Σάββατο, Οκτωβρίου 18, 2014

ΟcToBeR FoOtAge


Υπάρχει ένα μικρό αδύναμο καλοκαίρι που τρεμοπαίζει ακόμα εκεί έξω. Σαν ιλαρό φως φιτιλιού έτοιμο να σβήσει. Σαν γλειμμένο γλειφιτζούρι που λιγοστεύει, σχεδόν διάφανο πια. Σαν μεταφυσικός τρόμος που υποχωρεί σιγά σιγά. Υπάρχουν κάποιοι άνεμοι βορειοδυτικοί που τιμωρούν τον γυμνό λαιμό μου κάνοντας τον  τα βράδια να βήχει. Μα δεν το βάζω κάτω. Ανεβασμένη πάνω στην σέλα του ποδηλάτου μου ακολουθώ παλιές διαδρομές γνώριμες στο δέλτα του Φαλήρου. Με αμάνικα μπλουζάκια και αθλητικά σακίδια στην πλάτη ασθμαίνω κόντρα στο φως. Πεταλιά και φως. Στο βάθος ένα πλοίο χάνεται από τα μάτια μου ακολουθώντας την καμπυλότητα της γης. Τεστάρω την μάζα μου στις πιέσεις του χωροχρόνου. Με στενεύει ο κόσμος και δεν έχω από πια έξοδο να βγω. Είμαι εκεί και εδώ σε πολλές εκδοχές, πότε χαρούμενη, πότε θλιμμένη. Πότε κόντρα στο φως πότε στον άνεμο. Σαν ένα εκνευριστικό στατικό μακρύ πλάνο. Το πλάνο είναι μια ενότητα χώρου και χρόνου. Όταν αλλάξει ο χώρος ή ο χρόνος τότε αλλάζει η σκηνή. Γκλιν Γκλον. Το κουδουνάκι του ποδηλάτου σου με τρομάζει και με αναδομεί «Οκτώβριος, μου λες, και μένα είναι ο αγαπημένος μου μήνας. Μικρότερος του έδινα τη μορφή που δίνουν οι αγιογράφοι στον αρχάγγελο Μιχαήλ». Η σκέψη δημιουργεί ύλη.
Λίγο πριν το Τροκαντερό.  Οικογένειες, σαν αυτόχθονες πληθυσμοί υπό απειλή, με βρεγμένα μαγιό Οκτώβρη μήνα και αλάτι στην πλάτη παίζουν τάβλι κάτω από σκιές και τρώνε κονσέρβες κρατώντας στα χέρια διαλυμένα ψωμιά. Από το μικρό τρανζιστοράκι ακούγεται ένα ρώσικο βαλς. Εικόνες  λουσμένες στο φως του ήλιου ή  τυλιγμένες σε μισοσκόταδα, δομημένες από κοντράστο του κόντρ-λυμιέρ, υπέροχοι πίνακες που δίνουν οντότητα στα πράγματα και στα πρόσωπα. Η θάλασσα ζωηρή έλκει κάθε σωματίδιο φωτός και το προσδιορίζει ως χρυσόσκονη πάνω της. Την ακολουθώ μέχρι που ρηχαίνει και αυτοτραυματίζεται στις όχθες του Φαλήρου και της πειραϊκής. Επιστρέφω με το φως στην πλάτη. Γκλιν Γκλον. Το κουδουνάκι του ποδηλάτου σου ξανά. Τι περίεργο, κάνει το χαρακτηριστικό ήχο, που ακόμα μου θυμίζει εκείνον που όλοι είχαμε συνηθίσει να ακούμε όταν μπαίναμε στο φαρμακείο της γειτονιάς. 
Οι νύχτες ακόμα ζεστές με θρασύτατα κοντομάνικα και σμήνη κουνουπιών. Γέμισαν τα χέρια σημάδια ξανά. Οι παραλίες βουίζουν από κόσμο τα μαγικά μεσημέρια. Ακόμα καλοκαίρι, σαν τιτάνια παρεμβολή στην είσοδο του φθινοπώρου. Μοιάζει όπως τότε που ο ένας σταθμός καβάλαγε τον άλλο στα ερτζιανά το μακρινό 1985. Ένας μηχανισμός μετάδοσης από έναν άλλο κόσμο. Από δεκάδες μπαγιάτικα καλοκαίρια που κόλλησαν μαζί.
Στο κέντρο της πόλης σε μια πλατεία τάδε κάτω από ένα δέντρο πεταμένες φωτογραφίες με  μια ιδιωτικότητα που δεν γνωρίζω. Μια κοπέλα μελαχρινή με κοντό καρέ κοιτά πονηρά τον φακό αγκαλιά με μια ασπρόμαυρη γάτα, δίπλα ένας φάκελος με το όνομα Κατερίνα Γραμματικάκη και πιο κάτω πεταμένες τέμπερες με ξεραμένα χρώματα. Κάνω πως μαζεύω την φωτογραφία και τελικά την βάζω στην τσέπη μου. Ίσως κάποτε γράψω κάτι για αυτή την κοπέλα με το κοντό καρέ και την γάτα.
Σάββατο απόγευμα και ξαφνικά φυσάει. . Άλλαξε το φως σήμερα. Δυνατοί άνεμοι.  Σύννεφα σαν μπουκέτο βαμβακιού συνωστίζονται πάνω από το σβέρκο μου. Περνάει ο καιρός, το ξέρεις. Έτσι, μοναχός. Σαν τσατσάρα που σπάει δόντια βιαστική και ό,τι είχαμε δεν υπάρχει πια.