Σάββατο, Μαρτίου 23, 2013

ΕίΧα ΞεΧάΣεΙ.



Αντάμωσα με έναν παλιό φίλο. Μεγάλα τα κενά των χρόνων που μας χώρισαν. Φίλος της πιο σκληρής και άγουρης  μεταεφηβείας μου. Είχα ξεχάσει. Επεξηγήσεις, μνήμες, απαντήσεις σε διάφορα γιατί και πως. Παρ ολίγον έρωτες. Ήρθε από το βάθος του σκοτεινού μου παρελθόντος και μου θύμισε πως ήμουν κάποτε. Είχα ξεχάσει. Επηρεασμένη  από το γαλλικό υπαρξισμό, αυθάδης, πλανόδια, εμμονοληπτική με το παρόν, δίχως ίχνος έγνοιας για το μέλλον. Ζούσα σαν  ηρωίδα βιβλίου, σαν πρώτη μυθιστορηματική πρωταγωνίστρια της beat generation.Είχα ξεχάσει. Αντιμέτωπη με τα λάθη των ουτοπικών αποφάσεων μου μέσα στα σκατά των αυτοκαταστροφικών ερώτων μου. Η  πλατεία των Εξαρχείων και γω ξαπλωμένη στα παγκάκια με εκείνα τα μπλε μαλλιά. Είχα ξεχάσει. Τζαζ και blues  πλημμύριζαν τις μικρές μου αμυχές, μπάτσοι και περιθώριο που ανταμώνουν στα μπαρ, τα βιβλία του Μπαλζάκ σαν υποστήριγμα σε τασάκια και κουτσούς καναπέδες. Διαμερίσματα με κατσαρίδες, ατελείωτες νύχτες μπεκρουλιάσματος με Ντιμπονέ, αλητεία στους δρόμους, παλιοκόριτσα αλλά και δεσποινίδες καλών οικογενειών που παραστρατούν, όνειρα φυγής με ναυτικά φυλλάδια για το Παρίσι και μετά όλοι στο next της Θεμιστοκλέους γεμάτοι εμμονές. Είχα ξεχάσει. Το συγκρότημα που είχα και εκείνο το τρελό παιδί, είχα ξεχάσει, τον πιο μεγάλο μου έρωτα, που με έβαζε να σκάω το δέρμα των δακτύλων μου σε βαρετά ριφάκια  ενός μαύρου μπάσου. Το τρακάρισμα με έναν ταξιτζή εκείνη τη νύχτα μετά την συναυλία, Είχα ξεχάσει.  Τα χαρακώματα στο δέρμα, την εσωστρέφεια και τον πόνο που βάζαμε στον έρωτα μπας και υπάρξουμε πιο αιχμηροί από την νιότη που μας σκέπαζε. Είχα ξεχάσει. Σήμερα.Ένα όμορφο μεσημέρι Σαββάτου στο κέντρο μιας πόλης που επιμένει να φωνάζει το όνομα μου όπως τότε. Μόνο που εγώ δεν γυρνάω πια. Έχω ξεχάσει.Και να μαι πάλι μέσα στην συστολή του χρόνου μου σκεπτόμενη πως κάποτε διάβαζα ένα βιβλίο την ημέρα και τώρα δεν μπορώ να διαβάσω ούτε μια συνταγή. Ούτε σινεμά ούτε θέατρο. Έχω συμβιβαστεί κατά κάποιο τρόπο με την απώλεια του χρόνου. Κάποτε είχα πάθη. Είχα αδυναμίες. Τώρα δεν μου το επιτρέπω. Έχω την δουλειά μου και κάποιες φορές δεν προλαβαίνω να ζήσω. Κοιτάω μόνο να επιβιώσω. Κάποιες φορές όμως  ονειρεύομαι ακόμα στην διαπασών. Περιορίζονται όμως τα όνειρα με την ηλικία. Με σκουντάει ο Ευαγγελισμός και μια παρέλαση κτυπάει τα πόδια της στο βάθος της μνήμης και στο τραυματισμένο μου μυαλό μια γκραβούρα προσπαθεί να ταξινομήσει το χάος. Σύντομα θα αλλάξει  και η ώρα και αυτό με ανακουφίζει. Θα μου πεις, όλα αλλάζουν και όλα θυμίζουν το αναπόφευκτο έτσι είναι η ζωή. Είχα ξεχάσει.



Πέμπτη, Μαρτίου 14, 2013

Με μΙα ΠεΡοΥκΑ μΠλΕ








Φουντώνει ο αγρός, το χώμα μυρίζει ανυπομονησία για το σούρσιμο των ερπετών, τα χαμομήλια ξεγελιούνται κι ανθίζουν, θυμάται κι ο Μάρτης ότι είναι παλουκοκαύτης και αγριεύει. Οι μέρες μεγαλώνουν σιγά σιγά κι ελπίζω να χτίσουμε συμπαθητικά νοερά τείχη γύρω μας έτσι που να εμποδίζεται κάπως η ασχήμια της πιάτσας. Ο Ερμής πάντα ανάδρομος φέρνει μικρές καταστροφές έξω και μέσα μου ισοπεδώνοντας ότι από καιρό έχασκε  με ερείπια στα μάτια.
Στο τηλέφωνο η γνωστή φωνή να με αγκαλιάζει. Στο πάτωμα ρούχα πεταμένα. ‘Ένα μικρό αγόρι μπαινοβγαίνει στο σπίτι μου τον τελευταίο καιρό. Μου κάνει συντροφιά τις νύχτες που κρύβομαι από όλους. Έρχεται με ένα φακό στο χέρι και ψάχνει κάτω από τις πολυθρόνες για πρότυπα, αλλά έμενα οι πολυθρόνες μου είναι ξεσκισμένες από τα νύχια των γάτων που κατοίκισαν το σπίτι αυτό και στερεωμένοι με βιβλία του Ρεμπώ για να μην γέρνουν. Το ίδιο και τα πόδια των τραπεζιών που κουτσαίνουν, υποβοηθούνται  με παλιές εκδόσεις αρχαιοελληνικών λεξικών. Αρχίζω να συμπαθώ αυτό το αγόρι κι ας είναι ένα αγόρι μικρό.
Έχει σηκωθεί χώμα με τον τρελό νοτιά .Η ατμόσφαιρα μασκαρεμένη μυρίζει κάτι από πένθος με την ιδιάζουσα γεύση της αμμοθύελλας. Μοσχοβολά όμως και ταραμά καθαρής Δευτέρας. Εγώ με την βρογχίτιδα ακόμα να γρυλίζει στα βάθη των πνευμόνων μου τριγυρνώ με την γαλάζια μου περούκα και με μια μάσκα χρυσή που κρύβει όλα μου τα συναισθήματα. Πάνε οι εποχές που ντυνόμουνα κολομπίνα πασχαλίτσα και φρικιό και ξαμολιόμουν στους γεμάτο λάσπες δρόμους της αρχαίας γειτονιάς. Την βρίσκω κάπως έτσι και περιμένω να τελειώσουν και οι φετινές αποκριές με μπόλικη χρυσόσκονη στα τσίνορα. Το σαρακοστιανό μου μένος κατέπεσε πια και έτσι  λιτή  αναμένω τους επιταφειακούς ανέμους.
Αυθάδης, λεξιλάγνα και εμμονοληπτική με το παρόν, δίχως ίχνος έγνοιας για το μέλλον λέω να κρατήσω την μπλε περούκα μου και να κρατηθώ από τα γεννητούρια των άστρων. Να αφήσω μ' ένα σάλτο φωτός στα αζήτητα  τα υπόλοιπα της αθεράπευτης νοσταλγίας και της φθοράς. Γερνάει ο χρόνος και δεν μπορώ άλλο να κάθομαι να ψάχνω θεραπεία στο γαλάζιο φως μιας οθόνης.

"Όταν με χρειαστείς σφύρα, ξέρεις να σφυράς έτσι; Ενώνεις τα χείλη σου και φυσάς..."

Κυριακή, Μαρτίου 03, 2013

ΜαΡτΙά



Εξαιρετική διαύγεια έξω. Πολύ καλός άνθρωπος ο καιρός. Ο Μάρτης μπήκε με πένθος φρεσκοβαμμένο από την μεριά της Λάρισας. Κατά τα άλλα  χωρίς καμιά διαφορά οι ασπροκόκκινες πλεξούδες τύλιξαν και πάλι τους σακατεμένους μας καρπούς. Οι μέρες τρέχουν με ταχύτητα φωτός και όπου να είναι θα πέσω πάνω στις ξέρες  της παγανιστικής κοινωνικότητας του τριωδίου. Mε ένα μπλε eyeliner επεξεργάζομαι τον Μάρτιο έτσι που να μου επαναφέρει μνήμες σπέσιαλ αναμονής της Άνοιξης που τόσο αδημονώ. Πριν από χρόνια παρατηρούσα τις τολμηρές αμυγδαλιές με δέος να ανθίζουν με δραστικές δόσεις ελπίδας. Δυστυχώς το βλέμμα μου δεν διασταυρώνεται πια με αμυγδαλιές. Κορίτσια ψηλόλιγνα με ροζ μαλλιά και ευγενικά αγόρια με χιλιάδες σκουλαρίκια κοιτούν με έντονο βλέμμα και αλεπουδίσια μάτια τα πολύχρωμα καλσόν μου. Χαμογελάμε συνωμοτικά. Δεν ξέρουν τίποτα για μένα. Θα μπορούσαν να ήτανε  παιδιά μου αλλά προτιμούσα πάντα την συντροφιά των γατιών. Κατεβάζω λίγο χαμηλότερα την φούστα. Μαζεύω τα μαλλιά μου πάνω και αφήνω τους ώμους να φανούν. Φυσάει ένας βουνίσιος παγωμένος αέρας. Τα βήματα μου κάτω από τον ήλιο γεμάτα μυστήριο. Μου αρέσει να φαντασιώνομαι ότι είμαι ένα μικρό ξέφτι κάποιας γαλλικής  ρετρό ταινίας. Τα αγόρια ακόμα κοιτάνε με τα αλεπουδίσια μάτια τους. Δεν ξέρω γιατί αλλά τα περιφρονώ. Υπάρχει μια μανία με το κορμί. Το κορμί στην διαπασών. Όμως πάντα κώφευα εγώ. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το πρόσωπα απέναντι μου  και μετά το αφηρημένο χάος της ψυχής. Ποτέ το κορμί.

Περιμένω με την επιμονή του σκύλου στα μάτια κάθε πρωί να σκάσουν μύτη τα πρώτα ζουμπούλια στην βεράντα. Μαζί με τα πιπεράτα αρώματα του νάρκισσου και της τουλίπας βοηθούν ακόμη να είναι υποφερτή η ζωή. Και ας άλλαξε εντελώς ο ρους της νοσταλγίας. Μια μικρή γρίπη μου έσκασε πάνω που γέλαγα δυνατά σε ένα φοιτητικό δωμάτιο. Για να την προλάβω έμεινα κλεισμένη σπίτι. Μελετούσα, έβηχα, ενίοτε φτερνιζόμουν και σχεδίαζα αποδράσεις. Και ένα Σάββατο βρέθηκα  δεμένη κάτω από την μπάσα φωνή της chinawoman  στο six dogs ανάμεσα σε βυσσινί φωταψίες και οινοπνεύματα γεμάτα νοθεία. Αν και πέρασαν αρκετές ώρες από την στιγμή που την είδα και την άκουσα, το παραλήρημα δε λέει να σταματήσει. Παύση. Όνειρα. Καινούργιες παρέες. Ευτυχώς.
Το έτος του φιδιού που διανύουμε υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια. Πορευόμαστε ακόμα χωρίς ζητιανιά στο βλέμμα ενώ πάνω από το κεφάλι μας ανάβουν τα φώτα τους χιλιάδες δορυφόροι και περίεργες πορείες μετεωριτών αλλάζουν τα μικρά δεδομένα. Τίποτα να μη ζητάς ποτέ.