Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2011

ΓιΑ λΙγΟ

Για λίγο θα είναι. Θα κλείσω την πόρτα μου και θα αφήσω το χάος απ΄έξω. Ατάιστο. Να κλιμακώνεται νιαουρίζοντας. Θα κρύψω κάτω από μια πέτρα την καρδιά μου για να παραμείνει άσπιλη κι έτσι να μην μπορεί κανείς να την ξεπουλήσει. Θα σφραγίσω τις λέξεις μου για να μην μπορεί κανείς να τις κοπιάρει. Θα αλλάξω. Θα γυρίσω την πλάτη σε αυτό που ψάχνει να με βρει. Για λίγο θα είναι. Τα κύτταρα μου δονούνται από την μυρωδιά του μελτεμιού. Αργεί ακόμα, ξέρω. Ακόμα κι έτσι είναι κάπου εδώ μέσα μου. Θα διαβάζω πολύ. Θα ακούω μουσική με ακουστικά και ίσως λίγο ράδιο τα πρωινά και τα μοναχικά βράδια που θα λείπεις. Θα σβήσω τα φώτα και θα αφήσω μόνο αυτό μέσα μου να καίει. Ίσως κρατήσω κι έναν φακό κεφαλής για να βλέπω τα χείλια σου την ώρα που τα φιλάω. Αργά τη νύχτα. Κι έπειτα θα μετράω τις ελιές στο δέρμα σου και θα φτιάχνω νέους αστερισμούς. Θα τους βαφτίζω με ότι όνομα μου κατεβαίνει. Ξανά και ξανά. Κάθε βράδυ. Μέχρι να με βαρεθεί έτσι το άσθμα μου και να με παρατήσει. Λέω να χαθώ από τους ανθρώπους. Έζησα πολύ μέσα τους και δεν μου πάνε τελικά. Γεμάτοι τσουκνίδες και γκρέμνια. Θα τους αγνοήσω. Για λίγο θα είναι. Θα κάνω βόλτες μόνο μαζί σου. Στο κέντρο. Σε ένα προάστιο μίζερο η μή. Στο σαλόνι του σπιτιού μου. Μαζί σου. Θα γυρνάμε ο ένας γύρω από τον άλλο μέχρι να γίνουμε ένα. Θα καίμε το μέλλον μας στην φωτιά και θα την γιγαντώνουμε φτύνοντας μέσα της όλο το φαρμάκι του κόσμου. Για λίγο θα είναι. Θα κρατάει ο έρωτας μέχρι να ντυθείς. Να βάζεις την ζώνη σου στο τζιν και το σακάκι σου πρόχειρα. Μέχρι τόσο μου το επιτρέπω. Γιατί μετά θα ζητήσω να με πάρεις μαζί σου. Και αυτό απαγορεύεται.
Γλυκές νύχτες. Αρχίζω και αγαπάω τον χειμώνα. Κάνω πράγματα μέσα του. Ταξιδεύω οριζόντια και κάθετα. Με κάθε μέσο. Με κάθε τίμημα. Κατεδαφίζω ότι ξεπέρασα και οικοδομώ νέους θόλους που θα με στεγάσουν. Προσωρινά. Πίνω κρασί, μεγαλώνω την τέχνη μου ευλαβικά και κάνω έτσι την ζωή πιο υποφερτή. Αναπαύομαι κάτω από σκιές εφήβων και περιμένω να έρθεις να μου φέρεις λεμόνια φρέσκα από την λεμονιά σου με φύλλα σε σχήμα καρδιάς. Τα τραβάω φωτογραφίες και γράφω ποιήματα από κάτω τους. Παρηγορούμαι. Ότι με τρώει είναι σαν φαγούρα που αγνοώ. Η πάλη μου συνεχίζεται. Ίσως χωρίς νικητή. Σίγουρα όμως με επιζόντα. Θα στρέψω αλλού το βλέμμα ξανά. Μακριά πολύ. Θα το ξενιτέψω μαζί με μένα. Για λίγο θα είναι.
Μέχρι να βελτιωθεί ο κόσμος.

Κυριακή, Νοεμβρίου 06, 2011

ΔαΝεΙαΚή ΣύΜβΑσΗ

Δεν ξέρεις τι να σκεφτείς. Μέσα σου κουνιέται η θάλασσα. Μια θάλασσα χωρίς βυθό. Με ομφάλιο λώρο μονάχα. O θόρυβος της διάλυσης οξύς. Κατεδαφίζονται όλα σε slow motion ενώ ο πλανήτης τρέχει με 1000. Πράγματα σπάνε γύρω σου, υπακούουν πιο πολύ από ποτέ στο νόμο της βαρύτητας και σου ξεφεύγουν μέσα από τα χέρια. Πέφτουν και σπάνε. Υπάρχει σίγουρα κάτι μαύρο σαν μακρύ σύννεφο εκεί έξω .Ένας ενεργειακός μπαμπούλας που γλείφει τους ιδρωμένους σβέρκους μας. Υπάρχω και γω υπάρχεις και συ που παλεύοντας πια προσπαθούμε να ακούσουμε τις λέξεις που ταξιδεύουν από τα χείλη μας, αργά και αυτές σαν σμήνη τραυματισμένων πουλιών που όλο χάνουν έδαφος. Αντιστέκομαι ταξιδεύοντας το νου, τα ακροδάχτυλα, το σώμα και την σκέψη μου. Υπάρχω σε μια διαρκή κίνηση, αέναη, μέσα σε τόνους σκόνης που δεν τολμούν να με ακουμπήσουν. Ακόμα. Ακόμα αντιστέκομαι ζώντας με δύναμη. Δίπλα σου. Αντιστέκομαι μαζί με σένα διακλαδώνοντας το είναι μου στο δικό σου. Πολλαπλασιάζοντας κύτταρα, κάνοντας εκτρώσεις, μεγαλώνοντας το άσπρο των φτερών μου. Τα φτερά θα είναι πάντα στους ώμους μας χωρίς να τους βαραίνουν. Αλλάζω κόσμους. Μπαίνω με την πλάτη όλο και πιο βαθιά στις αρχές του περασμένου αιώνα. Διαβάζω κάθε βράδυ κάτω από το φως των πεθαμένων αστεριών την διάπλαση των παίδων και ξαναπλάθω την ληγμένη ηθική μου. Κοντοστέκομαι στους πολέμους και τρέχω με φόρα στη δεκαετία του 60. Αλλάζω χρώμα μαλλιών και ματιών. Αλλάζω φωνή. Αλλάζω βλέμμα, το παλιώνω. Ανοίγω το κελάρι των παλαιών δεκαετιών και κατοικώ εκεί μέσα πια. Διαβάζω λογοτεχνία της γενιάς του 30, ακόμα και εφηβική λογοτεχνία. Βλέπω ταινίες του 40, του 50, του 60. Ακούω τις ομιλίες του Μπάροουζ και του Λόρενς Φερλινγκέτι. Χαζεύω τα βιβλία του βιβλιοπωλείου city lights και ζω σε σάλες γεμάτες οικογενειακά τραπεζώματα χωρίς απώλειες. Γεμάτες αφέλεια και ανθρώπινη ευαισθησία. Γεμάτες από μυρωδιές χαρτιού και νερομπογιάς. Κάποιος μαγειρεύει χοίρινο με σέλινο. Ανοίγω στη διαπασών το παράθυρο να μπει στο δέρμα η μυρωδιά.
Νυχτώνει αλλιώς πια. Με πιο πολύ νύχτα. Πιο πηχτή. Μέσα και έξω. Νυχτώνει αλλιώς και το φεγγάρι βάζει όλα του τα κουράγια για να μοιάζει όπως και πριν. Και γω όλα μου τα κουράγια για να τρέξω σε ένα κόσμο που διαλύεται βασανιστικά αργά. Σχεδόν δυσκοίλια. Κάποιες φορές προτιμώ μια έκρηξη μπροστά στα μούτρα μου κάποιες άλλες προτιμώ να ζω μαζί σου στο πουθενά.
Με χώρα η χωρίς θα πάρω ένα αεροπλάνο για το φεστιβάλ και φέτος. Ταξιδεύω την ημέρα της σύναξης των αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών αγίων ασωμάτων και ουρανίων Ταγμάτων. Θα έρθουν μαζί μου στο φεστιβάλ σαν κοσμικά μπιχλιμπίδια χωρίς θόρυβο. Θα ανεβώ στο mute κι εύχομαι, αν καταστραφεί η χώρα, η είδηση της να με βρει σε μια αίθουσα να λαγοκοιμάμαι, ενώ οι βαλκάνιοι πρωταγωνιστές της ταινίας θα κάνουν έρωτα.