Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2007

35 mm FiLm StRiP


Έφυγα κρατώντας 4 σκηνές στα χέρια μου. Όλες σε 35 mm.Εσύ ακολουθούσες από πίσω με την μηχανή. Και έμοιαζε το μπροστινό φανάρι της σαν πανσέληνος με φως λυχνίας. Με ακολουθούσες πιστά μέχρι που η υγρασία σε κάλυψε και σε έχασα. Δεν σε έβρισκα πια. Ούτε στο δεξί καθρεφτάκι μου. Αγαπάω κάθε είδους υγρασία. Εκτός από την υγρασία των πνευμόνων. Είναι μια τέλεια, υπέρκομψη Madame που κάθεται πάνω σε όλα, με τέτοια χάρη, που σου φέρνει ανατριχίλες. Προτιμάει τις γυάλινες επιφάνειες,τις γωνίες των τοίχων και τα ερμάρια των σπιτιών. Μου αρέσει και η υγρασία της ύπαρξης,αρκεί να υπάρχει έπειτα ο ήλιος της ψυχής να την εξατμίσει με το φως του.

Το κεφάλι μου μέσα έχει ακόμα αποσπάσματα ταινιών και υπότιτλους. Τα μάτια μου ψάχνουν να διαβάσουν την επόμενη σειρά. Έχει ακόμα ένα έγκαυμα, σαν ληγμένο ιδανικό και μια αυλαία κόκκινη, ίδια με ανοιξιάτικο αίμα. Οι νύχτες πρεμιέρας γύρισαν την πλάτη και χάθηκαν στην στροφή του χτες. Τελείωσαν αφήνοντας μου και πάλι το αίσθημα ενός έντονου μετεωρισμού. Ας είναι. Έτσι κι αλλιώς μια ζωή σαν ταινία ζω με το έτσι θέλω. Δεν θα μου λείψει τίποτα. Κάποιος φίλος με ονειρεύτηκε. Με είδε να χάνομαι πάνω σε εκείνη την πράσινη σκάλα και να γυρίζω μόνο για λίγο να τον δω. Του έβγαζα την γλώσσα και μετά έκανα φούσκες με το σάλιο μου. Ερχόντουσαν λέει κατά πάνω του και όποια έσκαγε στα μούτρα του,του άφηνε σημάδι. Και εγώ όλο ερχόμουνα και όλο έφευγα. Και μετά έγινα ένα μωβ αστέρι,από αυτά που κατοικούν στις πιο σκοτεινές γειτονιές του ουρανού. Και έπειτα, έτσι ξαφνικά, σαν μωβ αστέρι που ήμουνα, έσκασα με έναν μεγάλο θόρυβο και άφησα λέει μια μωβ σκόνη παντού. Κράτα έναν κόκκο της για πάντα στον δεξί σου κρόταφο και έλα να γείρεις μέσα μου σαν πλοίο που βουλιάζει.
Ένας μουλωχτός πονοκέφαλος με μουδιάζει. Ξυπνάω πάντα με μια λίμνη μέσα μου. Ασάλευτη και ασημένια, μα καθώς βηματίζω στη νέα μέρα αυτή η λίμνη όλο αποξηραίνεται μέχρι να την ξαναγεννήσω το επόμενο πρωί.
Καλά είμαι. Αλλά μουδιασμένο καλά. Από αυτό το κάλα που λες επειδή είσαι ζωντανός και κάνεις πράγματα όμορφα, που σε γεμίζουν. Η δυστυχία επινοείται μην το ξεχνάς.
Μέρες ζεστές, βράδια υγρά, ζεστά σχετικά. Τα κουνούπια άρχισαν πάλι να τσιμπάνε και τα απέραντα μεσημέρια του θέρους σα να ζωντάνεψαν ξανά. Παρόλα αυτά, οι μέρες όλο συρρικνώνονται. Μοιάζει σαν το καλοκαίρι να ξέχασε πάλι τα κλειδιά του στο τραπεζάκι του χολ και επέστρεψε για να τα πάρει. Μείνε ακόμα λίγο,ακόμα λίγο. Πρέπει κάποτε να αποκτήσω το δικαίωμα να σε εξηγήσω. Χτες το βράδυ εκεί που στεκόσουν έτρεμε η μεγάλη άρκτος και στα μάγουλα της κυλούσαν δάκρυα με γεύση μπίρας. Ξέρεις κάτι; Τελικά κάποιες φορές είναι πιο εύκολο να ικανοποιείς τους άλλους παρά τον εαυτό σου.

Ο Οκτώβρης με μια μπλε σειρήνα στα μαλλιά διασχίζει τα στενά των μπαζωμένων ψυχών μας. Τα παγόβουνα λιώνουν. Θα προκύψουν νέοι μήνες σύντομα, νέα ήθη,νέες εποχές. «Αργεί ακόμα η συνειδητοποίηση», μου λες. Σου απαντάω, «μια ιδέα είναι όλα». Σε κάποια παλιά ασπρόμαυρη ταινία του Μαξ Οφίλς άκουσα την πρωταγωνίστρια να λέει πως οι άνθρωποι έχουν δύο φορές γενέθλια. Μια την μέρα που γεννιούνται και μια όταν συνειδητοποιούν ποιοι είναι. Ακόμα είναι νωρίς για τα δεύτερα γενέθλια. Δεν είμαι σίγουρη αν θα τα γιορτάσω ποτέ. Είμαι σίγουρη για ένα πράγμα όμως και αυτό είναι πως τα πράγματα έρχονται πάντα στην ώρα τους. Ακόμα και οι επαναστάσεις. Έξω και μέσα μας.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2007

ΝύΧτΕς ΠρΕμΙέΡας 2007


Εσώκλειστη μέσα σε νύχτες πρεμιέρας. Εκεί εξοστρακίστηκα για άλλη μια φορά. Κλεισμένη μέσα σε αίθουσες που μοιάζουν με καταπιόνα φάλαινας, αφήνω βαθουλώματα ύπαρξης στα βελούδινα κόκκινα καθίσματα. Φέτος οφείλω να παραδεχτώ ότι το πρόγραμμα έχει πολύ καλές ταινίες. Και αυτό μου είναι υπεραρκετό. Τόσο που μπορώ και μπερδεύω τις μέρες,τον χρόνο,τα ονόματα των φίλων και τις ηλικίες των παιδιών τους. Μπερδεύω τα ματιά των άλλων με τα δικά σου και νομίζω πως όλοι οι πρωταγωνιστές είσαι εσύ. Υπεραρκετό. Τόσο που να οδηγώ μηχανικά για το σπίτι επιστρέφοντας ή να ξεχνιέμαι κολυμπώντας μέσα σε ένα θορυβώδη καταρράκτη σκέψεων πάνω στην μηχανή του.
-Σου αρέσει να με βασανίζεις;
-Γιατί να μου αρέσει κάτι τόσο εύκολο;

Μπαινοβγαίνω από αίθουσα σε αίθουσα. Από κόκκινα καθίσματα σε πράσινα και από πράσινα σε μπλε. Δεν επικοινωνώ με την αλήθεια εκεί έξω. Βρίσκομαι καρφωμένη σε εκείνα τα σουρεάλ ξέφωτα. Ξέρεις ποια. Εκείνα που βυζαίνουν το γάλα σου.
Και γω θα ήθελα να περπατήσω μαζί σου στην βροχή,να ακούσω τι θόρυβο κάνουν οι σταγόνες όταν σκάνε στο δέρμα σου,άλλα είμαι φοβητσιάρα. Φοβάμαι τους ανθρώπους και ιδιαίτερα αυτούς τους ξεχωριστούς. Αυτούς που έχουν κάνει μετάγγιση από το αίμα των άστρων και μπορείς να τους ερωτευτείς με ένα απαλό άγγιγμα. Θυμάσαι;

Δεν θέλω να σου μιλήσω. Νοιώθω ότι έχασα ένα μεγάλο κομμάτι σου. Περιμένω σιωπηλή να κατέβεις την σκάλα. Και ξέρεις πως παραμένω σιωπηλή όταν έχω πολλά να πω. Αλλά μπερδεύομαι με τους ανθρώπους όπως και συ. Και συμφωνώ πως αλλάζουν σαν τον ξαφνικό αέρα που δεν ξέρει προς τα που να πάει.
Για αυτό που λες, εξοστρακίστηκα στις νύχτες πρεμιέρας. Μαζί με άλλες χαμένες ψυχές που μεθάνε με τον ασπρόμαυρο παλιό κόσμο και ξενυχτούν σνιφάροντας κόκκους σελιλόιντ. Εξοστρακίστηκα μέσα σε μια και μόνη δέσμη φωτός που αναρουφάει την εικόνα του παρόντος χρόνου σαν να ήταν καπνός που ξαναμπαίνει σε στόμα καπνιστή. Δίπλα μου φάτσες στραπατσαρισμένες,μάτια αναιμικά. Ντυσίματα αταίριαστα στο σύνολο τους. Άλλοι με σανδάλια,άλλοι με παλτά. Ούτε κι ο καιρός δεν ξέρει τι θέλει να είναι. Βγαίνοντας στην χλιαρή υγρασία της νύχτας,τα μάτια μικραίνουν. Το σώμα κρυώνει. Οι άκρες των μαλλιών σγουραίνουν. Ο νους μουδιασμένος πατάσσει την θαμπή αγκαλιά της νύχτας. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο θυμάμαι το Gastone café, όπου χτες ήπια μόνη τον καφέ μου,διάβασα την εφημερίδα μου και έκλεισα το κινητό μου. Δεν περίμενα τίποτα που θα μπορούσε να χαλάσει αυτή την ειδική στιγμή. Αυτή την πρεμιέρα της μοναχικής στιγμής μου, που έμοιαζε με την αίσθηση που έχει κανείς όταν γλιστράει σε ζεστά σεντόνια. Κι έπειτα ήρθαν στα αυτιά μου τα περσινά σου λόγια. Είχες δίκιο. Είμαι αυτόφωτη τελικά. Δεν χρειάζομαι κανενός είδους βαρύτητα και έλξη για να βρίσκομαι γύρω από μία σπουδαία τροχιά.
Και ξαφνικά ο Οκτώβρης, με την γαλάζια σειρήνα στο κεφάλι, αφήνει ηλεκτρικές αναλαμπές έξω από το παράθυρο μου. Ξαφνικά η νύχτα μεγάλωσε την αγκαλιά της και τα μυστικά, που έχω φυλάξει στα παλιά μου παλτά, δεν αντέχουν άλλο την μοναξιά τους και θέλουν να βγουν στην γκιλοτίνα του φωτός.
Ει,ψιτ...εσύ με το τσόχινο καπέλο. Γίνε ηλεκτρόνιο, μπες μέσα στην τηλεφωνική μου γραμμή, φτάσε στη silicon valley και μετά στο λευκό μου μαξιλάρι. Γίνε bit και μετά πάλι σάρκα και πήδα από την οθόνη στην αγκαλιά μου. Θα σου χαϊδέψω τα μαλλιά, θα σου φιλήσω το λαιμό και μετά θα σε αφήσω να φύγεις, γιατί ίσως πρέπει να πας και αλλού και ούτε το φως όπως τρέχει μπορεί να σε ακολουθήσει κάποιες στιγμές.

Θέλω να ξέρεις πως η δυστυχία επινοείται,όπως και η ευτυχία. Ας μην χάνουμε την γοητεία μας για κάτι που είναι καθαρά στο δικό μας χέρι.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 18, 2007

ΨήΦιΣα ΜόΝα ΛίΖα


Ονειρεύτηκα ότι ήμουν σε εκείνο το λιβάδι που στηρίζεις την πλάτη σου. Έβλεπα την ραχοκοκαλιά σου να φουσκώνει και τους αγκώνες σου να τρέμουν. Όταν ήρθα μπροστά σου έκλαιγες και το αινιγματικό σου χαμόγελο δεν υπήρχε πια.
«Τι έγινε;», σε ρώτησα;
«Κοιτάω την χώρα σου και λυπάμαι που κατέληξες στον πίνακα μου να κρυφτείς».
Θύμωσα λέει τότε και σου φόρεσα μια ξανθιά περούκα,σε μουτζούρωσα σα να είχες γένια,μετά σου έκοψα το κεφάλι και στην θέση του έβαλα μια πανσέληνο. Σε ξανάφτιαξα όπως ήθελα εγώ. Και μετά σε ψήφισα.
Σε ψήφισα για Μάνα μου,για δήμαρχο,για καλύτερη ηθοποιό,για πρόεδρο της δημοκρατίας. Για μπρελόκ στα κλειδιά
μου,για εξώφυλλο δίσκου και σοκολάτας. Σε ψήφισα για ότι δεν φαντάζεσαι.
Λίγο πριν ετοιμάσω τα πράγματα μου και φύγω από αυτόν τον σιχαμένο τόπο....
Και τώρα που έχουν έτσι τα πράγματα,λέω να μείνω και να κηρύξω πόλεμο
σε όλους τους ηλίθιους. Αφού τολμούν και περιφέρονται μπροστά μου γιατί να μην το τολμήσω και γω;

Τα ίδια πάλι και τα ίδια. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι βγάλαμε το ίδιο κ
όμμα. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ξεχάσαμε κι όλας. Δεν μπορώ να πιστέψω ποιοι είμαστε. Όχι δεν φταίει μόνο η απόκοσμη καταγωγή μου. Φταίνε όλοι όσοι επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους σε σημείο αυτοακρωτηριασμού. Κάνουμε ότι μας κατεβεί στο κεφάλι μόνοι και ανυπεράσπιστοι. Διαλυθήκαμε μόνα Λίζα. Απωλέσθη πάσα ελπίς.
Το κράτος μου δεν υπάρχει πουθενά αποτελεί φαντασίωση γλυκιά μόνα Λίζα,όπως το χαμόγελο σου. Η γεωγραφία της χώρας μου άλλαξε. Αλλάχτε τον χάρτη στα σχολεία. Ζωγραφίστε μια μαύρη κουκκίδα με μια σταγόνα αίμα μέσα της.
Κινδυνεύουμε μόνα Λίζα. Κινδυνεύουμε απίστευτα από την απουσία του κράτους, της χώρας και της ψυχής που μας δόθηκε. Χαμπάρι δεν έχουμε πάρει ακόμα.
Έχουμε καταντήσει σαν τον αρκτικό κύκλο. Λιώνουμε σιγά, σιγά. Αφήνοντας το φαινόμενο του θερμοκηπίου της εκάστοτε κυβέρνησης να μας αλλάζει το κλίμα.
Δεν θα πεθάνω εδώ γλυκιά μου. Δεν σκοπεύω να καθηλωθώ πουθενά, ούτε ακόμα στο πανέμορφο τοπίο του πίνακα σου.




{Μ΄άγαπάς λίγο;
πες ρε...με αγαπάς;
πες κι εγώ θα σου χαρίσω το πιο πορφυρό αστέρι}.

Πήρα ένα γράμμα δικό σου μετά από πολύ καιρό κι έλεγες «Φοβάμαι το ξημέρωμα που θα αντικρίσω την κορυφή μου φωτισμένη από τις ακτίνες του ήλιου. Χρυσοκόκκινη να με κοιτάει απελπισμένη από ψηλά και να με φτύνει ανάμεσα στα μάτια. Νοιώθει το φόβο μου και στέλνει παγωμένο αέρα στην ψυχή μου. Με καρφώνει και λυγίζει τα μέσα μου. Χαϊδεύει τις πατούσες μου με τα κοφτερά της βράχια και οι θεοί της, ψιθυρίζουν ουρλιαχτά ανάμεσα στα αυτιά μου.
Έχει άπειρα αστέρια αυτή την στιγμή εδώ πάνω. Σα να έχει πάρτι ο ουρανός. Περπατάς χωρίς φακό. Στ΄αλήθεια κάτι γίνεται. Μαγικές βραδιές με σύννεφα που μοιάζουν με ρουθούνια γαληνεμένων δράκων που κοιμούνται στην αγκαλιά του γαλαξία που μοιάζει με την σειρά του σαν πορφυρό φαράγγι.Έλα κράτα με.»
Δεν ξέρω να κρατάω κανέναν. Δεν έχω χέρια, ούτε πόδια για να φύγω από δω. Έχω μόνο μάτια που κοιτάνε να τρυπήσουν τα σωθικά της πραγματικότητας και να ζήσουν το νου σε ξέφωτα σουρεάλ.
Δεν έχω τίποτα πάνω μου. Μόνο τα κλειδιά της ψυχής μου κι ένα μεγάλο ουρλιαχτό κάθε φορά που πέφτω από τον στόχο της ζωής μου. Καληνύχτα μόνα Λίζα. Θα τα ξαναφτιάξουμε όλα από την αρχή.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2007

dEsTrOy atHens


Αμάλθεια λένε το ξωτικό του ύπνου μου. Κάθεται κάτω από το κρεβάτι μου ή έξω από τις γρίλιες και με φυλάει όταν κοιμάμαι. Προχτές την φώναξα και βγήκε πίσω από το κομοδίνο. Το φως του πορτατίφ ιλαρό έπεφτε πάνω στα μπερδεμένα της μαλλιά. Αμάλθεια...δεν κοιμάμαι πια όπως παλιά. Βλέπω όνειρα με φόνους,ναι εγώ φονεύω,και όλο τρέχω μέσα τους χωρίς να ξέρω που πάω. Χτες είδα ότι ορθώθηκε κατά πάνω μου μια λευκή αρκούδα. Παραλίγο να με δαγκώσει στο λαιμό άλλα πρόλαβα και την δάγκωσα στο μάγουλο δυνατά. Τόσο, που πόνεσαν τα σαγόνια μου.
Και αντί να βγάλει αίμα έβγαλε γεύση Toblerone.Λευκής Toblerone.Τι θα κάνω τώρα πια Αμάλθεια;Πως κατάντησαν έτσι τα όνειρα μου; Χάλασε ο ύπνος μου.
Για αυτό σε φώναξα χτες. Τρόμαξα τόσο που νόμιζα ότι με παράτησες. Έτρεξα σε παλαιότερα όνειρα να σε βρω. Έψαξα πίσω από την μεγάλη πράσινη βιβλιοθήκη του Κ. που είχα ονειρευτεί πέρυσι,αλλά δεν σε βρήκα. Κατατρεγμένη πέρασα από την τελευταία νύχτα της γιαγιάς μου. Τι φοβισμένο όνειρο και αυτό. Τράβηξα τα σκεπάσματα σε φώναξα αρκετές φορές αλλά τίποτα. Κοιμήθηκα τρία τέταρτα πίσω από την μικρή πλάτης της γιαγιάς. Την αγκάλιασα σα να την είχα ξανά. Κατέληξα να φτάσω στο ποτάμι που ο Α. έτρεχε με ένα μεγάλο ποδήλατο. Τον χαιρέτισα και του θύμισα ότι σε λίγο θα έπεφτε. Την ώρα που έπεφτε ξεπρόβαλλε η Λευκή Αρκούδα.
Αμάλθεια. Με δάγκωσε σου λέω...Άκουσα τότε έναν θόρυβο κάτω από το κρεβάτι μου. Σαν κάποιος να σερνότανε. Τρομαγμένη και σε στάση εμβρύου,περίμενα. Και τότε είδα το σκοτεινό περίγραμμα της μάζας σου να εμφανίζεται πίσω από το κομοδίνο. Με καθησύχασες χαμογελώντας μου. Μύρισες τα μαλλιά μου και φύσηξες κάτι από πάνω τους.
Σου είπα μόνο κοιτώντας σε χωρίς να βγάλω άχνα, πόσο πολύ μου έλειπε ο ύπνος μου. Πόσο πολύ κουραζόμουνα την μέρα που φτάνοντας στη νύχτα τόσο κουρασμένη αδυνατούσα να κοιμηθώ. Καμία βιταμίνη δεν θα με έκανε καλά. Τόσα σου είπα μόνο βλέποντας μέσα από τα μάτια σου. Κίτρινα ήσαν θαρρώ. Έμεινες δίπλα μου μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

Το άλλο πρωί κάτω από τα μάτια μου βρισκόταν ένα σύννεφο λευκό,σαν αναποδογυρισμένο άτι. Οι οπλές του τρύπαγαν τα γαλάζια ξέφωτα. Το κεφάλι του κοίταγε τις γλάστρες της βεράντας μου. Βγήκα έξω χωρίς ασπίδα. Ανέπνευσα με δύναμη τα σπάργανα της μέρας. Ήξερα πάλι πως θα πήγαινα στη δουλειά όπου θα έφευγα βράδυ,ότι μέχρι να τελείωνε το πρόγραμμα της παρουσίασης θα δούλευα όλα τα Σαββατοκύριακα του μήνα, ότι δεν θα έκανα τίποτε άλλο,παρά μόνο Τρέιλερ με υπέρλαμπρο περιτύλιγμα. Ότι θα χαμογέλαγα με μεγάλη πίεση κάνοντας ασκήσεις γέλιου λίγο πριν μπω μέσα. Ότι από την ώρα που θα μπω θα είμαι το κοριτσάκι πίσω από το ταμείο που αναλαμβάνει το αμπαλάζ των πακέτων προκειμένου να είναι ελκυστικά και γενναιόδωρα προς το μάτι και τις προσδοκίες που κρύβουν. Άλλοι όμως σκέφτομαι είναι κάτι χειρότερο, η μούχλα που χρειάζεται το ροκφόρ του αφεντικού. Απόγευμα στο Γκάζι με ψύχρα.1η μπιενάλε της Αθήνας.Destroy Athens. Destroy me.Για πόσο μπορείς να φλερτάρεις με την αποσύνθεση που σου δίνει η γνώση της αλήθειας; Να μπορούσα να αναδομήσω την πόλη, λες, και στο στόμα σου έχεις ένα μεγάλο πτώμα. Βράδυ με την ανάφλεξη στο κεφάλι συνεχίζουμε για ένα ποτό. Σε μια ταράτσα. Δίπλα μου άνθρωποι σαν λάδι σε καμβά. Κοιτάζουν τα μαύρα πνευμόνια του ουρανού και ξεχειλίζουν αγάπη. Δώσε μου λίγο χώρο από τον τοίχο σου να κρεμάσω την συγνώμη μου.
Ακολουθούν πολιτικές συζητήσεις. Κανείς δεν ξέρει τι θα ψηφίσει. Αν θα ψηφίσει.Apolitique. Και γω δεν ξέρω τι να ψηφίσω. Τι να αγαπήσω. Τι να αφήσω. Τι να κρατήσω. Τι να ζητήσω και από ποιον. Τι να φορέσω. Πως να αναπνεύσω και αν θα ζήσω σε αυτόν τον ανάπηρο τόπο
Αχ, Αμάλθεια μου λείπει κι όλας η φύλαξη σου. Πως το είπες αυτό χτες καλή μου; Η πλήρης ελευθερία του ευτελούς, η κοπριά της μαζικής προβολής, είναι το ιδανικό λίπασμα για να ανθίσουν πολλά λουλούδια.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2007

ΥπAρXεI έNα ΣύΝνΕφΟ πΟυ Με ΑκΟλΟυΘεΙ



Υπάρχει ένα σύννεφο που με ακολουθεί. Το έχω δει πολλές φορές έξω από την πόρτα μου στις απογευματινές μου εξορμήσεις. Έξω από το παράθυρο του αυτοκίνητου μου στις μακρινές μου διαδρομές. Σε χώρες του εξωτερικού και έξω από παράθυρα που φιλοξενούνται σε σπίτια φίλων,μαζί με μένα. Παντού υπάρχει αυτό το σύννεφο. Είναι μακρουλό, σαν όχημα. Άλλες φορές θυμίζει zeppelin και άλλες φορές πάλι, τρακαρισμένο ποδήλατο που έχει στραπατσάρει όλη την μούρη του μπροστά. Βάφεται πάντα μαβί με λίγο υπέρλαμπρο πορτοκαλί και με ακολουθεί. Ιδέα δεν έχω τι μπορεί να θέλει. Δύο τρεις σκέψεις μου προχτές με γέλασαν και ξενιτεύτηκαν κατά κει. Τις έχασα και αυτές και ίσως καλύτερα.

Ονειρεύομαι ένα καταφύγιο. Ένα σπίτι χαμηλό με πολλά παραθύρια και ξύλινες σανίδες για πάτωμα. Φτωχό και κρυφό. Κατάλυμα σαν παλιά λιθογραφία. Θα φέρω και το σύννεφο μαζί να ρίχνει μία ποιητική σκιά τα απομεσήμερα στον αγρό με τα ξανθά στάχυα. Σα να καθάρισε η ατμόσφαιρα. Βοριάς αναστενάζει όλο, και η θάλασσα έγινε σκούρο μπλε και ο ουρανός ακόμα πιο γαλάζιος. Στέκονται εκεί απέναντι μου και με προκαλούν να βάλω τα χέρια μου στα χρώματα τους. Μια μέρα σαν και αυτή που μοιάζει με σπασμένο μελανοδοχείο βρήκα να έχω δύναμη στο βλέμμα για να δω την σπαραζόμενη Ελλάδα από μακριά. Φυσάει πολύ. Οι ώρες που περνάνε μοιάζουν με καμένα σπίρτα. Φυσάει όλο και περισσότερο μπλε. Τσάκισα τα χαρτιά των σημειώσεων πάνω στο παλιό γραφείο και ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Μια μέρα σαν και αυτή ανέλαβα να τα βγάλω πέρα με την γραμμική καθημερινότητα. Γραμμική ούσσα δεν μου παρέχει καμία καμπύλη αγκαλιάς. Με δόρυ ευθείας ξεσκίζει το μέρος της καρδιάς. Προχτές πάλι γέννησα ένα πόνο στο στήθος κι ήταν τόσο ψηλός και βραχώδης που έμοιαζε με τον Μύτικα. Είπα να πέσω από κει αλλά πέρασε πάλι εκείνο το σύννεφο και δεν το σκέφτηκα ξανά. Είναι στιγμές που αισθάνομαι ως ένας από τους δίδυμους πύργους και ονειρεύομαι ότι ο άλλος είσαι εσύ. Όλοι γνωρίζουμε πως ο συναισθηματικός πόνος είναι, ούτως ή άλλως,απείρως πιο ενδιαφέρον συναίσθημα από τον εφησυχασμό και τη μακαριότητα, διότι, πολύ απλά, παράγει ελπίδα και προσδοκίες. Αλλά ακόμα και χωρίς ελπίδα και προσδοκίες, ο πόνος συνοδεύεται από τη γλυκύτητα της ζωής, των ζωντανών κυττάρων που λειτουργούν και επικοινωνούν με τα νεύρα. Νοσταλγώ τον παλιό μου εαυτό τυλιγμένο μέσα σε εκείνο το καταραμένο του μαύρο παλτό. Τον παλιό εκείνο κόσμο με τα φοιτητικά απογεύματα που έδυαν σε ποτήρια γεμάτα αλκοόλ. Η νοσταλγία είναι ένα ταξίδι πάνω σε ένα σύννεφο που το κάνεις με τα νέα σου σημάδια. Δεν μπορείς να ξανανιώσεις όπως τότε. Μόνο να θυμηθείς .Αυτό είναι άλλωστε και το χειρότερο με τις αναμνήσεις. Και ίσως αυτό το σύννεφο που με ακολουθεί να μην είναι τίποτε άλλο παρά μνήμη συμπυκνωμένη...Βραδιάζει πιο γρήγορα.
Τα σύννεφα μαζεύτηκαν πολλά κατά το απόγευμα και απειλούσαν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ξεφεύγει ο χρόνος. Και η γιορτή της στιγμής. Όλα ξεφεύγουν, κι έτσι ίσως πρέπει άλλωστε. Όλα να ξεφεύγουν και να μένει μέσα στα μάτια μας η στρογγυλή άκρη της Γης.
Έρχομαι σε λίγο. Μόνο μη σπάσεις στα χέρια μου γιατί δεν θα σε ξανακολλήσω. Θα γεμίσω τις τσέπες μου με κομμάτια σου και θα εξαφανιστώ προς άγνωστη, σε όλους, κατεύθυνση.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 02, 2007

BiRtHdAy RePoRT


Βυθίζω τα πόδια μου μέσα στην σοκολατένια τούρτα. Είναι τόσο διεγερτικό σαν να χώνεις τα πόδια σου μέσα σε υγρή άμμο. Τα κεράκια γκρεμίζονται. Μου είναι αδιάφορο. Τόσα χρόνια τα κεράκια γκρεμίζονται. Τόσα χρόνια πίσω από την πλάτη μου γκρεμίζονται μαζί με τον παλιό κόσμο που με έφερε μέχρι εδώ. Στα καμένα. Σε σκέφτομαι αραιά και που, όπως όταν διψάς και σκέφτεσαι διάφανα νερά να γλιστράνε μέσα σου και να σε καθαρίζουν. Μπαίνω στην επικράτεια των 35.Κοιτάζω το πρόσωπο μου στον καθρέφτη του μπάνιου. Τα μάτια μου και τον καφετί τους περίβολο. Τα παρατηρώ καλύτερα. Κάποια πρωινά, σαν και αυτό, το φως του ήλιου κάνει τις βλεφαρίδες μου να μπλεδίζουν. Τότε ακόμα και γω είμαι σε θέση να καταλάβω την απόκοσμη καταγωγή μου. Τα τηλέφωνα σαν μηχανικά καναρίνια κελαηδάνε από το πρωί ανάμεσα στα χαλασμένα καλώδια των νεύρων μου. Δεν τα σηκώνω. Δεν με νοιάζουν τα χρόνια πολλά. Οι ανθρώποι με νοιάζουν μόνο. Άλλα άνθρωποι δεν υπάρχουν πια. Μόνο κούφια σώματα και στόματα γεμάτα δηλητήριο. Και μυαλά υπερχειλισμένα από συμφέρον. Ευτυχώς η απόκοσμη καταγωγή μου με έχει βοηθήσει να επιβιώσω μέχρι στιγμής. Στο περιτοίχισμα του νέου έτους που πρόσθεσα κάποιοι φίλοι γράφουν συνθήματα,άλλοι στέλνουν μηνύματα. «Μην είσαι κότα ρε,απόρριψε ότι δεν σου κάνει καλό. Πόσα ψυχικά θα κάνεις πια. Παρασκευή βράδυ με βαρετή παρέα;. Έλεος». Το μήνυμα σου με βρίσκει σε μια χλιαρή ανακωχή με τους πάντες και με κάνει να αφηνιάζω για αυτό. Ναι, έλεος! Κι εσύ, μικρή μου Μ. πέρασες σαν ύφασμα που το φυσάει ο αέρας και πέφτει ξαφνικά για μια και τελευταία φορά μπροστά από το προσωπό μου. Σα να σε έψαχνα εκείνο το βράδυ. Και δεν άργησες να μου πεις πως και συ με άκουγες όπως τον βραδινό κυματισμό της θάλασσας που τώρα αναπνέει εμπρός σου. Θέλω να φύγω από δω. Κάτι μυρίζει σαν καμένο τσιγάρο. Θέλω να φύγω από δω,σπρώξε με προς την μεριά του ήλιου. Προς τη μεριά του κόσμου που μου πήραν. Το κακό πολεμάει ακόμα εκεί κάτω το καλό. Ξέρω,ψυχραιμία. Το τέρας πριν πεθάνει βρυχάται για τελευταία φορά. Τα ξέρω αυτά και τα βαρέθηκα όλα. Και βαρέθηκα και όλους που επιβάλουν την κούραση των θέλω τους στην πλάτη των δικών μου. Και δεν έχω βέλη στη φαρέτρα μου παρά μόνο στην ματιά. Αλλά μου είναι πια τόσο αδιάφορο να τα χρησιμοποιήσω.
Μέσα στο παράγγελμα της φαντασίας τα γενέθλια μου είναι μια εικόνα σαν αυτή. Λουκουμάδες με μπόλικο μέλι και κανέλα σε πιατάκι λαχανί,το οποίο είναι αφημένο πάνω σε ανοιχτό μωβ στρώμα θαλάσσης. Με δάχτυλα αλμυρά από την θάλασσα και μυρωδιά πράσινο φύκι που ξέβρασε το κύμα. Σε μια δεκαετία περασμένη πολύ μακρινή που όλα στέκονταν στις θέσεις τους όπως τα βρήκες. Μη μου το ξαναπείς, το ξέρω μικροδείχνω σε βαθμό επιστημονικής φαντασίας. Σε άλλους λέω ότι έχω πουλήσει την ψυχή μου, σε άλλους λέω την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι έχω απόκοσμη καταγωγή για αυτό και ο χρόνος με φλερτάρει ανάποδα.
O μοναδικός άντρας που μου έχει φερθεί τόσο διακριτικά και ευγενικά, πέρα του συντρόφου μου. Ο χρόνος. Τον τιμώ λοιπόν αφήνοντας τον να με ψάχνει όποτε το θυμηθεί, διακριτικά, μέσα από μικρές ρυτιδούλες και ζάρες σε μαλακά σημεία.
Έχει ψύχρα στην επικράτεια των 35.Μια ψύχρα που βγαίνει από τα σπλάχνα των άστρων. Έχω στο στήθος μου μπροστά κρεμασμένες τις οδηγίες εκτάκτου ανάγκης. Ξέρω πως πρέπει να παραμείνω στη θέση μου. Ξέρω πως πρέπει να ακολουθώ τις οδηγίες του πληρώματος και να διατηρώ την ψυχραιμία μου όταν κάποτε ακούσω το σήμα γενικού συναγερμού μέσα μου. Θυμάμαι τους συριγμούς. Επτά βραχείς κι ένας παρατεταμένος.

Ξημερώνει. Τόση ομορφιά. Η σιωπή των αυγερινών δρόμων. Ο κάματος του αχόρταγου ύπνου. Η κόκκινη και η πράσινη αναλαμπή των χαλασμένων φαναριών. Κι έπειτα η πυράδα από την ζεστή άσφαλτο,τα πρώτα κορναρίσματα. Θόρυβοι που πολλαπλασιάζονται και αναβλύζουν από παντού. Νέα μέρα. Η πρώτη στην επικράτεια. Ναι, ξέρω. Δεν είναι όμορφη η ζωή για όλον τον κόσμο.