Τρίτη, Ιουνίου 24, 2014

JuNe FoOtAgE- b SiDE

Με φεγγάρι μικρό και με μια ζέστη ξαφνική με παρατάει ο Ιούνιος. Με ένα λευκό ποτήρι κρασί στο χέρι και ένα νέο σφράγισμα  πάνω δεξιά. Λίγο πριν και χωρίς προειδοποίηση καμιά, με ξενυχτάει σε  παιδικά πάρτι γενεθλίων και σε απέραντες βεράντες με ράντζα και φώτα δαπέδου. Έξω οι γρύλοι σφυρίζουν ιδιόμορφα. Στην πόρτα ο Ιούνιος, με αποχαιρετά, προβάροντας εχθρικά σύννεφα και μανιοκαταθλιπτική συμπεριφορά. Με ναυλώνει στο μπλε αστέρι και με στέλνει μακριά, εκεί που οι θάλασσες ρηχαίνουν και γίνονται υγρά ζαφείρια. Δώδεκα  νύχτες κάτω από την μεγάλη άρκτο και την λευκή εσάρπα του γαλαξία θα παραμιλάω σαν το κορίτσι που ξέχασε τα λόγια του ποιήματος στην σχολική γιορτή. Δεν έχω κάτι άλλο να φανταστώ για αυτό το ασθενικό καλοκαίρι. Νομίζω έληξε εδώ ο ρομαντισμός μου. Μεγαλώνω όμως  τους  κυνόδοντες μου, βάζω πίσω τα αυτιά μου, και διαστέλλω τις κόρες των ματιών μου γρυλίζοντας. Μέχρι το αλάτι να κλείσει τις πληγές.

Έδωσα τα πάντα για αντιπαροχή μπας και ψηλώσω κι άλλο την ψυχή μου. Ήταν μεγάλο το σκοτάδι του χειμώνα αυτού, και μου έλειψε ο μεγάλος ουρανός. Και θα αναρωτηθεί ο κόσμος, μαζί του και γω, δώδεκα νύχτες θα φτάσουν για να σου στοκάρουν τις ρωγμές; και ίσως τότε απαντήσω πως με νοιάζει ο ήλιος πιο πολύ και τα μικρά ανθάκια που θα βγάλω από κει παρά ο στόκος. Γαλάζια νύχια. Γαλάζια φορέματα και δυο τούφες ξανθιές στα μαλλιά μου, που όλο κατηφορίζουν στα ριζά της μέσης μου. Έχω την εντύπωση ότι μέσα μας ζουν πολλοί άνθρωποι. Το θέμα είναι να αντέξεις να συγκατοικείς στο ίδιο σώμα με αυτούς!
Όλα στενεύουν λίγο πριν. Κρεβάτια, παπούτσια, μπλούζες και κοντά παντελόνια. Παλιά φορέματα, δωμάτια εργασίας, η θέση του οδηγού, η αγκαλιά σου, οι διάδρομοι της νύχτας, οι πρωινές κράμπες, και τα σκουρόχρωμα σουτιέν. Όλα στενεύουν, με στενεύουν. Ακόμα και οι βαλίτσες μου. 
Θα κάνω και για σένα μια βουτιά, ένα άγιο παρθενικό μακροβούτι με μάτια ανοιχτά.
Θα αφήσω τον εαυτό μου αμολητό και θα τον ξεχάσω όσο περισσότερο μπορώ. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να ζήσω. Και σιγά μην έχω αρχείο για όλα αυτά που συμβαίνουν σε αυτή την ζωή. Από το ένα αυτί μπαίνουν από το άλλο βγαίνουν. Το μόνο που με μέλει είναι να θυμάμαι τι έμαθα και να το λέω σαν προσευχή λίγο πριν νυχτωθώ. Η αγάπη είναι πράξη επαναστατική! Αμήν και καλή αντάμωση.

Κυριακή, Ιουνίου 01, 2014

JuNe FoOtAgE


Αρχίζει η λάβρα να μπαίνει σε μια σειρά. Διαχέεται από την πίσσα των δρόμων και από τις τσιμεντένιες γέφυρες της Δουκίσσης Πλακεντίας, όσο εσύ κοντοστέκεσαι για μιαν ανάσα ουρανού. Διαχέεται από τα υπόγεια του μετρό και την ενέργεια των εγκλωβισμένων σωμάτων, από τα πρασινωπά ελώδη τοπία των ονείρων που σε ιδρώνουν τις μικρές ερεθισμένες ώρες της νύχτας, από μελλοντικές αρθρίτιδες και κουνημένους σπονδύλους. Διαχέεται από τις φωτιές του  Αϊ-Γιάννη του Πρόδρομου, από τα βλέμματα ανεκπλήρωτων ερώτων που αφήνουν σαν σαλίγκαροι την γραμμή του σάλιου τους στο δάπεδο του edit που δουλεύεις. Διαχέεται από το τίποτα που σε κοιτάει κατάματα. Από το τίποτα που τόσο αγαπάς.
Στην στάση Αγ. Παρασκευή του μετρό, έξω από τις κυλιόμενες σκάλες, ένα ξανθό κορίτσι μυρίζει ένα λευκό τριαντάφυλλο. Μοιάζει να ερωτοτροπούν. Τραμουντάνα.Βάζω τα γυαλιά ηλίου μου παρόλο που σουρουπώνει. Όσο πιο σκοτεινά τόσο πιο ασφαλής.
Και όπως έλεγε ο Βlake κάνε ό,τι θέλεις. Ο Κόσμος αυτός είναι φανταστικός και έχει φτιαχτεί από αντιφάσεις.
Σκηνή Α λήψη 3.Πάνω σε ένα μηχανάκι εγώ με ένα φίλο μου παλιό σπάμε τα μούτρα μας στα βραχώδη τούλια της νύχτας με μικρές ταχύτητες. Κάτω από τις σόλες μας κολλημένες οι νότες μιας συναυλίας. Στο δρόμο κάνουν έργα και κάθε φορά που πέφτουμε σε μια λακκούβα, χιλιάδες αναμνήσεις σαβανωμένες ξεπηδούν από την κορυφή των μαλλιών. Αέναη βόλτα. Ξαφνικά αρχίζει να βρέχει και τα κράνη μας γίνονται πεδία βολής. Χαιρετιόμαστε κοντά στο ξημέρωμα και τρέχω να ταΐσω τα γατιά. Τρέχω να προλάβω τον ήλιο πριν βγει, ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων.
Γραίγος~ λεβάντες~ σιρόκος ~λίβας ~πουνέντες~ ζέφυρος ~μαΐστρος τα ονόματα των αγοριών που με σημάδεψαν. Τραμουντάνα το κορίτσι που αγαπώ. Έλα να χορέψουμε και ας καταστρέφεται ο κόσμος.
Σκηνή Β λήψη πρώτη. Σε πηγαίνω σπίτι κι είναι αργά. Τα ρούχα μου μυρίζουν καπνό και η ανάσα μου κρασί. Τα μαλλιά μου πλεγμένα σε δυο κοτσίδες και ανεβασμένα σαν στεφάνι στο κεφάλι ψηλά. Το λευκό πουκάμισο σου φωτίζει την καμπίνα του αυτοκίνητου. Ο ουρανός ξεφτίζει το μαύρο του σε μπλε σκούρο. Ένα αεροπλάνο αφήνει μια λευκή γραμμή. Σβήνουν ξαφνικά οι λάμπες των δρόμων και μοιάζει σαν κάποιος να με χαστουκίζει με ταχύτητα φωτός. Ξημερώνει. Ότι σιχαίνομαι, αλλά δεν το ξέρεις. Μου λες, «Η χάραξη μιας νέας μέρας. Κάτι καινούργιο ξεκινά. Νοιώθω πως μπορώ να κάνω τα πάντα στην σκέψη αυτή, έστω κι αν κρατήσει  μέχρι να αλλάξει χρώμα ο ουρανός.» Σε παρατηρώ καθώς το λες και το πρόσωπο σου γίνεται γαλαζωπό και φωτεινό σα να έπεσαν χιλιάδες αστέρια από μπροστά σου. Όλα έξω πια γαλάζια και η καρδιά μου έχει πάψει να χτυπά.
Σιγή ασυρμάτου. Με νοιάζει μόνον ο καιρός της επομένης.
Χάνω τον χρόνο μου και τις μέρες μου χαζολογώντας. Παρατηρώ τις ρυτίδες που προστίθενται στα μάτια μου. Το περίβλημα σκληραίνει. Στο ψυγείο τα κεράσια μελαγχολούν. Ποτίζω τα λουλούδια. Από το θεατράκι ακούγονται κρητικά τραγούδια και χοροί. Είναι από τις νύχτες που έχει μια ψύχρα. Είναι από τις νύχτες που νομίζεις ότι θα ζήσεις μια ζωή. Στο τραπέζι κάτι αεροπορικά εισιτήρια για Ζάκυνθο με 2 λεκέδες σάλτσας με κοιτάνε καχύποπτα. Οριζοντιώνομαι. Αφήνω για λίγο το παντζούρι ανοιχτό να πάρω μάτι τα άστρα.
Κάποιος δράκος ανασαίνει πάνω στα ξεσκέπαστα πόδια μου.