Τρίτη, Φεβρουαρίου 18, 2014

FeBrUaRy FoOtAgE


Επιστρέφω σπίτι από την δουλειά με το φως του ήλιου στα μάτια. Οι βλεφαρίδες μου σαν νήματα πορτοκαλιά καίγονται άηχα κάτω από τα γυαλιά. Μεγάλωσε η μέρα ακόμα λίγο. Με περιμένει να σχολάσω και να γυρίσω σπίτι, στις μαύρες τρύπες των ματιών της Μιλού. Έξω, κάποιες βραδιές όταν γλυκαίνει το τραύμα που κρατώ στο χέρι, μου έρχεται η ανάσα της άνοιξης. Έτσι και προχθές καθώς καθόμουνα στωικά στο σαλόνι ενός πολυιατρείου περιμένοντας και βλέποντας τις πόρτες να ανοιγοκλείνουν συνεχώς, μπήκε μέσα ολόκληρη σχεδόν και με κοίταξε. Αλλάζω πόλεις και παρέες. Μια πάνω μια κάτω. Μια Αθήνα, μια Θεσσαλονίκη. Πάω με τρένα που γέρνουν σαν ζαλισμένες κάμπιες σε ατσαλάκωτες ράγες και επιστρέφω με αεροπλάνα που όλο  ξεχνούν τον αληθινό τους προορισμό και με φέρνουν πάλι πίσω. Χορεύω χωρίς σταματημό με κορίτσια που κρατούν τα χείλη τους κλειστά στα φιλιά και όλο με μαλώνουν, και ροκανίζω τη νύχτα μέχρι να συναντήσω το μεδούλι της αυγής. Στην εξέδρα του λιμανιού τα ποδήλατα μας αστράφτουν κάτω από το φως του Θερμαϊκού. Ξαπλωμένοι εκεί μέχρι την δύση θρηνούμε το όμορφο τίποτα που λέγεται ζωή. Φλεβάρης στο κρεβάτι μου ξανά. Στρώματα τσαλακωμένα από την μια μόνο πλευρά. Χαμένα φεγγάρια που τα καταπίνουν άσπλαχνα, βραδινές βάρδιες και πρωινά γεμάτα λιωμένο χρυσό. Ένα άστρο που έκλεψα από την ζώνη του Ωρίωνα μακρινό πολύ, μου κρατάει κάποιες νύχτες  συντροφιά. Το ονόμασα Alipio.Και το ερωτεύτηκα πολύ βάζοντας το ανάμεσα σε ουρανούς που κοιτάνε τον ατλαντικό ωκεανό, κάπου κοντά  στα υγρά φώτα της Λισαβόνας, και  σε τοπία μεσημεριάτικα  που οι κόμες των δέντρων μοιάζουν με σύννεφα χωρίς πράσινο αίμα. Έτσι λοιπόν, αποφάσισα στη στιγμή να του δώσω φύλο και υπόσταση, να ξυπνάω και να κοιμάμαι μαζί του σε στάση κουταλιού, μιλώντας μια ξένη γλώσσα, και  να αναπτύσσω ένα παράλληλο εικονικό σύμπαν από το οποίο μπορώ να τον δω όποτε εγώ πληκτρολογήσω. Ανταλλάσουμε φωτογραφίες και αποσπάσματα καθημερινότητας. Νομίζω ότι θα τον είχα παντρευτεί αν ζούσε στον δικό μου ουρανό.
Περνάει ο χρόνος όλο και πιο γρήγορα. Μοιάζει να κόντυνε όπως κονταίνουν στα παιδιά που μεγαλώνουν γρήγορα τα παντελόνια. Οι Λογαριασμοί έρχονται όλο και πιο γρήγορα, οι εβδομάδες μοιάζουν με βιαστικά Σαββατοκύριακα και οι μήνες με οχτάωρα αργά. Σα να άλλαξε η συχνότητα της γης και ο χρόνος από σχετικός να έγινε απόλυτος και μέρος μιας παγκόσμιας κρυφής συμφωνίας που θέλει να μας συρρικνώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Λαχανιάζω πιο γρήγορα. Μεγαλώνω ασταμάτητα. Τα σύννεφα τρέχουν με μια ταχύτητα εξωφρενική και με ζαλίζουν, τα φαγητά κρυώνουν στο τραπέζι πιο εύκολα, όλα ανοιγοκλείνουν γρήγορα σαν χαλασμένα παράθυρα που τα φυσάει ανεμοστρόβιλος.  Τα καύσιμα τελειώνουν γρηγορότερα, οι διαδρομές μικραίνουν και η δύση κρατάει όσο να πιεις ένα ποτήρι νερό. Εξαντλούμαι. Σε λίγο θα γίνω ένας γαλάζιος χαρτοπόλεμος.\

Παρ όλα αυτά ανυπομονώ για την απειροελάχιστη αυτή στιγμή της επιστροφής, που ο ήλιος θα προλάβει να κάψει τις βλεφαρίδες μου άηχα, σαν πορτοκαλί κλώστες πίσω από τα γυαλιά, ενώ εγώ θα τρέχω να προλάβω  ότι απέμεινε από αυτή την ζωή. Παίρνοντας απόφαση να ξεπεράσω τον χώρο και τον χρόνο.