Πέμπτη, Οκτωβρίου 22, 2009

ΗμΕρΗσΙα ΔιΑτΑξΗ

Πως είναι να ζεις στην επιφάνεια του κόσμου;
Μπήκες με ένα ματσάκι σεμπρεβίβες από την πίσω πόρτα της αυλής. Ο κόσμος ήταν μαζεμένος γύρω μου αλλά κοίταγα μόνο εσένα. Όταν πλησίασες σου είπα πως όλοι αυτοί δίπλα μου μιλάνε για να σημειώσουν επιτυχία ενώ εμείς για να μαγέψουμε και να μαγευτούμε. Μου άφησες τις σεμπρεβίβες στα χέρια και αγκαλιαστήκαμε.
Κι έπειτα βγήκε ένα λειψό φεγγάρι πίσω από τα βράχια της νύχτας κι ούτε που θυμάμαι πως έκλεισαν τα βλέφαρα δίπλα σου. Μόνο το βύθισμα στην αγκαλιά σου. Κι ήταν η νύχτα που πρωταγωνιστούσε στα όνειρα και κάτι ξεσκέπαστα αμάξια που έκαναν κύκλους γύρω από παλιές ευρωπαϊκές πλατείες. Αρχαίες και σχεδόν βομβαρδισμένες.

Πως είναι να είσαι χειρότερος από όλα τα θηρία;
Ο άνθρωπος δαγκώνει χειρότερα από όλα τα θηρία. Βαθμιαίες καταπτώσεις. Πάθη που ξέφτισαν. Άνθρωποι που θέλησαν να συνδεθούν αλλά στο τέλος έμειναν μόνοι. Σε ακολουθεί ένα αήττητο πρόβλημα. Ο ίδιος σου ο εαυτός. Ρίχνει μια έντρομη βροχή ξαφνικά. Περίεργοι αντικατοπτρισμοί και διαφάνειες. Μαζεύω για μια στιγμή όλο μου το είναι. Τα οστά μου, τους μυς μου, τα νεύρα, τον εγκέφαλο μου, τα σπλάχνα μου. Συγκεντρώνομαι. Σφίγγω με τα χέρια μου το σώμα μου για να πειστώ πως το κατέχω. Πως είναι δικό μου. Ανήκω μόνο σε μένα.

Πως είναι να στέκεσαι εδώ;
Κρατώντας στα μπράτσα σου την απέραντη λαχτάρα για τα ανθρώπινα; Την ασίγαστη πηγή για συγγνώμη; Την σύγκρουση των σωμάτων που διαρκώς περνάνε το ένα πάνω από το άλλο; Αυτή τη μια λέξη που ποτέ δεν είπες. Αυτή τη μια λέξη που θα έλυνε το Γόρδιο δεσμό. Δεν είμαι και πολλά πια. Μοιάζω σαν Παρασκευή που υποδέχεται το Σαββατοκύριακο. Δεν είμαι και πολλά. Κι εσύ, εσύ δεν έχεις τίποτα μέσα σου. Τίποτα που να μπορείς να μου προσφέρεις. Τοξικός εργένης μια ζωή.

Πως είναι να καταπίνεις βουνά ολόκληρα;
Το Παλλάς ξερνάει κι άλλο κόσμο. Συλλέκτες όλοι λεπιδόπτερων. Χρωματιστές κλωστές κρέμονται από τον ουρανό. Ζonar’s. Ποτά και χαμηλόφωνες κουβέντες γεμάτες αγάπη. Ώρα βραδινή. Σε βλέπω να διασχίζεις το φανάρι της πανεπιστημίου έπειτα τον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου. Δεν με έχεις δει. Οι παλάμες σου κλειστές σε σχήμα γροθιάς. Περπατάς αγέρωχα και ακούγονται όλα όσα σκέφτεσαι. Αν και μεγάλος πια μοιάζεις σαν παιδί που έκανε κοπάνα την πρώτη ώρα. Παρ όλα αυτά σε περιφρονώ, όπως περιφρονώ κι όλους αυτούς που χάλασαν τον κόσμο μου μέσα σε μια νύχτα.

Χαμογελάω και τα δόντια μου καίγονται κάτω από τα άστρα. Χαμογελάω γιατί οι άνθρωποι έχουν πλάκα. Γιατί υποδύομαι. Το πιο αυθεντικό πράγμα που κάνουμε είναι να υποδυόμαστε κι έπειτα να σιωπούμε.

Και η αγριότητα αυτής της σιωπής θα επιφέρει το οριστικό τέλος.

Τρίτη, Οκτωβρίου 13, 2009

AdAgIo

Μαζεύτηκαν τα σύννεφα πάνω από τους σκυμμένους σβέρκους μας. Λευκά σαν μαλλί της γριάς. Η φωνή σου στο τηλέφωνο πιο τσιριχτή με γαργαλάει μέχρι μέσα. Σε ακούω προσεχτικά καθώς κάνεις προσθαφαιρέσεις ανθρώπων και χρημάτων. Σε ρωτάω, «πως είναι να είσαι ολόκληρος άνθρωπος;»
Δεν απαντάς.
Ποτέ δεν απαντάς.

Ελαύνει το φθινόπωρο σαν αφηρημένη δεσποινίς που ξέχασε τα κλειδιά του σπιτιού της στην παλιά της τσάντα. Μια αίσθηση ανατριχίλας από χίλια δυο τσιμπάει το δέρμα μου. Αυτός ο καιρός νομίζω πως δίνει κομψότητα ακόμα και στην θλίψη. Παρατηρώ μια αλλαγή. Μια γενικότερη αλλαγή. Σαν κάποιος να παραμορφώνει λίγο το τοπίο και έπειτα να το ξαναβάζει στην θέση του πιο χρωματιστό. Πιο φρέσκο.
-Βάλε κάτι παραπάνω στο τραπέζι, μου λες. Κοιτάω αλλού. Σου λέω σχεδόν δακρυσμένη, «δικαίωμα μου να ποντάρω λίγα, δικαίωμα μου να πηγαίνω πάσο».

Στο δρόμο κυκλοφορούν κάτι υπέροχοι ροδανθοί με διάφανο δέρμα. Δίπλα τους τεράστια αρπαχτικά τους συνοδεύουν. Τρομάζει η ψύχη μου. Διαστέλλεται η κόρη του ματιού μου. Πως μπορούν; Πως μπορούν να αγαπάνε κάτι τέτοιο δίπλα τους. Πως μπορούν να απουσιάζουν αγαπώντας; Κι έπειτα χαμηλώνω το βλέμμα μου. Να μην κοιτάω άλλο. Μόνο να ακούω το βήμα μου γρήγορο να βάζει ρυθμό στην άσχημη στιγμή χτυπώντας τις πλάκες του χλωμού πεζοδρομίου. Η γη μεταναστεύει από κάτω του.
Θυμάμαι την τελευταία φορά που σε είδα. Αλλά δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που με κοίταξες. Άλλαξε ο καιρός. Υπάρχουν πράγματα που απαιτούν σεβασμό, όπως ένα βλέμμα, ένα πρόσωπο, μια ιστορία παλιά ή καινούργια.
Αναρωτιέμαι για μας
Αναρωτιέμαι για σένα καθώς οι εποχές αλλάζουν το δέρμα μας και μας παλιώνουν κι άλλο. Κι άλλο. Κι έπειτα σταματώ να αναρωτιέμαι και φωνάζω δυνατά, «κάθε σχέση διαρκεί όσο της αξίζει».

Βρέχει πάνω μου ξανά. Καλό φθινόπωρο.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 05, 2009

Με Το ΜαΓιΟ ΣτΗν ΚάΛπΗ

Ξύπνησα σήμερα κι ήταν ακόμα καλοκαίρι. Έψησα καφέ έχοντας στο μυαλό μου την θάλασσα. Τον ήπια στο μπαλκόνι μαζί με την καύτρα του ήλιου στον δεξί μου ώμο. Τα φυτά μου έχουν θεριέψει και ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Μεγάλες γουλιές να καώ. Από το απέναντι μπαλκόνι ακούω συζητήσεις σχετικά με τις εκλογές. Αναγουλιάζω. Όπως αναγουλιάζω κάθε φορά που σκέφτομαι την σιωπή σου κι εσένα. Αποφασίζω να πάω στην θάλασσα κ έπειτα με το μαγιό στην κάλπη.
Στο αμάξι ακούω από την ανάποδη ένα κομμάτι που σε θυμίζει. Το τρέχω προς τα πίσω κ αλλάζω τον ρυθμό του. Τρελαίνεται το μυαλό μου. Η πρώτη βουτιά. Μακροβούτι. Θάβω όλα τα άκυρα στην άμμο της. Βαθιά εισπνοή και λίγο θαλασσινό νερό στον λάρυγγα. Βήχω γελώντας. Είναι ακόμα καλοκαίρι ψιθυρίζω και μπαίνω όλο και πιο μέσα της.
Καμένο δέρμα, ανάσα που λαχανιάζει. Μυρωδιά καρύδας. Με το μαγιό ακόμα βρεγμένο στο εκλογικό κέντρο. Σε σκέφτομαι. Αναγουλιάζω. Μόλις σε πέταξα από πάνω μου για πάντα. Ο κόσμος με κοιτάει παράξενα. Τους γράφω. Μπαίνω στην κάλπη με την τσάντα του μπάνιου, την άμμο στα παπούτσια και το μαγιό υγρό ακόμα. Ρίχνω ένα βότσαλο μαύρο και μια τσιχλόφουσκα κεράσι. Ψήφισα.
Ο κόσμος συνεχίζει να αλληθωρίζει πάνω μου. Αγριεύω το βλέμμα μου και με πολύ αργό βήμα απομακρύνομαι από το 8ο Δημοτικό σχολείο. Απομακρύνομαι από τα πάντα, γεμάτη αλμύρα κ διαμελισμένο έρωτα. Είναι ακόμα καλοκαίρι και τα έχω όλα γραμμένα σε ένα δισύλλαβο στίχο πάνω από το δεξί μου φρύδι.
Άλλαξε η κυβέρνηση και γω ακόμα με το μαγιό τρώω βανίλια παγωτό και κοιτάω τα μάτια σου που όλο και μικραίνουν.Το χέρι μου στο δικό σου. Χαζεύω την πανσέληνο που βγαίνει πίσω από τις σκαλωσιές της ακρόπολης κάπου στο θησείο. Από τις τηλεοράσεις των μαγαζιών ακούγονται ιαχές. Παραιτήθηκε ο Καραμανλής. Χειροκροτήματα. Κραυγάζω και γω. Τους μισώ όλους. Ξεπουλημένοι και υποκριτές. Ψεύτες. Στο τέλος γίνονται αυτό που υποκρίνονται ότι είναι. Βγάζω την ψάθα μου και την στρώνω πάνω σου. Γελάς. Καθόμαστε μπλεγμένοι ο ένας στον άλλον μέχρι το φεγγάρι να γίνει στέμμα μας. Κατηφορίζοντας σου δείχνω τα όνομα τα μας που μένουν ακόμα χαραγμένα στον κορμό του τρίτου ευκάλυπτου μετά το Σινε Θησείο.
Η νύχτα περνά από πάνω μας σαν πονεμένη διασπορά. Η πανσέληνος ψηλώνοντας, μας γδέρνει. Σε καληνυχτίζω με μια γιγάντια αγκαλιά και ένα φιλί μεγάλης διαρκείας. Στην επιστροφή πέφτω πάνω σε πανηγυρισμούς. Ανοίγω το παράθυρο του αυτοκινήτου και χασμουριέμαι δυνατά. Νυσταγμένη σκέφτομαι ποιος έφαγε την τσίχλα κεράσι που έριξα και ποιος κράτησε εκείνο το μαύρο βότσαλο.

Από αύριο η Ελλάδα θα είναι Ζυρίχη. Πετάω το μαγιό μου στο κάθισμα του συνοδηγού, κοιτάω γύρω μου κι έπειτα ξεκαρδίζομαι.