Κυριακή, Νοεμβρίου 29, 2009

ΛίΓο ΜεΤά

Είναι μια όμορφη περίοδος. Από αυτές που έχεις κάτι να περιμένεις και όλα είναι πια τόσο ξεκάθαρα σε κάθε τομέα. Είναι μια περίοδος ζεστή σαν τροπικό κλίμα ή σαν χρησιμοποιημένη αγκαλιά. Ο ήλιος πάντα καίει το πρωί. Τα κοντομάνικα ακόμα πάνω μας, και τις νύχτες μια απίστευτη υγρασία σε κάνει να θες να γλιστράς όλο και πιο βαθιά μέσα σου. Σε φαντασμαγορικά σκοτάδια. Θολά σαν βυθό πηγαδιού. Όμορφα σαν όνειρο παχύ, ασάλευτο με σένα μέσα.
Τα πιάτα και τα ποτήρια άρχισαν και πάλι να στοιβάζονται. Πολλά κάθε μέρα. Πλένω αργά κοιτώντας τον Υμηττό απέναντι. Το καυτό νερό φουσκώνει τις φλέβες των καρπών μου. Πράσινες και χοντρές μοιάζουν να έχουν fairy για τα πιάτα, αντί πηχτό αίμα. Αν τις κόψω θα κάνω οικονομία στο σαπούνι, σκέφτομαι και χαμογελάω, γιατί κανείς άλλος δεν το κάνει πια. Είναι μια περίοδος που δεν σε αφήνω πίσω αλλά σε έχω εδώ. Στο δικό μου εδώ. Η ζωή μου μαζί σου είναι ανάλαφρη σαν νεογέννητο χνούδι που με το πρώτο φύσημα του αέρα βολτάρει στο πιο πράσινο λιβάδι του κόσμου.
Οι μέρες μου σαν μύγες τετράπαχες κονταίνουν συνεχώς το φως τους. Κερνάνε ιδρώτα με άρωμα κανέλας και παλιά βιβλία δίπλα στο κομοδίνο γεμάτα σημειώσεις. Φέρνουν πίσω από το τρίγωνο των βερμούδων παιδικούς φίλους χαμένους από χρόνια και ροζ παχιά σύννεφα γύρω στο χειμωνιάτικο δείλι. Βγάζουν κάτι απίστευτους ήχους από μέσα τους που με κάνουν να χορεύω όπου κι αν βρίσκομαι.
Ξενυχτάω με κέφι. Γυρίζω πάντα κοντά στο ξημέρωμα με το νόημα του κόσμου κρυμμένο στα νύχια, και σαν μικρός τυφλοπόντικας κάνω μια τρύπα στην παγωμένη μεριά του κρεβατιού. Χώνω με δύναμη και τρομερή βία όλο μου το σώμα ή ότι απέμεινε από αυτό και μουρμουρίζω αποσπάσματα ελληνικών τραγουδιών του ’30, ή ότι θυμάμαι από αυτά, μέχρι να με πάρει ο ύπνος.

Ήρεμα πράγματα μέχρι να τελειώσει και ο μήνας αυτός. Καμία κατανόηση για την αταξία και την παραβατικότητα. Κανένα ποσοτικό επίρρημα δίπλα σε ρήματα πάθους. Μόνα τους είναι περισσότερο δυνατά.

Καίει ο ήλιος. Μου αρέσει να το επαναλαμβάνω αυτό. Ξέχασε να βρέχει, να χιονίζει, να συννεφιάζει εδώ.
«Ο χειμώνας είναι πάντα πίσω»,
φωνάζει στο μυαλό μου η πεθαμένη μου γιαγιά, και γω μια τρελή που πιστεύω, πως μια μικρή εξέλιξη θα είναι ο χειμώνας να καταργηθεί. Και συνεχίζω να μιλάω στην πλάτη του καλοκαιριού αργοπορώντας πάντα το φευγιό του.

Ώρα 4 και 20.Οδηγάω σχεδόν νηφάλια. Τα μάτια μου σαν πυρωμένες μπίλιες εξετάζουν τα πλευρά της νύχτας. Ψάχνω για εικόνες θησαυρούς, να τις φυλάξω. 'Ωρα 4 και 28.Νέος Κόσμος και Καλλιρόης. Η λαϊκή αρχίζει και στήνεται. Φορτηγά παρατημένα στη μέση του δρόμου. Ανοιχτές πίσω πόρτες. Οι πλανόδιοι πωλητές βγάζουν τους πάγκους τους. Μιλάνε γλώσσες που δεν καταλαβαίνω. Το ξημέρωμα θα τους βρει έτοιμους για δουλειά. Παρατεταγμένους κάτω από πορτοκαλί τέντες και τόσο ίδιους σαν λευκές διακεκομμένες στη γκρι άσφαλτο. Τους παρατηρώ καθώς κοπιάζουν σε τόσο παχύ σκοτάδι.
Χαμογελάω για έναν λόγο που ξέχασα κι όλας. Σε λίγο ξημερώνει και στην δική σου εσχατιά. Γκαζώνω στα στοιχειωμένα στενά, όπου μόνο τα σκουπίδια ζουν, και δαγκώνω δυνατά τα χείλη μου. Είναι μια βελούδινη περίοδος αυτή. Χωρίς φανάρια στην ζωή μου με τρελό γκάζι. Και δεν πτοούμαι από το ξαφνικό.
Άλλωστε υπάρχει πάντα η καλή σκέψη!

Παρασκευή, Νοεμβρίου 13, 2009

ΣχΕδΟν ΜηΧαΝιΚά ΕλΑύΝω

Στουμπώνω ξανά την βαλίτσα μου. Και γω λες και είμαι από πεπιεσμένο αέρα κινούμαι σχεδόν μηχανικά τελειώνοντας όλες τις ετοιμασίες που ανήκουν σε ένα ταξίδι. Ένας συριγμός ακούγεται, ποιος ξέρει αλήθεια από πού;
Στις τσέπες μου ακόμα αποκόμματα αεροπορικών εισιτήριων από ευρωπαϊκές διαδρομές.

Έβαλε ψύχρα μέσα μου. Ανεβαίνω και φέτος στην πόλη του βορρά με απώλειες. Σχεδόν μηχανικά. Δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ να το κάνω αλλά παρ όλα αυτά ετοιμάζω τα πράγματα μου για να δω μέχρι που μπορώ να το κάνω. Σχεδόν μηχανικά. Εξετάζω τα χέρια μου. Γέρασαν λίγο . Τα πόδια μου. Μίκρυναν κι άλλο .Τα μάτια μου. Στεγνά. Στον κάθε έναν αντιστοιχεί μια ποσότητα δακρύων. Αν την εξαντλήσεις τέλος.
Δεν έχω χρόνο να ξεκινήσω μια νέα ζωή για αυτό μένω εδώ που είμαι. Το λέω ξανά και ξανά μέχρι να το πιστέψεις. Κι έπειτα να το πιστέψω μέσα από σένα και γω.

Ελαύνω όπως κάθε Νοέμβρη στη πόλη αυτή που κάποτε ερωτεύτηκα. Χωρίς εσένα αυτή τη φορά. Χωρίς την παλιά μου ζωή. Όλα καινούργια, ακόμα και η βαλίτσα μου που με ακολουθεί σαν πιστό, πρησμένο σκυλί. Τίποτα παλιό πάνω μου. Μόνο το δέρμα μου παλιώνει κάτω από τα καινούργια μου ρούχα και τίποτα δεν με συγκρατεί από το να καταπιώ την μολύβδινη θλίψη μου για άλλη μια φορά. Σχεδόν μηχανικά.
Στο μεταξύ στον παρόντα χρόνο η Μιλού μυρίζει τα πράγματα μου. Την αφήνω μόνη ξανά. Σαν και μένα. Μόνο που σε αυτήν δεν αρέσει η μοναξιά. Την αφήνω όμως. Πόση σκληράδα έχει η απλή λογική. Είμαι ένας άνθρωπος που λειτουργεί περισσότερο με το θυμικό και η λογική με εξοργίζει .Πρέπει όμως. Να την αφήσω. Όπως με άφησαν. Σχεδόν μηχανικά.
Ένας λυγμός τετράπαχος στο κέντρο του λαιμού μου. Ανέκφραστη εγώ. Ξαπλώνω κοιτώντας το ταβάνι. Κάτι μέσα μου ή πάνω μου πονά. Οι μύες έχουν μνήμη. Και ξαφνικά για να ευθυμήσω, σκέφτομαι τα υπέροχα ξενύχτια των τελευταίων ημερών. Τα πρόσωπα των φίλων δίπλα μου. Τα λακκάκια τους όταν με χαμόγελο μου χαϊδεύουν τα μαλλιά. Τα κοκτέιλ του Belafonte και τα πράσινα φώτα. Τα σκοτάδια της νύχτας και τα δικά μας ποδοβολητά μέχρι να ξεπαρκάρουμε από τα πιο επικίνδυνα στενά του Κεραμεικού. Τα ζεστά κουλούρια που αχνίζουν τις μικρές ώρες και τα απαλά μεθύσια που απλώς σου μουδιάζουν το στόμα και την μύτη. Την βραχνιασμένη μου φωνή, το πράσινο μολύβι των ματιών μου. Και στο τελείωμα της κάθε μέρας μου την παραμορφωμένη σου φωνή στο τηλέφωνο να με καληνυχτίζει με ευγένεια.

Έτοιμη. Γράφω και αυτές τις αράδες και τέλος. Οι Ταινίες ήδη στοιχίζονται κάτω από το βλέμμα μου και η μυρωδιά της προβλήτας με κάνει απίστευτα μπλε. Δεν θα σου μιλήσω αν σε δω να το ξέρεις. Καμιά αγάπη δεν μπορεί να κρατηθεί αν δεν δουλέψεις για αυτήν. Ούτε που σε υπολογίζω πια.

Έβγαλα την πρώτη μου άσπρη τρίχα. Μαζί θα τα κάνουμε όλα αυτή τη φορά.

Τρίτη, Νοεμβρίου 03, 2009

έΝα ΤαΞίΔι Κι ΕπΕιΤα ΠίΣω


Τα μάτια τσούζουν. Ελάχιστες ώρες ύπνου. Η αναπνοή αδύναμη. Σχεδόν άπνοια. Αεροδρόμια που αλλάζουν με ταχύτητα φωτός. Τα μάτια πάντα τσούζουν. Μυρωδιές αλλιώς φερμένες ως εδώ. Στα μέσα μου σκάει το φως της Βαρκελώνης σαν εξαντλημένο πυροτέχνημα. Βαλίτσες που μοιάζουν με παχιά, αλλόκοτα, κατοικίδια που τα σέρνεις με το ζόρι από πίσω σου. Παλιά δωμάτια ξενοδοχείων. Ανακαινισμένα. Όλα αλλιώς πια.

Πρώτο μπάνιο. Να φύγει από πάνω μου το κράμα της Αθήνας. Το νερό έχει μπόλικη ποσότητα χλωρίου. Μυρίζω πισίνα. Βάζω μια μπλούζα μακό και κοιμάμαι έναν ύπνο βαθύ. Εσύ δίπλα μου με παρατηρείς. Το ξέρω κι ας κοιμάμαι.
Η πόλη, μας δίνεται σιγά, σιγά. Τα πόδια αρχίζουν και πονάνε. Ώρες ατέλειωτες καταγράφονται στους δρόμους της. Φαγητά στο πόδι. Καταπίνω εικόνες. Φουσκώνω την κοιλιά μου με βλέμματα καταλανών και τα χωνεύω πίνοντας λίγο από το αίμα τους. Σαγράδα Φαμίλια η κατασκευή της λένε πως θα τελειώσει το 2030.Εχει ξεκινήσει από το 1882.Οι κολώνες που στηρίζουν το εσωτερικό του ναού μοιάζουν με δέντρα σεκόγιας.
Ανεβοκατεβαίνω δρόμους και μουσεία. Καμπαναριά και σκάλες σπιτιών που εκτίθενται σαν γυαλισμένα ψαροκόκαλα. Ανεβοκατεβαίνω λόφους και παραλίες. Μια συνεχόμενη κίνηση. Σταματάω μόνο μεθυσμένη, κάτω από την λιπαρή υγρασία που αφήνει ο νότος στην τελευταία στάση του μετρό.
Ο κόσμος εκπνέει μια αίολη καθημερινότητα από τα ρουθούνια και πιπιλάει μια χρωματιστή αφηρημάδα που την παίρνω, όταν την πετάει στο τασάκι, και την φοράω για κασκόλ. Τις νύχτες βάζει μια ψύχρα. Πάντα η ψύχρα είναι η ίδια παντού. Πλατεία Jaume.Με μια ζαλάδα από τις πάμπολλες σαγκρίες χωνόμαστε όσο πιο βαθιά γίνεται στο μετρό. Ένα ζεστό μπάνιο μας περιμένει και μια αγκαλιά ύπνου μέχρι αργά το άλλο μεσημέρι.

Η ώρα είναι 12 και μισή. Μια ώρα πίσω ακόμα από την ώρα πίσω που άφησα την Κυριακή τα ξημερώματα στην Αθήνα. Ζέστη. Κοντομάνικα και μια υγρασία ελαφριά σαν παμπάλαιο σάλι γυναίκας που μου ανατριχιάζει το σώμα. Καλοκαίρι ακόμα στο Guel park.30 βαθμοί. Πανηγύρι. Νότος εδώ βλέπεις. Γεύση από γρανίτα λεμόνι. Μουσικές ξενικές. Κόσμος από τα πέρατα της γης. Χιλιάδες γλώσσες .Με ρωτάς αν μπορώ να μαντέψω σε πόσα λεπτά τρελάθηκαν οι άνθρωποι στον πύργο της Βαβέλ. Κι εμείς που μιλάμε την ίδια γλώσσα καταλαβαινόμαστε άραγε; Μπερδεμένα πράγματα και το καλοκαίρι, κοίτα να δεις που γαντζώθηκε στα πλευρά του χειμώνα και δεν λέει να φύγει.

Αποχαιρετάμε την Βαρκελώνη με ένα ποτήρι θολής σαγκρίας. Placa del rei. Ώρα τοπική 11:14. Μια συστάδα φοιτητών μαζεμένη στα σκαλιά του μουσείου ιστορίας. Ένας τύπος με κιθάρα και σγουρά μαύρα μαλλιά τραγουδά ισπανικά τραγούδια. Ο σενεγαλέζος σερβιτόρος διασχίζει το δρόμο σαν να περπατάει πάνω σε ένα αόρατο σχοινί. Πλησιάζοντας παρατηρώ πως ισορροπεί τα ποτήρια της μπύρας στο κεφάλι του. Του δίνω κι εγώ μια παραγγελία. Κάποια από τα παιδιά στα σκαλιά καπνίζουν αλγερινό χόρτο. Ξαπλώνουν κατάχαμα σε slow motion κοιτώντας το φεγγάρι που αλήθεια τώρα, εδώ μοιάζει να είναι κρεμασμένο ανάποδα. Έρχονται και κάποιοι με κρουστά. Αλλάζει ο ρυθμός. Αλεγκρία.Το κρασί κατεβαίνει πιο εύκολα. Σχεδόν σαν αίμα εισχωρεί βαθιά. Και είναι όλα τόσο αλλού όπως ήταν όταν τα αντάμωνα την πρώτη φορά.

Ωραίος που είναι ο κόσμος όταν γυρνάς την γη εδώ κι εκεί.