Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 06, 2013

SePtEmBeR FoOtAge

Η πλάτη μου πονάει από το σκίσιμο των νέων φτερών που ξεπροβάλλουν και δεν είναι καθόλου μεταφορικό. Παρ όλη την πτώση μου, ξαναβγαίνουν. Πήρα νέα μορφή, νέα ρούχα και ένα νέο έρωτα δίπλα μου. Όλα αλλάζουν με πρώτη και τελευταία εσένα που επέστρεψες έτσι ξαφνικά και άφωνα στην γενέτειρα σου λόγω ασθένειας του πατέρα. Έμεινα με κάποια παλιά σου post it κολλημένα στα ημερολόγια των τελευταίων 4 χρόνων. Με δύο τρεις μπλούζες σου φορεμένες και με όλο το ζουμί του γαλακτερού γαλαξία σου στο ποτήρι του πρωινού καφέ μου. Συχνά πυκνά από τότε που έφυγες  σκάει μύτη τα βράδια εκείνος ο γνώριμος παρασιτικός φόβος σαν δαγκωματιά στο μέρος της καρδιάς. Κάποιες φορές εκεί στα σκοτεινά αποκόμματα της νύχτας ρίχνω ένα σπαραξικάρδιο κλάμα και ζηλεύω ξαφνικά τις φάλαινες που έχουν την παροχή του φυσητήρα. Αν είχα και γω θα έβγαζα με μια μικρή προσπάθεια όλο τον πόνο σε δάκρυα από κει. Και μετά μου έρχεται η λέξη διχοτόμηση και η εικόνα ενός τομαριού που το σκίζουν. Η πιο αληθινή και ολόκληρη φίλη που είχα ποτέ ήσουν και θα είσαι.
Κοιμάμαι μαζί  του. Ξυπνάω πιο νέα. Η μέρα  μικραίνει. Το φως χαμηλώνει κι άλλο στα μάτια μου. Τα σύννεφα επιστρέφουν στις γαλανές αλάνες και φτιάχνουν απίστευτα σχέδια. Κάθε βλέμμα και ένα βιβλίο ολόκληρο. Μια γλυκιά μελαγχολία που μου πάει καίει το στήθος μου. Κατεβαίνω σε εκείνα τα μεγάλα δέντρα του κήπου και χαζεύω την φορά των αστεριών. Μαζί του. Κάτι μεγαλώνει μέσα μου αλλά δεν ξέρω αν είναι συναίσθημα ή άνθρωπος. Περιμένω φτιάχνοντας μια νέα γεωγραφία καθημερινότητας με ολοκαίνουργια πρόσωπα και  στιγμές. Τι τύχη! Δεν έχω καιρό για ξόδεμα και στ’ ορκίζομαι πως αυτή την στιγμή είμαστε άπειροι.Βράδυ στο κέντρο. Λίγο μετά τα γενέθλια μου. Κάνω τζούρες υπαρξισμού. Λέει εκείνη(δεν βρίσκω την άνω τελεία στο πληκτρολόγιο) «Ήθελα να σου φέρω ένα λουλούδι για τα γενέθλια σου αλλά δεν ήταν τίποτε ανοιχτό στο δρόμο καθώς ερχόμουν και ντρέπομαι που το λέω, αλλά σταμάτησα σε ένα περίπτερο και σου πήρα ένα φακό. Ένα μικρό φακό για να φωτίζεις την ζωή σου και μετά να ρίχνεις φως  και στις δικές μας». Ήθελα να δακρύσω αλλά αντ’ αυτού τσούγκρισα το ποτήρι της.Δεν έχω και πολλά να γράψω. Ζω το τώρα. Το καταπίνω και νιώθω σαν πύθωνας που καταπίνει ολόκληρο άνθρωπο. Το φωτογραφίζω και το ταΐζω με σκέψεις. Κατασκευάζω μνήμες καινούργιες  και πολύ πιο εφαρμοστές από τις παλιές. Σβήνω το φως και κοιμάμαι. Διαδρομή δαχτύλων ξεκινά από άκρη σε άκρη. Κάνουμε μαγικά πράγματα εμείς οι άνθρωποι ακόμα κι αν έχουμε μια νύχτα στον κόσμο.Με ρωτάς , ξέρεις τι συμβαίνει όταν πεθαίνει ένα άστρο; Εξαφανίζεται;Δεν εξαφανίζεται ακριβώς, σου λέω, μετατρέπεται σε μαύρη τρύπα. Σε πελώρια μάζα απορρόφησης ενέργειας που στην αυτοκαταστροφή του κλέβει κάθε φως που  το πλησιάζει.Κι  έπειτα σκέφτομαι τις δικές μου μαύρες τρύπες, μίζερες και συρρικνωμένες, γεμάτες κακία και ξεφυσάω με δύναμη που γλύτωσα το φως μου από αυτές.
Και η ζωή συνεχίζεται στη διαπασών. Ντε και καλά να σου επιβληθεί.