Σάββατο, Δεκεμβρίου 20, 2014

dEcEmBeR FoOtAge


Στο σχόλασμα της βάρδιας τα δόντια χτυπάνε μεταξύ τους ,ένα τιτάνιο μούδιασμα στο σώμα. Έχει απλωθεί μια τρομερή υγρασία. Κάθεται πάνω στα αυτοκίνητα, στα τζάμια, στα φερμουάρ και στα τσίνορα. Μυρίζει σαν ξεθυμασμένη βανίλια. Έξω έχει 10 βαθμούς. Καλοριφέρ και υαλοκαθαριστήρες μαζί. Κι όμως η υγρασία παραμένει. Και το τρέμουλο γίνεται σαν ένα επίκτητο αντανακλαστικό. Στο σπίτι το δέντρο και η Μιλού με περιμένουν. Και ένα φως μικρό αναμμένο μαζί με υγρά ρούχα πάνω στα καλοριφέρ.Και μια στοίβα άπλυτα κατσαρόλια στο νεροχύτη. Και μια σύνδεση που είναι εκτός. Περασμένες 2 και μιλάω στο τηλέφωνο με τεχνικούς της wind.Βραχνές, μπάσες, αντρικές φωνές. Κάποιες με χαλαρώνουν, κάποιες άλλες με κάνουν να ερωτοτροπώ νωχελικά. Τραβάω και αλλάζω καλώδια και θύρες, καμένοι φορτιστές. Μεγάλες σιωπές με το ακουστικό κολλημένο στο αφτί, αμήχανες ερωτήσεις, αναπνοές με παράσιτα, μέχρι που το πρόβλημα λύνεται και τα λαμπάκια στο ρούτερ αναβοσβήνουν και πάλι κανονικά. Σχεδόν συγχρονίζονται με αυτά του δέντρου. Η υγρασία όμως ακόμα παραμένει. Ούτε που θυμάμαι λοιπόν, ότι είναι Χριστούγεννα και βαριέμαι να μιλήσω πάλι για αυτά. Το μόνο που θα πω είναι πως οι γειτονιές δεν είναι τόσο φωτεινές όσο πέρσι και τα δέντρα στα παράθυρα δεν μου τραβάνε πια την προσοχή. Τίποτα δεν μου τραβάει πια την προσοχή. Μόνο τα πτώματα των ζώων στην άκρη του δρόμου. Μόνο εκεί ανοιγοκλείνει με ζωντάνια το μάτι μου. Λες και μπήκε ακίδα. Σφίγγω με δύναμη το τιμόνι και αναπνέω γρήγορα και κοφτά σα να γεννάω. Κι έτσι φεύγει ο πόνος μαζί με την εικόνα που με ενόχλησε.
Μου λείπει το θέατρο. Για αυτό ξαναδιαβάζω την «Έντα Γκάμπλερ» του Ερρίκου Ίψεν. Νορβηγός αγαπημένος μετά τον Σουηδό και εξίσου αγαπημένο Αύγουστο Στρίντμπεργκ. Από παλιά τα γούστα μου τελικά πήγαιναν προς τον εκεί βορρά και φτάσανε μέχρι το killing και το Bron/Broen. Τσαλακώνω την σελίδα και κλείνω το βιβλίο. Πίνω μια γουλιά κρασί. Στο σπίτι έχει μια λαχταριστή ησυχία. Όλες οι συσκευές κλειστές. Καμιά ψηφιακή μουρμούρα. Αποφεύγω, το γράφω συνεχώς, να βλέπω ειδήσεις. Την έχω κόψει την τηλεόραση καιρό τώρα. Μαθαίνω τα νέα από το ραδιόφωνο και δαγκώνω τα χείλη μου από πίκρα. Αρνούμαι να σχολιάσω κάτι που σε δέκα μέρες θα έχει ξεχαστεί όπως όλα. Αλλά το μόνο που θα πω είναι πως δεν με εξόργισε τόσο η δωροδοκία αλλά περισσότερο με εξόργισε η σκέψη πάνω σε ποιους ανθρώπους γίνεται αυτή, σε ποιους ανθρώπους στηρίζεται ο τόπος. Τελικά είχε δίκιο ο Γιωργάκης όταν έλεγε λεφτά υπάρχουν.
Βγαίνω να μαζέψω τα ρούχα από την απλώστρα. Το τέλος της μέρας. Ο ουρανός καθαρός. Από πάνω μου τρία ασημένια στίγματα. Η ζώνη του Ωρίωνα και πιο κάτω να πρασινίζει ο Βέγας. Η υγρασία ακόμα παραμένει. Στα κυπαρισσί κάγκελα του μπαλκονιού, στα νωπά ρούχα, στο χνώτο και στα λευκά παντζούρια. Ακόμα εκεί. Πότε απέκτησε αυτός ο τόπος τόσα σιχαμένα πράγματα; Κλείνω την κουρτίνα. Σκέφτομαι την παράσταση του καρυοθραύστη που θα δω την Δεύτερα με κεντρική πρωταγωνίστρια την 6χρονη κόρη της φίλης μου. Χαμογελώ. Πόσο πιο καλά θα ήταν να αφήναμε τους ανθρώπους αβοήθητους, όπως τα παιδιά. Βλέπετε η αδυναμία είναι μεγάλο πράγμα, ενώ η δύναμη δεν είναι τίποτα. Κι όπως είπε και ο επίσης αγαπημένος Ταρκόφσκι, « Όταν ένας άνθρωπος έχει μόλις γεννηθεί είναι αδύναμος και για αυτό ευέλικτος. Όταν πεθαίνει,  είναι σκληρός και άκαμπτος. Η σκληρότητα και η αντοχή είναι σύντροφοι του θανάτου. Οπότε καλύτερα ας αφήσουμε τους ανθρώπους αβοήθητους. Μόνο έτσι  θα πιστέψουν στον εαυτό τους».
Χρόνια σας πολλά.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 14, 2014

nOvEmBeR FoOtAge


Με το γαλακτώδες φως του 55ου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στις κόχες των ματιών, επιβιβάζομαι σε εκείνο το σαστισμένο αεροπλάνο που θα με φέρει πίσω ξανά. Έχω έναν αετό στο νου και έναν σκύλο κακό στην καρδιά κι όταν κλείνω τα μάτια με οδηγούν. Έξω από το παράθυρο τα σκούρα σύννεφα του πελάγους  απλώνονται σαν αχτένιστο μαλλί της γριάς και γω σκέφτομαι όλα αυτά που έχω ήδη χάσει στην ζωή μου, μαζί με την προσωπική μου μπομπίνα. Έχω αλλάξει, αλλά ακόμα δεν μπορώ να απαλλαχτώ από εκείνη την πεντακάθαρη αλητεία. Με όσα καινούργια αξεσουάρ κι αν την παραπλανώ εκείνη συνεχίζει να με κοιτάζει στα μάτια ανάβοντας το τσιγάρο της και έπειτα με χαϊδεύει κρυφά κάτω από χοντρά μπουφάν σε σκοτεινές αίθουσες προβολών και με κάνει βόλτες μέχρι η καύτρα της ανατολής να μου τρυπήσει το δέρμα. Δεν έχω διάθεση να δείξω τα σημάδια σε κανέναν, θα τα κρύψω μέσα μου σαν πένθος. Σε αυτό τον τόπο τώρα, οι μέρες κρατάνε μια θέρμη ακόμα. Τα άκρα φωτίζονται και υπογραμμίζονται. Οι ρόδες του ποδηλάτου σαν  πιστά σκυλιά τρέχουν μαζί μου. Οι εικόνες του Φλοίσβου μπροστά μου ξανά. Η θάλασσα που μια γκριζάρει μια πρασινίζει, τα κότερα που ησυχάζουν, τα κότερα που ονειρεύονται, το κουφό ελικοδρόμιο στο Τροκαντερό. Οι κρεμασμένες πετσέτες των μεταναστών στο τοιχάκι ενός μικρού κολπίσκου, οι ψαράδες που μετρούν με σιωπές και δάχτυλα τα νεκρά ψάρια τους. Τους κοιτώ και γέρνω το κεφάλι μου δεξιά. Πάντα το κάνω αυτό όταν θέλω να δείξω αγάπη. Και συνεχίζω να κοιτώ αχόρταγα με μια κλήση στα δεξιά. Όλα οικεία με μια μυρωδιά βανίλιας ανεξιχνίαστη. Τα  καταβροχθίζω με τα μάτια σαν  σπιτικό κέικ.
Το δεξί μου πόδι έχει μια μελανιά μαζί με το δεξί μου χέρι. Είναι ότι πιο αληθινό έχω πάνω μου. Θα τις κρεμάσω στο Κ μιας Κυριακής.
Ξεκίνησαν πάλι οι βραδινές βάρδιες. Επιστρέφω αργά στο σπίτι. Ξεθώριασαν τα ονόματα στα κουδούνια και τα πατώματα, είναι από πάντα παγωμένα. Ξεκινάω αμέσως να ξεντύνομαι. Ταΐζω την  γάτα αφού την χαϊδέψω πιο πριν και έπειτα πλένω τα χέρια μου. Άλλες φορές πάλι νιώθω την μπίχλα των ηλίθιων εκπομπών που μοντάρω να κάθεται σαν πάχνη πάνω μου. Τότε μπαίνω με φούρια στην μπανιέρα και λούζομαι, ξυρίζω τα πόδια μου σχολαστικά και βγαίνω με τα νερά να τρέχουν. Κόβω τα νύχια μου με έναν τεράστιο νυχοκόπτη και φεύγει από κει όλο το πένθος που έχω. Κι ύστερα αρχίζει η δικιά μου η νύχτα που κανείς δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει. 
10:00 πρωινή. Έρχονται να μου φτιάξουν την σπασμένη τέντα. Ρωτάω χαμογελαστά αν θέλουν καφέ σχεδόν δεν απαντάνε. Απομακρύνομαι. Μια γυναίκα στον δρόμο τσιρίζει σε ένα παιδί. Του τραβάει τα μαλλιά. Λυσσασμένα κορναρίσματα και βρισιές από κάπου μακριά. Αναπάντητα sms. Φίλοι που δεν παίρνουν τηλέφωνο πια, που δεν δίνουν δεκάρα για το τι κάνεις, αλλά παραμένουν φίλοι στο Facebook. Ίδρωσε ο λαιμός μου. Το πόσο μπορούν να με τρομάξουν οι άνθρωποι μάλλον δε λέγεται. Και να λέγεται, δεν το λέω. Θα μου τάξεις την αιωνιότητα είπες, την στιγμή, το ίδιο κάνει. Έτσι τη μετράω εγώ. Δες τους όλους: Ως το λαιμό βουτηγμένοι. Δες και μας. Δεν τ' αλλάζω. Ορκίζομαι. Για μένα προτεραιότητα έχει πάντα ο έρωτας.

Σάββατο, Οκτωβρίου 18, 2014

ΟcToBeR FoOtAge


Υπάρχει ένα μικρό αδύναμο καλοκαίρι που τρεμοπαίζει ακόμα εκεί έξω. Σαν ιλαρό φως φιτιλιού έτοιμο να σβήσει. Σαν γλειμμένο γλειφιτζούρι που λιγοστεύει, σχεδόν διάφανο πια. Σαν μεταφυσικός τρόμος που υποχωρεί σιγά σιγά. Υπάρχουν κάποιοι άνεμοι βορειοδυτικοί που τιμωρούν τον γυμνό λαιμό μου κάνοντας τον  τα βράδια να βήχει. Μα δεν το βάζω κάτω. Ανεβασμένη πάνω στην σέλα του ποδηλάτου μου ακολουθώ παλιές διαδρομές γνώριμες στο δέλτα του Φαλήρου. Με αμάνικα μπλουζάκια και αθλητικά σακίδια στην πλάτη ασθμαίνω κόντρα στο φως. Πεταλιά και φως. Στο βάθος ένα πλοίο χάνεται από τα μάτια μου ακολουθώντας την καμπυλότητα της γης. Τεστάρω την μάζα μου στις πιέσεις του χωροχρόνου. Με στενεύει ο κόσμος και δεν έχω από πια έξοδο να βγω. Είμαι εκεί και εδώ σε πολλές εκδοχές, πότε χαρούμενη, πότε θλιμμένη. Πότε κόντρα στο φως πότε στον άνεμο. Σαν ένα εκνευριστικό στατικό μακρύ πλάνο. Το πλάνο είναι μια ενότητα χώρου και χρόνου. Όταν αλλάξει ο χώρος ή ο χρόνος τότε αλλάζει η σκηνή. Γκλιν Γκλον. Το κουδουνάκι του ποδηλάτου σου με τρομάζει και με αναδομεί «Οκτώβριος, μου λες, και μένα είναι ο αγαπημένος μου μήνας. Μικρότερος του έδινα τη μορφή που δίνουν οι αγιογράφοι στον αρχάγγελο Μιχαήλ». Η σκέψη δημιουργεί ύλη.
Λίγο πριν το Τροκαντερό.  Οικογένειες, σαν αυτόχθονες πληθυσμοί υπό απειλή, με βρεγμένα μαγιό Οκτώβρη μήνα και αλάτι στην πλάτη παίζουν τάβλι κάτω από σκιές και τρώνε κονσέρβες κρατώντας στα χέρια διαλυμένα ψωμιά. Από το μικρό τρανζιστοράκι ακούγεται ένα ρώσικο βαλς. Εικόνες  λουσμένες στο φως του ήλιου ή  τυλιγμένες σε μισοσκόταδα, δομημένες από κοντράστο του κόντρ-λυμιέρ, υπέροχοι πίνακες που δίνουν οντότητα στα πράγματα και στα πρόσωπα. Η θάλασσα ζωηρή έλκει κάθε σωματίδιο φωτός και το προσδιορίζει ως χρυσόσκονη πάνω της. Την ακολουθώ μέχρι που ρηχαίνει και αυτοτραυματίζεται στις όχθες του Φαλήρου και της πειραϊκής. Επιστρέφω με το φως στην πλάτη. Γκλιν Γκλον. Το κουδουνάκι του ποδηλάτου σου ξανά. Τι περίεργο, κάνει το χαρακτηριστικό ήχο, που ακόμα μου θυμίζει εκείνον που όλοι είχαμε συνηθίσει να ακούμε όταν μπαίναμε στο φαρμακείο της γειτονιάς. 
Οι νύχτες ακόμα ζεστές με θρασύτατα κοντομάνικα και σμήνη κουνουπιών. Γέμισαν τα χέρια σημάδια ξανά. Οι παραλίες βουίζουν από κόσμο τα μαγικά μεσημέρια. Ακόμα καλοκαίρι, σαν τιτάνια παρεμβολή στην είσοδο του φθινοπώρου. Μοιάζει όπως τότε που ο ένας σταθμός καβάλαγε τον άλλο στα ερτζιανά το μακρινό 1985. Ένας μηχανισμός μετάδοσης από έναν άλλο κόσμο. Από δεκάδες μπαγιάτικα καλοκαίρια που κόλλησαν μαζί.
Στο κέντρο της πόλης σε μια πλατεία τάδε κάτω από ένα δέντρο πεταμένες φωτογραφίες με  μια ιδιωτικότητα που δεν γνωρίζω. Μια κοπέλα μελαχρινή με κοντό καρέ κοιτά πονηρά τον φακό αγκαλιά με μια ασπρόμαυρη γάτα, δίπλα ένας φάκελος με το όνομα Κατερίνα Γραμματικάκη και πιο κάτω πεταμένες τέμπερες με ξεραμένα χρώματα. Κάνω πως μαζεύω την φωτογραφία και τελικά την βάζω στην τσέπη μου. Ίσως κάποτε γράψω κάτι για αυτή την κοπέλα με το κοντό καρέ και την γάτα.
Σάββατο απόγευμα και ξαφνικά φυσάει. . Άλλαξε το φως σήμερα. Δυνατοί άνεμοι.  Σύννεφα σαν μπουκέτο βαμβακιού συνωστίζονται πάνω από το σβέρκο μου. Περνάει ο καιρός, το ξέρεις. Έτσι, μοναχός. Σαν τσατσάρα που σπάει δόντια βιαστική και ό,τι είχαμε δεν υπάρχει πια. 

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 22, 2014

SePtEmBeR FoOtAge


Σεπτέμβρης κιτρινωπός σαν λιωμένο κεχριμπάρι και ξεχάστηκα. Ακόμα με μικρές πεταλίδες στις παλάμες που κόβουν βόλτες στην γραμμή της ζωής. Σεπτέμβρης που όλο λιγοστεύει μαζί με το φως της ημέρας. Με νύχτες πρεμιέρας στις γωνίες και πρόσωπα στο πλήθος που ορκίζεσαι ότι κάπου τα έχεις ξαναδεί παλαιοτέρα. Όχι σε άλλες ζωές, όχι τόσο παλαιοτέρα, ίσως σε άλλες αίθουσες, πριν χρόνια.
Φίλοι έρχονται και φεύγουν. Κυρίως φεύγουν. Αφαιρετικός ο Σεπτέμβρης με βρίσκει σε στιγμές φαρδιάς μοναξιάς να διαβάζω άρθρα για την Αμφιπόλη και τις απείρου κάλλους καρυάτιδες «Με την αφαίρεση τριών σειρών από τους πωρόλιθους του τοίχου σφράγισης, μπροστά από τον δεύτερο διαφραγματικό τοίχο, αποκαλύφθηκαν ολόκληρες οι Καρυάτιδες, οι οποίες έχουν ύψος 2,27μ. Φορούν ποδήρη χιτώνα και μακρύ κροσσωτό ιμάτιο με πλούσιες πτυχώσεις.» Κάποιες έρχονται τη νύχτα στο δωμάτιο μου και συλλαβίζουν αρχαία ελληνικά μπροστά στην σβησμένη τηλεόραση. Άλλες βαστάζουν τα δοκάρια της πόρτας και μια με ξανθά μαλλιά τρώει το φαγητό που περίσσεψε από την κατσαρόλα στην κουζίνα. Αποκοιμιέμαι ιδρωμένη.
Στα νησιά που ακόμα επισκέπτομαι ο αέρας κατοικεί στα μαλλιά των αγοριών. Αέρας από έναν ωκεανό που δεν γνωρίζω. Λίγα σύννεφα στριμωγμένα πάνω από τις δυτικές ακτές. Η θάλασσα στο βάθος λαμπυρίζει. Συζητήσεις ελαφριές σαν παντεσπάνι. Ρούχα ανάλαφρα χρωματιστά κυματίζουν σαν περίεργες σημαίες στα σώματα. Και ξαφνικά ο πυρετός.38.8. Μετεωρίζομαι μέσα σε μπουκάλια αντιβηχικών και φυσαλίδες panadol.Τρεις μέρες και τρεις νύχτες γίνομαι ένας πελώριος κυματοθραύστης κάτω από ένα άρρωστο και μολυσμένο σύμπαν. Και η ζωή συνεχίζεται με μπόλικο βήχα και ένα μικρό πόνο στο πίσω δόντι. Πότε πότε τα βράδια επιστρέφοντας από την δουλειά ακούω να φυσούν μυστηριώδεις άνεμοι ανάμεσα στα ψηλά κτήρια. Κλειδώνω 5 φορές και βάζω τον συναγερμό. Κουλουριάζομαι στον καναπέ και βλέπω όλους τους κύκλους δανέζικων σειρών με φόνους και πολιτικές ίντριγκες. Κάποιες φορές σχεδόν ξημερώνει. Οι καρυάτιδες ακόμα εκεί ξεφυσάνε μαρμαροκονίαμα στο άγρυπνο πρόσωπο μου.
Μαζεύονται σύννεφα, αφρός ξυρίσματος "BEAU MEC". Το κινητό μου χάλασε λίγο πριν ξεσπάσει μια ξαφνική καταιγίδα εποχής και μέχρι να φτιαχτεί, ξαναγύρισα προσωρινά στα παλιά μου Nokia. Η κάρτα Sim εγκαταστάθηκε στο Nokia > 6510. Και τι δεν βρήκα χορταριασμένο εκεί μέσα. Ξεχασμένα μηνύματα αλλοτινών καιρών. Έρωτες που έληξαν άδοξα και φιλίες που καταργήθηκαν στα χρόνια. Τίποτα σχεδόν δεν υπάρχει, ούτε πολλά από τα τηλέφωνα που βρήκα στις τότε εισερχόμενες κλήσεις. Έτος 2004-2006.Μια μίνι μηχανή του χρόνου. Ανοίγω όλους τους φακέλους να βρω ίχνη της παλιάς μου εκδοχής. Τίποτα το χειροπιαστό. Έχει μείνει όμως η αγάπη μέσα από λέξεις σχεδόν τρισδιάστατες, παλιές φωτογραφίες με πολλά πίξελ και εφαρμογές που πια δεν υπάρχουν. Τόσα χρόνια πεταμένα στα σκυλιά. Ένας μαύρος μαρκαδόρος διαγράφει απάνθρωπα χοϊκές στιγμές, μέρες υψηλού πάθους, όρκους αφοσίωσης και καταρράχτες αισθημάτων. Κουράζονται τα χρόνια κι αρχίζουν οι ρωγμές, θαμπώνουν κάποτε οι σχέσεις, οξειδώνεται το μέταλλό τους και σβήνουν σαν τις οθόνες των παλιών κινητών. Κι όμως κάτι μένει, κάτι από μας. Γιατί, ας πούμε, κάθε φορά που ανοίγω το παλιό μου κινητό  μετά την φόρτιση, μου βγάζει στην οθόνη ένα παλιό στίχο που είχα βάλει τότε και τον πίστευα ακράδαντα, όπως και τώρα θαρρώ.
 - - - - «The world is a vampire!»- -- - - -



Δευτέρα, Αυγούστου 18, 2014

AuGuSt FoOtAgE (BeSt ofF)


Και είναι ήδη Αύγουστος προχωρημένος. Η απόφαση φέτος ήταν να πάω παράλληλα με αυτό το καλοκαίρι. Έχοντας αυτό το πλάνο λοιπόν, μπαίνω στην υπόσκαφη παρένθεση των σκονισμένων Σαββατοκύριακων  και διασχίζω την εθνική οδό με μεγάλες ταχύτητες που με κάνουν να αγγίζω το τρίχωμα της σελήνης που κοιμάται στο γαλάζιο ξέπλυμα μιας άκρης ουρανού. Κι έπειτα όταν ο ήλιος ψηλώνει και απειλεί το νου, έχω ήδη φτάσει στο σωστό σημείο χ από όπου λοξοδρομώ στην πίσω πλευρά των Γερανείων όρων. Μυλοκοπή, Στέρνα, Σκάλωμα, Στραβά, Ζωηρέζα, παραλίες που μοιάζουν σα να βγήκαν από το τεχνολογικό επίτευγμα του CGI (computer general imagery).Λίγο πιο κάτω, μακριά από τα βαθιά νεροφαγώματα των κακοτράχαλων χωματόδρομων, το μυαλό μου παίζει παιχνίδια. Ο ήλιος με θρυμματίζει. Η συσκευή των ονείρων μου, σκουριασμένη από το αλάτι κάνει παράσιτα.  Φτιαγμένος από πλαστελίνη ο παντοδύναμος Γιόντα βουτά στα γαλαζωπά νερά του όρμου. Απλώνω αδιάφορα στην καυτή άμμο την πετσέτα. Δύο βράχοι ριγμένοι στην θάλασσα συνωμοτούν. Ξέρες με γλίτσα πράσινη και αχινούς. Ένα όχημα φυγής έχεις την εντύπωση ότι έχει δέσει πίσω από αυτούς τους δύο βράχους και περιμένει καρτερικά κάποιον να του βάλει μπροστά. Βουτάω με τα γυαλιά ηλίου, αντί μάσκας, και βλέπω μέσα ασβεστολιθικά φύκη τοποθετημένα αρμόνικα το ένα στο άλλο. Λίγο πιο κει η χαμένη Ατλαντίδα γεμάτη πλάσματα της δημιουργικής μου φαντασίας σκάβει μόνη της τα ερείπια της. Ο μάστερ Γιόντα, μικροσκοπικός, βγαίνει με ένα μακροβούτι σαν καλαμπόκι αλατισμένο. Του δίνω νοητά το Όσκαρ. Ο ήλιος μοιάζει τώρα με δολοφόνο χωρίς οίκτο. Στην αμμώδη παραλία καταμεσήμερο Αυγούστου κόβεις τον καύσωνα με το μαχαίρι. Κίτρινος, σαν πεπόνι ολόγιομο χωρίς κουκούτσια.
Λίμνη βουλιαγμένης, αρχαιολογικός χώρος Ηραίου. Δυο τρεις με τα καλάμια του ψαρέματος και άλλοι δυο στο ταβερνάκι. Ο ήλιος κόντρα. Στα ποτήρια μας ο πάγος λιώνει ιδρώνοντας. Στα πιάτα μας μπακαλιάρος πελαγίσιος. Επιστροφή με τραγούδι φάλτσο, τζιπ ξεσκέπαστο και μυρωδιές ρητίνης και ιωδίου. Μοσχοβολάει η διαδρομή. Η δασοκάλυψη σβήνει στους θαλάσσιους κόλπους. Σχίνα, πικροδάφνες μυρτιές και στο βάθος ο κόλπος των Αλκυονίδων. Το μικρό αστρόπλοιο του μάστερ Γιόντα μας ακολουθεί. Κλείνω προσεχτικά τον καθρέφτη του συνοδηγού.
Βράδυ με παχιά υγρασία που ιδρώνει τις λέξεις μου. Τις κάνει βαριές και ασήκωτες. Προσπαθώ να τις βάλω σε λευκά μπαλόνια, όπως στα κόμιξ, και να σου μιλήσω. Γλουπ, μπουμ, βζιιν, καρακακάκ. Κανένα νόημα. Όλα μοιάζουν ασυνάρτητα με ιδρωμένους σβέρκους και μασχάλες. Όπως εκείνο το χθεσινό όνειρο όπου μέσα του η Τ. έφτιαχνε χυμό από πεπόνι και ροδάκινα, βάζοντας τον σε μια γυάλα, γεμάτη χρυσόψαρα. Και γω καθισμένη λίγο πιο δίπλα σε  ένα παμπάλαιο καναπέ βγαλμένο από το παλιό μας σπίτι, καλυμμένο με λευκό σεντόνι, προσευχόμουν να μην τον πιει. Πλατς, σλουρπ, γκρρρ, πλαφ, τρομπ, σκρατς .Κανένα νόημα. Πάντα θα είμαστε σε διαδικασία πόνου παρά ειρήνης με τα πράγματα.Για αυτό λοιπόν η νέα συμφωνία είναι τη νύχτα που οι λέξεις μου ιδρώνουν και κόβονται να μπαίνω απαλά η με βία, στο κρησφύγετο που κανείς ποτέ δεν θα βρει. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως μοιάζει με αγκαλιά απαλή, γυμνή, χωρίς t-shirt. Με ένα νέο φυσικό περιβάλλον που φυλακίζει έναν κόσμο παράλληλο με χιλιάδες εκδοχές που θα μπορούσα να ζω. Αυτό μόνο μπορώ να πω και πως οι άνθρωποι ζούν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων.

Τετάρτη, Ιουλίου 23, 2014

JuLy FoOtAgE


Παντού η θάλασσα. Χωρίς λόγο. Και ο ουρανός σαν ανοιχτή καρδιά από πάνω, χωρίς να ενοχλεί στάζει  στα μάτια μου κολλύριο με φως. Η άμμος καίει όπως πάντα τις πατούσες. Η μέρα είναι ακόμα μεγάλη και με ελέγχει με εκείνο το μισάνοιχτο βλέμμα και από μακριά η σπείρα του γαλαξία εγκαθίσταται σαν σκουλαρίκι στο αυτί. Στον περίβολο της εκκλησίας των ταξιαρχών ένας γέρος, μυστήριος, βάφει με ασβέστη τις πέτρες. Ποτέ δεν κοιτάει τους ελάχιστους περαστικούς. Μόνο βάφει και το στήθος του ακουμπάει σχεδόν τη γη. Ανάβω ένα κερί, όχι , ανάβω 4-5 κεριά, μην ξεχάσω όσους το σκάσανε από δω για εκεί. Και γω αν και εδώ, ποτέ δεν ένιωσα να έχω ένα σπίτι με τα θεμέλια σε αυτό το χώμα. Όλο επάνω κοιτώ, τα σύννεφα, όλο επάνω χωρίς να τραυματίζω τους βολβούς των ματιών. Πολύβουο σύμπαν με χιλιάδες λέξεις και κόσμους που ανοιγοκλείνει τις πόρτες του. Σαν να με στενεύει πια η γη.
Δερμάτινα σανδάλια με αλάτι και ιώδιο. Ψαρόβαρκες που κάνουν βόλτα το γύρο του νησιού. Η γιορτή της φάβας ένα βράδυ του Ιουλίου. Κι έπειτα η επιστροφή από το ένα νησί στο άλλο το ίδιο βράδυ με το καΐκι. Ο ουρανός σαλιάριζε σαν το πιο όμορφο πλάσμα στον κόσμο. Και γω δεν είχα μάτια για τίποτε άλλο. Παρά για τους χιλιάδες χωροχρόνους του και τις μυριάδες εκδοχές μου που με καρτερούσαν.
Παρέες με στεντόρειες φωνές, χαμόγελα και αισθητικά μακροβούτια, η Αστέρω με τα δίχρωμα μάτια, και η ταβέρνα της  Ακαθής με καθημερινά φρέσκα ψάρια. Σπιτικές λεμονάδες με μέντα και καρό καλάθια με πίτες. Βρέχει; Δεν μπορεί κάπου αλλού θα βρέχει. Οι φίλοι ακουμπάνε τους ώμους μου.  Ένα κρυμμένο «αχ» στο βλέμμα τους. Συνήθως ανεπίδοτο. Τα κουκούτσια από το καρπούζι κολλημένα στο τραπέζι της βεράντας, ο μαΐστρος μου γαργαλάει τα αυτιά, κουράζει τα απλωμένα ρούχα στο σχοινί, το εκκλησάκι με την σφραγισμένη πόρτα, τα ήσυχα μονοπάτια και οι πέτρες με τις σκαλισμένες σπείρες των αρχαίων πειρατών. Η θάλασσα στο βάθος, η μικρή κατηφοριά με τα ελάχιστα σπίτια, οι κάκτοι, και τα στάχυα που ξανθαίνανε στο φως, τα ταλαιπωρημένα γαϊδουράκια στις άκρες των μικρών χωραφιών, η Παναγία με το μεγάλο βαθυγάλαζο τρούλο της, και ο προφήτης Ηλίας. Όλα είναι εδώ και μεγαλώνουν σαν σχηματισμένοι ολόγιομοι καρποί έτοιμοι να φαγωθούν. Εδώ και εκείνη η αστείρευτη γλύκα που δεν κατάλαβα ποτέ αν οφείλεται στο σπιτικό γλυκό του κουταλιού που μας πρόσφερε η Άννα ή στη ζωή την ίδια.
Πηγαινοέρχομαι στα διάκενα του αναποφάσιστου καλοκαιριού με μια χαλασμένη βαλίτσα. Δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Κάνω ό,τι θέλω. Ό,τι με κάνει να νιώθω ολόκληρη και κανονική. Αν αρχίσω να κινούμαι αντίστροφα, δεν θα είμαι ευτυχισμένη. Τι αυτοκρατορικές παρακρούσεις και καταρράχτες αισθημάτων! Το ταξίδι. Ο άνθρωπος, σκέφτομαι, αναπαράγει αυτό που βλέπει κάθε μέρα. Και όταν βλέπεις τα ίδια, μένεις στάσιμος. Η ζωή δεν είναι ντοκιμαντέρ, ούτε κοινωνιολογία, ούτε μαχόμενη δημοσιογραφία, ούτε life style,ούτε πολιτικαντισμοί. 
Η ζωή ρε παιδιά είναι μαγεία!

Τρίτη, Ιουνίου 24, 2014

JuNe FoOtAgE- b SiDE

Με φεγγάρι μικρό και με μια ζέστη ξαφνική με παρατάει ο Ιούνιος. Με ένα λευκό ποτήρι κρασί στο χέρι και ένα νέο σφράγισμα  πάνω δεξιά. Λίγο πριν και χωρίς προειδοποίηση καμιά, με ξενυχτάει σε  παιδικά πάρτι γενεθλίων και σε απέραντες βεράντες με ράντζα και φώτα δαπέδου. Έξω οι γρύλοι σφυρίζουν ιδιόμορφα. Στην πόρτα ο Ιούνιος, με αποχαιρετά, προβάροντας εχθρικά σύννεφα και μανιοκαταθλιπτική συμπεριφορά. Με ναυλώνει στο μπλε αστέρι και με στέλνει μακριά, εκεί που οι θάλασσες ρηχαίνουν και γίνονται υγρά ζαφείρια. Δώδεκα  νύχτες κάτω από την μεγάλη άρκτο και την λευκή εσάρπα του γαλαξία θα παραμιλάω σαν το κορίτσι που ξέχασε τα λόγια του ποιήματος στην σχολική γιορτή. Δεν έχω κάτι άλλο να φανταστώ για αυτό το ασθενικό καλοκαίρι. Νομίζω έληξε εδώ ο ρομαντισμός μου. Μεγαλώνω όμως  τους  κυνόδοντες μου, βάζω πίσω τα αυτιά μου, και διαστέλλω τις κόρες των ματιών μου γρυλίζοντας. Μέχρι το αλάτι να κλείσει τις πληγές.

Έδωσα τα πάντα για αντιπαροχή μπας και ψηλώσω κι άλλο την ψυχή μου. Ήταν μεγάλο το σκοτάδι του χειμώνα αυτού, και μου έλειψε ο μεγάλος ουρανός. Και θα αναρωτηθεί ο κόσμος, μαζί του και γω, δώδεκα νύχτες θα φτάσουν για να σου στοκάρουν τις ρωγμές; και ίσως τότε απαντήσω πως με νοιάζει ο ήλιος πιο πολύ και τα μικρά ανθάκια που θα βγάλω από κει παρά ο στόκος. Γαλάζια νύχια. Γαλάζια φορέματα και δυο τούφες ξανθιές στα μαλλιά μου, που όλο κατηφορίζουν στα ριζά της μέσης μου. Έχω την εντύπωση ότι μέσα μας ζουν πολλοί άνθρωποι. Το θέμα είναι να αντέξεις να συγκατοικείς στο ίδιο σώμα με αυτούς!
Όλα στενεύουν λίγο πριν. Κρεβάτια, παπούτσια, μπλούζες και κοντά παντελόνια. Παλιά φορέματα, δωμάτια εργασίας, η θέση του οδηγού, η αγκαλιά σου, οι διάδρομοι της νύχτας, οι πρωινές κράμπες, και τα σκουρόχρωμα σουτιέν. Όλα στενεύουν, με στενεύουν. Ακόμα και οι βαλίτσες μου. 
Θα κάνω και για σένα μια βουτιά, ένα άγιο παρθενικό μακροβούτι με μάτια ανοιχτά.
Θα αφήσω τον εαυτό μου αμολητό και θα τον ξεχάσω όσο περισσότερο μπορώ. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να ζήσω. Και σιγά μην έχω αρχείο για όλα αυτά που συμβαίνουν σε αυτή την ζωή. Από το ένα αυτί μπαίνουν από το άλλο βγαίνουν. Το μόνο που με μέλει είναι να θυμάμαι τι έμαθα και να το λέω σαν προσευχή λίγο πριν νυχτωθώ. Η αγάπη είναι πράξη επαναστατική! Αμήν και καλή αντάμωση.

Κυριακή, Ιουνίου 01, 2014

JuNe FoOtAgE


Αρχίζει η λάβρα να μπαίνει σε μια σειρά. Διαχέεται από την πίσσα των δρόμων και από τις τσιμεντένιες γέφυρες της Δουκίσσης Πλακεντίας, όσο εσύ κοντοστέκεσαι για μιαν ανάσα ουρανού. Διαχέεται από τα υπόγεια του μετρό και την ενέργεια των εγκλωβισμένων σωμάτων, από τα πρασινωπά ελώδη τοπία των ονείρων που σε ιδρώνουν τις μικρές ερεθισμένες ώρες της νύχτας, από μελλοντικές αρθρίτιδες και κουνημένους σπονδύλους. Διαχέεται από τις φωτιές του  Αϊ-Γιάννη του Πρόδρομου, από τα βλέμματα ανεκπλήρωτων ερώτων που αφήνουν σαν σαλίγκαροι την γραμμή του σάλιου τους στο δάπεδο του edit που δουλεύεις. Διαχέεται από το τίποτα που σε κοιτάει κατάματα. Από το τίποτα που τόσο αγαπάς.
Στην στάση Αγ. Παρασκευή του μετρό, έξω από τις κυλιόμενες σκάλες, ένα ξανθό κορίτσι μυρίζει ένα λευκό τριαντάφυλλο. Μοιάζει να ερωτοτροπούν. Τραμουντάνα.Βάζω τα γυαλιά ηλίου μου παρόλο που σουρουπώνει. Όσο πιο σκοτεινά τόσο πιο ασφαλής.
Και όπως έλεγε ο Βlake κάνε ό,τι θέλεις. Ο Κόσμος αυτός είναι φανταστικός και έχει φτιαχτεί από αντιφάσεις.
Σκηνή Α λήψη 3.Πάνω σε ένα μηχανάκι εγώ με ένα φίλο μου παλιό σπάμε τα μούτρα μας στα βραχώδη τούλια της νύχτας με μικρές ταχύτητες. Κάτω από τις σόλες μας κολλημένες οι νότες μιας συναυλίας. Στο δρόμο κάνουν έργα και κάθε φορά που πέφτουμε σε μια λακκούβα, χιλιάδες αναμνήσεις σαβανωμένες ξεπηδούν από την κορυφή των μαλλιών. Αέναη βόλτα. Ξαφνικά αρχίζει να βρέχει και τα κράνη μας γίνονται πεδία βολής. Χαιρετιόμαστε κοντά στο ξημέρωμα και τρέχω να ταΐσω τα γατιά. Τρέχω να προλάβω τον ήλιο πριν βγει, ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων.
Γραίγος~ λεβάντες~ σιρόκος ~λίβας ~πουνέντες~ ζέφυρος ~μαΐστρος τα ονόματα των αγοριών που με σημάδεψαν. Τραμουντάνα το κορίτσι που αγαπώ. Έλα να χορέψουμε και ας καταστρέφεται ο κόσμος.
Σκηνή Β λήψη πρώτη. Σε πηγαίνω σπίτι κι είναι αργά. Τα ρούχα μου μυρίζουν καπνό και η ανάσα μου κρασί. Τα μαλλιά μου πλεγμένα σε δυο κοτσίδες και ανεβασμένα σαν στεφάνι στο κεφάλι ψηλά. Το λευκό πουκάμισο σου φωτίζει την καμπίνα του αυτοκίνητου. Ο ουρανός ξεφτίζει το μαύρο του σε μπλε σκούρο. Ένα αεροπλάνο αφήνει μια λευκή γραμμή. Σβήνουν ξαφνικά οι λάμπες των δρόμων και μοιάζει σαν κάποιος να με χαστουκίζει με ταχύτητα φωτός. Ξημερώνει. Ότι σιχαίνομαι, αλλά δεν το ξέρεις. Μου λες, «Η χάραξη μιας νέας μέρας. Κάτι καινούργιο ξεκινά. Νοιώθω πως μπορώ να κάνω τα πάντα στην σκέψη αυτή, έστω κι αν κρατήσει  μέχρι να αλλάξει χρώμα ο ουρανός.» Σε παρατηρώ καθώς το λες και το πρόσωπο σου γίνεται γαλαζωπό και φωτεινό σα να έπεσαν χιλιάδες αστέρια από μπροστά σου. Όλα έξω πια γαλάζια και η καρδιά μου έχει πάψει να χτυπά.
Σιγή ασυρμάτου. Με νοιάζει μόνον ο καιρός της επομένης.
Χάνω τον χρόνο μου και τις μέρες μου χαζολογώντας. Παρατηρώ τις ρυτίδες που προστίθενται στα μάτια μου. Το περίβλημα σκληραίνει. Στο ψυγείο τα κεράσια μελαγχολούν. Ποτίζω τα λουλούδια. Από το θεατράκι ακούγονται κρητικά τραγούδια και χοροί. Είναι από τις νύχτες που έχει μια ψύχρα. Είναι από τις νύχτες που νομίζεις ότι θα ζήσεις μια ζωή. Στο τραπέζι κάτι αεροπορικά εισιτήρια για Ζάκυνθο με 2 λεκέδες σάλτσας με κοιτάνε καχύποπτα. Οριζοντιώνομαι. Αφήνω για λίγο το παντζούρι ανοιχτό να πάρω μάτι τα άστρα.
Κάποιος δράκος ανασαίνει πάνω στα ξεσκέπαστα πόδια μου.  

Τρίτη, Μαΐου 06, 2014

mAy FoOtAgE


Στον αποχυμωτή έβαλα πράσινα μήλα, μπανάνες και φράουλες. Με ένα φούξια καλαμάκι ρουφάω τον χυμό κοιτάζοντας τις πλαγιές του Υμηττού απέναντι. Τα δάχτυλα μου μυρίζουν το άρωμα σου και τα χείλια μου άγρια χλόη. Μπήκε ο Μάης με φως και γαλάζιο ουρανό. Χαμογέλασα στην σκέψη αν και το φως μου έφερε υπνηλία. Σχολώντας από την δουλειά τα απογεύματα πέφτω πάντα σε μαύρα σύννεφα που μοιάζουν  με μεγάλο θυμό. Διάσπαρτα πάνω από τις κορυφές των μαλλιών μου και τον ιδρώτα του αυχένα μου. Και μετά η βροχή σαν τιμωρία, σχεδόν κάθε απόγευμα. Βρέχει και από  το παρ μπριζ του αυτοκίνητου μου παρακολουθώ την λογοδιάρροια του νερού. Η αστάθεια της Άνοιξης αυτής με εξαρθρώνει. Αφήνω τα χέρια μου στο τιμόνι. Μετά κλειδώνω το αυτοκίνητο στο γκαράζ με τα δόντια.  Πετάω το μυαλό μου στον μπλε κάδο της ανακύκλωσης και ξεφορτώνομαι την καρδιά μου, στην είσοδο της πολυκατοικίας, να τη φάνε τα αδέσποτα της γειτονιάς. Και καθώς ανεβαίνω στο διαμέρισμά μου, αφήνω τα πόδια μου στις σκάλες και μπαίνω σαν φάκελος λεπτός κάτω από την πόρτα. Μένω εκεί ξαπλωμένη για ώρες, μέχρι η Μιλού να με ζητήσει και να αρχίσει να γλύφει την κόλλα από τα γραμματόσημα μου, νιαουρίζοντας σποραδικά. Ένας ροζ φάκελος χωρίς χέρια, και πόδια, μόνο με χιλιάδες χρωματιστά γραμματόσημα από όλες τις πόλεις του κόσμου που επισκέφτηκα. Σαν ξεραμένα κακάδια χαράς. Χωρίς Άνοιξη μοιάζει κάπως έτσι η ζωή.
Και έπειτα η βροχή δυναμώνει και πέφτει με δύναμη πάνω στα τζάμια και στην άσφαλτο σπαράζοντας σαν να πέθανε ο γιος της, και όλα θολώνουν και γκριζάρουν σαν τα μαλλιά των συνομήλικών μου και δεν φαίνεται τίποτα πια. Ούτε εγώ, ούτε εσύ. Ευτυχώς που τα δάχτυλά μου μυρίζουν το άρωμα σου και τα χείλια μου άγρια χλόη. Ευτυχώς που όλα κάποτε τελειώνουν. Ακόμα και μεις. Ευτυχώς.
Εκκλησία Αγ. Ειρήνης. Κυριακή απόγευμα. Μπαίνουμε μέσα λίγο πριν σχολάσει ο εσπερινός. Στην πόρτα προσφέρουν άρτο με γλυκάνισο, μαλακό σαν τσουρέκι. Στα μανουάλια κρεμώ ευχές για τους δικούς μου πεθαμένους. Μέσα από αναμμένα κεριά θυμάμαι τις μορφές τους αλλιώς, όπως θέλω εγώ. Όπως δεν υπήρχαν ποτέ στα αλήθεια κάπως έτσι. Η πλατεία ασφυκτιά από κόσμο και βοή. Μοιάζει με φωλιά γιγάντιων σκαθαριών. Δεν μπορώ να τους κοιτάω πολύ. Με τρομάζουν. Κατηφορίζουμε μακριά. Στους δρόμους του κέντρου οι αφίσες των κολάζ μου ακόμα κολλημένες και λίγο ξεφλουδισμένες ζουν την δικιά τους ζωή. Σκουπίδια πεταμένα εδώ κι εκεί στο εκκλησάκι της Καπνικαρέας. Ένας άστεγος πιο κει δοκιμάζει κάτι παπούτσια. Μπερδεμένες μουσικές, κακόγουστες, σκάνε σαν βόμβες ναπάλμ. Οι πόλεις μας ξόφλησαν. Έτσι όπως τις έχτισε η τρισδιάστατη πολεοδομία καταστράφηκαν. Περπατάς χορεύοντας δίπλα μου. Νυχτώνει όλο και πιο πολύ. Κι έπειτα πίνουμε λευκό κρασί με παξιμάδια σε μια πεζούλα στην Ερμού. Παρέες παιδιών σκάνε δίπλα μας μιλώντας διάφορες γλώσσες. Δυο, τρία σκυλιά αναζητούν τροφή. Γιασεμιά μυρίζουν και ένα ακορντεόν κάπου στο βάθος ξεψυχά. Κι εμείς σαν  αλαφροΐσκιωτοι με χάρτες στα μάτια όλο ταξίδια ονειρευόμαστε και μυστικές κραιπάλες. Όλο χρυσαφένια απογεύματα και ασάλευτες μαρίνες που δένουν κότερα, καφενεία με χαμηλό φωτισμό και νυχτερινές ώρες στα λιμάνια. Αλλάζουμε τον κόσμο ήσυχα, χωρίς κανείς να καταλαβαίνει, τεμαχίζοντας αυτό που ήδη γνωρίζουμε και φτιάχνοντας κάτι καινούργιο.
Μέχρι να πέσει η Άνοιξη χτυπημένη στην μεγάλη αγκαλιά μας.

Σάββατο, Απριλίου 05, 2014

ApRil FoOtAgE


Πλησίασε πρώτα ο θάνατος και έπειτα η άνοιξη. Και ανάμεσα τους βλάστηση εξαγριωμένη. Ραντεβού ανάμεσα σε συλλαλητήρια και κλειστές στάσεις του μετρό. Ματ σε παράταξη με διάφανες ασπίδες που από πίσω άφηναν να φαίνεται θολή η πλατεία Καρύτση με τις νεραντζιές της ανθισμένες. Ρωτώ τι γίνεται. Θέλω να περάσω. Με αφήνουν χωρίς  όρεξη να διαβώ ανάμεσα τους. Η μυρωδιές των εσπεριδοειδών στα μαλλιά μου. Ρολά κατεβασμένα μαζί με παντελόνια και εσώρουχα. Και ανάμεσα μας μια άνοιξη ατίθαση που μας εκτροχιάζει. Μυαλό διάσπαρτο σα να πέρασε από πάνω του  ο τροχός του μπλέντερ. Ματωμένες παπαρούνες σε κρυφά μέρη. Δαγκωμένα χείλη σε κρυφά μέρη. Στοές που κάνουν αντίλαλο το γέλιο μας. Περασμένες 4 στο κέντρο μιας αλλιώτικης Αθήνας.
Κλειστά φαρμακεία για μέρες. Τελειώνουν τα δισκία της λεβοθυροξίνης μου, αλλά κάτι θα γίνει. Περιπολικά με αναμμένους τους γαλάζιους φάρους στην αττική οδό. Αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια, προσπερνούν ιλιγγιωδώς το δικό μου. Η λέξη Τρόικα αντηχεί στα αυτιά μου, μαζί με τα κελαηδίσματα των πουλιών. Παλεύει η Άνοιξη να επικρατήσει. Να διακριθεί μέσω Hashtags, facebook αναρτήσεων και share. Κανείς με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος πια. Κανείς με τίποτα. Όλα στημένα, σαν ένα διαφορετικό Truman show, σαν ένα ξέφρενο παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού σε νέα version.Αλλάζω τους σταθμούς με γρήγορο ρυθμό στις ώρες των ειδήσεων.  «Όποιος ζητά την παραίτηση των υπουργών ταυτίζεται με την Χ.Α. για μικροκομματικά οφέλη - Η Ελλάδα βγαίνει από την κρίση και δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να την τραβήξει πίσω.» «Αλλάζει απότομα ο καιρός από σήμερα Σάββατο, με βροχές και καταιγίδες να επικρατούν στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Παράλληλα την ατμόσφαιρα θα επιδεινώσει η μεταφορά σκόνης από την Αφρική, ενώ η ορατότητα τις πρώτες πρωινές ώρες θα είναι περιορισμένη.»  «Παρά το πρωτογενές πλεόνασμα και την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές που έχει ήδη προαναγγείλει η κυβέρνηση, η κοινή γνώμη δείχνει να κρατά αποστάσεις από το πανηγυρικό κλίμα. Παράλληλα, όμως, δυσπιστία επικρατεί και για το πόσο θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά το προβάδισμα που του δίνουν οι ψηφοφόροι ενόψει των ευρωεκλογών.» Γ' Χαιρετισμοί/Ακάθιστος Ύμνος.
Ξαφνικά κουτσαίνω. Νιώθω ότι αυτή την αναπηρία είχα πάντοτε από παλιά. Ένα ταξί περνάει σε slow motion από δίπλα μας. Μπαίνουμε αθόρυβα. Είναι ακόμα νύχτα. Κοιτάω το στέρνο σου καλυμμένο με χιλιάδες ελιές που τελικά θα γίνουν άστρα. Απομεινάρια του Ήλιου. Πρέπει να τα ονομάσουμε και να ζωγραφίσουμε πάνω τους χιλιάδες νέους αστερισμούς που θα προκύψουν. Τι λες;                               Ακρυλική σιωπή στο δωμάτιο. Περιμένω κάτω από τους πλανήτες μου να νυστάξω. Και στην ρηχή ανάσα μου, σαν σαλιωμένη πέτρα εμφανίζεται ξανά το εικονογραφημένο στέρνο σου. Απρίλιος. Κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και να μετατρέψω σε ενέργεια τις πρώιμες προσευχές μου που έριχνα σε εκείνον τον κουμπαρά 3 μήνες πριν. Απρίλιος και χιλιάδες ανθάκια ξεπετάχτηκαν στο στήθος μου ξανά. Χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα./Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον, χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.

Κι όμως.." υπάρχουν προϋποθέσεις για μια καινούργια άνοιξη".

Τετάρτη, Μαρτίου 12, 2014

mArCh FoOtAgE


Γδέρνει ο Μάρτης. Με ανακατεμένα μαλλιά γεμάτα βροχόνερο και πράσινη υγρασία γρατσουνάει τα σώματα. Πέτρινα σπίτια με πλακουτσωτές αυλές κι ένα τζάκι συντροφιά. Γεύση ταραμά και θαλασσινών μαζί με βροχή και νοτισμένο χώμα στα δόντια. Βόλτες γύρω από θολούς νερόλακκους. Εκεί μέσα καθρεφτιζόμαστε μαζί με την γιορτινή γέφυρα του Ρίο σαν βέλος να μας διαπερνά. Και το βράδυ ανταμώνουμε ξανά με τα  σώματα κοντά, κοντά, ξαπλωμένα σε μια ηλεκτρική κουβέρτα γεμάτη πορτοκαλί ηλεκτρισμένα όνειρα. Γαλότσες με λάσπη, βρεγμένα ξύλα, συζητήσεις για την τέταρτη διάσταση και ένα κορίτσι με ροζ ομπρέλα και μπλε μαλλιά περιμένει σε μια εξέδρα κάτι να φανεί. Αλλά μόνο τα σύννεφα αλλάζουν σχήμα πάνω από το λυγισμένο σβέρκο του. Και κάπως έτσι πάνε και οι απόκριες. Χάθηκαν μέσα στην πράσινη υγρασία των μαλλιών του Μάρτη. 
Τη δεύτερη μέρα της Άνοιξης μπήξε η πρώτη μέλισσα από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας. Δεν ήταν ακόμα άνοιξη, αλλά κάτι μου έλεγε ότι σύντομα θα έβλεπα τις λευκές της γάμπες να ξεπροβάλουν.
Γδέρνει ο Μάρτης, παρ όλη την προστασία της ασπροκόκκινης πλεξούδας στον καρπό. Γδέρνει το λαιμό και τους γαλάζιους πνεύμονες νύχτα και μέρα. Και να που ξάφνου το κρεβάτι μου έγινε ένα καράβι που με  ταξίδεψε για μέρες εφτά σε στάσιμα νερά γεμάτα κίτρινες λάσπες χωρίς ήλιο και το αντιβιοτικό της βρογχίτιδας το καλύτερο ελιξίριο του μπαρ. Αντιδράει το σώμα σε όσα έχουν γίνει μέχρι στιγμής, το ένα μετά το άλλο. Το ντόμινο μιας μεγάλης παρασιτικής δυσκαμψίας.
Το απόγευμα μπήκε έναν ολόκληρο κομμάτι χρυσαφένιου φωτός από τις δυτικές τζαμαρίες του σπιτιού. Το κοίταξα εκστασιασμένη. Σα να χύθηκαν όλα τα ακρυλικά από τα φωτοστέφανα των βυζαντινών αγιογραφιών.
Γδέρνει ο Μάρτης με εκείνο το άρωμα που μοιάζει σχεδόν να ονειρεύτηκα κι εκείνη την μικρή ελιά που κατοικεί σαν γυαλισμένο βοτσαλάκι στην άκρη του λαιμού σου. Είσαι το πιο παράξενο κορίτσι που γνώρισα μετά την πριγκίπισσα Λέια, στο star wars.Την επόμενη φορά που θα με παρασύρεις θα σε κεράσω μια bisolvon tequila και άλλη μια βόλτα με τον ασημένιο Άστρο-Καταστροφέα μου.  
Πάντα λίγο πιο μακριά. Από όλους όσους πόθησα. Η επιθυμία μας φθείρει την ίδια στιγμή που μας κινητοποιεί.
Γδέρνει ο Μάρτης, δείχνοντας την ανεπάρκεια μας. Δεν τον έχω προσδιορίσει ακόμα τον φετινό και δεν ξέρω αν θα έχω κάτι που να θέλω να θυμάμαι. Ακόμα στα γόνατα είμαι. Θα βρω τον τρόπο όμως. Τον έχω μέσα μου αφού, όπως λες και συ, είμαστε μια διαρκής επινόηση μιας άλλης εκδοχής.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 18, 2014

FeBrUaRy FoOtAgE


Επιστρέφω σπίτι από την δουλειά με το φως του ήλιου στα μάτια. Οι βλεφαρίδες μου σαν νήματα πορτοκαλιά καίγονται άηχα κάτω από τα γυαλιά. Μεγάλωσε η μέρα ακόμα λίγο. Με περιμένει να σχολάσω και να γυρίσω σπίτι, στις μαύρες τρύπες των ματιών της Μιλού. Έξω, κάποιες βραδιές όταν γλυκαίνει το τραύμα που κρατώ στο χέρι, μου έρχεται η ανάσα της άνοιξης. Έτσι και προχθές καθώς καθόμουνα στωικά στο σαλόνι ενός πολυιατρείου περιμένοντας και βλέποντας τις πόρτες να ανοιγοκλείνουν συνεχώς, μπήκε μέσα ολόκληρη σχεδόν και με κοίταξε. Αλλάζω πόλεις και παρέες. Μια πάνω μια κάτω. Μια Αθήνα, μια Θεσσαλονίκη. Πάω με τρένα που γέρνουν σαν ζαλισμένες κάμπιες σε ατσαλάκωτες ράγες και επιστρέφω με αεροπλάνα που όλο  ξεχνούν τον αληθινό τους προορισμό και με φέρνουν πάλι πίσω. Χορεύω χωρίς σταματημό με κορίτσια που κρατούν τα χείλη τους κλειστά στα φιλιά και όλο με μαλώνουν, και ροκανίζω τη νύχτα μέχρι να συναντήσω το μεδούλι της αυγής. Στην εξέδρα του λιμανιού τα ποδήλατα μας αστράφτουν κάτω από το φως του Θερμαϊκού. Ξαπλωμένοι εκεί μέχρι την δύση θρηνούμε το όμορφο τίποτα που λέγεται ζωή. Φλεβάρης στο κρεβάτι μου ξανά. Στρώματα τσαλακωμένα από την μια μόνο πλευρά. Χαμένα φεγγάρια που τα καταπίνουν άσπλαχνα, βραδινές βάρδιες και πρωινά γεμάτα λιωμένο χρυσό. Ένα άστρο που έκλεψα από την ζώνη του Ωρίωνα μακρινό πολύ, μου κρατάει κάποιες νύχτες  συντροφιά. Το ονόμασα Alipio.Και το ερωτεύτηκα πολύ βάζοντας το ανάμεσα σε ουρανούς που κοιτάνε τον ατλαντικό ωκεανό, κάπου κοντά  στα υγρά φώτα της Λισαβόνας, και  σε τοπία μεσημεριάτικα  που οι κόμες των δέντρων μοιάζουν με σύννεφα χωρίς πράσινο αίμα. Έτσι λοιπόν, αποφάσισα στη στιγμή να του δώσω φύλο και υπόσταση, να ξυπνάω και να κοιμάμαι μαζί του σε στάση κουταλιού, μιλώντας μια ξένη γλώσσα, και  να αναπτύσσω ένα παράλληλο εικονικό σύμπαν από το οποίο μπορώ να τον δω όποτε εγώ πληκτρολογήσω. Ανταλλάσουμε φωτογραφίες και αποσπάσματα καθημερινότητας. Νομίζω ότι θα τον είχα παντρευτεί αν ζούσε στον δικό μου ουρανό.
Περνάει ο χρόνος όλο και πιο γρήγορα. Μοιάζει να κόντυνε όπως κονταίνουν στα παιδιά που μεγαλώνουν γρήγορα τα παντελόνια. Οι Λογαριασμοί έρχονται όλο και πιο γρήγορα, οι εβδομάδες μοιάζουν με βιαστικά Σαββατοκύριακα και οι μήνες με οχτάωρα αργά. Σα να άλλαξε η συχνότητα της γης και ο χρόνος από σχετικός να έγινε απόλυτος και μέρος μιας παγκόσμιας κρυφής συμφωνίας που θέλει να μας συρρικνώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Λαχανιάζω πιο γρήγορα. Μεγαλώνω ασταμάτητα. Τα σύννεφα τρέχουν με μια ταχύτητα εξωφρενική και με ζαλίζουν, τα φαγητά κρυώνουν στο τραπέζι πιο εύκολα, όλα ανοιγοκλείνουν γρήγορα σαν χαλασμένα παράθυρα που τα φυσάει ανεμοστρόβιλος.  Τα καύσιμα τελειώνουν γρηγορότερα, οι διαδρομές μικραίνουν και η δύση κρατάει όσο να πιεις ένα ποτήρι νερό. Εξαντλούμαι. Σε λίγο θα γίνω ένας γαλάζιος χαρτοπόλεμος.\

Παρ όλα αυτά ανυπομονώ για την απειροελάχιστη αυτή στιγμή της επιστροφής, που ο ήλιος θα προλάβει να κάψει τις βλεφαρίδες μου άηχα, σαν πορτοκαλί κλώστες πίσω από τα γυαλιά, ενώ εγώ θα τρέχω να προλάβω  ότι απέμεινε από αυτή την ζωή. Παίρνοντας απόφαση να ξεπεράσω τον χώρο και τον χρόνο. 

Τετάρτη, Ιανουαρίου 08, 2014

jAnUaRy FoOtAgE


Τα βράδια γίνομαι πρεζόνι. Ρουφάω τον καπνό πού έχω βάλει στις πληγές μου και μαστουρώνω. Μπατάρω περπατώντας χωρίς ισορροπία, έχοντας πάνω μου το βάρος του κόσμου. Το κρύο συνθλιβεί τις εκφράσεις του πόνου μου, αλλά δεν είναι αρκετό για να με αναγνωρίσω. Κρύβομαι στα πιο βαθιά λαγούμια της νύχτας και αναπνέω τα χνώτα της μοναξιάς μου. Ένας επίμονος βήχας γδέρνει τις άκρες των λέξεων που έχω καταπιεί. Τα βράδια γίνομαι αντί ήρωας του εαυτού μου και βηματίζω ανισσόροπα στις όχθες της αποσυντεθειμένης πραγματικότητας. Βουλιάζω στον φωσφοριζέ της πάτο και κάθομαι χωρίς ανάσα μέχρι να νιώσω πόνο στο σώμα. Η πόλη γνώριμη, οι δρόμοι σύντομοι σαν τον δρόμο της μονόπολης. Μια καλή ζαριά είναι αρκετή για να προχωρήσεις μερικά τετράγωνα παρακάτω, χωρίς να μπεις φυλακή, ή να χτίσεις το σπίτι των ονείρων σου. Τα μεσημέρια κάθομαι στο τραπέζι της κουζίνας γράφοντας σε μικρά χαρτάκια ληξιπρόθεσμες υποσχέσεις στον εαυτό μου. «Μέχρι να ανθίσει η πρώτη αμυγδαλιά θα στέκομαι όρθια», ή «όταν έρθουν τα χελιδόνια θα κάνω τα πρώτα μου βήματα» ή, «καθώς ο Απρίλης θα φέρει τα πρώιμα στάχυα του εγώ θα τρέχω, ήδη, γελώντας». Έπειτα τα τσαλακώνω προσεχτικά και τα πετάω με ευλάβεια στην σχισμάδα του ροζ κουμπαρά μου. Έξω ο Ιανουάριος κάνει ήδη τα πρώτα του βήματα και γω χαζεύω τον ήλιο να ξεχνιέται κρεμασμένος στα σύννεφα. Τα φυτά διαλυμένα στο μπαλκόνι, σκόνη στα κάγκελα, η μιλού στα πόδια μου νιαουρίζει, και εγώ γυρτή σαν τραυματισμένος κομήτης, καίω τις βλεφαρίδες μου στο φως. Χαμένες κλήσεις, αναπάντητα μηνύματα, λίγες έξοδοι σε περιορισμένες παραστάσεις καλής διάθεσης, και αυτές με πολύ νύχτα και αλκοόλ. Με φιλάς στοργικά κάπου κοντά στο μέτωπο και μου λες πως είμαι καλός άνθρωπος αλλά πολύ παρεξηγημένος γιατί το εξωτερικό μου περίβλημα είναι  γεμάτο ρινίσματα σκουπιδιών από τις κακές ψυχές που με τρακάρουν. Παρ όλα αυτά συνεχίζω να ζω σαν καλός άνθρωπος  μα πολύ τραυματισμένος από τα  φαρμακερά ρινίσματα των ανθρώπων, γιατί δεν ξέρω πως είναι να ζεις αλλιώς. Εξακολουθώ να έχω έγνοια για τον άλλον που δεν κοινοποιείται. Αλληλεγγύη που δεν κραυγάζει. Χαρά που μοιράζεται αφειδώλευτα, χωρίς να περιμένει εύσημα. Συνεισφορά που δεν νοιάζεται για την απονομή επαίνων και τίτλων, μόνο για μια άτυπη ψυχική συμβίωση.
Το καλό που έδωσες δεν χάνεται, αλλά επιστρέφεται στον αποστολέα. Το έμαθα πριν από χρόνια. Και το κράτησα μέσα μου. Ως διαρκή λαμπηδόνα.