με μπόλικους σάκους πάνω της και πάνω μας, σαν περίεργα μεγάλα εξανθήματα, σουλατσάραμε στο πεδίο των διακοπών. Γεμάτες διακοπές. Σαν ολόγιομο φεγγάρι. Γεμάτη αγκαλιά με χάδια σε όλο το κορμί.
Στη Νάξο, που τόσο με κέρδισε, ανταμώθηκα με όμορφα πράγματα που νόμιζα πως δεν υπήρχαν. Στρογγυλά βράχια σαν ξεχασμένο, άπλαστο ζυμάρι, μέσα από μικρούς λόφους γεμάτους σκίνα και φραγκοσυκιές. Αμμουδιές που κήδευαν χιλιάδες πεθαμένα κοχύλια, και που δεν τόλμησα να μην μαζέψω κάποια, στωικά, και να τα θάψω στις χούφτες μου. Αμμόλοφοι γεμάτοι κέδρους, που έφταναν μέχρι την φθαρμένη κεντρική άσφαλτο. Και κάτω από αυτούς οικογένειες χαλαρώναν δαγκώνοντας φρούτα και κλείνοντας τα μάτια στα κύμματα.
Μικροί απάνεμοι κόλποι ξεφυτρώνανε από παντού μπροστά μας. Εκεί κρυβόμασταν από τον αέρα που πεινασμένος έτρεχε μέσα από τους πόρους μας, σαν πάνθηρας με ανοιχτές οπλές Σύννεφα τρέχαν για το νότο μαζεύοντας τις κραυγές μας και τοπία απόκοσμα, καλά κρυμμένα στις μασχάλες του νησιού, νόμιζες ότι θα σου μιλήσουν σε μια γλώσσα που σκίζει αυτόν τον διαολεμένο αέρα στα δύο και ανακατεύει με μανία τα μαλλιά σου.
Κι έπειτα ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με την άγρια και ανοίκεια Αμοργό. Μου γύρισε την πλάτη κατευθείαν όταν πήγα. Άκομψη με όγκους μεγάλους και άκαμπτους σαν γερασμένα πόδια ελεφάντων. Με παραλίες βραχώδεις και στενές που θαρρείς πως χώραγαν μόνο τους δικούς της εκλεκτούς. Και εκείνο το γαλάζιο της που βάθαινε και σκούραινε ξεβράζοντας κάθε τόσο λευκά υπολείμματα ψυχών. Προκλητικά άγρια. Παντού αιχμές στο τοπίο. Πρόστυχη. Άνοιγε το μπούστο της λίγο πριν κοιμηθούμε ξέπνοοι και μεθυσμένοι. Ευτυχώς είχαμε από σένα δώρο εκείνο το σπίτι στην χώρα. Κρησφύγετο αγαπημένη μου Χ. που αν και έστεκε μετέωρο στην σταφυλή του αέρα, λαθραία μας κοίμιζε και μας τάιζε πριν μας δαυλίσει το βλέμμα της. Τι ωραίο σπίτι!! Με κόκκινα μισάνοιχτα παντζούρια σαν χείλη έτοιμα να ξεστομίσουν μυριάδες μυστικά. Γεμάτο από ίχνη ζωής περασμένης μέσα στις σελίδες των βιβλίων που ξεφύλλισες κάποτε και τώρα έστεκαν προσοχή στα ράφια σου. Γεμάτο ίχνη ζωής στα ρούχα και στα σεντόνια που είχες αφήσει.
Το τελευταίο απόγευμα δώσαμε ραντεβού στους μύλους με το ηλιοβασίλεμα. Ο αέρας μας έσπρώχνε μέχρι τις κορυφογραμμές. Και μεις με τα μαλλιά στα μάτια ψάχναμε τα αστέρια και αυτά ήταν τόσο κοντά μας που το τελευταίο βράδυ μας εκεί κατάφερα και ξεβίδωσα ένα, σαν λάμπα μπαγιονέτ.
Κι από την άλλη οι γιορτές της Αμοργού μας έκαναν απίστευτη εντύπωση για το τι περιείχαν και μας έκαναν να επισκεφτούμε όλα τα σχολεία της, μιας και εκεί γινόντουσαν οι εκδηλώσεις.
Κι έπειτα πάλι αναβάσεις, καταβάσεις, ξεφυσήματα. Μοναστήρι Χοζοβιώτισσας φωλιασμένο μέσα σε αγκαθωτούς, απειλητικούς βράχους. Ορατό μόνον από το πέλαγος. Λουκούμι και νερό. Λίγο πριν την λιποθυμία.

-Η θάλασσα θα είναι σχεδόν ίδια μετά από 100 χρόνια. Εμείς όμως θα έχουμε αλλάξει. Έτσι δεν είναι;
-Μπορεί να έχουμε αλλάξει σώματα. Ψυχές όχι. Το σώμα αλλάζει.
Γιατί είμαστε ψυχές. Δεν έχουμε, είμαστε. Σώματα έχουμε.
Αλλά και η θάλασσα χωρίς εμάς μέσα της πια, δεν θα είναι ποτέ η ίδια.

Καλώς σας βρήκα.

Παρασκευή, Ιουλίου 11, 2008

ΜέΡεΣ αΡγΙαΣ


Μέρες αργίας και τα σκέλια της με περιμένουν με εκείνο το μπλε τους φως που αναβλύζει γύρω από τους υγρούς της κόλπους. Μέρες αργίας και τα άστρα γλείφονται μεταξύ τους γυαλίζοντας συνέχεια την στεριά τους.
Αχινοί,μυτερά βράχια, πεταλίδες, φύκια στα μαλλιά και κοάσματα βατράχων στις ξέρες μου. Στην άκρη των ματιών μου τραυματίζεται η έκσταση.
Η Νάξος πρώτη στη σειρά με ένα λευκό σεντόνι αγουροξυπνημένη και γεμάτη σημάδια περιμένει την γεύση μου.
Κι έπειτα η Αμοργός μεθυσμένη και ξενυχτισμένη από ξέπνοες υποσχέσεις με παρατηρεί κρυμμένη πίσω από ένα μυτερό βράχο.
Φεύγω ανενόχλητη. Μέρες αργίας αποδεσμεύουν τις τοξίνες από το σώμα μου. Λύνουν τα μαλλιά μου και βάζουν 4 μποφόρ στις κουρτίνες της ψυχής μου.
Τίποτα δεν με νοιάζει. Μόνο η αγάπη.
Μικρά σακίδια στέκουν προσοχή στο ξύλινο πάτωμα παραγεμισμένα με ξεπλυμένα μπλουζάκια και ριγέ κοντά σορτς. Δύο ζευγάρια πέδιλα. Ένα φόρεμα χωρίς ετικέτα. Κρέμες σώματος, ένα μοβ μολύβι ματιών και ο δείκτης προστασίας στην τσέπη.
Αποσπάω τον εαυτό μου σε δύο κομμάτια. Σε αυτόν που πάει και σε αυτόν που περιμένει την επιστροφή του.
Τραβάω σε εκείνα τα νησιά για να πιω το αίμα των άστρων και να αφεθώ στην ραστώνη ενός χωροχρόνου που δεν φυτρώνει στις πόλεις πια. Πάω να συναντήσω το σώμα μου συντροφιά με ξινισμένα σταφύλια. Τραβώντας, κάθε τόσο, από το σουτιέν το μηδέν και το άπειρο,περπατώντας ξυπόλυτη με αλάτι στα τσίνορα και στάχυα στα μαλλιά.
Τα πρωινά θα πλησιάζω νυχοπατώντας τις αμμουδιές μήπως και καταπιώ λίγη γαλάζια αντιβίωση θαλάσσης για να ρευτώ αργότερα αφρόψαρα με γεύση σκουριάς.

Και τα βράδια υπόσχομαι να την συναντώ γυμνή και να της πετάω ερωτόλογα σαν ξερά κομμάτια ψωμιού, για να τα μαλακώνει. Και μα την αλήθεια μου θα την ευχαριστώ βαθύτητα γιατί ενώ ποτέ δεν μου άρεσαν οι συμβουλές αυτή με βοήθησε χωρίς να πει ούτε μία λέξη. Η θάλασσα μου.

Φεύγω παίδες. Καλή αντάμωση σε δύο εβδομάδες. Τρέχω σπαταλώντας όλο το φως και το οξυγόνο που μου δόθηκε. Πριν ο ήλιος κάψει τα σώματα.
Πριν το βλέμμα τρυπήσει την θάλασσα.
Πριν το φεγγάρι καρφωθεί σαν παρανυχίδα στην πλάτη.

Το λαδάκι του ποστ, να μην σωθεί!

Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2008

ChAnEl No 5


Ενυδατικές στην επιδερμίδα. Γενναιόδωρα ντεκολτέ. Αλμύρα στα νύχια, στις γραμμές της ζωής μου, στις άκρες των μαλλιών και των βλεφάρων μου. Έγινε βράχος πια το καλοκαίρι και γω κόλλησα πάνω του σαν πεταλίδα. Έχω το κύμα της κρυμμένο κάτω από το κούμπωμα του δεξιού μου σκουλαρικιού.
Στη δουλειά ωράρια σπασμένα, γέλια και φιλιά σε διαδρόμους και σε πόρτες. Όλοι μιλάν για διακοπές και γω μειδιώ. Πόδια βρεγμένα κάθε βράδυ από το λάστιχο της βεράντας. Απέμεινα φύλακας και κηπουρός της Βαβυλώνας μου. Υπάρχουν μέρες που κάποιο βουνό καίγεται. Πάντα πια κάτι καίγεται. Πάντα κάτι, μέχρι όλα να γίνουν μαύρα. Μέχρι όλα να μοιάσουν στις ψυχές μας,επιτέλους.
Πέρναγα δίπλα από την φωτιά τις προάλλες, εκεί στα Γλυκά νερά, και έκλαιγα σα να έχανα κάποιον. Μύριζα τον καπνό και έβλεπα την φωτιά σαν πληγή ανοιχτή και κατακόκκινη να βιάζει με μανία τις κόμες των πεύκων. Και ήταν ότι χειρότερο έχω δει τους τελευταίους μήνες. Και αλήθεια έκλαιγα γιατί έμοιαζε με ουρλιαχτό αυτό που εισέπραττα, αλλά ποιος νοιάζεται. Με αυτές τις φωταψίες άλλωστε δεν θα νυχτώσει ποτέ.
Πατρικό. Ώρα μπλε. Λυκόφως αλλιώς. Ποτίζω κι εκεί τα φυτά της μαμάς. Πέφτουν στάχτες και αστέρια. Πάλι από κάπου μακριά ακούγεται ένα ασθενοφόρο. Στο βάθος κάποιων κήπων 2-3 άνθρωποι καθισμένοι σε αυτοσχέδια τραπεζοκαθίσματα πίνουν, τρώνε και μιλάνε χαμηλόφωνα .Κλωστές λευκές κρέμονται από τον ουρανό. Σαν ξεφτισμένα ρούχα αρχαίων ψυχών.
Στα απέναντι μπαλκόνια κόσμος χτυπάει τα μαχαιροπίρουνα σα να επρόκειτο για κάποιο ξεχασμένο σύνθημα. Σε ένα γαλάζιο εφηβικό δωμάτιο, κάπου πιο πέρα, βλέπω μια κοπέλα να χτενίζει τα μαλλιά της στο πλάι. Στα συρτάρια του δικού μου εφηβικού δωματίου, φλογερές επιστολές αποσυντίθενται.
Φτάνω στο μπάνιο και πλένω τα χέρια μου με σαπούνι λεβάντας.
Έχω ανάγκη να μυρίσω κάτι παλιό. Ανοίγω τα συρτάρια της μαμάς. Ψάχνω. Τίποτα παλιό. Ανοίγω την μικρή αποθηκούλα. Ψάχνω τις παλιές τσάντες της και μέσα στην κοιλιά μιας καφέ δερμάτινης βρίσκω το άρωμα της Chanel No 5, που φόραγε κάποτε.
Κάποτε. Εγώ και αυτή κάποτε. Με εκείνο το κάποτε άρωμα στα χέρια και στα φιλιά της. Στα βαθιά καλοκαίρια όλων μας, τότε που έκρυβα τον ουρανό στην τσέπη μου και τα κοχύλια που έβρισκα στο βάζο με την μαρμελάδα βερίκοκο.
Και τόσο αβίαστα έκανε η Chanel No 5 τη νύχτα μου, ένα μεγάλο flash back που με κατάπιε και με ξέβρασε στο κόκκινο αυτοκίνητο μου να οδηγώ με το άρωμα της Chanel μαμάς στα στενοσόκακα της μνήμης. Πόσα χρόνια κατάπια από τότε μέχρι σήμερα. Πόσα απαγορευμένα λεπτά έσβησα πατώντας τα σαν γόπες άφιλτρων τσιγάρων που καπνίστηκαν μισά.
Πόσα χρόνια.... πόσα λιμάνια, πόσα καλοκαίρια σκόρπια. Πόσοι άνθρωποι χαμένοι και πόσοι άλλοι πεταμένοι στο recycle bean.Πόσα νέα αρώματα φορέσαμε από τότε. Πόσα καινούργια αστέρια είδαμε. Πόσα νέα μάθαμε και πόσο ιδρώτα χάσαμε για το τίποτα. Πόσα ακόμα θα έρθουν να μας βρουν και πόσα χιλιόμετρα ζωής θα κάψουμε κάτω από τις σόλες μας.
Ρε συ μαμά....Τι κουραστικό να είμαστε άνθρωποι!

Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2008

ΕιΚοΣιΜίΑ


Μπήκα κάτω από την σκέπη της. Κατάματα την σταύρωνα και ρούφαγα όλο της το φως. Αχόρταγα. Ο αέρας μετέφερε τα λόγια σου την ώρα που κοιτάγα το αναιμικό πρόσωπο της πανσελήνου. «Μελαγχολική πανσέληνος σαν τραγούδι με πιάνο».
Ο Ήλιος μου καίει τα χέρια. Μου τα μάτωσε σχεδόν. Κλιματισμός μέσα έξω. Ραχάτι.
Παγάκια στα ποτήρια με το νερό και τους χυμούς. Κυοφορεί ο νους μου αμμόλοφους που υγραίνονται από θάλασσες.
Σκορπάω εδώ κι εκεί για λίγο. Για όσο. Πάντως όχι για πολύ.21 Ιούνιου σαν σήμερα και κάθε 21 η μέρα φτάνει στο ύψος τη νύχτα. Φτάνω μέχρι το θρόνο του θανάτου και κατεβαίνω στο οροπέδιο της ζωής ξανά. Σήμερα φύσαγε πολύ κι ένα σπουργίτι πετάχτηκε, άγνωστο από που, έχοντας κατεύθυνση τις ρόδες μου.
Και τότε εγώ τις έστριψα προς την ανατολή και το έκανα να πετάξει κατά κει.
Πάω να βουτήξω στην θάλασσα και να αφήσω την αλμύρα να κάψει τα μαγουλά μου. Θα πάρω μαζί μου και τον αμνιακό σάκο με τις μπουρμπουλήθρες μου.

Γερμανική σχολή, κι έπειτα στην Κοιλάδα του Ενιπέα. Μένω στα χαλάσματα της Λείβηθρας και κάθε δειλινό κόβω βόλτες στα Καζάνια. Μέχρι να ματώσει ο ήλιος τα σύννεφα. Μέχρι να έρθει η νύχτα και να τον γαληνέψει με το αίμα των άστρων που βάφει κόκκινες τις ανατολές. Μέχρι να ακούσω τις φλέβες των βράχων. Δεν έφυγα ποτέ από κει. Αλλά εσύ δεν ξέρεις πια.