Τρίτη, Ιανουαρίου 29, 2008

sΕaSoNaL aFfEcTiVe DiSoRdEr


Ο Φλεβάρης, αγαπημένος μήνας μου, παραμονεύει πίσω από αποκριάτικες στολές και ψυχοσάββατα. Γελάει δυνατά μέσα στα αφτιά μου έχοντας στα κίτρινα μάτια του το αποκριάτικο στίγμα και στους κήπους του τις μισανθισμένες αμυγδαλιές. Μετακομίζω το σαρκίο μου δίπλα στην θάλασσα. Μαζεύω ήλιο στην πλάτη και άμμο ψιλή στις σόλες των παπουτσιών μου. Πετραδάκια σε σχήμα καρδιάς απλωμένα παντού. Τα βάζω σαν κλέφτης γρήγορα-γρήγορα στην τσέπη του μπουφάν μου.


Στις χειμωνιάτικες νύχτες ξεπετάγονται που και που κάτι ανοιξιάτικα αποσπάσματα που κάνουν αφόρητη την ερημιά. Φαίνεται στην συγχυσμένη κόρη των ματιών μας. Πίσω από το τζάμι οι νιφάδες λιποθυμούν κάτω από τα φώτα του δρόμου. Τα μουδιασμένα πρωινά βάζω στο repeat κάτι ξεθωριασμένα κομμάτια της Greco. Ζεστός ελληνικός με μέλι. Εφημερίδες στο τραπέζι της κουζίνας. Άνοιξα τα μάτια μου σήμερα και ήταν όλα λευκά. Το χιόνι έχει καλύψει τα πάντα με αυτή την φοβερή σιωπή του. Μου είχε τόσο λείψει. Οδηγώ στην Αττική οδό. Οι μέρες της μαρμότας. Μέσα μου λέω ένα μουσικό δίστιχο εδώ και κάτι μήνες. Πάει κάπως έτσι. «Ρίξτε την κυβέρνηση. Να φανεί ο κάμπος από πίσω». Όλο έτσι λέω. Εμμονή μου έγινε πια. Ρίξτε την.



Μπαινοβγαίνω στα βαγόνια του μετρό. Παρατηρώ εξονυχιστικά τον κόσμο. Πλάθω ιστορίες. Κατεβαίνω με πακιστανές και ρουμάνες μέχρι τις κεντρικές λεωφόρους. Καταπίνω τους ήχους της Αθηναϊκής μητρόπολης και μπερδεύομαι στο πλήθος. Κυνηγάω το φως. Το μαζεύω. Συλλέγω μπόλικη σεροτονίνη για να έχω κάμποσες ουγκιές διάθεσης στους επόμενους μήνες. Μέχρι την άφιξη της. Εποχιακή συναισθηματική διαταραχή.

Κάπου μέσα στο βάθος της ρωγμής μου το γαλάζιο άρωμα των ζουμπουλιών, η βραχνάδα στην φωνή της και τα κατάμαυρα μάτια της μεταφέρουν παραισθησιογόνες ουσίες στον αποκριάτικο ψυχισμό μου. Φάσεις είναι. Στάδια που περνάμε σαν τις ιώσεις που έρχονται και φεύγουν. Θα έρθουν και καλύτερα. Και χειρότερα. Και πάλι καλύτερα. Όλα έχουν ένα τέλος.



Σήκωσα το βλέμμα μου στον μενεξεδένιο ουρανό κι ένα παλιό αεράκι άγγιξε τα βλέφαρα και έκανε την μνήμη να σκορπίσει ξανά. Στο ανθοπωλείο της γειτονιάς μου έφεραν τις πρώτες αμυγδαλιές κύριε Γεώργιε Δροσίνη.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2008

ΥπΟθΕσΗ LuNa ParRk

Μέσα στο κεφάλι μου υπάρχει ένα λούνα παρκ έρημο και ανάκατο. Ξυπνάω και το νοιώθω που με βαραίνει. Ο αέρας τσακώνεται με τα φυτά στην βεράντα μου. Έσκισε με λύσσα την φόδρα του Ανοιξιάτικου φορέματος των Αλκυονίδων και ουρλιάζει τώρα για συγχώρεση.
Δεν του ανοίγω να μπει. Δεν με άφησε να κλείσω μάτι όλο το βράδυ. Κι αν λίγο κοιμήθηκα είναι γιατί είχα τα κουρασμένα μάτια σου στο νου μου, μαζί με εκείνα τα κόκκινα ψηλοτάκουνα λουστρίνια της βροχής.
Χτες έτρεξα να προλάβω την όμορφη νύχτα στο κέντρο. Να πιω ένα ποτό μαζί σου και να την ακούω έξω από τον Μύλο να χτενίζει τα μαλλιά της, κάτω από τις κίτρινες λάμπες. Μύριζε θύελλα έξω και όχι γιατί θα σε έβλεπα. Μύριζε θύελλα γιατί μάσησα το χαρτί με όλα όσα ήθελα πάλι να σου πω. Πάνω που πήγα να κρατήσω την Άνοιξη στην παλάμη μου και να πιέσω δυνατά την κοιλιά της με τον καρπό μου με παράτησε.
Χάλασε ο καιρός...και η διάθεση έπεσε.
Άδειασα σχεδόν την ψυχή μου μαζί με το κρασί μου κοιτώντας σε. Πυρακτώθηκαν τα μάτια μου από όλα όσα θυμήθηκα να σου πω. Να καλύψω το μεγάλο κενό. Με λέξεις, σαν βούτυρο πάνω σε ψωμί. Με λέξεις μελένιες κι όχι αιχμηρές σαν ακόντιο.
Με ένα σύννεφο γεμάτο βροχή και την ουλή της μικρής καισαρικής σου στο στόμα μου επέστρεψα γεμάτη νερό και μνήμη. Νερόλακκοι στις αυλές των σπιτιών και των δρόμων.
Με νανουρίζει το ψιλόβροχο στο έχω πει;
Ο έρωτας είναι πόλεμος. Να το ξέρεις μικρή. Ποιος θα προλάβει πρώτος να οχυρωθεί; Αυτός που θα βάλει μέχρι μέσα τα χέρια του ή αυτός που θα φτιάξει τα βαθύτερα αναχώματα;Ο αέρας συνεχίζει να ανεβάζει τα μποφόρ του. Η τρέλα του συνεχίζει να σκουραίνει και να φουσκώνει την ίριδα του ματιού μου.
Αποκριά. Από μακριά την βλέπω να βάζει την στολή της κολομπίνας.

Ας ντύσουμε την χώρα μας Ελλάδα. Θυμάστε πως ήταν κάποτε αυτή η στολή;
Ποιος ίλιγγος ορίζει τις ζωές μας; Είναι δικό μας αυτό το κράτος που τολμάει και λανσάρει την αποσύνθεση σαν το καλύτερο βλαστοκύτταρο που βρέθηκε ποτέ;
Ξήλωσαν τα άστρα του ουρανού και ράψαν πάνω του παγέτες. Κι όλοι εμείς χαζεύουμε την ομορφιά αυτή. Ξυπνήστε βίαια όλοι σας και δαγκώστε τους ομφάλιους λώρους που σας δένουν με το βόλεμα, μέχρι να ματώσουν και να κοπούν. Πότε στα αλήθεια θα βγούμε έξω από όλη αυτή την παράνοια, φλεγόμενοι, με αιχμηρά αντικείμενα στα χέρια; Πότε αλήθεια, θα τολμήσουμε να ξεκοιλιάσουμε το πάγιο αυτό καθεστώς που όλους μας τρελαίνει;
Βάλτε πίσω τα άστρα στον ουρανό μας ρεεεεεεεεεεε!

Πόσο φτηνή είναι η καθημερινή ζωή όσων πλουτίζουν;

Σάββατο, Ιανουαρίου 19, 2008

ΞόΔεΜα


Αναπνέω μέσα από την φυλακή του εικονογραφημένου μου παραμυθιού. Τρελό ξόδεμα να ζει κανείς έτσι...
Ντύνομαι κάτω από μια αχτίδα φωτός που πέφτει σαν χοντρό ανιχνευτικό φως διαστημόπλοιου στο ξύλινο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας.
Βάζω τα παπούτσια μου κάτω από την θέρμη των Αλκυονίδων ημερών και χτυπάω χιλιόμετρα. Έχουν αλλάξει οι φίλοι γύρω μου. Τρομάζω να τους γνωρίσω. Μεγάλωσαν θαρρώ. Άλλοι μαζέψαν στο ύψος και πλάτυναν τα όρια τους. Οι περισσότεροι πρόσθεσαν νέα μέλη. Μιλάνε σε μια γλώσσα ακαταλαβίστικη γεμάτη μητρικά και πατρικά φίλτρα. Τα δικά μου φίλτρα κοχλάζουν σαν μπαγιάτικο λάδι στο εργαστήριο του Δόκτωρ Καλιγκάρι. Δεν έχω πια πολλά να πω. Άλλα ενδιαφέροντα εγώ,άλλα αυτοί. Βρισκόμαστε όμως κάτω από τις αχτίδες των ηλιόλουστων ημερών και ζεσταίνουμε την πλάτη μας πίνοντας γουλιές καφέ. Κανείς δεν είναι ενήμερος για τον πόλεμο μέσα μου. Στο δικό τους παραμύθι η Αλίκη μιλάει με τον κούνελο και δεν μπορεί να έρθει στο τηλέφωνο να μιλήσει στους στρατιώτες μου.
Ξεχείλωσαν οι μέρες, ευτυχώς, και έχουν στο stand by το ταλέντο της θλίψης μου. Σπρώχνω όλο και πιο γρήγορα τον χρόνο για να δω τις γάμπες της. Καταπίνω κάθε πρωί μαζί με το χαπάκι του θυρεοειδή μου κι έναν βολβό. Και τον κόσμο τον παλιό,τον άθλιο, το ίδιο γρήγορα σπρώχνω να γκρεμίσω, αλλά είναι βαρύς και λίγο κουτσός. Σαν την επιθυμία μου για σένα.Αν επιλέξω να αφήσω πίσω την προηγούμενη ζωή μου θα δω με πίκρα, πως με έχει παρατήσει πρώτη αυτή. Αλλά δεν θέλω να αποδεχτώ ότι δεν υπάρχει πια. Θυμίζει το σύνδρομο του «phantom leg», το οποίο δεν ήξερα και μου το γνωστοποίησε σε κάποιο mail της μια παράξενη κοπέλα με την οποία αλληλογραφώ. «Phantom leg.Το σύνδρομο που εμφανίζουν τα θύματα ακρωτηριασμών ιδίως των κάτω άκρων. Μερικές εβδομάδες ή και μήνες μετά τον ακρωτηριασμό τους παρουσιάζουν φριχτούς πόνους και μουδιάσματα κατά μήκος του ποδιού που λείπει. Λένε ότι το νιώθουν, ότι το πόδι τους είναι εκεί και πονάει. Μα αλίμονο το πόδι έχει ήδη προ πολλού κοπεί».Phantom leg as phantom life!

**Θα μου δώσεις τελικά αυτό που βρήκες για μένα;**

Αν χαθώ μην με ψάξεις. Μπορεί και να το έχω ανάγκη σου λέω. Κάθε μήνα οι ανάγκες μας αλλάζουν. Εγώ τις πεθαίνω από την ώρα που θα γεννηθούν με μπόλικο οξυγόνο και ησυχάζω.
Το κεφάλι μου μουδιάζει συνεχώς. Τα βράδια είναι σα να περπατάν μυρμήγκια στο μαξιλάρι. Και τα πρωινά είναι σα να κουβαλάω μέσα του την δομή και το βάρος του σύμπαντος που συνεχώς αλλάζει.
Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά. Έλα να χαζέψουμε τη συντέλεια των όσων ποθήσαμε.
Σε λίγο θα φύγουν οι αλκυονίδες μέρες και δεν θα σου ξαναμιλήσω φωναχτά.

Τραβάμε ευθείες γραμμές και στοιβάζουμε μέσα τους ότι σκόρπισε εδώ κι εκεί... Τεντώνουμε τις τσαλάκες να ισιώσει η ψυχή. Ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο για να σπάσουμε τα μούτρα μας αλλά και για να συγχωρεθούμε.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2008

LiViNg PrOoF

Η ψυχή μου χρειάζεται την σκοτεινιά για να εξισορροπήσει το φως, όπως η γη έχει ανάγκη από την νύχτα όσο και από την μέρα.
Άνοιξα πάλι το κεφάλι μου και χύθηκε εκείνο το πηχτό σύμπαν που σου αρέσει στο πάτωμα. Τον τελευταίο καιρό ο ύπνος μου διακόπτεται από άσχημα όνειρα. Αμάλθεια, γλυκιά μου Αμάλθεια που είσαι; Είπαμε, Αμάλθεια λένε το ξωτικό του ύπνου μου. Κάθεται κάτω από το κρεβάτι μου ή έξω από τις γρίλιες και με φυλάει όταν κοιμάμαι. Ξυπνάω γύρω στις 7 μέσα σε μια γαλάζια νεφέλη και καταπίνω την σιωπή των αυγερινών δρόμων. Βάζω πάλι το δέρμα μου σωστά και με τις μπλε βλεφαρίδες μου πάω να αντιμετωπίσω την ανορεξική καθημερινότητα μου.

Στον ξύπνιο μου ετοιμάζω μια ατομική έκθεση στην Καλαμάτα. Έτσι για να σκορπάει όμορφα ο νους το βλέμμα. Αφήνω μαύρα μισοφέγγαρα στις παραλίες των ματιών μου κόβοντας και ράβοντας ιστορίες ξανά από την αρχή.
Δουλεύω σαν μικρή μέλισσα. Φούσκωσαν τα πνευμόνια μου από γύρη.
Στον ξύπνιο μου αναμοχλεύω τα μέσα μου κενά και τις περιφερικές τους διακεκομμένες, με ταινίες σαν το «my blueberry nights».
Αναπνέω καθαρό μπλε οξυγόνο κάτω από τον Αττικό ουρανό τα πρωινά ελπίζοντας σε ένα τέλος που θα φέρει μια νέα αρχή. Οποιαδήποτε.
Βρίσκομαι τηλεφωνικά με φίλους και απολογούμαι για τον χρόνο που μασάω σαν τσίχλα big babol.Για το χρόνο που βάζω στο συρτάρι μου σαν απόκομμα εφημερίδας που θα του ρίξω κάποτε μια ματιά.
Έχω στο mute όλες τις τηλεοράσεις εδώ κι εκεί και μιλάω ώρες στο κινητό μου τηλέφωνο μέχρι να ψηθούν τα κύτταρα μου και από μπλε να γίνουν μωβ. Σαν τις εκρήξεις σου.
Βρίσκομαι σε μια ηλεκτρισμένη αναμονή. Πορτοκαλί αναμονή.
Κάποιες φορές όταν βρίσκομαι σε αυτή την ηλεκτρισμένη αναμονή και όλο αργούν να ΄ρθουν οι απαντήσεις, η θλίψη μου μεγαλώνει τόσο, που κάνει τους γύρω λόφους να ψηλώνουν με τέτοια υπερβολή που σπρώχνουν μακριά το φεγγάρι.

Ήρθε σαν σκεπτομορφή στα σύνορα του ξύπνιου μου και μου ζήτησε να σου πω ότι «τα ταξίδια σωρεύουν ερείπια πάνω στα ερείπια».Αν κουβαλάς ένα ερειπιώνα μέσα σου, όπου και να πας θα τον σέρνεις μαζί σου.
Εδώ είναι. Μαζί μου. Έρχεται και φεύγει στο Φιλοξενείο της ψυχής μου.
Με μεθάει με φωτόνια και ύστερα έρχεται σε σένα. Φεύγει κάτω από εκείνο το τούνελ που ανοίγω στο πάπλωμα για να παίρνουν οι λέξεις αέρα.Έρχεται κατευθείαν να σε βρει να την κοιτάς κλαίγοντας. Και όλο περιμένει εκείνες τις λέξεις που ποτέ δεν της είπες. Στις πόσες χιλιάδες φτάνουν λες;
Ένα βράδυ κοιμήθηκες μακριά μου και δεν είχες αέρα. Τον έχω πάρει όλο εγώ για να φουσκώνω τα πανιά της ψυχής μου.

Αυτός ο κόσμος δεν είναι ο κόσμος που ξέρω. Να το θυμάσαι αυτό την ώρα που θα με βλέπεις να τον καίω. Να το θυμάσαι αυτό την ώρα που θα εύχομαι να γκρεμιζόντουσαν κι άλλοι από ψηλά μπαλκόνια. Να το θυμάσαι αυτό κάθε φορά που παίρνεις πόζα μπροστά στον φακό. Ο κόσμος μου δεν είναι αυτός που ξέρω.
Βοήθησε με να τον ανεβάσουμε στο πιο ψηλό βουνό και να τον σπρώξουμε κάτω. Βοήθησε με. Και γω μετά θα σου χαρίσω έναν καινούργιο κοιτώντας σε στα χέρια.
Δώστου το σχήμα μας. Βοήθησε με.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 07, 2008

7 ΜέΡεΣ μΕτΑ

Σα να ένοιωσα την ανάσα της να πλησιάζει πάνω από το προσκέφαλο μου. Άνοιξα το παράθυρο. Η μέρα αντιστεκόταν στον χειμωνιάτικο μήνα που άχνιζε σαν αραιό σύννεφο πάνω από το βουνό.
Με φίλησε στο προσκέφαλο. Έβαλα θερμόμετρο.38.8.Κάθε φορά που φαίνονται οι γάμπες της στην αχνάδα της μέρας πιάνω το θερμόμετρο. Σαν να πλησίασε η άνοιξη αυτή την Δευτέρα λίγο παραπάνω.
Επέστρεψα από ένα γεμάτο Σαββατοκύριακο λίγο πιο έξω από την πόλη της Καλαμάτας. Διασπορά. Το στρατόπεδο σαν στοιχειωμένο θέρετρο, άλλης εποχής θα φιλοξενήσει για δύο χρόνια τους φίλους μας. Ο μικρός Ορφέας, που όλο μεγαλώνει με αιχμαλωτίζει με την ύπαρξή του. Τα μπλε μάτια του κάνουνε σήματα μυστικά πίσω από την πλάτη μου.
-Με ποιον μιλάς Ορφέα. Ποιον κοιτάς πίσω από την πλάτη μου;
-Με τους αγγέλους.
Ακόμα μιλάει με τους αγγέλους. Πάνε χρόνια που έχω να το κάνω αυτό. Αναπνέω τον μουσκεμένο αέρα και εκπνέω δέκατα. Μια επαγγελματική πρόταση που εκκρεμεί. Ένα βλέμμα της που δεν τόλμησα να αποκωδικοποιήσω. Μια απόφαση που σχηματοποιείται μέσα μου καιρό τώρα. Ποτέ δεν χώνεψα τις ανατολές. Πόσο μάλλον τις ανατολές χωρίς εσένα κι εσύ παραπονιέσαι για ένα νεκρό ξημέρωμα χωρίς συντεταγμένες;
Σημειώνω στο μικρό μαύρο σημειωματάριο,λέξεις που γαργαλάνε την παλάμη μου. Η γη πρασινίζει ξανά στα καμένα. Οι άνθρωποι κάνουν οικογένειες με πολλά παιδιά στην επαρχία. Ο αντιβραχίονας,στον ναυτικό όμιλο μας πήγε περαντζάδα μέχρι την βάρκα του Μιχαήλ. Η Ναβαρίνου γέμισε με μικρά καφέ. Η πλατεία το ίδιο. Η παλιά πόλη έλιωνε πίσω από την δύση. Το παζλ του captain Hook είχε τελικά μόνο 496 κομμάτια. Τα άλλα τα μασήσαμε βλέποντας εκείνη την ταινία. Το αφήσαμε ελλιπές έχοντας χρώματα στη γλώσσα. Θα μας δείρει η μαμά.
Σεισμός 6.5 ρίχτερ. Με ένα χαμόγελο ευτυχίας παρακάλαγα να σταματήσει. Σαν κάτι να με γαργαλούσε μέσα μου. Ήρθε να δει αν είμαι καλά. Γελούσα κάτω από το γραφείο του μικρού. Χώθηκε στο κρεβάτι μαζί μου. Η ζεστή αγκαλιά του. Η προστασία που μου δείχνει όλα αυτά τα χρόνια. Με ρίχτερ ή χωρίς. Γέμισαν τα τσίνορα μου βρύα νυκτός και οι αρθρώσεις των ώμων μου σκουριά. Άσε με να πετάξω μακριά. Μεγαλώνουν και οι μέρες σιγά, σιγά. Άσε με να φύγω. Έλα να με βρεις όποτε το νοιώσεις.

Κάποιες φορές σαν και αυτή δεν με νοιάζει τι είμαι για τους άλλους. Με νοιάζει μόνο τι δεν είμαι για μένα. Και για μένα δεν είμαι τίποτα πια. Πόσο μάλλον εκείνο το λιβάδι που δεν το αγγίζουν οι εποχές. Είμαι μια σκληρή χαλκοντυμένη μέρα, χαμένη σε κάποιο μυστικό που γεννήθηκε μέσα μου και δεν θα βγω αν δεν έρθεις. Και δεν θα βγω. Αν δεν έρθεις.
Δεν θα βγω.