Τετάρτη, Ιουλίου 23, 2014

JuLy FoOtAgE


Παντού η θάλασσα. Χωρίς λόγο. Και ο ουρανός σαν ανοιχτή καρδιά από πάνω, χωρίς να ενοχλεί στάζει  στα μάτια μου κολλύριο με φως. Η άμμος καίει όπως πάντα τις πατούσες. Η μέρα είναι ακόμα μεγάλη και με ελέγχει με εκείνο το μισάνοιχτο βλέμμα και από μακριά η σπείρα του γαλαξία εγκαθίσταται σαν σκουλαρίκι στο αυτί. Στον περίβολο της εκκλησίας των ταξιαρχών ένας γέρος, μυστήριος, βάφει με ασβέστη τις πέτρες. Ποτέ δεν κοιτάει τους ελάχιστους περαστικούς. Μόνο βάφει και το στήθος του ακουμπάει σχεδόν τη γη. Ανάβω ένα κερί, όχι , ανάβω 4-5 κεριά, μην ξεχάσω όσους το σκάσανε από δω για εκεί. Και γω αν και εδώ, ποτέ δεν ένιωσα να έχω ένα σπίτι με τα θεμέλια σε αυτό το χώμα. Όλο επάνω κοιτώ, τα σύννεφα, όλο επάνω χωρίς να τραυματίζω τους βολβούς των ματιών. Πολύβουο σύμπαν με χιλιάδες λέξεις και κόσμους που ανοιγοκλείνει τις πόρτες του. Σαν να με στενεύει πια η γη.
Δερμάτινα σανδάλια με αλάτι και ιώδιο. Ψαρόβαρκες που κάνουν βόλτα το γύρο του νησιού. Η γιορτή της φάβας ένα βράδυ του Ιουλίου. Κι έπειτα η επιστροφή από το ένα νησί στο άλλο το ίδιο βράδυ με το καΐκι. Ο ουρανός σαλιάριζε σαν το πιο όμορφο πλάσμα στον κόσμο. Και γω δεν είχα μάτια για τίποτε άλλο. Παρά για τους χιλιάδες χωροχρόνους του και τις μυριάδες εκδοχές μου που με καρτερούσαν.
Παρέες με στεντόρειες φωνές, χαμόγελα και αισθητικά μακροβούτια, η Αστέρω με τα δίχρωμα μάτια, και η ταβέρνα της  Ακαθής με καθημερινά φρέσκα ψάρια. Σπιτικές λεμονάδες με μέντα και καρό καλάθια με πίτες. Βρέχει; Δεν μπορεί κάπου αλλού θα βρέχει. Οι φίλοι ακουμπάνε τους ώμους μου.  Ένα κρυμμένο «αχ» στο βλέμμα τους. Συνήθως ανεπίδοτο. Τα κουκούτσια από το καρπούζι κολλημένα στο τραπέζι της βεράντας, ο μαΐστρος μου γαργαλάει τα αυτιά, κουράζει τα απλωμένα ρούχα στο σχοινί, το εκκλησάκι με την σφραγισμένη πόρτα, τα ήσυχα μονοπάτια και οι πέτρες με τις σκαλισμένες σπείρες των αρχαίων πειρατών. Η θάλασσα στο βάθος, η μικρή κατηφοριά με τα ελάχιστα σπίτια, οι κάκτοι, και τα στάχυα που ξανθαίνανε στο φως, τα ταλαιπωρημένα γαϊδουράκια στις άκρες των μικρών χωραφιών, η Παναγία με το μεγάλο βαθυγάλαζο τρούλο της, και ο προφήτης Ηλίας. Όλα είναι εδώ και μεγαλώνουν σαν σχηματισμένοι ολόγιομοι καρποί έτοιμοι να φαγωθούν. Εδώ και εκείνη η αστείρευτη γλύκα που δεν κατάλαβα ποτέ αν οφείλεται στο σπιτικό γλυκό του κουταλιού που μας πρόσφερε η Άννα ή στη ζωή την ίδια.
Πηγαινοέρχομαι στα διάκενα του αναποφάσιστου καλοκαιριού με μια χαλασμένη βαλίτσα. Δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Κάνω ό,τι θέλω. Ό,τι με κάνει να νιώθω ολόκληρη και κανονική. Αν αρχίσω να κινούμαι αντίστροφα, δεν θα είμαι ευτυχισμένη. Τι αυτοκρατορικές παρακρούσεις και καταρράχτες αισθημάτων! Το ταξίδι. Ο άνθρωπος, σκέφτομαι, αναπαράγει αυτό που βλέπει κάθε μέρα. Και όταν βλέπεις τα ίδια, μένεις στάσιμος. Η ζωή δεν είναι ντοκιμαντέρ, ούτε κοινωνιολογία, ούτε μαχόμενη δημοσιογραφία, ούτε life style,ούτε πολιτικαντισμοί. 
Η ζωή ρε παιδιά είναι μαγεία!