Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2009

πΑύΣη


Αν είσαι έξω κοίτα τα σύννεφα. Μοιάζουν σαν ατόφια βαμβάκια. Και μείς από κάτω τους πληγές ανοιχτές.Παύση.

Με καίνε τα μάτια μου. Μακάρι να μπορούσα να τα βγάλω για να ανακουφιστώ. Μια ολόκληρη εβδομάδα μέσα σε αίθουσες. Ξεχάστηκα σαν κάποιος να με έχασε εκεί μέσα και να μην με αναζήτησε ποτέ, παρά μόνο ένα βράδυ στα κλεφτά. Νύχτες πρεμιέρας. Χωρίς εσένα. Παύση. Και μετά στα σκοτεινά ρούφαγα όλο το μαύρο ζουμί της νύχτας και έφτυνα τα άστρα σαν κουκούτσια. Για να μην τα καταπιώ και μου ξεσκίσουν τα σωθικά. Κάποιες νύχτες έβρεξε κι ήταν ωραία γιατί μούσκεψα κι έκλαψα μαζί. Μα κανείς δεν το πήρε χαμπάρι. Παύση.

Κρυώνω. Παύση. Είναι η εποχή κάποιου άλλου αυτή. Είναι το σώμα και ο πόνος κάποιου άλλου. Ο δικός μου εαυτός σαν συρρικνωμένος γαλαξίας χάνεται στο άπειρο. Ατυχήματα. Ξαφνικά τα προκαλώ. Ευαγγελισμός. Παρασκευή ξημερώματα. Πονάω. Πονάω πολύ και κρατώντας μια ακτινογραφία στο χέρι βλέπω τους ανθρώπους γύρω θολούς και πράσινους. Όλα είναι πράσινα. Ο πόνος σου αλλάζει χρώματα. Εσύ δεν έχεις ιδέα. Ούτε γω. Εκεί το κατάλαβα. Παύση.

Αυτός που αγαπάει επικυρώνει. Ψάχνει κάτω από τις λέξεις, τις παύσεις, τα σήματα κι έρχεται. Ότι ώρα και να΄ναι. Μπαίνει σε ένα ταξί κι έρχεται, σε ένα τρένο σε ένα αεροπλάνο κι έρχεται. Ζητάει συγνώμη που άργησε και κοιμίζει τον άλλον στην αγκαλιά του. Αυτός που αγαπάει ξεπαγιάζει περιμένοντας κάτω από τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας αυτού που αγαπάει και κάνει τα πάντα για να μην αφήσει τον άλλον να κοιμηθεί πληγωμένος. Πάντα έρχεται μέσα από την παύση του άλλου, αυτού που τον φωνάζει άηχα. Αλλά αυτός που αγαπάει δεν αποσυντίθεται. Παύση. Σου είχα γράψει κάποτε την διεύθυνση μου. Παύση.

Ξαπλώνω στο πάτωμα. Πονάω. Μια ζαρωμένη ημικρανία τεντώνεται στο δεξί μέρος του κρανίου μου και ρίχνει βροντές. Έχω ζήσει, σκέφτομαι. Έχω κάνει τόσους γύρους και θέλω να μείνω λίγο ακίνητη μαζί σου. Παύση.

Μπαίνει ο Οκτώβρης σε λίγο και συ ακόμα να καταλάβεις τι ζητάω. Μπερδεύτηκαν όλα κι έγιναν σαν κι εκείνη την πράσινη ακτινογραφία. Και εκείνη η αγκαλιά έγινε παύση. Αλλά ξέρεις καλά πως η μουσική καθορίζεται από τις παύσεις ανάμεσα στις νότες.
Παύση.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 14, 2009

ΠαΡεΝθΕσΗ


Φθινοπώριασε ξαφνικά και η κοιλιά μου πρήστηκε από μια μεγάλη επιθυμία. Να σε αγκάλιαζα. Και πάλι οι μεραρχίες των σύννεφων σαν φτερωτά κασκόλ καμπαρέ από πάνω μου. Κρεμάω στα μαλλιά μου μανταλάκια και μυρίζω τον αέρα. Φέρνει μυρωδιά από φόβους και σαπίλα νεκρών ζώων. Φέρνει αρώματα χοντρών γυναικών που αντιγράφουν συνέχεια στιχάκια και αποσπάσματα ωραίων λέξεων νομίζοντας πως έτσι θα γίνουν πιο ελκυστικές. Φέρνει εσένα και την ψυχρή ανάσα σου. Την τελευταία φορά που ξάπλωσες στον ώμο μού άνοιξες ολόκληρη τρύπα.

Οι άνθρωποι που γνωρίζω πολλαπλασιάζονται και η σιωπή μου φτάνει ως το άπειρο όταν με ρωτάνε αν είμαι από δω ή από αλλού. Δεν απαντώ ποτέ. Γυρνάω μόνο το βλέμμα μου στην δύση και ψάχνω τάχαμου κάτι να βρω.
Ο κόσμος μου κατοικείται και πάλι από μορφές αλλόκοτες και μικρούς πολύχρωμους λεκέδες που εμφανίζονται ,μόνο όταν φεύγεις. Οι βόλτες μου περιεκτικές. Δυο τρεις κουβέντες για μένα και για σένα και όλα τα άλλα καλά κλειδωμένα στον τελευταίο φρονιμίτη μου. Πέφτει μια άσπλαχνη δυνατή βροχή. Παρασκευή βράδυ. Τρέχουμε μέσα της χωρίς ομπρελά. Μούσκεμα, ξεκλειδώνουμε τα αυτοκίνητα μας ουρλιάζοντας από ευτυχία και μετά χωρίζουμε τουρτουρίζοντας. Είχα καιρό να χαλάσω το σχήμα μου από βροχή δυνατή.
Τα Σαββατοκύριακα σε κουμπώνω πάνω μου και βυθιζόμαστε σε μια βαθυσκάφη παρένθεση. Κάθε φορά που βγαίνω από αυτή, ο κόσμος μου φαίνεται χειρότερος. Τα αυτοκίνητα πιο πολλά και ο ουρανός φερμένος από αλλού. Τα σχήματα έξω πιο αιχμηρά και το φως της μέρας σαν πνευμόνι φθισικού. Αηδιάζω. Και τότε είναι που παίρνω τα πιο βαριά μου ρίσκα και πάντοτε κερδίζω.

Φθινοπώριασε και ακόμα να ξεφλουδίσω. Τα πόδια μου είναι πάντα κρύα και πολλές αμφιβολίες έχουν διατυπωθεί και για την καρδιά μου. Αδιαφορώ. Και συνεχίζω να περιπλανιέμαι ανάμεσα σε δύο κόσμους αμέριμνη. Ο ένας είναι νεκρός από καιρό κι ό άλλος αδύναμος να γεννηθεί.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009

ΣεΠτΕμΒρΙαΝή ΕυΤυΧίΑ


Ο Σεπτέμβρης περπατά απαλά μην και τυχόν πατήσει τα απομεινάρια του καλοκαιριού.
Γενέθλιος μήνας. Μου προσθέτει αφηρημένα μικρές ρυτίδες παντού. Τον αγαπάω όμως, όπως αγαπάω και την πρόσθεση. Και η ζωή συνεχίζεται σαν δημοτικό τραγούδι με αγριευτικό δεκαπεντασύλλαβο. Και η θάλασσα μουρμουρίζει στα αυτιά μου διάφορα καθώς ξαπλώνω ανάσκελα πάνω της. Και οι σόλες μου ακόμα αφήνουν άμμο στο παρκέ και τα βότσαλα ακόμα ζεσταίνουν την πλάτη μου. Και ο ήλιος καίει τις πατούσες μου ανελέητα καθώς οι εκδρομές με παίρνουν από το χέρι σε μέρη πρωτόγνωρα. Με θάλασσα και άμμο πάντα. Με θάλασσα και άμμο, έτσι εγώ πορεύομαι.

Σεπτέμβρης. Νέα αρχή. Νέο δέρμα. Άλλος ένας χρόνος στο κάθισμα της πλάτης. Άλλο ένα ταξίδι για να κρυφτώ. Στο αεροπλάνο, πηγαίνοντας, διάβασα τον «ξυπόλητο» του Πέτρου Μπιρμπίλη και έβαλα τα κλάματα στην ιστορία με τον τίτλο «Αρτίστα». Ο αεροσυνοδός με κοίταζε επίμονα. Είχε ακριβώς τα μάτια σου. Τον ερωτεύτηκα αμέσως.
Επιστροφή στο μαύρο ξανά. Τα δέντρα πεθαμένα. Δεν αναπνέει τίποτα πια. Κι όμως παρόλο το μίσος, το θέμα ξεχάστηκε πολύ γρήγορα, όπως συμβαίνει πάντα, και η ζωή συνεχίστηκε κανονικά, όπως συμβαίνει τώρα. Αλήθεια τι άλλο πιο τρομερό πρέπει να μας κάνουν για να αποκτήσουμε πόδια και φωνή;
Τι άλλο; Να μας πληρώσουνε πολλά παραπάνω ίσως για αν βάλουμε την συνείδηση μας σε λειτουργία. Πολλά παραπάνω από ότι μας πληρώνουν για να μην την χρησιμοποιούμε.

Ευτυχώς τα ημιτόνια του Σεπτέμβρη κάνουν τον βίο πιο υποφερτό και τα πρώτα χρυσάνθεμα έχουν εμφανιστεί στις βιτρίνες των ανθοπωλείων. Ευτυχώς που θυμάμαι ακόμα την λέξη ευτυχία που με κατέκλυζε κάθε Σεπτέμβρη λόγω γενέθλιων. Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα τα φωνήεντα των κογχυλιών και οι ρυθμοί των παφλασμών στα αυτιά μου.
Σεπτέμβρης. Το πιο γλυκό fade out του αξεπέραστου καλοκαιριού μου.
Καλό μας μήνα.