Πέμπτη, Νοεμβρίου 19, 2015

nOvEmBeR FoOtAge



Επιστρέφω κάτω από έναν ακόρεστο ουρανό με δυο κόκκινες μαχαιριές. Μόνη. Περήφανη και πειραματίστρια. Ξυστά κατεστραμμένη, ελαφρά λυπημένη. Όποιος ρίχνει βλέμματα πέφτει μες τα αίματα. Μόνη. Σε κάποια πράγματα εκπτώσεις δεν γίνονται. Αλλιώς βάζεις έναν κακομοίρη πληθυντικό στην θέση της μοναξιάς, έτσι για να μην φοβάσαι τα βράδια και ξυπνάς ιδρωμένη, για να μην μαγειρεύεις κάθε 4 μέρες  μόνο για σένα και για να έχεις κάποιο λόγο να κάθεσαι στο σκουπισμένο σου σαλόνι και να βλέπεις τον μαχαιρωμένο ουρανό σε κάθε δύση. Μεγαλώνω μαζί με την μυωπία μου και τα καστανόξανθα μαλλιά μου. Χωρίς γυαλιά τα βράδια δεν βλέπω τίποτα, μόνο φαντάζομαι οικόπεδα σε ανθρώπους με θέα. Δεν βλέπω τίποτα ούτε μέσα ούτε έξω μου. Στερεύει το αίμα. Διαταραχές κύκλου. Πρώιμες. Διαταραχές σκέψης, ύπνου και ξύπνιου. Και ακόμα δεν έχω τολμήσει να ζήσω τίποτα απ όσα φαντάστηκα χωρίς τις διαταραχές. Τότε που ήμουν νέα, γεμάτη οιστρογόνα, και λιγότερα σφραγίσματα στα δόντια και στις ρωγμές της ψυχής. Τότε που η τενοντίτιδα δεν είχε γεννηθεί ακόμα στο δεξί μου χέρι και ο ευθειασμός μου ήταν ανύπαρκτος. Ξυστά κατεστραμμένη, ελαφρά λυπημένη. Βαρέθηκα τους πάντες και τα πάντα γιατί είναι μια επανάληψη. Μοιάζουν σαν τις σειρές της τηλεόρασης με εκείνο το λευκό  Ε πάνω δεξιά. Τα ιδία και τα ίδια. Καμιά φορά ζηλεύω τους ανθρώπους που έχουν και παλεύουν με κάτι κακό. Θα περάσει, μου λένε και αναρωτιέμαι μέσα μου πως περνά ενώ δεν περνά και πάει με τα άλλα που πέρασαν αλλά δεν πέρασαν και μετά γίνεσαι σαν τον ήρωα του ψυχώ και οι άλλοι αναρωτιούνται γιατί;
Ξυστά κατεστραμμένη, ελαφρά λυπημένη. Με voltaren στις μεγάλες ψύξεις του ζεστού αυτού Νοέμβρη που μοιάζει με αντίστροφη άνοιξη. Με κοντομάνικα και ιδρωμένα άκρα κάθε μεσημέρι, απόγευμα και βράδυ. Με την απώλεια της θάλασσας που φεγγίζει στο κατεψυγμένο μου κρανίο. Με νέες μεθόδους για αεροστεγή αισθήματα και άφοβα ρίσκα. Το πείραμα θέλει δύναμη .Αυτοί που πειραματίζομαι πάσχουν. Ακούστηκε εκκωφαντικό αυτό. Σαν τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι. Ξυστά κατεστραμμένοι, ελαφρά λυπημένοι. Αλλάζει ο ρυθμός του κόσμου και μαζί με τα χτυπήματα χτυπάνε και οι σεισμοί. Και η καρδιά τα χάνει.

Ένα τεράστιο χασμουρητό ενώ κόσμος πεθαίνει. Έτσι γίνεσαι αρχηγός.

Η ζωή, λέει η Ελένη, συνεχίζεται .Θα γράψω καινούργια cd θα κατεβάσω καινούργιες ταινίες μπορεί και κανέναν άνθρωπο μαζί, θα γεννήσω με μια νέα φαρυγγίτιδα και καμία ιδέα τρανή, όπως τότε στο λύκειο. Ίσως πιάσω από την αρχή το νήμα μου κι αν δεν βαριέμαι πολύ θα το ξεδιπλώσω. Να δω αν φεγγίζει ακόμα η κλωστή. 
Θα τα καταφέρω. Ακόμα διαλέγω, μην το ξεχνάς.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 07, 2015

ΟcToBeR FoOtAge


Και μόλις που έμαθα ότι σε αυτό το timeline που ζούμε η αψίδα του Θριάμβου στη Παλμύρα ισοπεδώθηκε από τους Ισλαμιστές. Ο παλιός κόσμος κατεδαφίζεται μαζί με όλα του τα σκηνικά. Με ακούει το control  του Truman show; Ο Παρθενώνας πότε έχει σειρά; Κάτι τραβάει το στομάχι μου εκεί μέσα. Σκάβω με τα νύχια μου το δέρμα μου να βγω. Ζω με έναν μεγάλο παρασιτικό φόβο ενός  ισχυρού σεισμού κοντά στο ξημέρωμα, μιας ανελέητης φυσικής καταστροφής  γύρω στο σούρουπο ή ενός πυρηνικού πολέμου στο ξεκίνημα της μέρας. Κάθε φορά που πέφτω να κοιμηθώ το κεφάλι μου ανατινάζεται στο ανατομικό μου μαξιλάρι. Τα μάτια μου ολάνοιχτα σαν αυτοσχέδιες προσωπικές  αψίδες, στέκουν μπροστά σε αυτά που θα έρθουν να μας βρουν. Δευτέρα πρωί ο ήλιος με καρφώνει πισώπλατα. Τρίτη μεσημέρι σηκώνομαι αργά και  μια σύντομη βόλτα με βρίσκει να μετρώ τους πεσμένους σοβάδες  των πολυκατοικιών. Κατεδαφίζουν το σκηνικό σιγά σιγά. Κάποιος φτιάχνει  νέα στούντιο  με πιο ακριβές παραγωγές. Μου έρχεται αυτόματα το τρεχούμενο  νερό που ανακάλυψαν  στον Άρη. Πως θα είναι άραγε  το φως εκεί;  Θα μπορείς να περπατάς στο έδαφος  ξυπόλητος τα καλοκαίρια; Θα φυσά ο άνεμος  το ίδιο τα μαλλιά, τι θα ρίχνει στους ώμους του κανείς ένα δροσερό βράδυ, ποια  αστέρια θα κοιτά, και πως θα μοιάζουν οι ανταύγειες  του φωτός στα ξύλινα παρκέ των σπιτιών κάθε ηλιοβασίλεμα; Πέντε απογευματινή και πιάνω δουλειά. Η μπάρα της περιφραγμένης εισόδου στο σταθμό σηκώνεται κάθε φορά που με βλέπει να μπαίνω. Παρκάρω άτσαλα, μιλάω άτσαλα, κοιτάω άτσαλα και 3 ώρες μετά πάω για καφέ με ένα άτσαλο κοντομάνικο και δυο πέδιλα μαύρα, καλοκαιρινά. Πεντάλεπτο διάλλειμα ενός οκταώρου, σουρουπώνει .Κάθομαι απέναντι από το χοντρό ηλιοβασίλεμα κάπου σε μια μεριά της Παλλήνης, σιωπηλή, αινιγματική, αρμονική, σαν την Πυραμίδα του Ταΰγετου, περιμένοντας την δικιά μου σκιά να υψωθεί. Εύχομαι να μην με αλλάξει εντελώς αυτός ο κόσμος.
Το βράδυ κάποιες φορές πίσω από το κλειστό παντζούρι του δωματίου, ακούω ένα χριτς  χριτς. Σκέφτομαι πως κάποιος είναι εκεί έξω και προσπαθεί να μπει, αλλά αν κρίνω από την ένταση του χριτς, μου φαντάζει απίστευτα μικρός. Παρ όλα αυτά ο παρασιτικός μου φόβος δεν με αφήνει να ανοίξω το παντζούρι και να μάθω την αλήθεια παρά με αφήνει και κάθομαι ώρες ακούγοντας  εκείνο το χριτς χριτς να παλεύει. Τι μας απόμεινε να κάνουμε εδώ  πέρα από το να αυτοσχεδιάζουμε χωρίς χειροκροτήματα; Πόσο ακόμα θα κάνουν αυτοί οι εξωγήινοι να έρθουν να μας βρουν, κουράστηκα  να ξενυχτώ  άδοξα κάθε βράδυ. Πόσα ακόμα βιβλία θα διαβάζουμε  με σκυφτό κεφάλι για να βρίσκουν οι άλλοι έδαφος καθώς εμείς δεν θα κοιτάμε πια να τεμαχίζουν ανενόχλητοι τη γη, το όλο αυτό σκηνικό τέλος πάντων, αυτή την ακριβή παραγωγή, που τόσο καλά έχει στηθεί. Έχει στηθεί ναι, είμαι σίγουρη πια. Όλα έχουν στηθεί και εμείς αυτοσχεδιάζουμε. Χωρίς ένα χειροκρότημα. Εκπέμπω λοιπόν το βαθυγάλανο φωσφοριζέ  μου s.o.s καθώς οι σοβάδες από όλα γύρω μου ξεκολλούν  σιγά σιγά. Ψάχνω την έξοδο όπως ο Truman.Μπορώ να βρω το δρόμο μου έξω από αυτή την υποτιθέμενη ζωή και το υποτιθέμενο κόσμο; Ακούει το control του Truman show; Δείξτε μου την έξοδο ή οδηγήστε με τυχαία εντελώς σε αυτήν. Θέλω να βγω από δω. Να ανατινάξω τα σκηνικά του εξωφρενικού αυτού show.Οι τζιχαντιστές εδώ θα ήταν μια κάποια λύση!

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 23, 2015

SePtEmBeR FoOtAge


ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ: 23 Σεπτεμβρίου (Τετάρτη) 2015 ώρα Ελλάδος 11:20.Στο σκοτάδι, αναζητάς το φως. Στο φως επαναπαύεσαι. Ακούω και βλέπω. Η ταχύτητα των πληροφοριών με ξεπερνά φέρνοντας μου ένα κάψιμο στο στομάχι και έναν ίλιγγο μέχρι τα αφτιά.
"Ένα σπάνιο αστρολογικό γεγονός πρόκειται να συμβεί στις 28 Σεπτέμβρη και λέγεται «ματωμένο φεγγάρι». Πρόκειται για την τέταρτη σεληνιακή έκλειψη η οποία λαμβάνει χώρα τα τελευταία δύο χρόνια κατά την οποία το φεγγάρι θα πάρει ένα χρώμα κόκκινο. Φρενίτιδα έχει πιάσει κάθε λογής συνομωσιολόγο αναφορικά με το υποτιθέμενο τέλος της γης. Αρκετοί ήταν αυτοί που έκαναν λόγο για έναν μεγάλο κομήτη ο οποίος και θα χτυπήσει τη Γη και θα σημάνει το τέλος του κόσμου. Μιλώντας στην ραδιοφωνική εκπομπή «startalk» με τον επιστήμονα Neil de Grasse Tyson ο Σνόουντεν ισχυρίστηκε ότι οι εξωγήινοι προσπαθούν να έρθουν σε επαφή με τη Γη.                      
«Η Ελλάδα είναι μια διαφορετική χώρα μετά τις εκλογές», σχολιάζει η Suddeutsche Zeitung. «Πλέον δεν υπάρχει ελπίδα για μια εύκολη λύση εξόδου από την κρίση χρέους», προσθέτει.
«Οι Έλληνες προσέφεραν μια δεύτερη θητεία στον Αλέξη Τσίπρα. Τώρα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να κυβερνήσει», τονίζει το οικονομικό περιοδικό Wirtschaftwoc. Τραγωδία στην Πάτρα. Αυτοκίνητο με έξι άτομα έπεσε στην θάλασσα. 
Εικόνες αιμορραγούν στην Κριμαία.

Όλα ξανάρχισαν, αλλά χωρίς να το γνωρίζουμε. Νιώθω ότι είμαστε κοντά στο σκοτάδι, στο σκοτάδι μιας αίθουσας την ώρα που ανατέλλουν στην οθόνη  οι τίτλοι τέλους. Κάτι τελειώνει για πάντα χωρίς να ξέρεις το μετά, τη νέα αρχή κι αν υπάρχει. Μοιάζει  σα να  έχεις έναν τοίχο πελώριο μπροστά σου και τα μόνα βήματα που έχεις να κάνεις είναι αυτά τα 50 μέχρι τον τοίχο. Είμαστε σε ένα κουκούλι. Σε ένα υγρό, υδαρές κουκούλι καθώς  τα πρώτα φθινοπωρινά σύννεφα σχηματίζονται από πάνω μας λευκά, μπαμπακένια, και με λαχανιασμένες αναπνοές. Σε ένα ημιδιάφανο λερωμένο με λάσπη κουκούλι, άγνωστο αν είναι ζωής ή θανάτου. Μέσα στο ανακουφιστικό σκοτάδι περιμένουμε την κλωτσιά για το φως. Τα φτερά η την σήψη. Την όποια μεταμόρφωση που θα ήταν πραγματικά μια νέα αρχή.
Προς το παρόν αναπνέω ακολουθώντας την μετατόπιση των ισημεριών. Στο μέτρο που ζω τη ζωή μου μπορώ  να είμαι ευτυχής, όσο δύσκολη και να είναι αυτή.  Είναι δική μου αυτή η πέτρινη έρημος. Κι όταν την βλέπω γρυλίζω ευχαριστημένη.

Κυριακή, Αυγούστου 02, 2015

sUmMeR FoOtAgE (AuGuSt)*


Μπρούμυτα. Φυσάει πολύ. Το ψάθινο καπέλο βυθισμένο στα βρεγμένα μου μαλλιά. Φυσάει περισσότερο. Φως και αέρας. Μου μαστιγώνει το πρόσωπο. Κρατώ δυνατά με τα ακροδάχτυλα τις σελίδες του βιβλίου. Μπρούμυτα και κάτι σταγόνες χοντρές γλιστρούν  από την πλάτη στα  πλευρά δημιουργώντας μου ανατριχίλα. Ο αέρας φέρνει την μυρωδιά της θάλασσας. Θα μπορούσα να είμαι εκεί. Στο νησί που άφησα πριν λίγες ημέρες. Μαζί της, τετ α τετ. Θα μπορούσα να είμαι, πολύ πιο πίσω. Γύρω στα 6, μετά το μπάνιο, ξυπόλητη στην παλιά αυλή με την προϊστορική φίλη μου, να χοροπηδάμε  μέσα σε λεκάνες με ζεστό νερό από τον ήλιο και Johnson σαμπουάν  στα μάτια. Είμαι μπρούμυτα όμως σε ένα αυτοσχέδιο ράντζο ηλιοθεραπείας με μικροέπιπλα  δανεικά από τον χώρο του σαλονιού, στοιχισμένα καλά σε σχήμα ξαπλώστρας, στο όρος βεράντα. Παραλία Μίλητου, Αργυρούπολη. Αύγουστος. Το λάστιχο βρέχει το σώμα μου. Νερό χωρίς αλάτι. Φυσάει πολύ. Ο αέρας μου παίρνει τελικά το καπέλο. Γυρίζω ανάσκελα και κλαίω. Χωρίς λόγο.

«Έλα δώσε μου μια αγκαλιά». Η μητέρα μου έρχεται όλο και πιο κοντά μου κάθε φορά που την επισκέπτομαι στο πατρικό. Την αγκαλιάζω ψάχνοντας την σπονδυλική της στήλη. Μου φαίνεται ότι έχει μικρύνει. Με αγκαλιάζει πιέζοντας με δυνατά και αφήνοντας μου το αίσθημα πως πρέπει να φύγω,  να τρέξω γρήγορα για να προλάβω το σχολικό. Στην ουσία είναι σαφές πως  κάνω προετοιμασία μέσα μου αποχαιρετώντας την  διαρκώς.

Εκείνος επιμένει πως πρέπει να τον φιλήσω. Έρχεται κάθε βράδυ με αφορμή το φεγγάρι και πάμε βόλτες παραλιακά. Το τζιπ του είναι ξεσκέπαστο και όλα περνάνε μέσα. Φτάνουν από τα μαλλιά μέχρι τα τις σόλες των παπουτσιών. Ακούμε τραγούδια της δεκαετίας του 80 που τα έχει γραμμένα σε ένα παλιό cd. Δουλεύει στο Luton.Στα φορτηγά. Αποστολές σε όλη την Ευρώπη. Μου λέει για τα ταξίδια του. Τον ακούω προσεχτικά. Δε νομίζω να χωρέσω ποτέ σε καμιά από τις ιστορίες του. Τον γνώρισα στο νησί ,μας πήγε βόλτα σε παραλίες κρυφές  με το jet ski του αλλά σήκωσε κύμα και γυρίσαμε πίσω νωρίς. Και τώρα σηκώνει κύμα ο ίδιος, κάθε φορά που με βλέπει. Είναι αστείος και απλοϊκός σχεδόν αφελής. Με συγκινεί αλλά δεν θέλω να τον φιλήσω. Μ αρέσει απλά να τον κοιτώ. Μου θυμίζει τις παλιές αυτοσχέδιες ντισκοτέκ των νησιών που κάποτε χορεύαμε πίνοντας fruit punch σε ποτήρι τουλίπας μα που τώρα δεν θα ξαναπάταγα ποτέ το πόδι μου. Όσο κοντά κι αν πλησίαζα.

Σερφάρω στο ίντερνετ. Η θάλασσα πάντα στο βάθος και δεξιά η Σαλαμίνα, η τσίμπλα στο μάτι του Πειραιά,  που αχνίζει από την ζέστη. Χαζεύω μέχρι να περάσει η ώρα του πληκτικού μεσημεριού όταν ξαφνικά πέφτει στην αντίληψη μου μια εικόνα από την βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. Μια δοκιμή πυρηνικών όπλων από τον στρατό των  Ηνωμένων Πολιτειών στο Bikini Atoll, Νησιά Μάρσαλ, στις 25 Ιουλίου 1946.Μενω με το στόμα ανοιχτό. Τι καταστροφή και πόση ομορφιά συνάμα. Κοίτα να δεις  τώρα: κάποιες φορές η ομορφιά μπορεί να είναι ειδεχθής, αποτρόπαια. Παρ όλα αυτά παραμένει ομορφιά.

Τσακωνόμαστε με μηνύματα, εκείνη λέει ότι θα είμαι πάντα ένα υπέροχο πυροτέχνημα που δεν κρατά ποτέ όσο θα ήθελε ο καθένας. Έχω γραμμένο τον καθένα. Εμένα με νοιάζουν μόνο αυτοί που ξέρω από τότε που έπινα Johny με κόκα κόλα σε ψηλό. Είναι Αύγουστος και κάνω ότι θέλω δεν έχει όρια ο μήνας αυτός ούτε ομφάλιο λώρο. Μιλάω πάλι φωναχτά και λέω όσα σκέφτομαι, χωρίς φόβο, ξέροντας πως οι άνθρωποι για να μας πλησιάσουν θέλουν μπόσικα και όχι απαγορευτικά.

Παρασκευή, Ιουνίου 19, 2015

JuNe FoOtAgE

Αφήνω χαρτάκια στον εαυτό μου, να μην ξεχάσω, γιατί συνέχεια ξεχνώ. Με διατάζω με γράμματα που μοιάζουν σαν μπερδεμένα κορδόνια,  να ποτίσω τα λουλούδια το βράδυ , να κατεβάσω τις τέντες,να πάρω χυμούς και φαί στην Μιλού. Υπάρχει μια αναμπουμπούλα στην χώρα. Μέσα ή έξω από την ευρωζώνη, κόσμος αχώνευτος  με ξεπλυμένα χρώματα στις μακό του μπλούζες  συγκεντρώνεται για άλλη μια φορά στο αιθαλές Σύνταγμα, καθώς εγώ τον αποφεύγω κρυμμένη στο Ηρώδειο ακούγοντας  την Τόσκα να τσιρίζει. Ένας σερνάμενος ηλεκτρισμός ακουμπάει τα μάρμαρα. Ίσως και λίγο την θυγατρική  της καρδιάς μου. Υπάρχει μια αναμπουμπούλα και στο ουράνιο μπλε. Σύννεφα σκούρα, γεμάτα θυμό  μας ποτίζουν συχνά με αφηρημένες βροχές μα ακόμα να ανθίσουμε.Την κατάπιαμε αμάσητη την άνοιξη αυτή. Μέσα ή έξω από το καλοκαίρι; Κανείς δεν αποφασίζει πια. Τρώω  μπεζέδες και πίνω παγωμένα νερά, να κάτσει η ζάχαρη στα δόντια, να κρυσταλλωθεί, σαν εκείνα τα παλιά καλοκαίρια μέσα μου. Από τον πίσω ακάλυπτο κάποιος καίει χόρτα. Η μυρωδιά του με μικραίνει τριάντα δεκαετίες. Ματώνει η μύτη μου και η βραχνάδα από την φωνή, της τότε νέας  μου μαμάς, τρυπάει  τα αυτιά μου. «Σήκωσε τα πόδια σου ψηλά, μαζί και το αριστερό σου χέρι, σαν να δείχνεις τα άστρα, έτσι θα σταματήσει το αίμα μοναχά». Και ξαφνικά το ιώδιο της μνήμης. Τα κύματα στην άμμο περά δώθε. Και γω πουθενά. Η θάλασσα μακριά μου αναστενάζει. Τα άκρα μου ακόμα λευκά. Σαν τους μπεζέδες στο κουτί. Καμία επαφή με το ιώδιο, καμιά ξεραμένη πάνω μου αλμύρα. Πρώτη φορά έτσι, πρώτη φορά τόσο. Τόσο πολύ μακριά από αυτήν.But who cares? Ο κόσμος ανάβει τα φώτα του πάνω μου και με τυφλώνει.Βράδυ πρωί με φώτα αναμμένα πέφτει πάνω μου χωρίς μπαρντόν ή συγγνώμη. Ξέρει μόνο να ζητά και να με αφήνει.Να κοιτάει  με προστυχιά και να  γλύφει την πάρτη του όπως οι γάτες τα πόδια και την ράχη τους. Φοβάμαι πως αρχίζω και τους μισώ. Τους αποστρέφομαι γιατί δεν είναι άνθρωποι πια και δεν πρέπει να καταλάβουν ότι το ξέρω. Κανείς δεν είναι άνθρωπος πια. Δεν ξέρω τι είναι. Ξέρω μόνο πως άρχισε να  ματώνει η μύτη μου ξανά όταν τους συναντώ για αυτό τους αποφεύγω. Βραδιάζει αργά, ταΐζω τις γάτες της γειτονιάς μου και νιώθω πάλι μέσα μου καλά. Και ευγνώμων, κι  ας έχω τον Ιούνιο  στα τελευταία του χωρίς μια θάλασσα να με ξενυχτά. Έχω εσένα και μένα. Έχω εμάς.
Ξημέρωσε. Ο ήλιος παλαβωμένος  τρυπάει το στέρνο μου μέσα από τις γρίλιες κάθε πρωί μα δεν ουρλιάζω. Απλά ανοίγω έντρομη τα μάτια μου γυρνώντας του πλευρό. Συνεχίζει αμείλικτος όπως και η ζωή. Τρυπάει  με εκείνη την μικρή ηλιαχτίδα την λευκή μου ωμοπλάτη  και φτάνει μέχρι την οροσειρά της σπονδυλικής μου στήλης. Με πονάει, με καίει, με κάνει να ιδρώνω πάνω στα λευκά ατσαλάκωτα σεντόνια μου χωρίς κλάμα. Βουβά. Λένε πως  μπορεί  ο κόσμος να είναι κωμωδία για όσους σκέφτονται και  τραγωδία για όσους νιώθουν  και χωρίς να ξέρω που ανήκω  θα ήθελα να  πω μονάχα πως η μύτη μου ματώνει ακόμα κάποια πρωινά και αντί να θυμάμαι την συμβουλή της  μαμάς να δείχνω τα άστρα κάθομαι στα γόνατα και παρακαλώ. Παρακαλώ τον κόσμο να σβήσει τα φώτα του.

Δευτέρα, Μαΐου 11, 2015

CoRoNa BoReALiS


Μεγάλωσα με τον Corona borealis στο βλέμμα. Ενηλικιώθηκα στο μπούστο της νύχτας, κάτω από θερινά σινεμά μαζί του με παλιές ταινίες του 60. Μέθυσα με όλο το αλκοόλ που μου πρόσφεραν σε νυσταγμένα πανηγύρια νησιών μπερδεύοντας την Αριάδνη με την Elizabeth Taylor μη ξέροντας ακόμα για την ουλή του έρωτα. Αντάλλαξα φιλιά εφηβικά κάτω από το βλέμμα του, τραγουδώντας γύρω από αναμμένες φωτιές σε παραλίες με θάλασσα σαν μελάνι και καύκαλα σουπιάς. Αδίκησα τον εαυτό μου, ούσα πολύ αυστηρή, σε κάθε νέο μου ξεκίνημα. Πήγα ταξίδια μαζί του με όλα τα μέσα, σε όλες τις νύχτες της Ευρώπης. Γύρισα αγκαζέ με εκείνη την κορόνα όλα τα νησιά της πατρίδας μου,  περιμένοντας τις μπλε ώρες να ρθουν για να ανατείλει. Σχεδόν τον άγγιξα στις κορυφές των πιο ψηλών βουνών, με αποτέλεσμα μια Αυγουστιάτικη νύχτα να χάσω σε δυο δάχτυλα τα δαχτυλικά αποτυπώματα μου. Έγραψα στα ημερολόγια μου για αυτόν σαν να ήταν εραστής μου, τον παρατήρησα με φίλους μόνη ή σε γιορτές όλα τα απύθμενα καλοκαίρια της ζωής μου. Βγάζοντας λοιπόν την τρίτη λευκή τρίχα στα μαλλιά μου και μετά από τρομερές πιέσεις και αλλαγές στην στενάχωρη καθημερινότητα μου, είχα την ανάγκη να κοιτάξω και πάλι ψηλά. Να δημιουργήσω μια λαμπηδόνα, μια ελπίδα που θα με έκανε να αλλάξω την οπτική στο βλέμμα μου. Είχα την ανάγκη να φτιάξω τον αστερισμό που τόσο αγάπησα για να μπορώ να τον χαζεύω. Να τον καρφιτσώσω στο δωμάτιο μου ή οπουδήποτε αλλού για να μπορώ να σηκώνω τα μάτια μου ψηλά και πάλι ακόμα και τις πιο σκούρες  νύχτες. Να τον κρεμάσω όπως κρεμάει κανείς τα σκουλαρίκια του ή τα καινούργια του φωτιστικά. Είχα ανάγκη από μια κορώνα που δεν μου την έδινε κανείς. Κι έτσι έφερα συμβολικά  τα 6 πιο λαμπερά αστέρια του, μέσα από την δική μου οπτική, κοντά σας.



Έκθεση Κολάζ
της
Άννας Δημητρίου

 “CORONA BOREALIS

28 Μαΐου έως 10 Ιουνίου 2015

Βρυσάκι, Χώρος Τέχνης & Δράσης


Βρυσακίου 17, ΠλάκαΣυμμετοχή: Τίτα Μπονάτσου
                                 
Επιμέλεια έκθεσης: Άννα Χασανάκου

Εγκαίνια: Πέμπτη 28 Μαΐου, στις 19.30

Διάρκεια έκθεσης: 28 Μαΐου - 10 Ιουνίου 2015

Ώρες λειτουργίας: Καθημερινά, 11.00 - 20.00

Τρίτη, Απριλίου 28, 2015

ApRil FoOtAgE


Μενεξέδες, πανσέδες, γεράνια. Γλυτσίνες και γιασεμιά στα μαλλιά και στα αυτιά σαν σκουλαρίκια αλλοτινών καιρών. Μεγάλα ανθοφόρα τσαμπιά κρατημένα στις μακρόσυρτες βόλτες των μαβί απογευμάτων. Ιδρωμένες παλάμες μαζί με μικρά έντομα. Ανοιξιάτικα ρόδα στο χρώμα των πληγών κομμένα από κήπους που κανείς δεν παραφυλάει ούτε παίζει μέσα τους πια. Γρήγορος βηματισμός  και στο στόμα φυλλαράκια τσίχλας με γεύση δυόσμου και κανέλας. Στα σκουπίδια πεταμένα παραθυρόφυλλα και στρώματα από κρεβάτια παιδικά. Λέω απ έξω και σχεδόν ξέπνοα, δυο αράδες που έχω κάνει copy paste από κάπου, που πια δεν θυμάμαι. «Οι κορυφές των λόφων διαγράφονταν καθαρά στον ορίζοντα σαν κομμένος αμέθυστος. Ο αέρας είχε την περίεργη μυρωδιά σαπίλας του βάλτου, αλλά ήταν δροσερός σαν πελαγίσιος και είχε το πιο παράξενο αποτέλεσμα στην διάθεση μου: μ’ έκανε να νοιώσω πραγματικά ξέγνοιαστος.» Τα μάτια μου ξαφνικά γεμίζουν δάκρυα καθώς συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά είναι ακόμα σε αυτή τη ζωή. Όλη αυτή η μνήμη όλες αυτές οι ρωγμές είναι από το τωρινό μου timeline.Και ολόκληρη αυτή η δύση με το σαπφείρινο μαβί που συνεχώς συμβαίνει και πιο αφοπλιστικά είναι η άγρια δύση ενός κόσμου μελλοντικού. Και οι σκιές μεγαλώνουν και με ακολουθούν και στις άλλες βόλτες, αυτές των ποδηλάτων, που η καρδιά χτυπάει πιο έντονα. Εκεί συναντώ μαμάδες με νεαρές παραφυάδες. Οι μαμάδες κοιτάν το ποδήλατο μου κι έπειτα εμένα πάνω του με μια μικρή κακία, και γω τα παιδιά τους και έπειτα τα χέρια τους που κρατούν το ένα το άλλο με έναν αόρατο ζυγό.
Στις βόλτες μου, τις νύχτες περνάω συχνά έξω από το σπίτι σου σα να κάνω ένα μεγάλο κατόρθωμα και βλέπω το φως του σαλονιού σου αναμμένο. Το αμάξι σου παρκαρισμένο πάντα στο σπίτι με τις γάτες και το μπαλκόνι σου άδειο από φυτά. Κοντοστέκομαι σε μαύρο φόντο στο παρκάκι για 2 πάντα λεπτά. Ένα κοφτό αεράκι σαν άγαρμπο παρατεταμένο φρενάρισμα με διαπερνά. Και να σε δω ξανά μην περιμένεις να σου μιλήσω. Δεν θα σου ξαναμιλήσω, το ξέρεις πια, μέχρι να μου ζητήσεις μια άγρια και βαθιά συγνώμη.
Εντωμεταξύ στον κόσμο κάνει μεγάλους σεισμούς, ψηλώνουν κι άλλο τα βουνά. Μεγάλους πολέμους που κάνουν τις βάρκες να αναποδογυρίζουν σαν κομμάτια βουτύρου γεμάτες πολύχρωμους μετανάστες. Στον κόσμο κάνει μεγάλες κοροϊδίες που μας καταργούν τα χρόνια μπροστά, μεγάλες απώλειες, ολόκληρα κομμάτια από το μέλλον ξεκολλάν μαζί με τους πάγους. Κι όλα αυτά όσο έξω η Άνοιξη τα σπάει. Όσο η απόλυτη ελευθερία μου κάνει τα σάλτα της. Μια κρυμμένη ειρωνεία με γρατζουνά. «Κύριε, Συγχώρεσέ με που δεν παντρεύτηκα (ξανά) και που σκέπτομαι μόνο τον εαυτό μου.»            
Στην κουζίνα βάζα γεμάτα λουλούδια κομμένα από τον δρόμο. Στα σπίτια ολόγυρα άνθρωποι με την πλάτη στον Υμηττό, με την πλάτη στο φεγγάρι παραμονεύουν στα μπαλκόνια. Περιμένω τα κεράσια του Μάη και τον Corona borealis μου. Αυτά προς το παρόν μου αρκούν.

Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2015

mArCh FoOtAgE



Εδώ στο πάντα βρέχει, ονειρεύομαι την Άνοιξη, κάποιες ελάχιστες νύχτες που λίγο ο καιρός γλυκαίνει και τα πόδια μου στους περιπάτους ιδρώνουν μέσα στις χοντρές κάλτσες. Υγρασία. Τα οπορωφόρα της γειτονιάς ετοίμασαν νέα άνθη που ξεκίνησαν να ανοίγουν με μια φανερή καθυστέρηση.  Νηστίσιμα φαγητά μαζί με υγρασία και συνεχόμενες νεροποντές. Νεροποντές, ταραμοσαλάτα, ταχινένιος χαλβάς και κρασί. Νεροποντές, λαχανιασμένες ανάσες και παπούτσια με λάσπες. Νεροποντές με δυνατό αέρα και έντονα όνειρα χρώματος κοραλλί. Παντού βροχή και πλάι μου μια μικρή θερμοφόρα που αντικαθιστά το σώμα που λείπει. Κουράστηκα να μπαινοβγαίνω κρατώντας χαλασμένες ομπρέλες στα χέρια. Πρήστηκα από βροχή και υγρασία. Θέλω πίσω το κίτρινο ανελέητο φως.
Προχτές το βράδυ  σε άκουσα να κλαις και γέμισε νερόλακκους όλη η αυλή μου. Η μόνη ηλικία που υπάρχει με ήλιο είναι η παιδική. Αν θες μπορούμε να πάμε μια μέρα. Να μείνουμε.
Στην δουλειά κόβω ράβω εφημερίδες και χρωματιστά χαρτόνια σε κάθε import ή transcode. Συνθέτω νέους κόσμους με κύματα τριήρεις και ήλιους με σύννεφα ή χωρίς. Αεροπλάνα και πουλιά στο ίδιο μέγεθος και σπίτια με πολύχρωμα δέντρα. Τοπία καλοκαιρινά. Κόβω ράβω και κολλώ στους τοίχους μια προτεινόμενη θέα. Μια λασκαρισμένη φυγή. Υπάρχουν όλα τα μέσα για να το σκάσει κανείς. Κι όμως κανείς δεν δραπετεύει από κει. Πόση γοητεία μου ασκεί το ρήμα «δραπετεύω» μαζί και οι ίδιοι οι δραπέτες που μένουν μακριά από κοινωνικές επιταγές και ασφυκτικά φώτα, ζώντας μέσα σε κόγχες σκοτεινές που ενσυνείδητα δημιουργούν  και υπάρχουν. Μόνο βυθισμένος ή ιπτάμενος στον δικό του κόσμο μπορεί να επιβιώσει πια κανείς. Μόνο εκεί μπορεί κανείς να νιώσει ελεύθερος. Και για μένα αυτή την στιγμή ελευθερία μου φαίνεται να βρίσκεσαι στον  ολάνθιστο κήπο ενός πλακιώτικου σπιτιού έναν Απρίλη εκατό χρόνια πριν.
Βγαίνω από το πλάνο του Μάρτη υγρή, σκυφτή και αμήχανη. Κρατάω μια ώρα παραπάνω στα χέρια όπως κρατά κανείς έναν λαγό από τα αυτιά. Κάπου μακριά εκεί έξω οι εργάτες του φωτός χτυπάνε τα ξίφη  τους.  Ώρα να ζήσουμε.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2015

FeBrUaRy FoOtAgE


Πάνω από την Πεντέλη ένα μολυβόμπλαβο σύννεφο μπλέκονταν ακόμα με τα κυανά απομεινάρια της νύχτας. Ξεφτίζει και ο Φλεβάρης. Σώνεται .Όπως το λαδάκι στα καντήλια. Μα δεν με πονά γιατί μέσα του έζησα ευτυχισμένη. Με κάτι ψιλές νιφάδες σαν βέλο στο πρόσωπο και το πλαγκτόν της νύχτας στα μαλλιά να φωσφορίζει. Έζησα ευτυχισμένη πίσω από ψεύτικες υπερφυσικές βλεφαρίδες και ριγέ κοκκινόασπρες κάλτσες σε μια παλιά ντισκοτέκ. Μέσα από πολικού ψύχους νυχτερινές επιστροφές με αμήχανους συνοδηγούς, Μελίνα Μερκούρη στο ράδιο και κατεβασμένα παράθυρα να φεύγει ο καπνός. Μέσα από ζεματιστά παπλώματα σε πλήρη πρωινή ακινησία και ωραία γαληνεμένα μεσημέρια με άπλετο ιλαρό ηλιακό φως στο μέτωπο και στα μάτια με μία ισχύ 455 watt .
Η ζωή είναι κάποιες φορές μονότονη σαν ένα επαναλαμβανόμενο τρίτονο. Το σημαντικό είναι το ότι η συγχορδία ουσιαστικά κάνει κύκλο και επανέρχεται στον αρχική νότα. 
ΟΙ μέρες μεγαλώνουν, κερδίζουν ύψος και φως. Αναπνέω καλύτερα μέσα τους και χωράω με άνεση πια. Μαζί τους μεγαλώνουν και τα λουλούδια  πολύ γρήγορα και δεν το καταλαβαίνουμε! Άνθισε ολόκληρη πάλι  η αμυγδαλιά της ανηφόρας, μαζί με τις αμυγδαλές του λαιμού μου και τα δέκατα. Ραντεβού πάντα λίγο πριν το Μάρτη.
Τον τελευταίο καιρό μ αρέσει να ακούω τα σίγμα των ανθρώπων. Μερικά είναι βαρετά, δεν κρύβουν τίποτα, είναι και μερικά άλλα που τα λέω από μέσα μου, που όλη μέρα κάνουν σσσσσσ στο κεφάλι μου.
Οι άνθρωποι γύρω. Απλώς, είναι άλλοι. Μας πικραίνει που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μας. Που θα τους θέλαμε αλλιώς. Θα ελπίζαμε να ήταν αλλιώς. Αλητεύουν μέσα μας, αλωνίζουν με νύχια γαμψά την επιφάνεια της κουρασμένης μας  καρδιάς και φαρμακώνουν ό,τι κι αν έχουμε επενδύσει σ' αυτούς. Και μεγαλώνουμε. Και καταλαβαίνουμε με τον καιρό ότι δεν υπάρχει γιατί και πως. Απλά, είναι έτσι. Άλλοι. Και δυναμώνει η αντίληψή μας και μαθαίνουμε να τους αναγνωρίζουμε ευκολότερα. Δρόμο. Μακριά. Αν χρειαστεί, δανειζόμαστε την σπάθα του αρχάγγελου. Ατσαλώνουμε. Και αράζουμε, εκεί που υπάρχει αγάπη. Μόνο.
Καμιά φορά νιώθω επισκέπτης του μυαλού μου, και ως επισκέπτης, ανακαλύπτω πάντα κάτι νέο.
Βλέπω αμυγδαλιές κάθε πρωί. Κάθε. Και πράσινο, να λέω πως το μάτι μου βλασταίνει. Και στο ραδιόφωνο -πως γίνεται, μα το Δία!- ακούγονται κάτι γλυκερές μουσικές, βαλσάκια και ερωτοπλάνταχτες ρούμπες. Μα το κέφι ανηφορίζει. Στην κόντρα πάντα με έβρισκα ολόκληρη. Μέχρι να να κάνω τις δουλειές μου Κάτι τσιγαρίσματα από απέναντι, κάτι πίτες που φουρνίζονται, μου γαργαλάνε τα ρουθούνια. Ο Νότος μου ανθοφορεί. Και τα προεόρτια της άνοιξης, γίνονται εδώ με ζουμπούλια στα βάζα, χαμάδες και ρακή.

Ο ήλιος στην επιστροφή άρχισε πάλι να μου καίει τα μάτια μαζί με τις πορτοκαλί μου βλεφαρίδες. Καλύτερα. Να βλέπω δίχως να κοιτώ.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 09, 2015

jAnUaRy FoOtAgE


Έχω καιρό να ακούσω τα μελίσματα των πουλιών. Σα να ήταν δεκαετίες χειμώνας. Προχτές βράδυ βρέθηκα μέσα σε μια νευριασμένη χιονοπομπή. Στα διόδια της αττικής οδού το χιόνι είχε κάνει ένα λευκό χαλί στο δρόμο. Νιφάδες χοντρές σκάγανε με θόρυβο στο παρ μπριζ του αυτοκίνητου μου σαν παγωμένα χαστούκια. Το καλοριφέρ στο φουλ. Μέχρι να φτάσω στην αγαπημένη ακινησία του Καρέα ότι χιόνι είχε μαζευτεί έλιωνε σιγά σιγά μοιάζοντας με δεκάδες χορεύτριες που έχαναν τις αισθήσεις τους μπροστά μου, πέφτοντας αθόρυβα ακρωτηριασμένες μπρος στα μάτια μου .Ακινησία. Το μόνο που μπορείς να δεις είναι το χιόνι και τα κόκκινα φώτα από τα stop των αυτοκινήτων. Ακινησία. Έχω να ταξιδέψω πολύ καιρό. Τα λεφτά δεν περισσεύουν για τίποτα. Μόνο για πάγια, δόσεις, και έκτακτες εισφορές. Τα σεντόνια παλιώνουν μαζί με τα κουφώματα και την υγρασία στους τοίχους. Τα βιβλία αδιάβαστα και ριγμένα άτακτα πάνω στα τραπέζια, παραμιλούν. Τα βράδια ακούω τις προσευχές τους. Μπερδεύονται μαζί με τις δικές μου εκεί κοντά στο μικρό ξημέρωμα. Σε συναντώ επιστρέφοντας  από την Θεσσαλονίκη. Έχεις ομορφύνει πολύ. Τα νύχια σου μακριά και απεριποίητα γρατζουνάνε όλες τις πληγές που κοντεύουν να κλείσουν από τότε που μετανάστευσες. Το μωβ μολύβι στην κοιλάδα των ματιών σου μου θυμίζει τις παλιές μου συντεταγμένες. Το γκρι στους κροτάφους σου κάνει παράσιτα σε αυτά που θέλω να προλάβω να σου πω. Είμαι ακίνητη που λες και λυπημένη, όσο και αν εσύ επιμένεις  πως αυτό το μπλε του ουρανού της Αθήνας θα πρέπει να κηρυχθεί παράνομο και καταχρηστικό. Το αγνοώ. Με παρασέρνει το μαύρο και το κυανό του βυθού μου. Έχω πάψει να πατώνω πολύ καιρό πια. Και αυτό μάλλον συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι κουβαλούν αβάσταχτα φορτία  συναισθημάτων που με βυθίζουν. Και η ανάσα μου όλο και λιγοστεύει για αυτό ξεκίνησα εισπνοές βράδυ –πρωί. Και ξέρεις, αυτή η αδηφαγία που υπάρχει στους ανθρώπους και τους συρρικνώνει, ακυρώνει όλα αυτά τα πολύτιμα υλικά που στοιβάξαμε για μια γερή κατασκευή ανάμεσα στις σχέσεις. Καμένη γη οι περισσότεροι. Αναλφάβητοι, μηδενισμένοι ,χωρίς παρόν. Και όσο το μεσημέρι προχωράει και ο χρόνος μας τελειώνει εγώ ακόμα ακίνητη σε εκείνον τον καναπέ, έχω σκάψει μια σπηλιά στην κοιλιά σου προσπαθώντας να κρυφτώ. Όχι από σένα, άλλα από την σφοδρή αυτή ακινησία που με καταδυναστεύει.
Και τίποτα δεν θα είναι ποτέ όπως πρώτα μιας και το φως έγινε πιο δυνατό και πιο πρόστυχο πια. Αφού οι στιγμές της δικής μου δημιουργίας καταργήθηκαν. Μιας και  λεφτά δεν υπάρχουν και οι διαδρομές μεγάλωσαν κι άλλο. Πλάτυναν οι αποστάσεις, ξεχειλώσαμε. Σπάνια αφουγκραζόμαστε .Ξεχνάμε διαρκώς τα πάντα, όχι όπως κάποτε που ξεχνούσαμε μόνο ονόματα και ημερομηνίες. Τώρα πια τα πάντα. Σε λίγο θα καταργήσουμε την μνήμη για να ανακουφιστούμε. Έχουν αλλάξει που λες γλυκιά μου πολλά από τότε. Η φιλμογραφία μου έγινε πιο επιλεκτική. Ο υπερευρυγώνιος φακός που χρησιμοποιώ  δημιουργεί μια έντονη ατμόσφαιρα αποξένωσης. Να θυμάσαι την αρχή της ζωής σου μου λένε διάφοροι. Θυμάμαι την δικιά μου αρχή μα με τα χρόνια γίνεται πιο εύκολο να την κοιτάζω παρά να την εξηγώ. Το επιτοίχιο ρολόι στην κουζίνα πάει πίσω δέκα λεπτά. Όλο  διορθώνω την ώρα κι όλο πάει πίσω. Μου δίνονται δέκα λεπτά κάθε μέρα επιπλέον και δεν ξέρω τι να τα κάνω .Ίσως ξεκινήσω την συλλογή από παλιές μου επιστολές, φωτογραφίες και σημειωματάρια και φτιάξω ένα τιτάνιο κολάζ γεμάτο διαδρομές να ακολουθώ μπας και σωθώ. Να πιάσω πάλι τον μίτο .Δέκα λεπτά την μέρα επιπλέον στην διάθεση μου για να βελτιωθώ. Η τέχνη ενάντια στον χρόνο.

Πριν φύγεις ξανά άσε μου το μωβ μολύβι των ματιών σου. Θα πάω να βάλω σταυρό στον υποψήφιο της επιλογής μου με αυτό.