Κυριακή, Φεβρουαρίου 28, 2010

sTiLlNeSs Of ThE mInD



Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα πως είμαστε και πάλι δύο. Ότι δεν έφυγες ποτέ από δω. Ούτε από μέσα μου. Και ότι το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας εξανεμίστηκε. Κι έπειτα ξύπνησα με μια αβάσταχτη θλίψη, γιατί ούτε είσαι πια εδώ, ούτε θα αντικατασταθείς ποτέ από κανέναν.

Αφρικάνικη σκόνη, νύχτες με jazz ακούσματα και βαριά ποτά νερωμένα με δάκρυα.
Σε ψάχνω παντού λες και ζεις εδώ. Ακόμα να καταλάβω πως είσαι ένα ψέμα που προσπαθεί να πει αλήθειες.

Χαλασμένα φανάρια. Το πρώτο μας ραντεβού δίπλα σε μια σήραγγα όμβριων υδάτων. Σκληρό ραντεβού. Και γω, μου είπες μετά, ο πιο σκληρός άνθρωπος που γνώρισες ποτέ.

Μίλα μου. Μίλα μου τουλάχιστον .Είμαι μέσα σε σκοτάδια για μήνες τώρα. Δεν πρέπει να πω τίποτα, δεν πρέπει να κάνω τίποτα. Δεν ξέρω καν σε τι χρησιμεύω.

Απότομες νεροποντές χωρίς ήχο. Νέα φωσφοριζέ χλόη. Μυρωδιές μελιού και κρίνου. Η άνοιξη έτρεξε κατά πάνω μας και μας μάτωσε τα ρουθούνια. Θα θελα και γω να περπατήσουμε απόψε παρέα την πόλη, αλλά η βάρδια μου τελειώνει αργά και το μυαλό μου γεμάτο εκδορές θα ψάχνει εντατικά μαλακά μαξιλάρια.

Στο μουσείο Μπενάκη αγκαλιάζω με τιτάνια λαχτάρα ένα φίλο που είχα χρόνια να δω. Βλέπουμε ξανά την έκθεση του Τσαρούχη. Κι όσο παρατηρώ τον "έρωτα με τις ψηλές κάλτσες και τα δίχρωμα παπούτσια", τόσο καταλαβαίνω πως μέσα μας έχουμε τον συνωστισμό όλων αυτών που μας άφησαν, αλλά είναι ακόμα εδώ.

Σαββατόβραδο δίπλα στην θάλασσα. Λιμανάκια βουλιαγμένης. Το φεγγάρι βαρύ και σχεδόν ολόγιομο με καταριέται. Παρκάρω το αμάξι σε μια ερημική παραλία και σκέφτομαι την συγκλονιστική ερμηνεία του Colin Firth στην τελευταία ταινία του Τομ Φορντ. Δεν αντέχουν όλοι με όλα. Με πιάνει εκείνος ο μεγάλος παρασιτικός φόβος, τον θυμάσαι; Φυσάει δυνατά και το κύμα ακούγεται θυμωμένο. Σε κάτι μικρούς αμμόλοφους αποφασίζω να κατουρήσω. Κανείς δεν με βλέπει. Μόνο η θάλασσα και ίσως κι ο νεκρός γκόμενος του George Falconer.

Πριν βάλω την ασπροκόκκινη πλεξούδα του Μάρτη στον δεξί καρπό θα θελα να σου πω πως η αγάπη είναι για κράσεις γερές. Καραμπινάτες. Γιατί κανείς δεν θέλει να αγαπήσει, όλοι θέλουν να αγαπηθούν.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 09, 2010

ΌπΩς ΌλΟι ΞέΡοΥμΕ


Ξημέρωμα Δευτέρας. Μυρίζουν πρωινό τα μαλλιά μου. Ύπνο και παιδική κρέμα. Τα πιάνω ψηλά με ένα λαστιχάκι. Έτσι ξεκινά η μέρα μου κι με ένα χαπάκι μισό. Τα ρούχα μου ζεστά. Με τους μηρούς σαν ανοιχτό ψαλίδι κοιτάζω έξω από το δωμάτιο την μέρα. Ντύνομαι χοντρά και βγαίνω έξω. Λατρεύω τον ουρανό που γίνεται υγρός και λουφάζει μέσα σε νερόλακκους στη μέση της ασφάλτου. Και τότε αρχίζει ξαφνικά να βρέχει ξανά και συ αναρωτιέσαι από πού έρχονται οι ψιχάλες αυτές. Από τον πάνω ουρανό ή από την αντανάκλαση του μέσα στους τεράστιους νερόλακκους; Κι έπειτα έρχεσαι κι όλες οι λέξεις είναι ένα ψέμα. Θα αρκούσε να κοιταζόμαστε. Στο βλέμμα σου στάζουν όλες οι διαδρομές πριν από μένα. Υψοφοβικές διαδρομές. Αετοράχες. Μετέωρα γεφύρια και κάθετοι βράχοι, μολυσμένοι ουρανοί χωρίς γαλάζια ξέφωτα και κάπου εκεί, στην μέση του πουθενά, σπαρμένοι οικισμοί. Μου χαμογελάς όπως πάντα. Μου χαμογελάς με εκείνο το ίδιο χαμόγελο που ξεφτίζει στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες σου. Σε κοιτάω βαθύτατα και σκέφτομαι πως μοιάζεις με έργο τέχνης, και όπως όλοι ξέρουμε η τέχνη αναζητά την μαγεία. Δεν μπορεί τις μπροσούρες.
Τρίτη βράδυ. Σε ένα μακρύ διάδρομο τακούνια πιέζουν αδιάκοπα το πάτωμα. Υπάρχουν ήχοι που μας ξεπερνούν. Ήχοι βγαλμένοι από αντικείμενα που επαναστατούν. Όπως ένα πόμολο που πέφτει γιατί κουράστηκε να στέκεται σε εκείνη εκεί την πόρτα, ένα τακούνι που σπάει ξαφνικά γιατί δεν αντέχει πια όλο αυτό το βάρος.
Έγνοιες έχω, ναι, πάνω από τρεις. Έχω πολλές. Έχουν κατοικήσει όλες την αριστερή ρυτίδα δίπλα στο στόμα μου. Αναπόφευκτο. Στο σχόλασμα θα σου πω τα ονόματα που έχω δώσει στα δάχτυλά μου. Κι η νύχτα σκοντάφτει πάνω μου και φεγγίζει το φεγγάρι ,μισό, στις ρίζες των μαλλιών μου. Και πάλι εσύ πίσω μου να φωσφορίζεις από την χλομάδα. Και πάλι εγώ μπρος σου να μην μιλώ καθόλου για μένα. Και το να μην μιλάει κανείς για τον εαυτό του, όπως όλοι ξέρουμε, είναι μια μορφή εκλεπτυσμένης υποκρισίας.
Τετάρτη Απόγευμα.
Η βροχή μας αναζητά. Τρέχει με δύναμη ξοπίσω μας και μας υγραίνει τον ακάλυπτο αυχένα. Χωνόμαστε σε ένα λιλιπούτειο καφέ. Σταυρώνεις τα χέρια σου. Το αδιάβροχο σου γλιστρά στα πόδια σου. Στην αριστερή γάμπα έχει φύγει ένας πόντος στην κάλτσα, το μικροσκοπικό αυλάκι του πάλλεται μέσα στο φως. Κι εγώ καθισμένη στην άκρη μιας τυχαίας καρέκλας σε παρατηρώ και μου φαίνεσαι τόσο αδύναμη, μέσα κι έξω. Μα όπως όλοι ξέρουμε οι αδύναμοι δεν είναι πάντα ένας αδύναμος ρόλος. Κάποιες φορές η αστάθεια τους είναι παγίδα.
Αύριο βράδυ, βαλμένη κάπου στο ακαθόριστο. Εντελώς ορατή μουλιάζω ολόκληρη από αυτά που βλέπω. Καταπίνω το σάλιο μου και με πιάνει κάτι σαν πυρετός.
-Κι όλα αυτά που ήμουν έτοιμος να σου δώσω;
-Εγώ είμαι μια κλέφτρα αγαπητέ, δεν μου αρέσουν τα δώρα που πέφτουν από τα χέρια!