Τετάρτη, Φεβρουαρίου 17, 2016

FeBrUaRy FoOtAgE


Με αφήνει πίσω του ο Φλεβάρης  αντίκρυ από την ολόλευκη ανθισμένη αμυγδαλιά. Την καμαρώνω  κάθε βράδυ ερχόμενη την μεγάλη ανηφόρα που οδηγεί στο σπίτι μου κοντά. Πάντα σταματώ και την κοιτάω. Την περιμένω όπως κάθε χρόνο. Ήταν πριν μισό μήνα που μέτραγα τις μέρες της μέχρι να μπουμπουκιάσει και έπειτα άλλες τόσες μέρες μέχρι να ανοίξουν οι ανθοί. Κοντοζύγωνα και κοιτούσα. Χωρίς σκέψεις  δεύτερες. Κοιτούσα και περίμενα. Άνθρωποι δίπλα μου σκυφτοί ούτε που την προσέχουν, σκυφτοί σαν ταπεινωμένοι με άδεια βλέμματα κολλημένοι σε οθόνες κινητών. Τζάμπα όλος  αυτός ο θρίαμβος των λευκών ανθών. Τζάμπα όλο αυτό το όργιο που ουρλιάζει και  όλες αυτές οι μυρωδιές που σέρνονται στα  χώματα τα βράδια. Τζάμπα όλα αυτά τα άστρα που λαμποκοπούν σαν σήματα μορς πάνω από τους κρυμμένους μας αυχένες, η ζώνη του Ωρίωνα και πάνω δεξιά ο Αλδεβαράν. Τα πάντα γίνονται τζάμπα. Μετράω τις βαθιές ρυτίδες. Δύο. Τις λευκές τρίχες. Τρεις. Τα σημάδια από τον ήλιο. Τέσσερα. Τις ρωγμές στα χέρια. Κοντά στις εκατό. Ευτυχώς που μαζί με μένα μεγαλώνει και η μέρα.Και η ελπίδα επίσης, πως ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να τελειώσει τον πόλεμο στην Συρία με ένα τηλεφώνημα θα το κάνει γιατί δεν γίνεται να χάσει αυτός ο πόλεμος άλλη μιαν άνοιξη. Παγιδευμένη  μαζί με χιλιάδες πρόσφυγες και γω  και χιλιάδες σπασμένα αγγεία, περιφέρομαι εκουσίως  με ένα ρετρό σκάφανδρο στην καθημερινή μου βόλτα στον πάτο. Στον πάτο μιας πόλης που σιχαίνομαι πια. Στον πάτο των ηλιθίων και κουρασμένων βλεμμάτων. Στον πάτο των άνευρων συζητήσεων και των απονευρωμένων μυαλών, στον πάτο των ιδεών, των αξιών και των χαμένων απολαύσεων. Στον πάτο των νερωμένων ποτών και των ανέραστων βραδύνων περιπολιών. Στον πάτο  ενός εξαντλημένου Αιγαίου πελάγους.
Δεν βλέπω την ώρα να βγω από αυτό το σκάφανδρο και να γυρίσω στην πατρίδα μου. Ναι ,στην πατρίδα μου γιατί  αυτή η χώρα που ζω δεν μου θυμίζει σε  τίποτα την πατρίδα μου.Μοιάζει με μεταλλαγμένη ντομάτα. Με πατημένο νεράντζι σε βρωμερή άσφαλτο που δεν ακουμπάνε ούτε τα πουλιά με τα ράμφη τους. Δεν είναι τίποτα πια. Κρίμα μεγάλο να εγκλωβιστεί κανείς εδώ. Κρίμα και τζάμπα μόχθος.
Ευτυχώς που υπάρχουν από πάνω μας κάποιες  μέρες  αυτοί οι ουρανοί που κατεβάζουν από το κεφάλι τους δεκάδες συνθέσεις. Πόσο με ευχαριστούν, όταν καθηλωμένη στο μεγάλο λάκκο της κίνησης  μπορώ ακόμα και βιώνω αυτή την εμπειρία. Τους παρατηρώ. Θυσανοσωρείτες  διάσπαρτοι. Μοιάζουν πολύ με μικρά κύματα σε σειρές. Συχνά σχηματίζουν και σειρές από ρυτίδες ή σχέδια σαν τους κυματισμούς που παρουσιάζει η λεπτή άμμος του βυθού κοντά στις ακτές. Έχει 20 βαθμούς. Κατεβάζω το τζάμι. Παρατηρώ τους οδηγούς. Όλοι με ένα κινητό στο αριστερό τους χέρι, πάλι σκυφτοί. Κάτι γράφουν μεταξύ πρώτης και δευτέρας, άλλοι ισιώνουν το τιμόνι μεταξύ σελφι και  χαμένων κλήσεων. Κανείς δεν είναι πια στο εδώ, κανείς στο τώρα. Τι ανήθικο .Όλη αυτή η ζωή να ξοδεύεται τζάμπα. Βγάζω το κινητό από την τσάντα μου και γω και τραβώ μια φωτογραφία το θράσος του ουρανού που συνεχίζει ακατάσχετα να δημιουργεί πριν την μεγάλη δύση .Κανείς δεν έχει αντιληφθεί τίποτα από όλα αυτά. Τζάμπα συμβαίνει.
Ξόφλησε ο κόσμος .Όλα τζάμπα.
Νομίζω πως ηττηθήκαμε.