Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2007

LoNe StaR


Ένα τρένο σαν τεντωμένο βέλος κατευθύνεται στην καρδιά μιας πόλης κοντά στον βορρά. Ένα αθόρυβο φιδάκι φώλιασε στο βάθος της καρδιάς μου.
Τρία μηνύματα και μια χαμένη κλήση με πολλά αστεράκια. Όσο πιο μακριά πηγαίνεις τόσο βρίσκεις τόπους να πηγαίνεις πιο μακριά. Άσε με να’ ρθω σε σένα. Το φεστιβάλ είναι γιορτή και φέτος. Κυριακή βράδυ η Εγνατία άδεια. Τρέχω στη μέση του δρόμου με ένα μπουκάλι νερό κι ένα κρουασάν σε μια σακούλα. Τρέχω γιατί ένας τρελός με κίτρινα μούσια και μια μπύρα στο χέρι με κυνηγάει φωνάζοντας πως είμαι σαν μέλισσα. Γελάω δυνατά. Λαχανιασμένη τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ μέχρι την πόρτα του ξενοδοχείου. Ώρα 2 το ξημέρωμα.
Το φεστιβάλ είναι γιορτή. Κολλάω αυτοκόλλητα σε σχήμα αστεριών στα δαχτυλά μου και τρέχω να σε βρω. Και σε βρίσκω. Και από την ώρα εκείνη την πρωινή που αγκαλιαζόμαστε απέναντι από τον χιονισμένο Όλυμπο δεν χωρίζουμε ποτέ. Παρά μόνο για να κοιμηθούμε. Παίρνω εικόνες από δω και από κει, στα χαμένα, για να τις επιστρέψω πίσω δείχνοντας τες. Πως να σώσεις το μυαλό σου όταν στο παίρνουν όσα στο προστατεύουν;
Σε ευχαριστώ που ήσουνα δίπλα μου σαν να ήσουνα μια ζωή εκεί .Ήθελα να σου πω ότι τα μάτια σου μοιάζουν σαν γαλάζιες παγίδες φωτός. Και τα μικρά φιλιά σου κάθε πρωί σαν διακεκομμένες γραμμές, ξεχασμένων προορισμών. Γιορτή στο λιμάνι και στα μαγαζιά. Μέσα μου όμως κάνουν έργα. Θόρυβος δυνατός,θαρρείς και προσπαθούν να πάρουν μπρος τα σύννεφα. Γκρεμίζεται ο παλιός μου κόσμος. Έδωσα άδεια και στην ψυχή μου. Την βαρέθηκα πια. Δεν έδενε με τον τύπο της συνθετικής σου ευτυχίας. Πέταξα και το νυστέρι στην τουαλέτα ενός νοσοκομείου. Δεν μου χρειάζεται πια. Ούτε εσύ. Ούτε εγώ. Μόνο λευκό κρασί και τα ζεστά της χέρια.John Sayles.Gruz 200/Cargo 200// Αλεξέι Μπαλαμπάνοφ.
Κατάπια μια σειρά ταινίες. Δύο μόνο έφερα πίσω μαζί μου. Επιστάτης νεκρών / Ιλιάν Σιμεόνοφ.Η μυστική ζωή των λέξεων / Ισαμπέλ Κοϊσέτ.Το φεστιβάλ καλύτερο από πέρυσι. Αλλά όχι καλό. Σκοτάδια .Σειρές από μπλε και κόκκινα καθίσματα. Ο σκηνοθέτης θα μιλήσει στο τέλος της παράστασης. Λάθος υπότιτλοι .Δεν έχουμε εισιτήρια για αυτό το έργο. Πότε θα σε δω; Κοιμήθηκα και ξύπνησα από τα χειροκροτήματα. Να έρθω στην προβλήτα να σε βρω μετά την ταινία; Δεν με αφήνουν να μπω. Πάρε με εσύ όταν βγεις. Θα είμαι αποθήκη Γ. Αύριο κατά τις δέκα θα είμαι στο μαγαζί θα έρθεις για καφέ; 11 έξω από το Ολύμπιον. Θα κρατάω ένα χρυσό κροκόδειλο. Πρόλαβα, αλλά έκατσα στα σκαλάκια. Τον αγαπώ. Μόλις άφησα την Α στην Τσιμισκή.Je vous embrasse!Είμαστε μαζί στην έκθεση του Plossu στο λιμάνι. Πίνω καφέ και κοιτάω καμιά ταινία για αύριο. Θα τα πούμε το βράδυ στο Sante. Μετεωρίζομαι.3-4 ώρες ύπνο κάθε μέρα. Ξεχνάω να φάω. Τα παντελόνια μου πέφτουν πάλι. Βάλε κανα κιλό μου λες .Θα βάλω σου λέω, όταν θυμηθώ που πέταξα την ψυχή μου. Κάθε πρωί που ξυπνάω νοιώθω ότι βγάζω το σβέρκο μου από την γκιλοτίνα. Καταραμένα μαξιλάρια ξενοδοχείων. Με κάνετε να κρεμάω το λαιμό μου σαν ακρωτηριασμένο φάντασμα. Παγωνιά. Γνωστές φάτσες από δω κι από κει. Κάποιες με χαιρετάνε. Κασκόλ,γάντια. Μια φορά μόνο πέτυχα βροχή και αέρα τόσο, που μου γύρισε την ομπρέλα 10 φορές. Την έσπασε στο τέλος και έγινα μούσκεμα. Βήχας, συνάχι,δέκατα. Γνωριμίες. Ένας κρυφός έρωτας σαν ξεκούδουνο όνειρο. Μια κοπέλα με περίμενε καιρό και με είδε. Μια μπαγιάτικη έκλειψη σελήνης και κοντά στα τελειώματα εσύ που έρχεσαι και μένεις δίπλα μου ξανά. Κοιμόμαστε κάτω από το ίδιο ταβάνι. Κλαις στον ύπνο σου και γω σε σκουντάω. Την Πέμπτη που με πέταξες στα βράχια είδα τα φτερά του Μιχαήλ. Του είπα πως δεν αντέχω άλλο. Περιμένω τώρα να πάρει μια απόφαση. Το να ζεις με φαντάσματα απαιτεί μοναχικότητα. Πέθανα εδώ και πολλά χρόνια. Λάθος μου που γύρισα πίσω.Σκόρπια σύννεφα / Μίκιο Ναρούσε.
Το φεστιβάλ κλείνει σαν γιορτή. Πυρετός. Τελευταία φιλιά. Άσε με να χορτάσω τα μάτια μου με ότι απέμεινε.

Στην επιστροφή με το τρένο το μόνο που θυμάμαι είναι ο πυρετός μου,δύο όμορφα κορίτσια και μια σελήνη κίτρινη σαν ψίχα χαλασμένου μήλου. Νοιώθω σα να τελείωσε μου λες η πενταήμερη. Το κρύωμα σταθερό κι ο βήχας βελτιώθηκε αισθητά. Το βέιπορ άξιον έγινε η φυσική μου γεύση. Φλερτάρω με τα depon σου. Όπου να ναι θα χτυπήσω ένα. Τον αγαπάς ακόμα;Λίγο πριν μπεις στην τελετή λήξης ρίξε μια ματιά στο φεγγάρι και θυμήσου αυτό που φωτογραφίζαμε την τελευταία μέρα μέχρι να τελειώσουμε το φιλμ μας, «Έχουμε πεθάνει και δεν μας το λέει κανείς».

Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007

ΕλΑύΝω


3.2.1** Ελαύνω στην ανηφόρα του Θερμαϊκού. Ο χρόνος μετράει από τώρα.

3.2.1**Δεν ζητιανεύω τίποτε ξανά. Από πότε ρε η αγάπη έγινε ελεημοσύνη; Ελαχιστοποιώ την δαπάνη της. Σε καλάθια παζαριού εγώ δεν την βγάζω για να την πουλήσω. Ελαύνω.

3.2.1** Μια ελαφράδα στο σώμα και στο νου με έχει ευνοήσει τις τελευταίες μέρες. Κι έτσι ακριβώς ανεβαίνω πάνω. Με αυτή την ελαφράδα και ένα μπλε ηλεκτρίκ πουλόβερ. Ίσως φέρω και το μπούστο της νύχτας μαζί.

3.2.1** Έβγαλα την ζώνη του Ωρίωνα στο αριστερό μου μάγουλο. Δεν θα το πιστέψεις. Χάρηκα τόσο που μάτωσα.
Κι ένα μόνο χέρι να είχα θα ερχόμουνα να σε βρω και να σε αγκαλιάσω με αυτό.

3.2.1** Ο λευκός πύργος μέσα από υδρατμούς, σαν μια άλλη πυθία, με καρτερεί με ξεδιπλωμένο χρησμό.

3.2.1** Η πόλη θα κάνει πάλι το ίδιο όπως κάθε φορά που με συναντά τέτοια εποχή. Θα με περιμένει στο πιο παλιό της στενοσόκακο με το τσιγάρο στα χείλη. Θα μου φωνάξει με ότι πιο πρόστυχο βρει. Όταν κάποτε γυρίσω και την κοιτάξω, εκείνη θα σβήσει το τσιγάρο της. Οι ματιές μας θα διασταυρωθούν. Θα κοιταχτούμε ώρα και όταν καταλάβω ότι με ένιωσε, πιο ξεσηκωμένη από ποτέ, θα χωθώ μέσα της με οποιονδήποτε τρόπο,αρκεί να είναι ο δικός μου.

3.2.1**Με το πρόγραμμα των ταινιών στο χέρι σημειώνω ότι με ακουμπά. Αφήνω κόκκινους κύκλους γύρω από τίτλους με γεύση εντοσθίων και καταπιεσμένης άχνας.Θα με κεράσεις κι ένα "Βαλς για έναν μεθυσμένο άγγελο";
Bliss λένε το σημείο εκκίνησης μου φέτος και η μικρή archive ξέρει να σας πει για αυτό. Δικό της είναι άλλωστε.



3.2.1** Είμαι ένας μικρός τυφώνας. Τα μαλλιά μου, μισά πια, έμειναν να με οδηγούν με το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια πίσω, μήπως και σε δουν. Αφού ξέρω πως με ακολουθείς παντού. Ακόμα τραβάς τα ξεσκίδια μου σαν λυσσασμένο σκυλί.
Βγάζω το σπαθί από την θήκη. Μην τολμήσεις να πλησιάσεις. Θα σε ξεκοιλιάσω. Γεμάτη τρύπιο δέρμα με άφησες. Τράβα.

3.2.1** Τα απογεύματα θα είμαι στα συννεφοχώραφα του Βορρά και θα παρατηρώ τα σύννεφα και τις εναλλαγές των χρωμάτων. Θα μυρίζω ξανά σελιλόιντ και κλειστή αίθουσα και θα έχω στα τσίνορα αποσπάσματα ταινιών να γυαλίζουν σαν δάκρυα.
Θα φοράω το κόκκινο σκουφί και θα κρύψω μέσα του ένα κομμάτι από την συνθετική σου ευτυχία .Και το βράδυ...όταν θα γλιστράν οι σόλες στις προβλήτες και το φως θα γίνεται γαλακτώδες,όταν η υγρασία θα τρυπώνει μέσα από τις πληγές, τότε θα χαμηλώνουν τα άστρα να με δουν μαζί με τα μαύρα νυχτερινά σύννεφα και γω με το νυστέρι στην παλάμη θα κόβω τον καρπό τους για να στον φέρω πίσω να τον δεις.

3.2.1** Εκφυλίζομαι από τον πόνο. Όλοι εμείς που λεγόμαστε άνθρωποι. Εκφυλιζόμαστε από τον πόνο. Γδέρνω με τα τακούνια μου την ράχη της γης και φτύνω τα μούτρα του ουρανού. Έτσι, γιατί τράκαρα με τα όρια μου. Και φτάνει τόσο.

3.2.1** Ελαύνω ρε!

Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2007

iN bLAcK


Η νύχτα μεγάλωσε το μαύρο της σημείο, σε πιο μαύρο ακόμα. Το γάλα έληξε σήμερα. Η πόλη αδειάζει κάθε βράδυ. Τα σύννεφα σαν στοιχειωμένα και βγαλμένα από τρομαχτικό παραμύθι ακουμπάνε τον γυμνό σβέρκο μου. Κάθε βράδυ.
Σαν μπήκε και το υπόλοιπο σώμα του χειμώνα τα καλοριφέρ άρχισαν να γουργουρίζουν. Τα θέλω μου, χωρίς σωματική γεωγραφία καίνε το πρόσωπο τους στον καθρέφτη του μπάνιου μου. Μύρισε καμένο λάστιχο. Ερωτεύτηκα πάλι την Χιονάτη και διαβάζω για αυτήν κάθε βράδυ. Μου θυμίζει πολύ τα κορίτσια που φόνευσα. Αλήθεια είναι. Πριν χρόνια σκότωσα δύο κορίτσια με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια...η μια καθότανε στον καναπέ του σπιτιού μου κάθε βράδυ και η άλλη μπαινόβγαινε στα όνειρα που ύφαινα και τα έκαιγε! Την μία την έλεγαν μιζέρια και την άλλη θλίψη. Με είχαν τόσο ερωτευτεί που με ανάγκασαν να τους αποδείξω αυτό που τόσο αγαπούσανε να ακούνε από μένα. Πως δηλαδή μπορούμε να κάνουμε τα πάντα μόνο και μόνο επειδή είμαστε φτιαγμένοι από αστερόσκονη. Ναι, τα πάντα.

Μέσα από παλιά χρυσοκόκκινα μυστικά και βλέμματα με σπασμένα αγγεία αγκαλιάζω τον χαμένο μου εαυτό. Κάνεις δεν είχε ποτέ την υπομονή να λύσει τους κόμπους μου. Γέμισα με σαβούρα υποσχέσεων και σπασμένων γυάλινων χαδιών. Να ήξερες μόνο πόσο με κόβουν και με ματώνουν. Κάθε βράδυ κι άλλη εγχείρηση. Στο κάτω υπόγειο όμως υπάρχουν, καλά φυλαγμένα, τα παλιά μου κομμάτια. Όλοι μας τα έχουμε φυλάξει καλά κάπου, για να μην τα χαλάσει η υγρασία. Άλλοι κάποτε γεμάτοι μίσος και τρέλα τα καίμε,άλλοι μουδιασμένοι από τον πόνο του μισεμού,τα ξεχνάμε. Όπου και αν έχεις τα παλιά κομμάτια σου, ποτέ δεν θα είσαι καθαρός. Υπάρχουν πάντα μικρά θραύσματα που έχουν κολλήσει μέσα σου. Όλες αυτές οι μικρές εγχειρήσεις.Κι έτσι κάθε που αλλάζει ο καιρός τραβάνε τα μέσα μας ράμματα.
Προσπαθώ να ακουμπήσω την ύπαρξη σου. Να αφήσω γλυκιές λέξεις στον αυχένα σου και να πιω όλο το μαύρο σου ζουμί. Βαρέθηκα να πασπαλίζω με χρυσόσκονη τους διαβόλους της καθημερινότητας για να μπορώ μετά να τους φλερτάρω.
Μην απλώσεις τ' ασπρόρουχα, θα βρέχει όλη νύχτα. Σπρώξε τον χειμώνα κι άλλο. Να μπει μέσα για τα καλά. Να φάει,να χορτάσει,να ξεκουραστεί και όταν κοιμηθεί, άσε με να σέρνομαι στα πατώματα μέχρι να πιάσω το μεσοφόρι της πρώτης ανοιξιάτικης ηλιαχτίδας. Θα σέρνομαι αργά, βασανιστικά μέχρι να δω τς γάμπες της άνοιξης. Και κάθε νύχτα που ο Δίας θα μου πατάει την σπονδυλική μου στήλη θα ξεσκεπάζομαι και θα περιμένω τις πυγολαμπίδες κολλώντας το πρόσωπο μου στο τζάμι της κρεβατοκάμαρας.
Κόλλησα σε μαύρο φόντο. Κόλλησα με το εξαίσιο ντεκολτέ της νύχτας. Κόλλησα με το άρωμα της Χιονάτης. Την ακολουθώ κρυφά στο μαγεμένο δάσος. Παράλληλα φτιάχνω την βαλίτσα μου και ψάχνω εκείνο το τρένο που έχασα στο χτεσινό μου όνειρο. Εκείνο με τα φωτισμένα παράθυρα που θα με ανεβάσει θαυματουργά στην ανηφόρα του Θερμαϊκού και φέτος. Σε εκείνη την πόλη που όταν φυσάει βγαίνει η θάλασσα στον δρόμο και φτάνει μέχρι τα καφενεία της Τούμπας και της Σταυρούπολης. Μισή σκοτάδι μισή φως θα ανέβω. Θα κρατάω Ιώδιο και βαμβάκι και στην τσέπη βαθιά ένα νυστέρι. Θα σε δεχτώ και έπειτα θα απορρίψω όλα όσα με κάνουν μισή. Προετοιμάζομαι να σκίσω τα σπλάχνα των άστρων. Προετοιμάζομαι, γιατί πρέπει να φορέσω και πάλι εκείνο τον γαλαξία στον λαιμό μου,σαν μεταξωτή εσάρπα. Μέσα από τους διαδρόμους των λέξεων θα φέρω την πάνω πόλη μέχρι το μελάνι των σκέψεων. Μαζεύω σύννεφα για να σου στείλω να χαρείς.

Άγνωστη λέξη ο κορεσμός στην αγάπη!

Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007

17:37 μ.Μ


Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται, κι ο νους μου απ’ την αγάπη δε συμμαζώνεται.
17:37.Τέτοια ώρα τα συννεφοχώραφα του ουρανού είναι χάρμα οφθαλμών. Έχουν μαζί με το γαλάζιο και το λευκό μια ξεθωριασμένη πορφύρα που μοιάζει από μακριά με κουρελιασμένο στρίφωμα. Σιχαίνομαι την πορφύρα .Μου φαντάζει πολύ αλαζονική και πρόστυχη. Μου καίει τις κάτω βλεφαρίδες και κάνει τα μάτια μου να δακρύζουν. Ευτυχώς σκοτεινιάζει γρήγορα και το πορφυρό τελείωμα υποτροπιάζει και γίνεται ένα μαβί, όχι σαπφείρινο, αλλά ένα μαβί μουδιασμένου συκωτιού. Στο ραδιόφωνο ένα δημοτικό τραγούδι κατευθύνει τις εκτροχιασμένες μου σκέψεις. Θραύσματα εικόνων σπάνε τα τζάμια του παρμπρίζ και καρφώνονται βίαια στην πρησμένη μου καρδιά.
Έβγα να σε δω, να παρηγορηθώ.
Δεν ξέχασα τα φωνήεντα και τα σύμφωνα που κρέμονται στα χείλη σου και σχηματίζουν λέξεις δικές μου. Δεν ξέχασα πόσο πολύ θα ήθελες να καθόμασταν στον πάγκο της κουζίνας,να πίνουμε γάλα φτιάχνοντας τεράστια μουστάκια γύρω από τα χείλη μας και γλείφοντας τα να σκάμε στα γέλια. Τίποτα δεν ξέχασα. Απλά δεν ξέρω αν αλήθεια θα τα ζήσω.
Τέσσερα πορτοκάλια, τα δυο σαπίσανε. Ήρθα για να σε πάρω και δε μ’ αφήσανε.
Τελικά μου αρέσει να χαζεύω τις γυναίκες αράχνες. Αυτές με τα ψηλά, λιγνά πόδια που θαρρείς πως αν περπατήσουν πάνω σου θα σε γεμίσουν με μυστικά ιστών και πεθαμένων θηραμάτων. Πλησίασες χτες πίσω από τον ώμο μου. Και καθώς ένιωθα το περίγραμμα σου να κερδίζει σε όγκο βάρυναν τα φρύδια μου και ένας μικρός θυμός κρεμάστηκε εκεί πάνω. Μου χάιδεψες το κεφάλι και τα χέρια σου κατέβηκαν μέχρι τον ώμο. Ευτυχώς τα φτερά μου σε τρόμαξαν και έφυγες τρέχοντας. Σαν γαζέλα μπροστά στον κίνδυνο.

..κι ο νους μου απ’ την αγάπη δε συμμαζώνεται.
Έβγα να σε δω, έβγα να σε δω.....

Αργεί ακόμα η άφιξή σου στην τεράστια αυτή πόλη. Αργεί ακόμα η αγκαλιά σου. Η δικιά μου όλο μεγαλώνει και όλο κερδίζει σε χώρους. Στέκεσαι στην άκρη του γκρεμού της σκέψης μου. Σε κρατάω όπως κρατάει η νύχτα τα φώτα στους δρόμους αναμμένα. Όπως η αγωνία τον ρυθμό που κόβει την ανάσα σε μικρά αποσπάσματα ύπαρξης .Αν ήμουνα μάγος θα σε είχα καταφέρει. Θα σε έβγαζα μέσα από το καπέλο μου και θα σε έβαζα αντιμέτωπο με την ζωή που θα θελα να ζήσω. Αν ήμουνα μάγος δεν θα έβγαζα μόνο χάρτες από τον σβέρκο μου, αλλά ολόκληρα ταξίδια με μας μέσα τους. Δεν είμαι μάγος. Είμαι κάποιος που περιμένει κάτι να συμβεί κοιτώντας τα συννεφοχώραφα του ουρανού. Εκεί γύρω στις 17:37,επιστρεφοντας με μια πορφύρα να του καίει τις κάτω βλεφαρίδες και μια λαχτάρα, που μοιάζει με ζωή διπλή αμπαλαρισμένη σε ένα μικρό πακέτο, δίπλα στο κάθισμα του συνοδηγού.
Υπάρχουν κάποιες στιγμές που θα προτιμούσα να κρατάω τον κόσμο στην πλάτη μου παρά να ζω με την απουσία σου σαν έρπη τυλιγμένο πάνω μου.
Το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα.Το φεγγάρι κάνει κύκλο στης αγάπης μου τον κήπο.
Είναι από τα βράδια που στάζουν σαν κεχριμπαρένιες πέτρες κομπολογιού. Φλερτάρω τη νύχτα χρόνια τώρα. Γουστάρω το μαύρο της.Με καλύπτει.Αναπνέω καλύτερα τη νύχτα,σκέφτομαι καλύτερα,υπάρχω καλύτερα μέσα της
.
Που πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι, μέσα στις γαλβανιζέ κοιλιές των αυτοκινήτων τους. Μου έρχεται η επιθυμία να τους ρωτήσω έναν, έναν. Μόνο εσύ δεν έρχεσαι πια.
Με βασανίζεις. Και εγώ εσένα.
Ποιος θα αντέξει περισσότερο
;