Κυριακή, Ιανουαρίου 16, 2011

ΠάΝτΑ κΑλΟκΑίΡι


Αναπνέω, ζω και επικοινωνώ με το ανύπαρκτο. Στα όνειρά μου είναι πάντα καλοκαίρι. Καλογραμμένα λόγια, φούσκες από ανώνυμες τρόμπες που σκάνε στα πραγματικά μας μούτρα. Δίπλα μας πολλοί, μέσα μας κανένας όμως. Έβρεξε μόλις έξω και μύρισε το χώμα. Κάνει κρύο σήμερα. Γράφω σκέψεις και παρατηρήσεις. Ήδη σαν πουλόβερ που ξεχειλώνει η παλιά μου ζωή. Κοντεύει να εξατμιστεί κάτω από τα παλιά μπαλώματα των σεντονιών. Έκοψα ξανά τις άκρες των μαλλιών μου. Να φύγει από κει ότι παλιό σάπισε και με πλήγωνε βουβά. Τι πονάει περισσότερο άραγε το πλήγωνε ή το βουβά;
Σκέφτομαι αργά, σα να μπήκε μέσα στο μυαλό μου μια πορτοκαλί γιγάντια χελώνα. Κι έπειτα αναπολώ την δύση. Μεγάλη πληγή για τον ουρανό η δύση, άλλα την αποζητώ καθώς αυτή αυτοκαταστρέφεται μπροστά μου κάθε μέρα. Ίσως για αυτή την φωτιά στον ουρανό αξίζει να ξεπεράσω μερικά αδιέξοδα.
-Πως μοιάζει το σ αγαπώ σου;
-Μοιάζει με ανατολή που πνίγεται στους λιμνώδεις ομφαλούς του κόσμου.

Βράδυ αργά, πάντα με τις άσπρες μου σελίδες μπροστά, αθώα απειλητικές και κάπου εκεί στην κεντρική λεωφόρο οι τρέχουσες αγωνίες μιας Αθήνας που λογικά πρέπει τώρα να αλλάζει κανάλια. Βράδυ αργά και ο αέρας έξω μοιάζει να μισεί τα φυτά και την βεράντα μου. Μέσα από τα ξετρελαμένα κλαδιά της πικροδάφνης μόνο ο Υμηττός φαίνεται ακούνητος. Τραβάω με δύναμη τις κουρτίνες και χάνομαι στις άπειρες προστατευτικές γωνίες του σπιτιού μου. Στην τρυφερότητα του οικείου χώρου. Σβήνω τα καλοριφέρ και ρίχνω στα πόδια μου μια καρό εγγλέζικη κουβέρτα. Μέσα στο μυαλό μου είναι πάντα καλοκαίρι. Και η επόμενη μέρα είναι μια μέρα που με περιμένει στην στάση ενός παλιού λεωφορείου με έναν ήλιο μεγάλο και κίτρινο. Μια εβδομάδα ακόμα ο χειμώνας και γω αναπαύομαι πάνω σε θάλασσες που αφρίζουν και σκέψεις ζεστές για μακρινά ατελείωτα ταξίδια. Λευκά σύννεφα και πλατιά ξέφωτα του μπλε. Ο ουρανός ήταν πολύ ωραίος σήμερα. Η μέρα μεγαλώνει και οι ώρες του απογεύματος μοιάζουν με γάτες που τεντώνονται στην αντηλιά. Περνά η ζωή και μείς στην ίδια οδό μένουμε ακόμα και παλεύουμε. Γιατί έτσι πρέπει επιτέλους και γιατί τίποτα δεν μας χαρίζεται, ούτε με τόσο καλοκαίρι μέσα μας. Ούτε η τέχνη ούτε η αφύπνιση.

Και τελικά καλύτερα να με διαλύσει η πραγματική ζωή παρά η μη.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 05, 2011

ΠρΩτΕσ ΜεΡεΣ εΙκΟσΙ δΕκΑ

Με την κάπα της εσωστρέφειας και με ένα κομματάκι λύπης στο στόμα προχωράω πάνω στις ολοκαίνουργιες μέρες αφήνοντας πατημασιές. Το σπαστό μου ποδήλατο με ταξιδεύει σε παραθαλάσσια μέρη γεμάτα πεθαμένα φύκια και σκουριασμένη αλισάχνη. Αφήνω ροδιές με ιώδιο πάνω σε χαλασμένα πεζοδρόμια και η ματιά μου φωτογραφίζει αδιάκοπα νέα μέρη που τα προβάρω μόνο στα όνειρα μου, εκεί κοντά στις πρώτες πρωινές ώρες. Ο ήλιος χαμηλώνει απότομα σαν να έπεσε σε βαθιά λακκούβα και γω σκέφτομαι ακόμα τις λέξεις σου. Γιατί οι λέξεις σου με άρπαξαν από αυτό που ήμουνα κάποτε. Αυτές με ξερίζωσαν από το παλιό μου χώμα και με μεταφύτευσαν στο άπειρο. Στο άπειρο που πάντα μου έμοιαζε με στραβό χαμογελαστό στόμα. Και πάμε παρακάτω. Εκεί που ένα νέο αγόρι περπάτησε δίπλα μου για μια νύχτα. Εκεί που η ισορροπία του ύψους μου έχασε ξανά. Και γω κατάλαβα τότε πως δεν ήταν αγόρι αλλά μια προέκταση δική μου, από πάντα εκεί. Μια προέκταση αέρινη με κόκκινες αντανακλάσεις στον κρόταφο και με κάτι μάτια που έμοιαζαν με μάτια σκύλου. Πιστά και γεμάτα σοφία .Εκείνο το αγόρι με έφερε στο τελείωμα του χρόνου κι έπειτα εγώ συνέχισα με βήμα πιο αργό και μαλλιά μπερδεμένα από λύπη και αέρα να στέλνω μηνύματα γεμάτα καψαλισμένες ευχές .Για το νέο έτος. Για το ανυπόφορα αγουροξυπνημένο νέο έτος.
Και πάω αργά όλο και πιο πέρα, χωρίς να στρίβω πουθενά, χωρίς να κοιτάζω πίσω. Με μάτια στραμμένα προς τα μέσα, και τα ηχεία του μυαλού σε σιγή, κάνω προσθαφαιρέσεις ανθρώπων και ανοίγω νέα κουτάκια για να χωρέσω εκεί ότι σάπιο, ότι ψεύτικο και ακατανόητα αηδιαστικό με γέρασε. Το ταχτοποιώ πρόχειρα μόνο και μόνο για να το καταχωρήσω, αργότερα που θα επανέλθω, σε λέξεις και σε μελλοντικά ποστ που θα με βοηθήσουν να πυκνώσω, να καταλάβω τι μου συμβαίνει για να μπορέσω να πάω κι άλλο παρακάτω. Ίσως το αποτέλεσμα να μην αρέσει σε αυτούς αλλά θα αρέσει σε μένα.

Σε περιμένω στο αεροδρόμιο ξανά. Οι φλέβες στα χέρια σου πετάγονται και τα μάτια σου στέκουν εκεί ερωτευμένα να κοιτάνε. Σε κοιτάω σχεδόν αδιάφορη, όμως η αλήθεια είναι ότι ομόρφυνες πολύ από την τελευταία φορά που σε είδα. Σου τραβάω την βαλίτσα από τα χέρια σκεπτόμενη πως το ωραίο μπορεί να είναι η αρχή του αποτρόπαιου. Φιλιόμαστε. Και σε αφήνω λίγο να γευτείς το μικρό κομματάκι λύπης που έχω στο στόμα. Ξέρεις ισχύει αυτό. Μετά από κάποιες αποτυχημένες σχέσεις συνεχίζουμε να ζούμε με μια λύπη που δεν φεύγει ποτέ, παρά μεγαλώνει και προστίθεται μαζί μας. Κι έπειτα ο Υμηττός και από κάτω οι τεμπέλικη γη της Κάντζας και από πάνω μας το πιο ακριβό δώρο που μας δίνεται. Ο ουράνιος θόλος. Τα χέρια σου και τα κοντοκουρεμένα σου μαλλιά που χρυσίζουν. Τα αδύνατα άκρα μου και τα πρησμένα μου χείλη.

Το ωραίο είναι η αρχή του αποτρόπαιου και η πύκνωση αυτή δεν σταματά ποτέ.