Παρασκευή, Μαΐου 13, 2016

mAy FoOtAgE


Απάθεια. Θηλυκό μόνο στον ενικό. Στις διαδρομές που κάνω από το σπίτι στη δουλειά και τούμπαλιν βλέπω μόνο πατημένες γάτες. Γυρνώ το κεφάλι δεξιά. Παλιά έκλαιγα. Τώρα απλά γυρνάω το κεφάλι. Κοιτώ αλλού. Το ξεχνάω .Έτσι πρέπει. Φοράω ρούχα ακανόνιστα, όπως να ναι , ότι να ναι, σα να μην ντύνω εμένα αλλά έναν βαρεμένο ψηφιακό χαρακτήρα ενός άγνωστου μελλοντικού παιχνιδιού. Είναι και αυτή η αντικανονικότητα του καιρού που με έχει κάνει απαθή. Δεν έχουν πια σημασία οι μήνες, ούτε οι εποχές. Σκόνη κίτρινη. Ανασαίνω μέσα από την μπλούζα μου. Δεν βλέπω τίποτα μπροστά μου, ούτε δίπλα μου. Έρημος βαθυστόχαστη και στο τέλος του οπτικού μου πεδίου ίσως μια υποτιθέμενη αχνιστή Αφρική με δικιά μου γεωγραφία. Μνημόνια και πολιτικές παρατάξεις που μόνο ανευρύσματα προσφέρουν και ένας κόσμος που εύκολα τον κατέστρεφα με ένα κουμπί. Έχω την εντύπωση πως δεν τα πάω καθόλου καλά με τα συστήματα γιατί είμαι άτομο που σκέφτεται με τον δικό του τρόπο. Όταν οι κανόνες του συστήματος έρθουν σε αντιπαράθεση με τους προσωπικούς μου κανόνες, θα προτιμήσω φυσικά τους δικούς μου. Το κουμπί της καταστροφής και το κεφάλι να κοιτά αλλού. Δεν ξέρω αν περιμένω κάτι να συμβεί η αν θα συμβεί χωρίς να το περιμένω πάντως τα βράδια μια μακρόσυρτη και υπομονετική ταχυκαρδία με ξυπνάει. Δεν απαιτεί, δεν ιντριγκάρει, απλά με ξυπνάει κάνοντας με να γυρίσω το κεφάλι αλλού και να συνεχίσω εκείνον τον φαρδύ ύπνο. Απάθεια. Δεν έχω να γράψω και πολλά πέρα από αυτά εδώ τα λίγα. Δικές μου περικοπές λέξεων. Δεν ξέρω αν θα με συγκινήσει κάτι ξανά κι ούτε με απασχολεί και τόσο. Ακολουθώ σαν τις πεταλούδες το φως μηχανικά. Βλέπω τον ουρανό γαλανό την θάλασσα ασορτί του χωρίς να νοιώθω κάτι. Ακολουθώ την φυσική διαδικασία των πραγμάτων και όπου με βγάλει. Κάποιες φορές χαμογελάω και νοιώθω καλά γιατί σκέφτομαι ότι αυτοί που φύγανε χάσανε αυτό που έχει συμβεί. Και αυτό που έχει συμβεί είναι να είμαστε εμείς οι τυχοδιώκτες .Τυχοδιώκτες στην ίδια μας την χώρα. Μαγικός ρεαλισμός. Χτυπάει το κουδουνάκι του messenger. Την τελευταία φορά που γύρισα το κεφάλι μου ευθεία και κοίταξα κάτι ήταν εκείνο το μήνυμα που μου έστειλες από τον μακρινό Βορρά. Μιλούσε για ένα θαλασσί καλοκαίρι, για κάποιο μοχίτο αιωρούμενο, και κάτι διευθύνσεις ηλεκτρονικές που σε έβγαζαν σε περιστερώνες γεμάτους λευκό φως και διπλά κρεβάτια. Και το μόνο που με ένοιαξε για μια μικρή στιγμή ήταν εκείνο το μαζί αλατισμένο και καμένο από το βυσσινί ιώδιο και η μεγάλη μεσημεριανή ησυχία των αμμουδερών σου σκέψεων. Θα ξελασπώσεις το μέλλον και θα μου φτιάχνεις μετά το απογευματινό σου τσιγάρο μικρά δαχτυλίδια από μονοσύλλαβες λέξεις και γω θα βάζω τις τελείες στο σώμα σου που θα μοιάζουν με μικρές κόκκινες ελίτσες ή σημάδια από τα τσιμπούρια των άστρων.

Δικό μου μεσημέρι. Μάιος. Αθήνα ακόμα. Τα λεφτά τελειώνουν. Το φως αστείρευτο. Διαδρομές με πατημένες γάτες. Τα δέντρα πράσινα. Ιούνιος, Ιούλιος. Εσύ. Ακόμα και σε αυτές τις αποχρώσεις της συντέλειας τα πάντα ακολουθούν μια φυσική διαδικασία. Γυρνώ αλλού το κεφάλι. Έτσι πρέπει.