Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2007

ΠρΟσΜέΝω Το ΜωΒ


Προσμένω το σούρουπο. Στην βεράντα τα φυτά αναπνέουν τις σκέψεις μου.
Οι λεμονανθοί με ξεσηκώνουν με το άρωμα τους και οι ρίζες των μαλλιών μου, σαν κομμένα ηλεκτροφόρα σύρματα καρβουνιάζουν τα ρήματα που θέλω να σου πω. Μελαγχολική θεματογραφία λόγω των άγιων αυτών ημερών,θλιβερά φινάλε,οδυνηρά δελτία ειδήσεων. Η κουλτούρα της κατάθλιψης συνοδεύει, όσο πιο άδεια και μηχανικά γίνεται, τις μέρες του Πάσχα.
Κατατονία σε όλα. Φόρα μου πάλι το λουρί μου. Αλλιώς θα φύγω μαζί με τα σύννεφα, μαζί με τις πασχαλιές του επιταφίου και τις σκιές της πομπής. Θα φύγω μαζί με τα νυχτερινά δελτία των 8, μαζί με εκείνη εκεί την ρόδα που στρίβει στο τέλος της ανηφόρας, όπου βρίσκεται το αιωρούμενο σπίτι σου, μαζί με την μπουρμπουλιθρένια φωνή της Πιαφ. Μαζί με την τελευταία σου έμπνευση. Άσε κάτω την αγάπη που μου ράβεις και πιάσε εκείνο το κόκκινο πατρόν, γεμάτο από δικό σου έρωτα. Μικρό και φρέσκο σαν κουτάβι.
Έρχεται ο Απρίλης και σφίγγεται η καρδιά μου, όπως όταν σε βλέπω να καταπίνεις την υγρή μορφή μου. Τον τελευταίο καιρό ζητάω τα πάντα πολύ γρήγορα. Αν είναι δυνατόν μέσα σε μια μέρα. Σε μια μέρα δεν μπορείς να γνωρίσεις μια πόλη, πόσο μάλλον έναν άνθρωπο. Ακούς;

Προσμένω το σούρουπο εξαντλημένη από τα φιλιά της μέρας. Εξαντλημένη από την θέληση του να σε έχω,χωρίς εσύ να το ξέρεις.
Μοιάζω σαν καταθλιπτικό λογοτεχνικό είδωλο που προσμένει την επόμενη μέρα. Σαν εξωκοσμικός χαρακτήρας, που αν κάποιος δεν φωνάξει το όνομα μου, θα παραμείνω καθιστή σε αυτή την βεράντα, ξεχασμένη, να προσμένω το σούρουπο μαζί με σένα. Θα κάθομαι έτσι για ώρες,μήνες ίσως και χρόνια. Θα μακραίνουν τα νύχια μου,τα μαλλιά μου. Ίσως και να ασπρίσουν στους κροτάφους. Θα παλιώνουν τα ρούχα επάνω μου, έτσι όπως ακίνητη θα στέκω. Θα αλλάζουν οι εποχές μέσα και έξω μου. Το χιόνι θα με σκεπάζει και παγωμένη θα προσμένω το πρώτο ξέσπασμα ενός μπουμπουκιού,το ζέσταμα του ήλιου στην πλάτη,κι έπειτα εκείνη εκεί την σταύρωση που σάρωσε τα ταμεία μας, με την ανάσταση μαζί.
Και ύστερα, πάλι την γέννηση. Μισό λεπτό μην ετοιμάζεσαι να φύγεις. Δες και αυτό. Φέρνω από την αποθήκη την ηλεκτρική σκούπα να ρουφήξει την σκόνη των ονείρων σου που τρίβονται μεταξύ τους σαν Σισύφειες πέτρες. Τα δικά μου τα πέταξα το πρωί μαζί με τα χαλασμένα φαγητά που είχα στο ψυγείο.

Κάτω από το μικρό τραπέζι μου σε βρίσκω λιπόθυμη,σαν χαλασμένη μαριονέτα. Θα σε κάνω ότι θέλω,ακόμα και ότι θέλεις, αρκεί να μην ξυπνήσεις ποτέ και με τρομάξεις. Θα ξαναγίνω εκείνο το κατατονικό είδωλο που μυρίζει άνθια και αποσπάσματα κοριτσίστικων πενθών. Πιάσε μου το μωβ κραγιόν να το φορέσω με εκείνο το πινέλο που βλέπω και εξέχει σαν τεράστιο απωθημένο από την σχοινένια σπονδυλική σου στήλη. Έχω να μετακομίσω τον εγωισμό μου στον πιο βαθύ κρατήρα του φεγγαριού και θέλω να δείχνω πένθιμη. Η μυρωδιά των ημερών με ακολουθεί χωρίς να εξαντλείται. Παλιά βιβλία ξαπλώνουν στο πάτωμα. Γυμνά χωρίς σελιδοδείκτες,αφημένα στην σελίδα 69, χωρίς ντροπή καμιά. Δεν θα κοινωνήσουν αυτά. Αν φιλήσω το στόμα σου,δεν θα κοινωνήσω ούτε γω,ούτε οι Ιερές προστακτικές μου. Δεν έχω κάτι άλλο να πω, να σκεφτώ, να προσμένω. Δεν έχω ούτε ένα σπασμένο αγγείο στα μάτια μου, ούτε μια σταγόνα αίμα να τρέχει από την μύτη μου, σκεπτόμενη το λάθος που ξανάρχεται. Καλύτερα που δεν καταλαβαίνεις.
Πάω να φέρω τα καρφιά μου.

Ακατάσχετη η αιμορραγία του έαρος.

Κυριακή, Μαρτίου 25, 2007

ΑπΟσΤαΓμΑ

Τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής μου,ήθελα να είμαι μέρος μιας ανατροπής και ποτέ δεν έβρισκα μια που να λειτουργούσε. Πιστεύω ότι ζούμε σε μια εποχή που οι νέοι επιζητούν την ανατροπή,αλλά δεν ξέρουν πραγματικά από που να ξεκινήσουν. Ίσως οι κοινωνίες μας έχουν γίνει τόσο ατομιστικές που μια συλλογική δύναμη δεν είναι πια πιθανή.
Τι θυμάμαι από σένα εκεί πίσω αλήθεια; Την δικιά μου ανατροπή και το δικό σου γέλιο επειδή με κατάφερες. Τα λόγια σου που μοιάζαν με λόγια πολιτικού στο νέο του ξεκίνημα. Τα ανατρεπτικά σου όνειρα και τα αναιδέστατα θέλω σου μαζί μου.
Τα μαύρα σου μαλλιά,τα λευκά σου χέρια,τον πλατύστερνο κορμό σου.
Τι θυμάμαι από εκείνη τη νύχτα, που περπατάγαμε κάτω από την μεγάλη γέφυρα;
Τα κορναρίσματα των φορτηγών, τα χαλασμένα φανάρια, την σκόνη και τις άκρες των μαλλιών σου. Τα σκυλιά που μας ακολουθούσαν και το θόρυβο μέσα μου.
Τι θυμάμαι από κείνη την τόσο ζεστή μέρα στην ταράτσα;
Την σιωπή σου,το χρώμα του Μαγιάτικου ουρανού,τα φουγάρα στην άκρη της πόλης και το βλέμμα σου. Το βλέμμα σου, που έβγαλε όλη την φόδρα της ύπαρξης μου με το έτσι θέλω. Ήθελα τόσο πολύ να σε φιλήσω. Το θυμάμαι και αυτό. Προτίμησα όμως να κάνω χαρακίρι σε αυτή μου την επιθυμία. Αποφάσισα να τιμωρήσω τον εαυτό μου που τόλμησε να σε θέλει.
Τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής μου,ήθελα να είμαι μέρος μιας συγκλονιστικής κίνησης και ποτέ δεν έβρισκα μια που να λειτουργούσε. Πιστεύω ότι ζούμε σε μια εποχή που οι νέοι επιζητούν μια συγκλονιστική αλλαγή,αλλά δεν ξέρουν πραγματικά από που να ξεκινήσουν. Ίσως οι κοινωνίες μας έχουν γίνει τόσο ατομιστικές που μια συλλογική δύναμη δεν είναι πια πιθανή.
Έτσι σε μουτζούρωσα και έβαλα εφημερίδες πάνω στον καμβά σου. Άρχισα να μιλάω για τελείως διαφορετικά πράγματα από αυτά που περίμενες.
Δεν ήθελα να με νοιάζεις. Σου έλεγα απίστευτα ψέματα και τα μάτια μου δεν συναντούσαν τα δικά σου πια. «Αυτοκαταστροφικό παιδί», με έλεγαν οι δικοί μου από τότε που τους θυμάμαι να με χαρακτηρίζουν κάπως.
Έτσι σου άφησα το χέρι και άρχισα να τρέχω. Μόνο που τότε δεν κατάλαβα ότι δεν έτρεχα μπροστά, αλλά πίσω σου. Από φόβο μήπως σε χάσω. Από φόβο μήπως δεν σε πιάσω ποτέ στις δαγκάνες της ψυχής μου. Έγραψα με σπρέι σε ολόκληρη την πόλη 3 λέξεις. Δικές σου και οι τρεις θυμάμαι. Σε καλούσα έτσι να κάνεις και συ την ανατροπή. Είχα φτάσει στα όρια της τρέλας. Αλλά το μόνο που έκανες είναι να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια με όλα αυτά.
Τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής μου,ήθελα να είμαι μέρος μιας πολιτικής κίνησης και ποτέ δεν έβρισκα μια που να λειτουργούσε. Πιστεύω ότι ζούμε σε μια εποχή που οι νέοι επιζητούν πολιτική αλλαγή,αλλά δεν ξέρουν πραγματικά από που να ξεκινήσουν. Ίσως οι κοινωνίες μας έχουν γίνει τόσο ατομιστικές που μια συλλογική δύναμη δεν είναι πια πιθανή.
Κι έτσι μια μέρα του Σεπτέμβρη γύρισα το μέσα έξω. Αποφάσισα να τρομάξω τους πάντες με όλα όσα είχα καρφιτσωμένα στα μαλακά μου ύπατα. Εσύ είχες φύγει από καιρό,άσχετα αν σε είχα πάντα δίπλα μου. Η πόλη έβραζε,οι φοιτητές κολυμπούσαν μέσα από νέες θάλασσες σωμάτων και πίσσας, φτιάχνοντας την δικιά τους οδύσσεια
Όλα δούλευαν σαν ασθματικοί πνεύμονες. Όλα φαινόντουσαν σα μακρινά βουνά σε ένα τόπο όπου η ιστορία του ποτέ δεν υπήρχε τελικά.
Και άρχισα να σέρνομαι με την κοιλιά, μήπως και σβήσω όλα τα παλιά μου αρχεία.
Έφτιαξα μια μικρή κρεμάλα και κάθε φορά που με παίρνεις τηλέφωνο βάζω το κεφάλι μου μέσα στην θηλειά και σου μιλάω.
Ακόμα δεν είπες αυτό που θα με κάνει να προχωρήσω στο επόμενο βήμα.
Τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής μου,ήθελα αλλά ποτέ δεν έβρισκα.
Πιστεύω ότι ζούμε σε μια εποχή που όλοι επιζητούμε,αλλά δεν ξέρουμε πραγματικά από που να ξεκινήσουμε. Ίσως οι κοινωνίες μας έχουν γίνει τόσο ατομιστικές που μια συλλογική δύναμη δεν είναι πια πιθανή.

Και τελικά όλοι ανάμεσα σε λέξεις και υποσχέσεις μετράμε τις αναπνοές της ζωής μας

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

ΌλΑ κΑνΕίΣ νΑ τΑ τΟλΜάΕι ΠρΕπΕι...



Ο Μάρτης στέκεται γλυκά πάνω από τα μαλλιά μου. Τον προκαλώ να με κάψει γιατί δεν πρόκειται να φορέσω ασπροκόκκινη πλεξούδα στο χέρι.
Κάψε με Μάρτη,κάψε με. Θέλω εκείνο το καινούργιο δέρμα,πριν το θέρος να μπαρκάρει. Η μέρα ξέστηθη και γω με λευκό πουκάμισο μπαινοβγαίνω στα σημεία της σκέψης σου. Σημεία ψηλά σαν καβοκολώνες. Μέσα στα μάτια σου η θάλασσα στραφταλίζει και στο βάθος σου τα ζουμπούλια άνθισαν ξανά. Το ξέρω, γιατί με αφήνεις να το ξέρω.

« Ο έρωτας που παραμύθια πλάθει, μου άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας»


Σταθμεύω για λίγο κάτω από το θρόισμα της λεμονιάς και σε ξαναφέρνω στο νου μου. Πάλι, πάλι ο έρωτας με παιδεύει και πως να τον παλέψω;

Κάνω μια απόπειρα να αγγίξω τον ουρανό. Μα πως; Δύο σπιθαμές άνθρωπος. Μόνο και μόνο επειδή σε έχω, μια απόπειρα να αγγίξω εκείνο το μπλε. Μυρίζει ο τόπος όλος αρώματα. Τι είναι αυτό, το τόσο δυνατό, που σε κρατάει ώρες έξω στο μπαλκόνι να αφουγκράζεσαι τη νύχτα; Η υγρασία των χειλιών σου σκαρφαλώνει στην σκοτεινή μου σάρκα. Η ψυχή μου πίσω από τον καθρέφτη γράφει ότι πιο δυνατό μπορεί αιμορραγώντας. Στο ίδιο σώμα χώρεσα απόψε το καλό και το κακό. Άσε με να τα απλώσω πάνω σου σαν βρεγμένα πανιά που αγωνιούν να πάρουν την μορφή που θα τους δώσεις.
Είσαι μια ήσυχη πεδιάδα και γω σε διασχίζω σαν βαρύθυμος ποταμός.

Περιμένοντας την εαρινή ισημερία να φανεί,ισορροπώ ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Ασημίζουν έξω τα φύλλα της ελιάς σαν θάλασσα βραδινή, καλοκαιριού.
Σε κοιτώ και οι ώρες τρακάρουν, σαν σταγόνες μπετόν στο βλέμμα σου. Μου φαίνονται ατελείωτες, σαν οκτάωρο εργάτη την Παρασκευή. Είσαι ο εαρινός προάγγελος για τα κίτρινα καμώματα του θέρους. Θα μου φορέσεις τα σανδάλια μου;
Έλα να κάνουμε ανακωχή για ένα τέτοιο βράδυ που όμοιο του είχες καιρό να ζήσεις και γω να τεμαχίσω. Έλα να κάνουμε ανακωχή βαφτίζοντας τις νέες λέξεις που θα πούμε στο σάλιο μας. Με κόκκινα ερεθισμένα μάτια από τον ευνουχισμένο αισθησιασμό, που τώρα τελευταία τρίβεται στη γάμπα μου και με ξεσηκώνει.
Είναι ωραίο να βυθίζεσαι, σαν υποβρύχιο βανίλια, στον πρασινογάλαζο πολτό του μυαλού σου και να μεταλλάζεσαι σε σκόνη που εισχωρεί παντού.
Κάπως έτσι κατάφερα να εισχωρήσω μέσα σου και γω…πως αλλιώς; Και μην ξεχάσεις. Μάζεψε τα δάκρυα μου σε ένα πλαστικό μπουκαλάκι και πήγαινε τα στον αλχημιστή,που τα ζητάει όλη μέρα. Γράψε στην ετικέτα μοναξιά. Αυτό με κάνει να κλαίω,γράψτο και κόψε επιτέλους αυτόν τον κόμπο που ανεβοκατεβαίνει στο λαιμό σου. Δεν θα σε αφήσω να μου φύγεις. Δεν μπορώ, δεν ξέρω πως. Εσύ θα το κάνεις. Και γω μέχρι τότε θα πρασινίζω σαν την χλόη και θα αργοπεθαίνω στην σκέψη ότι κάποτε και συ θα φύγεις, όπως φεύγουν όλοι όταν τους δώσεις καινούργια φτερά κόβοντας σου τα ήπατα λίγο πριν πετάξουν, για αντάλλαγμα σιγουριάς.
Κι όμως όλα κανείς να τα τολμάει πρέπει

Μέσα σε τέτοια παραζάλη κυλούν οι μέρες και οι αναιδείς νύχτες μου. Μέρες ζεστές με κάτι μεσημέρια που παραπέμπουν στα σκέλη του Ιούνη θαρρώ. Νύχτες,μαλακές σαν στήθη κοριτσιού, και γω μέσα τους σε μοναχικές ενασχολήσεις, όπως η παρατήρηση των ωρών και των φωτοσκιάσεων, να περιμένω το μπάσιμο της Μεγάλης Εβδομάδας. Μ’ ένα προσωπικό κριτήριο μελαγχολίας και ερωτικών αινιγμάτων που παραπέμπουν στην δικιά μου Ανάσταση. Κι όμως όλα κανείς να τα τολμάει πρέπει.

Κυριακή, Μαρτίου 18, 2007

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- 7 ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ


Κάτι αφόρητα γλυκό και ζεστό άρχισε να κυλάει στα σπλάχνα της. Μάταια προσπάθησε να κρατηθεί. Το λιμάνι της Θεμίσκυρας χανόταν στο βάθος. Ένοιωσε τον εαυτό της να γλιστρά με ορμή μέσα στο βλέμμα του.


Πετάχτηκε από τον εφιάλτη.
Θα ’ταν μεσάνυχτα. Από τις γρίλιες, σαν δραπέτης, το φεγγαρόφωτο κυλούσε μέσα στο δωμάτιο, βάφοντας σώματα και πράγματα με το παγερό του χρώμα. Άπλωσε τα χέρια της στο ημίφως. Τραβήχτηκε. Ένα άλλο κορμί κείτονταν δίπλα της στο στρώμα. Άπλωσε ξανά τα χέρια της. Το σώμα ήταν δυνατό και μυώδες, σφιγμένο από τις μάχες, σημαδεμένο από πληγές που άφησαν οι νίκες, όπως το δικό της. Μα τούτο εδώ ήταν ζεστό, τόσο ζεστό. Και εκείνη αισθανόταν τόσο κρύα. Πριν προλάβει το μυαλό να τη σταματήσει, κούρνιασε δίπλα στο ζεστό κορμί και το αγκάλιασε. Δυο χέρια κινήθηκαν αποφασιστικά και την έκλεισαν σε μια τραχιά αγκαλιά. Ήταν η φωνή του που της ψιθύρισε λόγια τρυφερά.


Πού είναι η ζώνη σου Ιππολύτη;



Πετάχτηκε από τον εφιάλτη.
Από ένστικτο αγκάλιασε την κοιλιά της που είχε μεγαλώσει. Έπιασε τον εαυτό της να χαίρεται που είχε ένα κομμάτι του μέσα της, δικό της για πάντα. Της φάνηκε περίεργη η σκέψη. Από ένστικτο, πάλι, ευχήθηκε να είναι κορίτσι το παιδί που φύτρωνε μέσα της. Η ευχή της φάνηκε τόσο οικεία που την καθησύχασε. Έψαξε με το βλέμμα της να τον βρει μέσα στο σπίτι μα δεν ήταν εκεί. Μια ανησυχία της ρυτίδωσε το μέτωπο. Τον φαντάστηκε στης μάχης την αντάρα, αντίκρυ με τον Θάνατο, σ’ ένα χορό για δύο. Είχε χορέψει κι εκείνη , πολλές φορές αυτό το χορό. Πόσος καιρός πάει…


Πού είναι η ζώνη σου Ιππολύτη;

Πετάχτηκε από τον εφιάλτη.
Τον άκουσε να της λέει πως ανησυχούσε για τον ταραγμένο ύπνο της. Μα δεν ήταν μόνο οι εφιάλτες. Δεν το ‘χε πει σε κανένα πως τώρα πια είχε συχνά και παραισθήσεις. Γύρω στο μεσημέρι της συνέβαινε . Τα πάντα γύρω της χάνονταν και στη θέση τους εμφανιζόταν ένα πεδίο μάχης , στη Θεμίσκυρα πάντα, και εκείνη, στην λαμπρή της πανοπλία στην πρώτη τη γραμμή μαζί με τους συντρόφους της. Ο εχθρός ήταν απέναντί τους μα –για κάποιο λόγο- δεν είχε πρόσωπο. Έπειτα η παραίσθηση χανόταν και όλα γίνονταν όπως πριν.
Και δεν χρειαζόταν βοήθεια. Ήξερε τι έφταιγε. Της έλειπε η μάχη , ο ιδρώτας, ο φόβος στα μάτια του εχθρού, η αδρεναλίνη. Μια απέραντη αλυσίδα αίματος την είχε φέρει στη ζωή για να αναπνέει τη σκόνη της μάχης. Είχε μάθει να ζει στον καθαρό αέρα, μα η έλλειψη της σκόνης την εκδικούνταν τώρα. Ένοιωσε το χέρι του στα μαλλιά της. Αναστέναξε. Γύρισε και τον κοίταξε.


Πού είναι η ζώνη σου Ιππολύτη;

Κάτι αφόρητα γλυκό και ζεστό άρχισε να κυλάει στα σπλάχνα της. Ήταν το αίμα της, το αίμα της καρδιάς της. Μάταια προσπάθησε να κρατηθεί. Το λιμάνι της Θεμίσκυρας χανόταν στο βάθος. Ένοιωσε τον εαυτό της να γλιστρά αργά έξω από το βλέμμα του.

Ο Ηρακλής τράβηξε το σπαθί του από την καρδιά της πρώτης Αμαζόνας.
Για μια στιγμή κόντεψε να χαθεί στο βλέμμα της.
Για πρώτη του φορά ένοιωσε ότι αυτός ο φόνος θα τον κυνηγούσε στα όνειρά του.
Απρόθυμα έσκυψε και τράβηξε τη ζώνη της καθώς η Ιππολύτη άφηνε
μια

τελευταία

πνοή.



posted by lupa

Πέμπτη, Μαρτίου 15, 2007

Η βΙτΡίΝα Με ΤιΣ λΕξΕιΣ


Αγαπητέ μου Μάρκο,
Πήρα το ημερολόγιο σου χτες και το ξεφύλλισα...είδα όλα όσα έγραψες για μένα.
Δεν είμαι αυτό που φαντάζεσαι ότι είμαι. Δεν επέζησα από καμιά πτώση. Η μόνη πτώση που είχα ποτέ ήταν από το υπογάστριο της νύχτας πριν 2000 χρόνια. Έτσι λέει το δικό μου αχρονολόγητο ημερολόγιο. Είμαι ένα πλάσμα μυθικό που όλο και μαυρίζει. Το μόνο αγαθό που έχω, και αυτό κλεμμένο, είναι το βαθύ χασμουρητό μπροστά στην θέα της αγάπης. Είμαι με σπασμένα πλευρά από ξεραμένα βέλη ερώτων, χρόνια τώρα. Από το δεξί μου αυτί δεν ακούω καλά και τα μάτια μου μοιάζουν σαν νεροχύτες γεμάτοι απόνερα.Εκεί πνιγηκε η τελευταια αμαρτία μου.Οι άλλες, οι πολλές ξεράθηκαν σαν άμπελος χτυπημένη από φυλλοξήρα.Ο θεός απόστρεψε το πρόσωπο του από το δικό μου. Μετά την πτώση,το ίδιο βράδυ κι όλας ,γνώρισα εκείνο το κορίτσι που μου είπε το μυστικό του κόσμου. Το πήρα στη σάρκα μου και κάηκα. Και από τις στάχτες μου γεννήθηκε εκείνος εκεί ο Φοίνικας. Εκεί βρήκες το μπαστούνι μου κρεμασμένο και το πήρες. Αλλά πίστεψε με δεν κούτσαινα από την πτώση...εκείνη η εταίρα φταίει. Αυτή μου έριξε όλο τον χειμώνα και μου σάπισε το πόδι με αντάλλαγμα το μαύρο της φτερό. Γνώση το έλεγαν, άλλα δεν το πήρα ποτέ. Με έκαψε λέγοντας μου το μυστικό του κόσμου σε εκείνη εκεί την σκοτεινή ήπειρο που βάφτιζε τις άκρες της στην κόκκινη θάλασσα. Το άλλο πρωί ξύπνησα έτσι.Φοίνικας.Με το παιδί της εταίρας στα σπλάχνα μου, το μυστικό του κόσμου βρεγμένο και τελείως παραμορφωμένο,και με καμιά αμαρτία.Πέρα από την πρώτη μου πτώση. Εκείνη εκεί, από το βαθύ υπογάστριο της νύχτας.
***********

Λύκος δεν υπήρξα ποτέ παρά μόνο ιέρεια. Εκείνο το σάπιο από την δύναμη του ήλιου πρωινό,κάποιος μου έριξε μια πέτρα. Το κεφάλι μου πόνεσε σαν να γένναγα και πάλι την ξεχασμένη σου εικόνα. Και μετά φωνές. Ο κόσμος από μακριά μου φάνηκε σαν στρογγυλός κομήτης που όλο και πλησίαζε το μέσα μου βουνό. Μετά έκλεισα τα μάτια μου και χάθηκε το φως και ο κόσμος όλος. Ιέρεια ήμουν ακόμα όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου. Γεμάτη πέτρες καρφωμένες στην λεπτή μου σάρκα. Ένας λύκος,αυτός που ποτέ δεν υπήρξα, κατέβηκε από μια αόρατη ψηλή καρέκλα και άρχισε να μου γλύφει τις πληγές. Λιποθύμησα από το φόβο μου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, αυτή τη φορά δεν ξέρω πόσο καιρό μετά, ήμουν εκείνο το μικρό κορίτσι που άφησες από φόβο. Δικό σου φόβο αυτή τη φορά. Ξαπλωμένη ανάμεσα στο στήθος της μοναξιάς μου και κουμπωμένη στο διάφανο σουτιέν της ζωής. Κοιτά, θέλω να το ξέρεις αυτό,ποτέ δεν πίστεψα στα όνειρα ούτε καν στα δικά μου,γέννημα θρέμμα των δικών σου. Ποτέ δεν πίστεψα τίποτα, όσα χρόνια κι αν πέρασαν από το χαλασμένο και βρομερό σου αντίο. Αυτό που έχω στην μικρή κατάψυξη του νου μου.
***********



Γιατρέ σας το είχα πει. Κάποτε θα γινότανε αυτό. Για πόσο θα άντεχα. Είμαι άνθρωπος υποχονδριος,το γνωρίζατε αυτό.Είχα καιρό άλλωστε να φορέσω τα μαύρα μου γάντια. Από τότε που πέταξα εκείνη την ξανθιά κοπέλα στον ακάλυπτο. Λαγνεία ήταν θαρρώ το όνομα της. Λεσβία αν δεν κάνω λάθος. Αλλά όχι, δεν κάνω.Θυμάμαι μου είχε ρουφήξει τα γεννητικά μου όργανα με τρόπο που κάνεις ποτέ δεν τόλμησε.Είχα καιρό να φορέσω τα μαύρα μου γάντια. Είμαι μια γυναίκα υποχόνδρια. Έτσι γεννήθηκα.
Από το πρώτο λεπτό που άφησα την μήτρα της Μητρός μου,ξαναγύρισα και άρχισα να την γλύφω μέχρι να την καθαρίσω.Προχτές με νευρίασε πάλι αυτός ο αναιδής νέος. Έρωτας μου συστήθηκε. Είμαι υποχόνδρια γυναίκα εγώ. Δεν θέλω τίποτε να μου βρομίζει την τόσο τακτική και αποστειρωμένη μου ζωή. Άκου εκεί έρωτας .Από που κι ως που; Προχτές λοιπόν ξαναφόρεσα τα μαύρα μου γάντια. Αυτά που έχω στο πρώτο συρτάρι για να κάνω τα εγκλήματα. Εγκατέλειψα την συζυγική μου κλίνη και πήγα να τον βρω. Με πρόσβαλλε όσο κάνεις άλλοτε. Εμένα, που ζούσα τις καταστροφικές και τόσο λαμπερές μου ώρες όπως οι σύζυγοι τα χρόνια. Κοιμόμασταν ξεχωριστά σαν δύο τουφεκισμένοι που έπεσαν όπως να ναι. Χωριστά όμως. Μακριά από τους γονείς που με είχαν φέρει στον κόσμο. Δεν ήθελα τίποτα παρά μόνο την απόλυτη σιγή. Και αυτή μου την έφερνε η νύχτα,όπως ο ταχυδρόμος την καλή είδηση. Προχτές λοιπόν σκότωσα τον έρωτα. Τον στραγγάλισα γιατί τόλμησε να με λαβώσει και να γεμίσω το κάλο μου Κυριακάτικο φουστάνι με αίμα. Τον στραγγάλισα γιατρέ μου με αυτά τα φοβερά μαύρα γάντια μου. Κι έπειτα τον έβαλα στην φορμόλη. Κάθε πρωί που ξυπνάω τον βλέπω και κάνω εμετό. Κι έτσι καθαρίζω τα σπλάχνα μου από το φαρμάκι του. Αύριο θα τον κάνω γλυκό του κουταλιού. Θέλετε να σας φέρω,γιατρέ;


*************


Εικόνες γεμάτες από την απουσία σου
Δεν είναι εικόνες
Καμία καταγραφή


αγκαλιά μέσα από αποστάσεις χιλιομετρικές
υπαρξιακές
δεν είναι αγκαλιά
ούτε απόσταση είναι
θεώρημα ίσως

Αφροδίσια νοσήματα και εφηβικές αρρώστιες που τρέπει να περνάει κάνεις
φιλία.
Ένα από αυτά

Φέρε πίσω τον κουτσό μου ορίζοντα
Δεν έχω άλλα ράφια για τις λέξεις που μου άφησες
Φέρτον
Θα τις ακουμπήσω εκεί
ή στη χαίτη του δικού σου
etalon

***********



Από την άλλη μεριά της πόρτας ήταν χειμώνας. Είπα στην Μαρία να περάσει. Την πήρα στο σαλόνι και της είπα για εκείνη την απώλεια. Της είπα για σένα. Και θυμήθηκα τα ηλεκτρισμένα παραθυρόφυλλα που χτύπαγαν από τον αέρα εκείνο το πρωινό του καλοκαιριού. Δεν είχα άλλη κόρη. Ούτε εσένα είχα πια.
Θυμήθηκα εμένα που προσευχόμουνα στο θόρυβο της ανακατωσούρας του.
Ο αέρας με λυπήθηκε θαρρώ και μου έκανε το χατίρι. Έτσι πήρε μακριά την ροζ χάντρα σου. Εκείνη που είχες πάντα κάτω από τα ξανθά μαλλιά σου ή στάχυα ήτανε;Πάντα θα τα μπερδεύω.
Ο βρομερός αέρας μου έκανε για μια ακόμη φορά το χατίρι και πήρε μαζί με τα χαλασμένα μου φτερά κι εκείνη την ροζ χάντρα σου, που έμοιαζε τόσο πολύ με εκείνο το θαμπό γυαλάκι μέσα από το οποίο βλέπαμε το φεγγάρι να ανατέλλει. Σε εκείνη την μικρή πλαγιά. Πάνε 2000 χρόνια τώρα.



Δευτέρα, Μαρτίου 12, 2007

τΟ ΜαΥρΟ σΥνΝεΦο-Τα ΌρΙα -ΚαΙ οΙ πΑσΤίΛιΕς ΣοΥ


Έπεσα σε λήθαργο τα ξημερώματα αγκαλιά με ένα παχουλό μαύρο σύννεφο και από την ώρα που άνοιξα τα μάτια μου αρνούμαι να ξυπνήσω. Η αγάπη μιας στιγμής στο λυκόφως χάνεται.
Έξω ο καιρός μολύβδινος. Ανάγλυφα τα σύννεφα σαν ιστιοφόρα σε αχαρτογράφητο πέλαγος. Άλλη μια εβδομάδα σα να ξεκινάς πάντα από το ίδιο σημείο,με λιγότερο κουράγιο γιατί ξέρεις τι σε περιμένει στη στροφή.
Κι όμως καμιά φορά συμβαίνει να μας περιμένει κάτι νέο στην στροφή.
Κάποιες φορές οι στροφές κρύβουν εκπλήξεις,σαν τις ανθρώπινες ψυχές.
Σήμερα είναι η μέρα του τίποτα, ή μάλλον του όχι κάτι.
Η μόνη έξοδος είναι μέχρι το βιβλιοπωλείο για ένα καινούργιο βιβλίο και για γραμματόσημα.
Σε ποιο γαλαξία με έβαλα δε θυμάμαι. Παράτησα τον εφηβικό εαυτό μου μέσα σε σελίδες ανοιξιάτικης ποίησης και τον καταράστηκα να κάνει βόλτες στα κενά των γραμματοσειρών τους.
Έχουν περάσει 34 χρόνια και ακόμα ζω μια περίοδο προσαρμογής σε αυτή τη ζωή. Ακόμα παλεύω να ορίσω τον εαυτό μου σε αυτόν εδώ το χώρο και το χρόνο.
Ακόμα δεν έχω καταλάβει αν είμαι ετερόφωτη ή αυτόφωτη. Αγαπάω τα πόδια μου,το στήθος μου, το μυαλό μου μέσα από τα μάτια των άλλων, και κάποιες φορές μέσα από αυτή την υποτίμηση βγαίνει μια τεράστια υπεροψία. Για αυτό και κοιμάμαι μόνο με μαύρα σύννεφα και μισά φεγγάρια.
Έξω έβαλε πάλι κρύο. Πίνω ένα ζεστό καφέ και ψάχνω μέσα μου, που είναι το ελάττωμα. Μόνο εγκαύματα βλέπω. Δικά μου, δικά σου, δικά της, δικά του.
Α! Ίσως και εκείνο το κενό που έχω, άγνωστο που,μπάζει και με κάνει να μετεωρίζομαι. Κουράζομαι εύκολα πια χαστουκίζοντας τον εαυτό μου στις άκρες της νύχτας. Δεν αντέχω άλλο το χρώμα της και την προστασία που με μπουκώνει.
Έχω πάρει αιθέριο έλαιο λεβάντα και το καίω στο ειδικό σκεύος. Το πνεύμα μου έτσι χαλαρώνει και καταφέρνει να εισχωρεί υπνοβατώντας, στα δικά σου δωμάτια.
Οι παστίλιες Βαλεριάνας, που μου έδωσες, δεν μου έκαναν τίποτα εκείνη τη μέρα που έμαθα ότι το φεγγάρι δεν θέλει πια να είναι ο δορυφόρος της γης.
Μαθαίνω πως για να είμαι μαζί σου πρέπει να ξέρω ότι θα πρέπει να είμαι και μόνη μου. Και συ όλο με ρωτάς αν σου λείπω καθόλου.
Μου λείπεις, αλλά κάνω δίαιτα για να χάσω το βάρος σου. Κατά βάθος ξέρω ότι δεν σου αξίζει ούτε ένα συννεφάκι σκέψης μου. Ποτέ δεν είχες τίποτα σπουδαίο παρά μόνο βράχια.

Έπειτα άνοιξα την μικρή τηλεόραση και γέμισα αίματα παντού. Είδα την φρίκη της πόλης που με έκανε έτσι να μοιάζω. Μεγάλωσε η Αθήνα κι άλλο. Έκανε περιφέρεια και κρέμασε το στήθος της. Ασχήμυνε κάτω από μουτζούρες φοιτητών και ρεφρέν συνθημάτων. Κάτω από γρονθοκοπήματα και δακρυγόνα με μυρωδιά απροσάρμοστης κουλτούρας. Βάφτηκαν με συνθήματα οι τοίχοι. Καρφώθηκαν με Ματατζήδες οι δρόμοι γύρω από το κέντρο. Σε ποιο έτος αποφασίσαμε να βλέπουμε όλα αυτά;Ανοίγω το παράθυρο και βγαίνω στην βεράντα. Ο δρόμος καθημερινός γεμάτος ανυποψίαστο κόσμο. Ένα πιτσιρίκι στο δρόμο κάνει τα πρώτα του βήματα,από πίσω ο μπαμπάς του,του κάνει χοροπηδητά και ο μικρούλης τα μιμείται.

Το μαύρο σύννεφο, αφού κατάπιε τα συστατικά του ύπνου μου, αποφάσισε να πετάξει. Δεν το χαιρέτησα. Κι ας πέρασα μια αξέχαστη βραδιά μαζί του.
Δε το χαιρέτησα. Νομίζω πως του κράτησα κακία γιατί με έκανε τα δω τα όρια μου. Να τα συναντήσω κάτω από το βρεγμένο μαξιλάρι. Και τρόμαξα επειδή τα όρια μου είναι πολύ φτωχά τελικά.



photo by Horexakias

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007

Σε ΣχΗμΑ κΑρΔιΑς


Για άλλη μια φορά πίνω τσάι και μασουλάω παυσίπονα μαζί με τις λέξεις σου. Τα μάτια μου γυαλίζουν σαν βόλοι. Πρησμένες αμυγδαλές. Καρφίτσες στην κατάποση. Ετοιμαζόμουν να σε δω να φεύγεις,όπως πάντα άλλωστε. Σαν μικρή πεταλουδίτσα που γλιστράει από το χέρι κάποιου συλλέκτη. Το φως του δρόμου υπογράμμιζε τα σκληρά χαρακτηριστικά σου. Μου χάρισες κάτι που είχε λίγο από το γράσο των χειλιών σου και μετά έφυγες. Πάλι δεν μου είπες τι έπρεπε να μάθω. Τι είναι αυτό που θες να μάθω;Αφού το είδα να γδύνεται χθες μπροστά στα σπασμένα μου φωνήεντα. Το είδα να γλιστράει από τις άκρες των χειλιών σου. Είδα κάποιες λέξεις που ήταν για μένα, περιμετρικά να κρέμονται στις κόγχες των ματιών σου.

Κρίμα που δεν την κάναμε τη βόλτα στη θάλασσα. Αν πηγαίναμε θα έκανα ότι ψαχούλευα την άμμο και θα στο έδινα...Θα σου έδινα εκείνο το σπασμένο και θολό γυαλάκι σε σχήμα καρδιάς. Ίσως την επόμενη φορά.

-Αλήθεια ποια θα είναι η επόμενη φορά, σε ρώτησα τραβώντας τις παρανυχίδες μου.
-Την ώρα που το μαύρο ζουμί θα φαίνεται ασημένιο από το φεγγάρι .Είπες κοφτά
-Πες μου ποια είναι αυτή η ώρα; Σε ποια νύχτα ανήκει;
-Ανήκει στη νύχτα που είναι πιο φωτεινή από μέρα και το ξημέρωμα πάντοτε αργεί...
-Την ξέρεις αυτή τη νύχτα εσύ; Να μου την πεις τότε και μένα. Να μετακομίσω τις ώρες μου για λίγο εκεί, να πάω να την βρω. Δεν ξέρω την κατάλληλη στιγμή που η νύχτα είναι σα μέρα.
-Μαζί.
-Μαζί να πάμε;
-Ναι,εκεί που το μαύρο ζουμί της θάλασσας σμίγει με τον μαύρο καπνό της νύχτας, γεννώντας παραδόξως το λευκό,το εκθαμβωτικό. Το φως!
-Υπάρχει τέτοιο μέρος; Οδήγησε με να το δω. Δεν θα σε ενοχλήσω. Θα βάλω τα χέρια μου βαθιά στην άμμο και θα ψάξω να σε βρω...
-Έχω σχήμα καρδιάς σπασμένης,είπες, και το σώμα σου έγινε μωβ. Δεν γυαλίζω πια και χωράω στην τσέπη σου. Βρες με. Σε ψάχνω και γω!
Σε τράβηξα πίσω μαζί μου ξαφνικά. Έσπασα τα δάχτυλά μου και τα πέρασα στις ρίζες των ανακατεμένων σου μαλλιών. Έβαλα φρένο στον εξαντλητικό ρυθμό σου πιέζοντας με δύναμη το σβέρκο σου. Με κοίταξες με μισή αλήθεια στο βλέμμα. Την άλλη μισή, την είχα σπάσει εγώ και την ροκάνιζα στα δόντια μου σαν υπνωτικό χαπάκι. Κάτσε λίγο. Σταμάτα αυτόν τον στρόβιλο που ανακατεύει τα μαλλιά μας .Με το που έρχεσαι μαζί και αυτός ο στρόβιλος πάντα. Μαζί και αυτό το βλέμμα που κατοικεί σε άλλο γαλαξία, λίγο πιο κάτω από την γωνία του ταβανιού μου. Κοντά στο ράφι με τα βιβλία της ποίησης. Κάποιες αγκαλιές αργούν να γεμίσουν,μου είχες πει.
Ξεκουράσου. Η Άνοιξη με τις λευκές γάμπες ξάπλωσε στο καναπέ. Κρατάει στα χέρια της ένα βιβλίο με μια άγραφη ιστορία. Τρέχα να δεις. Σκεπασμένη με μια μικρή πικέ κουβερτούλα γεμάτη πρασινομπλε λουλούδια χωρίς νέκταρ,σαλιώνει τις σελίδες.
Στο παράθυρο εγώ μετά από τα μάτια σου,φλερτάρω το μπούστο της νύχτας.
Τα πλοία απέναντι διασχίζουν το μαύρο πνεύμονα της θάλασσας
Σκέφτομαι γιατί η αγκαλιά σου να είναι άδεια. Γιατί η έκλειψη αντί να επισκεφτεί τη σελήνη δεν βγήκε ποτέ από το βλέμμα σου. Εσύ το μισό,καμένο από την πορφύρα φεγγάρι, εγώ ο ουρανός. Σκοτεινός σαν το μελάνι. Τόλμα να βουτήξεις. Να μουτζουρωθείς.
Και έπειτα σκέφτομαι τα πλοία .Να έμπαινα πάλι σε ένα από αυτά. Να ταξιδέψω. Άγνωστο που. Να ταξιδέψω. Ακόμα κι αν το πλοίο αυτό μοιάζει με εκείνα τα παλιά τα σχεδόν καρφιτσωμένα στα καρό πεζοδρόμιο που λειτουργούσαν με 50άρικα και μας τοποθετούσαν εκεί, σαν πλατιά καπέλα σε κεφάλια, οι παλιοί μας γονείς.

Δεν θέλω άλλες στιγμές στα τιμαλφή μου. Όχι άλλα χτυπήματα. Ούτε μαζί σου. Κι αν υγρανθούν τα μάτια μου και το δεις «ο ήλιος θα πω, ο ήλιος» και θα γυρίσω αλλού το πρόσωπο μου προτού προλάβεις και σκαρφαλώσεις το βλέμμα σου.

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2007

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- AσΤέΡιΟσ



«Θησέα», άκουσε μια φωνή σα να έβγαινε από τα σπλάχνα της γης και ένα άγγιγμα, του αγκύλωσε την ωμοπλάτη. Έστρεψε πίσω το κεφάλι να δει τo πλάσμα με την καταχθόνια μιλιά και το θράσος να απλώσει το λερό χέρι του. Σάστισε τρομαγμένος στην θέα του. Θα μπορούσε να είναι άνθρωπος αν το πελώριο κορμί του δεν ήταν καλυμμένο με δασύ, στιλπνό, μαύρο τρίχωμα και η μορφή του τόσο κανιβαλικά κτηνώδης, απόρροια εξάμβλωσης σίγουρα. Ένα τέρας που μόνο τα μάτια του σπινθηροβολούσαν λίγη ανθρωπιά, αβέβαιη και αυτή.
«Θησέα», είπε ξανά. «Ακόμη με φοβάσαι;»
Τότε κατάλαβε γιατί η φωνή του ακουγόταν υπόκωφα, λες και χτυπούσε σε υπόγεια τοιχώματα σπηλαίων, και έφτανε στην επιφάνεια τόσο πνιχτή. Μιλούσε πίσω από μια αποτρόπαια μάσκα, τόσο τέλεια πλασμένη και αληθοφανή ώστε να την έχει θεωρήσει πραγματική. Μα καμία έκφραση δεν αλλοίωσε τα άγρια, δίχως ηλικία χαρακτηριστικά της μορφής της και αυτή η απολιθωμένη ακαμψία αποκάλυψε το κίβδηλό της.
Υπέθεσε ότι κάποιος του έκανε μακάβριο και ετερόχρονο πείραγμα και αναρωτήθηκε για ποιον λόγο. Ίσως να επρόκειτο για λάθος
«Θα με μπερδεύεται με κάποιον άλλο», του είπε προσπαθώντας μάταια να απομακρύνει το χέρι του από πάνω του.
«Γιατί υποκρίνεσαι πως δεν με γνωρίζεις;», στέναξε αυτός.
«Έλα τώρα, βγάλε τη μουτσούνα σου», του είπε ανυπόμονα και εκνευρισμένος ο Θησέας. «Ποιος είσαι;».
«Είμαι ο Αστέριος» του απάντησε με αγέρωχη περηφάνια και για πρώτη φορά ο λόγος του αρθρώθηκε καθαρά και ανθρώπινα.
«Μου είσαι άγνωστος», επέμεινε ο Θησέας. «Παράτα με επιτέλους ήσυχο…».
«Τότε αυτός ποιος είναι», του φώναξε σα πληγωμένο ζώο που ουρλιάζει μα ήταν ο Θησέας που λύγισε και έπεσε στα πόδια του σε στάση ικεσίας. Ο αυτοαποκαλούμενος Αστέριος είχε πάρει το χέρι από την ράχη του και ο Θησέας ένιωσε τον πόνο να γίνεται αφόρητος σα να του απόσπασε ένα μέρος από την σάρκα του.
«Κοίτα Θησέα και πες μου», τον διέταξε τόσο επιτακτικά που ούτε θεός δεν θα μπορούσε να παρακούσει την εντολή του.
Μα όταν κατάφερε να σηκώσει τα μάτια του σε εκείνον φρίκιασε στην θέα της ανοιχτής παλάμης που αντίκρισε. Νόμισε πως ήταν παραίσθηση, μια οφθαλμαπάτη, ένα αποκύημα αχαλίνωτης φαντασίας ή της συγχυσμένης σκέψης του.Ένας δεινός εφιάλτης.
Μια ημιδιαφανή μεμβράνη είχε κολλήσει εκεί και ανάμεσα στα τεντωμένα δάχτυλα που είχε απλώσει μπροστά του. Ήταν ένα κομμάτι δέρματος από την ωμοπλάτη του. Όλη εκείνη η επιχρισμένη περιοχή με πολύ μαύρο, αρκετό λευκό και λιγότερο χρυσό.
«Πες μου», τον πρόσταξε ξανά μα πιο μαλακά, σχεδόν παρακλητικά.
«Ο Μινώταυρος», κατόρθωσε να ψελλίσει.
«Ναι Θησέα φίλε μου, εγώ είμαι», του είπε γονατίζοντας δίπλα του και τον αγκάλιασε δακρυσμένος. «Ο Αστέριος που ο κόσμος σου εξακολουθεί να με ονομάζει Μινώταυρο. Θυμάσαι; Πες μου αγαπημένε εσύ ότι δεν έχεις ξεχάσει, ότι δε λησμόνησες τον Μύθο».
«Θυμάμαι. Με αυτόν ανατράφηκα από μικρό παιδί. Εφτά νέες και εφτά νέους κατασπάραζες κάθε φορά και η πείνα σου ακόρεστη. Ταμένος ήμουν σε εσένα. Ή θα θυσιαζόμουν ή θα θυσίαζα. Σαλπάραμε με μαύρα πανιά μα από όλους μονάχα εγώ είχα όνομα».
«Ναι Θησέα. Μόνο εσύ. Συνέχισε, σωστά θυμάσαι».
«Μας υποδέχτηκαν με τιμές μεγαλοπρεπείς, μας έλουσαν με αρωματικά μύρα, μας έντυσαν με βασιλικά ενδύματα, μας ξενάγησαν στα λαμπρά ανάκτορα, μας ψυχαγώγησαν με άθλους ακροβατικούς και επικίνδυνους και έπειτα μας σίτισαν πλουσιοπάροχα, μας μέθυσαν με νέκταρ θεϊκό, μας διασκέδασαν με τραγούδια και χορούς και όταν ήρθε η νύχτα μας έστρωσαν σε κλίνες απαλές παραδίδοντάς μας στον Μορφέα».
«Τι οπτασίες σου έφερε Θησέα; Θυμάσαι;»
«Μου έφερε γυμνή την Αριάδνη στο κρεβάτι και ερωτευτήκαμε. Το ξημέρωμα με πήγε ως την είσοδο του σπιτιού σου. Της υποσχέθηκα πώς αν γυρίσω ζωντανός θα την κάνω γυναίκα μου. Μου έδωσε το στέμμα της και μου είπε: «Πάρε ετούτο το διάδημα για να σου φωτίζει στο σκοτάδι». Μου έδωσε το μίτο και μου είπε: «Πάρε ετούτο το νήμα για να μην χαθείς στην επιστροφή».
«Και μετά Θησέα», τον ρώτησε με έκδηλη την αγωνία του.
«Περιπλανιόμουν στις πολυδαίδαλες αδιέξοδες στοές του λαβύρινθου μέχρι που σε συνάντησα. Σε περίμενα, μου είπες. Εδώ είμαι, σου αποκρίθηκα. Να με λυτρώσεις, ρώτησες. Να σε σκοτώσω, απάντησα. Χαμογέλασες ευτυχισμένα, μακάρια και με ευχαρίστησες. Κάρφωσα το ξίφος στην καρδιά και έφυγα. Δεν έμεινα να σε δω να ξεψυχάς. Στην έξοδο με περίμενε ένας ηλικιωμένος, τυφλός κύριος.
-Τα είδα όλα… Τώρα ο Αστέριος είναι ελεύθερος.
Έτσι μίλησε, άγγιξε με τα ακροδάχτυλά του τα χείλη μου και εξαφανίστηκε».
«Και εσύ Θησέα;»
«Εγώ; Εγώ είπα: Θα το πιστέψεις Αριάδνη; Ο Μινώταυρος δεν αντιστάθηκε σχεδόν καθόλου».
«Έτσι ονειρεύτηκες Θησέα. Ένα όνειρο ήταν μονάχα. Ένας μύθος. Και ο μύθος έκανε εσένα ήρωα και εμένα το εξιλαστήριο θύμα στο βωμό άλλων τις αμαρτίες και τις ύβρεις. Πάψε λοιπόν να με φοβάσαι. Έχασα πολύτιμο χρόνο με το να σε αναζητώ και ίσως δίχως το σημάδι να μην σε ανακάλυπτα ποτέ. Έλα λοιπόν, ας μην καθυστερούμε άλλο. Σήκω επάνω. Πρέπει να ξεκινήσουμε».
«Για πού», τον ρώτησε ο Θησέας αδύναμος ακόμη να σταθεί όρθιος.
«Μην προσποιείσαι άγνοια για το πεπρωμένο σου», του είπε μειλίχια για να κατευνάσει την ταραχή του Θησέα και χάιδεψε απαλά την ωμοπλάτη του. Ο Θησέας την αισθάνθηκε δροσερή απαλύνοντας τον πόνο μέχρι που χάθηκε εντελώς. Υποβοηθούμενος από τον Αστέριο σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα του. Κατόπιν περπάτησαν μαζί, πλάι-πλάι, για πολλές ώρες, φθάνοντας στο τέλος, νύχτα, σε ένα μικρό λόφο δεντρόφυτο με αγριελιές.
Μια ολόλαμπρη πολιτεία απλώνονταν από άκρη σε άκρη του ορίζοντα. Το φως της πανσέληνου την φώτιζε με αίγλη μυστηριακή.
«Ποια όμορφη πόλη είναι αυτή Αστέριε», ρώτησε ο Θησέας εκστασιασμένος από την ακτινοβολία της.
«Η δική σου. Λαβύρινθο την λένε αλλά δεν είναι η μοναδική της επωνυμία. Έχει πάρα πολλές ακόμη. Εκεί θα βρεις τον αληθινό Μινώταυρο. Μα σε προειδοποιώ πως δεν έχει την δική μου θωριά. Σαν άνθρωπος μοιάζει αλλά είναι ακόμη πιο όμορφος. Σαν άγγελος. Δεν είναι μονάχα ένας. Εκατοντάδες χιλιάδες περιφέρονται ελεύθεροι στους δρόμους της και τα αδιέξοδά της. Συγχρωτίζονται μεταξύ τους και από μόνοι τους κατασπαράσσονται. Μα κανείς τους δεν παραδέχεται πως το όνομά τους είναι Μινώταυρος. Ήρθε ο καιρός να αναμετρηθείς μαζί τους. Σε περιμένουν καρτερικά».
«Μα είναι τρέλα», διαμαρτυρήθηκε ο Θησέας.
«Όχι, η αλήθεια είναι...Μην κρατάς τα μάτια σου κλειστά».

************

«Για δες, έτοιμο είναι», μου είπε μαζεύοντας τις βελόνες και τα χρώματα. «Αλήθεια, γιατί διάλεξες να σημαδέψεις τον Μινώταυρο;»
«Για να με αναγνωρίσει ο Αστέριος», είπα σοβαρά.
Εκείνος που σμίλεψε τόσο περίτεχνα το τατουάζ γέλασε και με την σειρά μου τον ρώτησα τι του προξένησε το γέλιο ενώ κοιτούσα το σχήμα του μελανόμορφου ρυτού με την βοήθεια ενός μικρότερου καθρέφτη στον αντικατοπτρισμό του.
«Αναρωτιέμαι», είπε με το ανακλώμενο είδωλο του προσώπου του δίπλα στην προτομή του δημιουργήματός του «τι θα συμβεί όταν κάποτε συναντηθείτε» και για μια φευγαλέα στιγμή μου φάνηκε πως είδα πάλι την ίδια αποτρόπαια μάσκα, την τόσο τέλεια πλασμένη και αληθοφανή.



posted by
Axenbax