Δευτέρα, Αυγούστου 18, 2014

AuGuSt FoOtAgE (BeSt ofF)


Και είναι ήδη Αύγουστος προχωρημένος. Η απόφαση φέτος ήταν να πάω παράλληλα με αυτό το καλοκαίρι. Έχοντας αυτό το πλάνο λοιπόν, μπαίνω στην υπόσκαφη παρένθεση των σκονισμένων Σαββατοκύριακων  και διασχίζω την εθνική οδό με μεγάλες ταχύτητες που με κάνουν να αγγίζω το τρίχωμα της σελήνης που κοιμάται στο γαλάζιο ξέπλυμα μιας άκρης ουρανού. Κι έπειτα όταν ο ήλιος ψηλώνει και απειλεί το νου, έχω ήδη φτάσει στο σωστό σημείο χ από όπου λοξοδρομώ στην πίσω πλευρά των Γερανείων όρων. Μυλοκοπή, Στέρνα, Σκάλωμα, Στραβά, Ζωηρέζα, παραλίες που μοιάζουν σα να βγήκαν από το τεχνολογικό επίτευγμα του CGI (computer general imagery).Λίγο πιο κάτω, μακριά από τα βαθιά νεροφαγώματα των κακοτράχαλων χωματόδρομων, το μυαλό μου παίζει παιχνίδια. Ο ήλιος με θρυμματίζει. Η συσκευή των ονείρων μου, σκουριασμένη από το αλάτι κάνει παράσιτα.  Φτιαγμένος από πλαστελίνη ο παντοδύναμος Γιόντα βουτά στα γαλαζωπά νερά του όρμου. Απλώνω αδιάφορα στην καυτή άμμο την πετσέτα. Δύο βράχοι ριγμένοι στην θάλασσα συνωμοτούν. Ξέρες με γλίτσα πράσινη και αχινούς. Ένα όχημα φυγής έχεις την εντύπωση ότι έχει δέσει πίσω από αυτούς τους δύο βράχους και περιμένει καρτερικά κάποιον να του βάλει μπροστά. Βουτάω με τα γυαλιά ηλίου, αντί μάσκας, και βλέπω μέσα ασβεστολιθικά φύκη τοποθετημένα αρμόνικα το ένα στο άλλο. Λίγο πιο κει η χαμένη Ατλαντίδα γεμάτη πλάσματα της δημιουργικής μου φαντασίας σκάβει μόνη της τα ερείπια της. Ο μάστερ Γιόντα, μικροσκοπικός, βγαίνει με ένα μακροβούτι σαν καλαμπόκι αλατισμένο. Του δίνω νοητά το Όσκαρ. Ο ήλιος μοιάζει τώρα με δολοφόνο χωρίς οίκτο. Στην αμμώδη παραλία καταμεσήμερο Αυγούστου κόβεις τον καύσωνα με το μαχαίρι. Κίτρινος, σαν πεπόνι ολόγιομο χωρίς κουκούτσια.
Λίμνη βουλιαγμένης, αρχαιολογικός χώρος Ηραίου. Δυο τρεις με τα καλάμια του ψαρέματος και άλλοι δυο στο ταβερνάκι. Ο ήλιος κόντρα. Στα ποτήρια μας ο πάγος λιώνει ιδρώνοντας. Στα πιάτα μας μπακαλιάρος πελαγίσιος. Επιστροφή με τραγούδι φάλτσο, τζιπ ξεσκέπαστο και μυρωδιές ρητίνης και ιωδίου. Μοσχοβολάει η διαδρομή. Η δασοκάλυψη σβήνει στους θαλάσσιους κόλπους. Σχίνα, πικροδάφνες μυρτιές και στο βάθος ο κόλπος των Αλκυονίδων. Το μικρό αστρόπλοιο του μάστερ Γιόντα μας ακολουθεί. Κλείνω προσεχτικά τον καθρέφτη του συνοδηγού.
Βράδυ με παχιά υγρασία που ιδρώνει τις λέξεις μου. Τις κάνει βαριές και ασήκωτες. Προσπαθώ να τις βάλω σε λευκά μπαλόνια, όπως στα κόμιξ, και να σου μιλήσω. Γλουπ, μπουμ, βζιιν, καρακακάκ. Κανένα νόημα. Όλα μοιάζουν ασυνάρτητα με ιδρωμένους σβέρκους και μασχάλες. Όπως εκείνο το χθεσινό όνειρο όπου μέσα του η Τ. έφτιαχνε χυμό από πεπόνι και ροδάκινα, βάζοντας τον σε μια γυάλα, γεμάτη χρυσόψαρα. Και γω καθισμένη λίγο πιο δίπλα σε  ένα παμπάλαιο καναπέ βγαλμένο από το παλιό μας σπίτι, καλυμμένο με λευκό σεντόνι, προσευχόμουν να μην τον πιει. Πλατς, σλουρπ, γκρρρ, πλαφ, τρομπ, σκρατς .Κανένα νόημα. Πάντα θα είμαστε σε διαδικασία πόνου παρά ειρήνης με τα πράγματα.Για αυτό λοιπόν η νέα συμφωνία είναι τη νύχτα που οι λέξεις μου ιδρώνουν και κόβονται να μπαίνω απαλά η με βία, στο κρησφύγετο που κανείς ποτέ δεν θα βρει. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως μοιάζει με αγκαλιά απαλή, γυμνή, χωρίς t-shirt. Με ένα νέο φυσικό περιβάλλον που φυλακίζει έναν κόσμο παράλληλο με χιλιάδες εκδοχές που θα μπορούσα να ζω. Αυτό μόνο μπορώ να πω και πως οι άνθρωποι ζούν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων.