Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2013

aCaPeLLa



Σε ένα μικρό γραφείο με μια λάμπα χαμηλού φωτισμού γαζώνω τις εικόνες που μου δίνουν. Μπαίνω με βροχή και όταν βγαίνω ανταμώνω με μια χλωμή ηλιοφάνεια και μια οινοπνευματί υγρασία, αλλά ποιος νοιάζεται. Ο κόσμος κυλάει σαν νευριασμένο ποτάμι. Oι μήνες μπαινοβγαίνουν,  αντιλαμβάνεσαι ότι έξω είναι μια υπέρλαμπρη μέρα, σχεδόν διάφανη θα έλεγα, και κάπου διάβασα πως ακόμα και οι ελέφαντες κλαίνε. Κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κάτι συμβαίνει με τις αισθήσεις, αλλά μάλλον παίζει ρόλο και η ηλικία που με απομακρύνει ευγενικά από αυτές. Φουσκώνω, ξεφουσκώνω ανάμεσα σε ξεχειλωμένες ώρες. Προσπαθώ να συμφιλιωθώ με ότι με αναγουλιάζει αλλά συγχρόνως  με τρέφει για να ζω. Στις σκοτεινές γωνιές της πόλης,  τον τελευταίο καιρό, πέφτω πάνω σε φυσιογνωμίες που λάμπουν, με μια ανείπωτη υγρασία στα σκέλια, αλλά μοναχικά πάντα τα εσώρουχα τους. Αδιαφορώ. Ίσως να τους λυπάμαι και λιγάκι. Το φεγγάρι κρεμασμένο, γυρτό, σαν σε χαλασμένο καρφί, παλεύει να γίνει ολόκληρο. Νομίζω πως αυτό με σαγηνεύει περισσότερο από την υγρασία των σκελιών. Μου αρέσει η αδιαφορία, μπορώ να κάνω τα πράγματα που θέλω να κάνω χωρίς να με προσέξει κανείς. Δεν έχω ανάγκη να με προσέξει κανείς. Ούτε έχω ανάγκη την προσοχή του άλλου και την αφοσίωση. Μια χαρά πορεύομαι μόνη μου από μικρή. Κάποιοι άλλοι θέλουν ένα βλέμμα συγκατάνευσης, τρυφερότητας για να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα. Εγώ πίστευα πάντα ότι η αδιαφορία διευκολύνει στην καθημερινότητα, αλλά φαίνεται δεν είναι ακριβώς έτσι. Όλα ανατρέπονται. Στην αρχή εμφανίζονται οι συνωμοσίες και μετά έρχεται κάποια έκθεση που αναιρεί τα πράγματα ή τα βάζει στην θέση τους. Το μάθαμε και ζούμε και έτσι πια. Στο ραδιόφωνο ο Μόρισον τραγουδά acapela το  Crystal Ship.Έτσι ήθελα να ζω κάποτε.
Όλα ανακατεμένα στη νύχτα Του Φλεβάρη. Η άνοδος της ασημαντότητας κοχλάζει σαν  γάλα που βράζει δίπλα από το πηγούνι μου. Λείπει από παντού το ταλέντο. Καμιά σοβαρότητα, καμιά εμπιστοσύνη στους ειδικούς. Απ έξω ο δρόμος φέρνει σπαρακτικές φωνές και ουρλιαχτά ασθενοφόρων. Ο κόσμος κάνει τα πάντα για να γυρίσει σελίδα και να που γίνεται κουραστικό να είσαι εν ενεργεία πολίτης Έλληνας. Προτιμώ να βυθίζομαι  με την εκπληκτική ευφράδεια ενός δύτη στο παχύρρευστο πορτοκαλί τίποτα παρά να δείχνω την ελληνική μου ταυτότητα.
 Κάνει ένα ωραίο κρύο τις νύχτες γεμάτο ανοιξιάτικους υπαινιγμούς. Μια ανθισμένη αμυγδαλιά στοιχειώνει, σαν παρατημένη νύφη, τις βαθιές νύχτες μου που δεν κρατάνε και πολύ σαν νύχτες. Τον νιώθω τον πόλεμο δίπλα μου που αφήνει σημάδια χωρίς όπλα και αίμα.  Όλα αλλάζουν και όλα θυμίζουν το αναπόφευκτο.
 Έτσι είναι η ζωή. Να δεις που και πάλι ο χρόνος θα κάνει την δουλειά του.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2013

ΣυΛλΕκΤιΚέΣ νΥχΤες








Είναι Φλεβάρης. Πίνω το αίμα των άστρων. Δαγκώνω με τα παιδικά μου δόντια την μαλακή τους επιφάνεια μέχρι να σπάσει και να χυθεί το αίμα τους στην γλώσσα μου. Είναι ακόμα Φλεβάρης. Έξω η βία χτυπάει στην άσφαλτο τα πόδια της. Παιδιά με πρησμένα από το ξύλο πρόσωπα παρελαύνουν από μπροστά μου.  Ποιος μου είπε ότι στην Ελλάδα δεν γίνονται βασανιστήρια; Εκατοντάδες υπεκφυγές και πιρουέτες για να μην παραδεχτούμε ότι η ελληνική κοινωνία είναι φασιστική. Στο βάθος του κήπου οι συγγενείς  αναζητούν το δίκαιο που υποτίθεται ότι χορηγεί η δημοκρατία. Μάταια. Τραβάω τα μαλλιά μου ψηλά. Ο ουρανός καθησυχαστικός  όπως πάντα από πάνω μου με εκείνο το  βαθύ σκοτάδι ή το φως. Παγάκια στο στόμα. Με κοιτάς αφηρημένος. Μου λες ότι μοιάζω με αγόρι. Στα πόδια και στα χέρια μου έχω δεκάδες μελανιές. Χτυπάω παντού, πονάω παντού κι έτσι μπορώ και θυμάμαι το σώμα μου. Κορίτσι είμαι, σου απαντώ βαριεστημένα κοιτώντας τον καβάλο σου.
Αγόρι μοιάζεις, μου ξαναλές. Πίνω την τελευταία μου γουλιά και φεύγω νευριασμένη. Κορίτσι είμαι, μουρμουρίζω και βγαίνω στη νύχτα απότομα, με μια δρασκελιά. Καταργώ μέσα μου τον χωρόχρονο που βολεύει τους φόβους και τα ηλικιακά μου συμφέροντα. Έξω ο κόσμος μοιάζει αλλιώς. Με φοβερίζει. Βράχια κοφτερά και  απόκρημνα  σαν δόντια λύκου. Στα πόδια μου ένα πευκοδάσος με τεράστια πεύκα και στο κεφάλι μου χιλιάδες άγνωστοι αστερισμοί. Τους ονομάζω όπως μου βγει τρώγοντας τα νύχια μου. Σταματάω ένα ταξί. Σταματάω μαζί και το τώρα. Το παρατηρώ. Δεν νομίζω ότι με στενεύει τόσο πια. Στο σπίτι μια παχιά ησυχία .Η Μιλού τρίβεται στα πόδια μου. Σιγοτραγουδάω, «έχω μια γάτα γκρίζα που όλο με αγαπά». Της βάζω φαί. Στην τηλεόραση διαφημιστικά μηνύματα, ανάμεσα σε βαρύγδουπες αναλύσεις και παρουσιάσεις σωτήριων σουτιέν για ανόρθωση στήθους. Πονάει ο λαιμός μου. Τόσο μπαγιάτικο ξενύχτι με καπνό  κόλλησε εκεί μέσα. Πάνε χρόνια που νιώθω  έτσι θαρρώ. Δεν βαριέσαι. Φλεβάρης ακόμα και η γεύση των άστρων με καίει γοερά. Θέλω να γίνω Μπουκόφσκι. Οι παιδικές μου εικόνες πλάι πλάι στον ενήλικο ορθολογισμό μου. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα, παρά μόνο η κίνηση .Μια φορτωμένη εσωτερική κίνηση.

Κυριακή βράδυ. Σήμερα πήγα στο μέρος που δουλεύεις να σε βρω. Είχα πάρει μια σοκολάτα με γέμιση φράουλας να σου δώσω να την τρώγαμε μαζί χωρίς να μιλάμε. Μετά θα έφευγα. Ήταν όμως μάλλον νωρίς και δεν ήσουνα ακόμα εκεί. Πήρα τον δρόμο του γυρισμού. Την έφαγα μόνη μου αναπνέοντας αργά τραυματισμένη από μια παντελώς ιδιωτική κούραση. Πάνω μου έμπαινε όλο λάβρα η άνοιξη. 
Το διαισθάνθηκα.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2013

FeBrUuM




Ξημερώματα Σαββάτου. Τίποτα ρόδινο δεν χαράζει στον ορίζοντα. Κοιτώ τα νυσταγμένα  και ακούραστα φώτα της πόλης από τον λόφο του Λυκαβηττού και αναλογίζομαι χωρίς eyeliner τους ενεστώτες του μέλλοντός μου.

Μεσημέρι Κυριακής. Φυσάει με μανία σα να θέλει να διώξει ο αέρας τα ίχνη του κόσμου όλου. Δυο στενά πιο κάτω οι Αλκυονίδες το βάζουν στα πόδια και αφήνουν το φως μοναχό να ζεματάει τον κόρφο του. Ο ουρανός γαλανός, ουσιώδης συντελεστής μιας σταλιάς αισιοδοξίας. Η απλώστρα μου κείτεται νεκρή στα κρεμ πλακάκια του μπαλκονιού και γω με τα μαλλιά στο πρόσωπο κάνω τα αδύνατα δυνατά για να μαζέψω τα πτώματα των ρούχων μου. Έξω η Κυριακή  βρωμά βενζινάδικο και  παλιές μέρες αργίες. Ο καφές ζεστός, πικρός σαν κάτι αλήθειες που όλο ξεγυμνώνουν τα σκέλια τους. Η παγωμένη γη του Φλεβάρη ετοιμάζει γεννήματα στα κρυφά και γω κάθε πρωί πάω και τσεκάρω τις κατειλημμένες θέσεις των περσινών βολβών. Από ώρα σε ώρα κάποιοι θα ξεμυτίσουν. Στο μικρό κηπάκο απέναντι μετράω 15 κόκκινα τριαντάφυλλα, τα καμαρώνω κάνοντας δημιουργικά μελαγχολικές σκέψεις και αναμένοντας στωικά το τρισχειρότερο. Συμπτωματικά είναι πάλι ιλαρό απόγευμα Κυριακής. Ο νοτιάς ουρλιάζει αξιοπρεπώς  όπως όλοι οι νοτιάδες της ζωής μας, στο τζάκι ένα πικραμένο κούτσουρο αρνείται να καεί. Αν και τα ξενύχτια μου, με αλκοόλ ή χωρίς, έχουν πολλαπλασιαστεί και  το ξημέρωμα αναπνέει  απειλητικά κοντά μου, μέσα μου εγώ θα προτιμώ συνήθως κάτι άλλο. Θα προτιμώ την συγκομιδή της βαριάς σιωπής και τα μεγάλα βράδια με τα βιβλία και τις παντόφλες, ενώ το τζάκι πάντα αναμμένο για συντρόφια θα απομονώνει την μοναξιά της νύχτας. Με πιάνουν οι έρωτες και οι μοναξιές μαζί τον μήνα αυτό. Αν και φανερά παγωμένη και συρρικνωμένη, η καρδιά μου, δεν ξεχνάει ποτέ  να  πρήζεται ελαχίστως  στους παγανιστικούς  υπαινιγμούς του μήνα αυτού που τόσο τολμώ να αγαπώ.
Νυχτώνει αλλιώς. Μια θέρμη κάνει το δέρμα μου  να ξαγρυπνά. Οι γάμπες της Άνοιξης μελαγχολούν κάτω από το άδειασμα της σελήνης, της ίδια εκείνης σελήνης, που προχθές το βράδυ καθώς βολτάριζα στο κέντρο, την είδα  κάτω από το άγαλμα της Αθηνάς στο πανεπιστήμιο, να βυθίζεται στην χαλαρή επιφάνεια του υγρού ουρανού. Και έμοιαζε λες και ένας περίεργος λαμπερός δύτης έπεφτε σε ένα νυχτερινό αλλιώτικο βυθό. Και  ξάφνου ένιωσα πως εμείς ήμασταν αυτός ο αλλιώτικος  βυθός. Εμείς η απονευρωμένη πανίδα μιας θάλασσας μυστικής και τόσο πεθαμένης.
Μου ρθε να κλάψω, αλλά το έπνιξα.

Μεσάνυχτα παρά. Η διάθεση των χωμάτων παραμένει ποιητική. Στις ειδήσεις οι στιβαροί εργολάβοι των εξουσιών στα παράθυρα και τα μπετόν. Μέχρι να μεσάσει ο μήνας θα έχω βρεθεί με αυτούς που θέλω να αγαπώ. Κι όσο ο Άγιος Βαλεντίνος θα επιβεβαιώνεται για χιλιοστή φορά με χαρμόσυνες συνουσίες και  οι σκατόφατσες των πολιτικών θα πασχίζουν να πετύχουν μια στοιχειώδη γκριμάτσα ανησυχίας η ζωή  θα συνεχίζει να  κελαηδά, και θα αναπτύσσει αρμονικά οξύμωρα τις εικόνες της  μαζί με μένα  που λέω να υπάρχω με την απόλυτη πεποίθηση της απέραντης προσφοράς.