Κυριακή, Μαρτίου 23, 2008

ΓρΑμΜα ΣτΗν Λ.


Μάθε λοιπόν πως η μέρα σήμερα ήταν χρυσοκίτρινη και ο καφές ελληνικός με γάλα.
Μάθε ότι ίσως να ήταν πολύ άρρωστη η μέρα επειδή ήταν τόσο χρυσοκίτρινη και ο καφές να ήταν ίσως περισσότερο γλυκός από ότι μου αρέσει.
Η Λένα «μετακομίζει» μέσα από το νέο της cd, «Ημερολόγια». Ήμουν και γω στο μπλε οξυγόνο της το βράδυ του Ιανού. Έτσι αποφάσισα να λέω εκείνο το βράδυ της Τρίτης. Ήμουνα με όλη την πύκνωση που είχα φυλαγμένη χρόνια τώρα στην παλιά ντουλάπα της γιαγιάς. Ναι ήμουνα. Πως θα μπορούσα να απέχω; Σιωπηλά. Εκεί .Να βυθίζομαι σαν υποβρύχιο βανίλια μέσα στο μπλε οξυγόνο που εξέπεμπε. Σαν αγία μπλε παραφροσύνη. Κουράγιο Λένα. Η ζωή ξεκινάει από κει που κάποτε την κλείδωσες. Ακούω ξανά και ξανά τα τραγούδια της. Αλλά η μέρα είναι γαλάζια και περνάει γρήγορα. Η Άνοιξη προσπαθεί ακόμα να εξημερώσει τον ίδιο της τον εαυτό εκεί έξω. Κατεβάζω μεγάλες γουλιές υπομονής.
Επιστρέφω στην πραγματικότητα με σκυμμένο κεφάλι. Σαν παιδί που το χαστούκισε η μητέρα του για κάποια ηλίθια αταξία κι ούτε που βλέπω πως λιώνουν τα βουνά από το κόκκινο της Δύσης.
Άκουσα πως χτύπησε πάλι ο ληστής των ασανσέρ. Άνω Πατήσια. Παρασκευή μεσημέρι. Καλοντυμένος, ψηλός κύριος με βαριά γροθιά και μπόλικο μένος στον βολβό του δεξιού ματιού. Παρασκευή μεσημέρι.

Παρασκευή βράδυ. Η σελήνη, πάντα αναιμική, στάζει υδράργυρο και παγωμένο νέκταρ πάνω από το κεφάλι μου. Βράδυ και περπατάω ανάμεσα σε σκουπιδένιους λόφους. Μια έρπουσα χολέρα αφήνει το ίχνος της σαν γυμνοσάλιαγκας κάτω από τα πορτοκαλί φώτα του τετραγώνου. Σκισμένες σακουλές. Μαρτυρήθηκαν τα μυστικά της κουζίνας και της κρεβατοκάμαρας των περίοικων. Μυρωδιά αποσύνθεσης. Η πόλη όλη αποσυντίθεται. Ψάχνω το φτυάρι στον κήπο, μήπως και σκάψω έναν λάκκο να την θάψω. Μέσα μου κυρίως να την θάψω. Στον ύπνο μου βλέπω ένα αγόρι να διασχίζει κολυμπώντας αμέριμνα μια κίτρινη θάλασσα. Ακούω τον παφλασμό των άκρων του επάνω της. Μυρωδιά AUTAN.Την θυμάσαι;

Ξημερώματα. Τα απορριμματοφόρα του δήμου καταφθάνουν. Ξυπνάω από τον θόρυβο. Βγαίνω στο μπαλκόνι να αποχαιρετήσω την μπόχα των σκουπιδένιων λόφων. Η σελήνη ακόμα στάζει υδράργυρο και παγωμένο νέκταρ πάνω από την πληγωμένη ράχη του Υμηττού. Για κάποιους η νύχτα μοιάζει να είναι ατελείωτη. Σαν μια απύθμενη έκπληξη. Τρομαχτικά που είναι όλα εκεί έξω...
Στο απέναντι διαμέρισμα μια γηραιά κυρία ακούει ειδήσεις. Την παρατηρώ με ευλάβεια. Φλερτάρει με την πρωινή κατάθλιψη φορώντας μια μωβ ξεφτισμένη ρόμπα.
«Ένας πόλεμος που δεν τελειώνει/το ασφαλιστικό ήταν η αρχή, ακολουθεί χείμαρρος αλλαγών στην κοινωνία/ στη Δικαιοσύνη προσφεύγουν για τον νόμο οι συνδικαλιστές/ ΓΣΕΕ ΑΔΕΔΥ συνδικάτα εξορμούν για υπογραφές".

Ένας πόλεμος που δεν τελειώνει.

Η νέα μέρα πετάγεται σαν αδέσποτο σκυλί στο δρόμο. Μπαίνω μέσα παγωμένη ολότελα. Αλλάζω το νερό στα βάζα με τα λουλούδια. Κάποια ξεραμένα από μέρες πετάχτηκαν στους έγχρωμους λόφους των σκουπιδιών. Κόβω τα νέα άνθη από την βεράντα με την σκέψη ότι αυτά μπορεί και να κρατήσουν για πάντα. Ναι, για πάντα.
Τι κακή συνήθεια που έχουν τα έμψυχα να πεθαίνουν. Γιατί συνήθεια είναι ο θάνατος και άντε να την αλλάξεις.

Παρασκευή, Μαρτίου 21, 2008

21. 3. 2008





Τα μάτια σου είναι παράξενα.

Σήμερα.

Η ψυχή σου κάνει κύκλους.

Στο σώμα μου.

Το βουβό κλάμα του.

Η έξαψη.

Δεν σε χρειάζομαι απόψε.

Ίσως πάντοτε.




Παρασκευή, Μαρτίου 14, 2008

ΜιKρEς AπOπEιΡεΣ


Μικρά ατομικά ρεσιτάλ εν αιθρία. Και όχι μόνο εν αιθρία.
Κάποιες στιγμές η ζωή μοιάζει να είναι ρόδινη.
Κάποιες άλλες χωρίζει με μια γραμμή από ασβέστη στο δάπεδο την τσαλακωμένη μας ζωή. Από την ρόδινη.
Τσαλακωμένοι και μεις. Κάποιες στιγμές.
Και εκεί που λες ότι όλα δοκιμάστηκαν έρχεται άλλο ένα κάτι.
Χαραμάδες χαράς. Μια τόση δα ηλιαχτίδα που μας καίει την γάμπα γύρω στις 8 το πρωί. Ξαπλωμένη ακόμα στο κρεβάτι.
Και βλέποντας την ολόγιομη πραγματικότητα βρίσκεις στις τσέπες σου χρόνο να κάνεις πράγματα για να κρατηθείς ζωντανή. Ακόμα και από εκείνο το καψιματάκι της πρωινής ηλιαχτίδας στην γάμπα.

Μετά από 10 χρόνια σε ξανασυνάντησα και σε αναγνώρισα από την χωρίστρα σου. Η ίδια λαμπερή κατάμαυρη χωρίστρα, τόσα χρόνια τώρα.
Μποτιλιαρισμένη κάπου στον Καρέα κρατάω το θαύμα μέσα μου. Μισόκλειστα μάτια το απομεσήμερο.
Ο χρόνος μου χαρίζεται.
Αυτοσχεδιάζω όλο.
Μην ξεχνιέστε.

Στοιβαγμένοι στις πολύχρωμες λαμαρίνες μας σαν φαντάσματα γεμάτα παρελθόν στα λευκά μας σεντόνια πλαταγίζουμε την γλώσσα μας. Ο ήλιος μοιάζει πάλι με κόκκινο depon που καταπραΰνει με την δύση του την τρέλα στα μάτια μας. Αθώοι και ένοχοι στα ίδια μπροστινά καθίσματα. Άγγελοι και διαβόλοι γλεντοκοπάν φτύνοντας παράσιτα πίσω από τον αυχένα μας κάθε τόσο.
Αποφάσισα να πετάξω τα πανάκριβα όπλα μου και να ξαναφορέσω τα φτερά μου.
Έτσι. Για να δω πως είναι να σε κοιτάνε σαν θάλασσα που στραφταλίζει οι άνθρωποι.
Δεν είναι η ζωή ασάλευτη. Ούτε η σελήνη. Την ακούω ξανά τα βράδια που διαβάζει τις γραμμές από την παλάμη μου. Δεν είναι η ζωή ασάλευτη.
Πάντα υπάρχουν κάποιοι πίσω από την αμόρσα μας που κρατάνε βότσαλα στα χέρια και τα πετάνε στα νερά μας.

Και όσο θα ξενυχιάζουμε τα δάχτυλα της νύχτας, με αφορμή την ημέρα της ποίησης, 6 Έλληνες bloggers θα διαβάσουμε κάτι από τα χαρτιά που έχουμε στις τσέπες μας μέρα νύχτα.
CandyBlue, Vita Mi Barouak, Al Barouak, Nuwanda, Renton και Markos the gnostic την Πέμπτη 20/3/08, στις 21:00 στο Dasein (Σολωμού 12, Πλατεία Εξαρχείων, Τηλ:210.3841857)

Σάββατο, Μαρτίου 08, 2008

ήΡθΕ


Ήρθε με εκείνη την πορφυρή δύση στο δέρμα και την φωτιά στα μαλλιά. Μου ρόδισε τα μάγουλα και έπειτα μου έβγαλε όλη την σπονδυλική μου στήλη. Χτυπημένη λες από κεραυνό έπεσα στο έδαφος. Όταν άνοιξα τα μάτια μου έστεκε πάνω μου, γυμνή και μου ψιθύριζε, πως δεν έχει καμιά σημασία να με καταλάβουν οι άλλοι. Πως έπρεπε να προχωρήσω μόνη μου και πως εκείνο το φως εκεί κάτω ήταν μόνο για μένα. Την αγάπησα παράφορα γιατί σε θύμιζε. Έπιασα τότε από την τσάντα μου άσπρες και κόκκινες κλωστές, αυτοσχεδιάζοντας κάτω από το φως των λέξεων της. Έπλεξα ασπροκόκκινη πλεξούδα. Την έβαλα στον αριστερό καρπό μου. Άμυνα στις διαθέσεις του Μαρτιάτικου ήλιου.
Κάψε με αν μπορείς.

Στα πρόθυρα του έαρος υποχωρούν και σβήνουν οι χειμερινές σκέψεις.
Ο νοτιάς μυρμηγκιάζει τις γάμπες μου και τοξίνες οχταώρων μουδιάζουν τις ρίζες των μαλλιών μου.
Κοιτάω στα συρτάρια μου. Τίποτα δεν έχω να σωθώ, παρά μια πελώρια αγάπη και από πίσω της μια ακόμα πιο πελώρια κούραση .Οι 2 κορυφές μου. Στο βάθος, μια μικρή κόκκινη κηλίδα πικάρει τα ήσυχα ντεσιμπέλ μου. 38.8/ 38.9
Μόνο έτσι μπαίνει η άνοιξη μέσα μας.
Με πυρετό!
Κρέμασα τις αμυγδαλές μου σε ένα σχοινί, κάτω από το φως της σελήνης. Απαλλάχτηκα έτσι από την υγρασία του ουρλιαχτού. Δεν αντέχω άλλο.
Φτάνει μέχρι εκεί; Αυτοσχεδιάζω.
Το δέρμα μου κάτω από το φως του φεγγαριού μοιάζει σαν να ναι από άλλον γαλαξία. Λευκό και τόσο ημιδιάφανο. Σαν τα μοναχικά μου εσώρουχα.
Ζω αυτοσχεδιάζοντας.
Μόνο όσοι γνωρίζουν μπορούν να σωθούν.
Αυτοσχεδιάζοντας.

Σα να χαλάει ο καιρός. Υπάρχει μια υπόνοια βοριά. Κάτι μικρά ρεύματα σαν νεογέννητες οχιές που ηλεκτρίζουν τις πατούσες και τα μάγουλα μου. Μια διαφήμιση με προτρέπει: «Πορτοκάλι και ω3 για γερή καρδιά».
Λίγο πριν το γιορτάσι του 3ημερου,φεύγοντας από την δουλειά άκουγα τα γέλια των αναχωρητών. Ξέρετε,αυτών που έχουν μονίμως το διαβατήριο στην τσέπη και χάρτες αλλόκοτων διαδρομών στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.
Ήρθε τότε πάλι και με πήρε μαζί της. Ανταλλάξαμε φιλιά κάτω από το θρόισμα της λεμονιάς. Άλλαξαν οι ήχοι έξω και οι νύχτες υποφέρουν από νόστο και έρωτα πια. Και για κοίτα που ο ουρανός με τα άστρα του, κολλημένα πάνω του σαν ιλαρά, λες και γύρισε ένα κλικ πιο δεξιά.

Με μια τρομακτική και τόσο ποιητική αξιοπρέπεια δαγκώσαμε τον ώμο της δύσης. Λούφαξε τότε ο κόσμος και κρύφτηκαν όλα κάτω από την μασχάλη του Μάρτη.
Τα ντεσιμπέλ του πόνου σου με έφεραν μέχρι εδώ. Αγκαλιά με τα φουστάνια της Άνοιξης χάθηκα μέσα στις μπλε ώρες. Είναι οι αγαπημένες μου ώρες αυτές. Εκεί στοιχίζω τα μέσα μου. Άσε με λίγο να στο ξαναπώ.
«Γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε».