Τρίτη, Ιουλίου 29, 2008

σΤη ΛέΝα


Η επάνοδος. Ηρώδειο. Ώρα μπλε. Φόρεμα μπλε. Και αναπνοή το ίδιο μπλε. Εκείνη φταίει που επανήλθε μαζί με το μπλε οξυγόνο της. Πέταξα την μάσκα. Ζέστη. Υπερβολική ζέστη. Αμηχανία. Ο ουρανός είναι στην θέση του. Κάτω διάζωμα. Τι σημασία έχει; Κλείνω τα μάτια. Ακοή οξυμένη. Τα βήματα του κόσμου που μαζεύεται. Ανοίγω τα μάτια. Καρποφόρησε το Ηρώδειο. Τα ξανακλείνω. Μετράω μέχρι το 50.Γεμίζω μπλε σκούρο και σκοτάδι. Ευαίσθητο παιδί. Προξενώ άφατο πόνο για να προασπίσω την ευαισθησία μου. Έτσι μου είχες πει. Και γω σε αγάπησα. Πολύ. Και αλήθεια δεν μπορώ να πιστέψω την προσγείωση σου ξανά στον πλανήτη μας. Ναι, τους είπα ότι και γω έχω απόκοσμη καταγωγή, αλλά παρ’ όλο τις μπλε μου βλεφαρίδες ζω μόνο εδώ πια. Και αλήθεια ο ουρανός είναι στην θέση του μαζί με την σπονδυλική μου στήλη και την πορτοκαλί σου κουβέρτα. Και ορκίζομαι πως έπεσες από εκείνο τον πλανήτη μαζί με την μουσική σου και πες στον κόσμο την αλήθεια. Μέσα στην βαλίτσα δεν υπήρχε μοναχά η κόκκινη καρφίτσα. Υπήρχαν και οι νότες σου. Και όλα αυτά που συναρμολόγησες πάνω σου και μέσα σου για να σταθείς. Και κοίτα τι πλάκα έχει, που όλοι αυτοί οι γήινοι ερμηνεύουν την εξωγήινη μουσική σου. Και κοίτα τι πλάκα που έχει, κανείς να μην ξέρει τι ακριβώς κάνει παρά να το κάνει .Γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Ένα σύννεφο σε σχήμα ψαροκόκκαλου διασχίζει τον ουρανό. Μέσα από σένα αναζητώ εμένα και όλη αυτή την πλουτώνια θλίψη που με έκανε γυναίκα. Ναι, «Γέρασες, γέρασα.» και όλο θα το παθαίνω από δω και στο εξής. Έτσι μου είπαν. Αλλά κανείς δεν πρόσεξε πόσο πολύ μου κρύψανε τις ρυτίδες τα σχεδόν οπερετικά φωνητικά του Γιάννη Παλαμίδα. Κάτω από το έντονο λαμπρό φως, χάνονται οι λεπτομέρειες. Μόνο ο ουρανός είναι στην θέση του, πάνω ακριβώς από το πιάνο σου, και τα πόδια μου, που πατούν τάχα μου, γερά στα μάρμαρα. Έκανες την αρρώστια σου τέχνη. Έκανες τον πλανήτη καταγωγής σου να φαντάζει σε μας, όπως το απέναντι φωτάκι στο υπνοδωμάτιο του γείτονα. Τόσο κοντινό. Ένιωσα ξανά. Όχι απαραίτητα ευτυχισμένη, όπως εσύ. Αλλά να, ήταν όλα μπλε και ο ουρανός στην θέση του και εσύ πάλι πίσω από εκείνο το πιάνο. Και ο Κάπα Βήτα λοξός και μόνος σαν νεφέλωμα και τα χαρούμενα κορίτσια σου που κούρδιζαν το σύμπαν μαζί με την ουρά της ψιψίνας σου. Και το Ηρώδειο γεμάτο. Και η μάσκα που πέταξα. Και τα κομμάτια που ένωσα από σένα και από μένα χτες, τότε και σήμερα, με χέρια που τρέμαν σαν αστέρια. Και κοίτα γαμώτο πόσο μικροί και σκούροι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Πόσο μικρό κορίτσι δείχνεις εσύ ακόμα. Και ας έχει το remote της κίνησης σου κάποιος άλλος. Και ας είσαι παγωμένη. Ο πλανήτης που κατάγεσαι φταίει. Καμιά τρέλα, καμιά ανισορροπία. Άκου τι λένε. Αυτά τα έκανες τέχνη. Καιρό τώρα. Πες και άλλα. Μην λες μόνο για εκείνη την κόκκινη καρφίτσα. Τραγούδα με αυτή την σπασμένη κλωστή που κρέμεται ανάμεσα στις φωνητικές χορδές και στην πλουτώνια φωνή σου. Εκθέσου. Έτσι είναι η τέχνη. Και η αλήθεια έτσι είναι. Γύμνια. Ενοχλητική αμηχανία μπροστά στη γύμνια. Να, έρχεται και ο δικός σου άνθρωπος με την ρώσικη ελεγεία στα δάχτυλα. Πιο ξένος και από τους δικούς σου. Αλλά δικός σου. Και κοίτα με τι κουράγιο η θλίψη με πατάει στα μάρμαρα και με στενεύει, καθώς ο ουρανός είναι ακόμα στην θέση του και γω ολόκληρη εδώ, εκτεθειμένη με την αφοπλιστική σου ειλικρίνεια, σε ένα παράφορο ημερολόγιο ζωής, τόσο παράφορο που με φέρνει σε αμηχανία. Και κοίτα, πόσο καλό κάνει στα κύτταρα που γέρασαν ξανά η φωνή του Παλαμίδα. Κλείνω τα μάτια. Χορεύω. Ανοίγω τα μάτια. Χορεύω ξανά. Όλα στην θέση τους. Εκτός από τον ουρανό που με άφησε ξαφνικά, μόλις τώρα, και αλήθεια δεν ξέρω αν πρέπει να σου χυμήξω για αυτό ή να σου δώσω τις φλέβες μου να τις βάλεις στις χορδές του δικού σου ουρανού. Όλοι οι ουρανοί έχουν φλέβες. Και όλοι οι άνθρωποι γκρεμούς. Τι σημασία έχει τι θα πουν όλοι αυτοί μετά. Τι σημασία έχουν όλα όσα γράφω όταν ήδη είσαι ευτυχισμένη. Και αφόρητα ζωντανή. Φεύγω Λένα. Λοξοδρομώ προς τα άστρα. Ξαναμιλάμε αργότερα. Και πες τους πως εμείς φτιάχνουμε κι εμείς γκρεμίζουμε.
Φτάνει να είμαστε εμείς.



Κυριακή, Ιουλίου 27, 2008

ΕπΕσΤρΕφΕ


Με την μηχανή ξανά και με μπόλικους σάκους πάνω της και πάνω μας, σαν περίεργα μεγάλα εξανθήματα, σουλατσάραμε στο πεδίο των διακοπών. Γεμάτες διακοπές. Σαν ολόγιομο φεγγάρι. Γεμάτη αγκαλιά με χάδια σε όλο το κορμί.
Στη Νάξο, που τόσο με κέρδισε, ανταμώθηκα με όμορφα πράγματα που νόμιζα πως δεν υπήρχαν. Στρογγυλά βράχια σαν ξεχασμένο, άπλαστο ζυμάρι, μέσα από μικρούς λόφους γεμάτους σκίνα και φραγκοσυκιές. Αμμουδιές που κήδευαν χιλιάδες πεθαμένα κοχύλια, και που δεν τόλμησα να μην μαζέψω κάποια, στωικά, και να τα θάψω στις χούφτες μου. Αμμόλοφοι γεμάτοι κέδρους, που έφταναν μέχρι την φθαρμένη κεντρική άσφαλτο. Και κάτω από αυτούς οικογένειες χαλαρώναν δαγκώνοντας φρούτα και κλείνοντας τα μάτια στα κύμματα.
Μικροί απάνεμοι κόλποι ξεφυτρώνανε από παντού μπροστά μας. Εκεί κρυβόμασταν από τον αέρα που πεινασμένος έτρεχε μέσα από τους πόρους μας, σαν πάνθηρας με ανοιχτές οπλές Σύννεφα τρέχαν για το νότο μαζεύοντας τις κραυγές μας και τοπία απόκοσμα, καλά κρυμμένα στις μασχάλες του νησιού, νόμιζες ότι θα σου μιλήσουν σε μια γλώσσα που σκίζει αυτόν τον διαολεμένο αέρα στα δύο και ανακατεύει με μανία τα μαλλιά σου.
Κι έπειτα ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με την άγρια και ανοίκεια Αμοργό. Μου γύρισε την πλάτη κατευθείαν όταν πήγα. Άκομψη με όγκους μεγάλους και άκαμπτους σαν γερασμένα πόδια ελεφάντων. Με παραλίες βραχώδεις και στενές που θαρρείς πως χώραγαν μόνο τους δικούς της εκλεκτούς. Και εκείνο το γαλάζιο της που βάθαινε και σκούραινε ξεβράζοντας κάθε τόσο λευκά υπολείμματα ψυχών. Προκλητικά άγρια. Παντού αιχμές στο τοπίο. Πρόστυχη. Άνοιγε το μπούστο της λίγο πριν κοιμηθούμε ξέπνοοι και μεθυσμένοι. Ευτυχώς είχαμε από σένα δώρο εκείνο το σπίτι στην χώρα. Κρησφύγετο αγαπημένη μου Χ. που αν και έστεκε μετέωρο στην σταφυλή του αέρα, λαθραία μας κοίμιζε και μας τάιζε πριν μας δαυλίσει το βλέμμα της. Τι ωραίο σπίτι!! Με κόκκινα μισάνοιχτα παντζούρια σαν χείλη έτοιμα να ξεστομίσουν μυριάδες μυστικά. Γεμάτο από ίχνη ζωής περασμένης μέσα στις σελίδες των βιβλίων που ξεφύλλισες κάποτε και τώρα έστεκαν προσοχή στα ράφια σου. Γεμάτο ίχνη ζωής στα ρούχα και στα σεντόνια που είχες αφήσει.
Το τελευταίο απόγευμα δώσαμε ραντεβού στους μύλους με το ηλιοβασίλεμα. Ο αέρας μας έσπρώχνε μέχρι τις κορυφογραμμές. Και μεις με τα μαλλιά στα μάτια ψάχναμε τα αστέρια και αυτά ήταν τόσο κοντά μας που το τελευταίο βράδυ μας εκεί κατάφερα και ξεβίδωσα ένα, σαν λάμπα μπαγιονέτ.
Κι από την άλλη οι γιορτές της Αμοργού μας έκαναν απίστευτη εντύπωση για το τι περιείχαν και μας έκαναν να επισκεφτούμε όλα τα σχολεία της, μιας και εκεί γινόντουσαν οι εκδηλώσεις.
Κι έπειτα πάλι αναβάσεις, καταβάσεις, ξεφυσήματα. Μοναστήρι Χοζοβιώτισσας φωλιασμένο μέσα σε αγκαθωτούς, απειλητικούς βράχους. Ορατό μόνον από το πέλαγος. Λουκούμι και νερό. Λίγο πριν την λιποθυμία.

-Η θάλασσα θα είναι σχεδόν ίδια μετά από 100 χρόνια. Εμείς όμως θα έχουμε αλλάξει. Έτσι δεν είναι;
-Μπορεί να έχουμε αλλάξει σώματα. Ψυχές όχι. Το σώμα αλλάζει.
Γιατί είμαστε ψυχές. Δεν έχουμε, είμαστε. Σώματα έχουμε.
Αλλά και η θάλασσα χωρίς εμάς μέσα της πια, δεν θα είναι ποτέ η ίδια.

Καλώς σας βρήκα.

Παρασκευή, Ιουλίου 11, 2008

ΜέΡεΣ αΡγΙαΣ


Μέρες αργίας και τα σκέλια της με περιμένουν με εκείνο το μπλε τους φως που αναβλύζει γύρω από τους υγρούς της κόλπους. Μέρες αργίας και τα άστρα γλείφονται μεταξύ τους γυαλίζοντας συνέχεια την στεριά τους.
Αχινοί,μυτερά βράχια, πεταλίδες, φύκια στα μαλλιά και κοάσματα βατράχων στις ξέρες μου. Στην άκρη των ματιών μου τραυματίζεται η έκσταση.
Η Νάξος πρώτη στη σειρά με ένα λευκό σεντόνι αγουροξυπνημένη και γεμάτη σημάδια περιμένει την γεύση μου.
Κι έπειτα η Αμοργός μεθυσμένη και ξενυχτισμένη από ξέπνοες υποσχέσεις με παρατηρεί κρυμμένη πίσω από ένα μυτερό βράχο.
Φεύγω ανενόχλητη. Μέρες αργίας αποδεσμεύουν τις τοξίνες από το σώμα μου. Λύνουν τα μαλλιά μου και βάζουν 4 μποφόρ στις κουρτίνες της ψυχής μου.
Τίποτα δεν με νοιάζει. Μόνο η αγάπη.
Μικρά σακίδια στέκουν προσοχή στο ξύλινο πάτωμα παραγεμισμένα με ξεπλυμένα μπλουζάκια και ριγέ κοντά σορτς. Δύο ζευγάρια πέδιλα. Ένα φόρεμα χωρίς ετικέτα. Κρέμες σώματος, ένα μοβ μολύβι ματιών και ο δείκτης προστασίας στην τσέπη.
Αποσπάω τον εαυτό μου σε δύο κομμάτια. Σε αυτόν που πάει και σε αυτόν που περιμένει την επιστροφή του.
Τραβάω σε εκείνα τα νησιά για να πιω το αίμα των άστρων και να αφεθώ στην ραστώνη ενός χωροχρόνου που δεν φυτρώνει στις πόλεις πια. Πάω να συναντήσω το σώμα μου συντροφιά με ξινισμένα σταφύλια. Τραβώντας, κάθε τόσο, από το σουτιέν το μηδέν και το άπειρο,περπατώντας ξυπόλυτη με αλάτι στα τσίνορα και στάχυα στα μαλλιά.
Τα πρωινά θα πλησιάζω νυχοπατώντας τις αμμουδιές μήπως και καταπιώ λίγη γαλάζια αντιβίωση θαλάσσης για να ρευτώ αργότερα αφρόψαρα με γεύση σκουριάς.

Και τα βράδια υπόσχομαι να την συναντώ γυμνή και να της πετάω ερωτόλογα σαν ξερά κομμάτια ψωμιού, για να τα μαλακώνει. Και μα την αλήθεια μου θα την ευχαριστώ βαθύτητα γιατί ενώ ποτέ δεν μου άρεσαν οι συμβουλές αυτή με βοήθησε χωρίς να πει ούτε μία λέξη. Η θάλασσα μου.

Φεύγω παίδες. Καλή αντάμωση σε δύο εβδομάδες. Τρέχω σπαταλώντας όλο το φως και το οξυγόνο που μου δόθηκε. Πριν ο ήλιος κάψει τα σώματα.
Πριν το βλέμμα τρυπήσει την θάλασσα.
Πριν το φεγγάρι καρφωθεί σαν παρανυχίδα στην πλάτη.

Το λαδάκι του ποστ, να μην σωθεί!