Δευτέρα, Απριλίου 30, 2007

YoUr GhOsT


Χτες το βράδυ αποκοιμήθηκα ως συνήθως μπροστά στην τηλεόραση. Ένα κρώξιμο από έξω με έκανε να πεταχτώ. Κοίταξα το ρολόι του τοίχου. Έλεγε 5 το πρωί. Βγήκα έξω και μύρισα την δροσιά της νύχτας. Τόσο ήσυχα όλα. Σήκωσα τα χέρια μου και τα έπλεξα κάτω από τα άστρα. Εισέπνευσα το κατακάθι τους και κατέβηκα στον κήπο. Περπάτησα για δέκα λεπτά.

Όταν ανέβηκα πάλι πάνω ξαναέριξα μια ματιά στο χτεσινό σου γράμμα. Μου έλεγες ξανά για εκείνη την φοβερή ιστορία που άκουσες από μια μεγάλη κυρία στο ταξίδι σου, η οποία έβλεπε κάθε βράδυ το φάντασμα του κερατωμένου της συζύγου πάνω στο κεφαλόσκαλο του δωματίου τους. Χαμογέλασα και σε έφερα στο νου μου,με εκείνες τις ψηλοτάκουνες γόβες που όλο σε χτύπαγαν. Από τότε που έφυγες στο Παρίσι όλο σε φέρνω στο νου μου να βγάζεις εκείνες τις ψηλοτάκουνες γόβες σου και να τρίβεις τα πόδια σου. Μου λείπεις. Είσαι η μόνη φίλη που έχω με ψηλοτάκουνα. Όλα μου λείπουν αυτή την εποχή....όλα ταξιδεύουν με ταχύτητα φωτός στον αγύριστο. Ακόμα και οι γόβες σου.
Οι νυσταγμένες αυτές σκέψεις διαλύθηκαν μόλις το ίδιο περίεργο κρώξιμο με έκανε να τρέξω προς το παράθυρο του σαλονιού. Ξαφνικά η μπαλκονόπορτα άνοιξε και μια τεράστια λευκή γάτα μπήκε μέσα. Η γάτα ήταν εξαιρετικά ήρεμη και κατάλαβα ότι πρέπει να ήταν έγκυος και έψαχνε για τροφή. Πλησίασε με αργά και ήρεμα βήματα τη πικέ κουβέρτα μου. Άρχισε να τρίβεται στην γάμπα μου. Ήταν κρύα σαν κομμάτι χιονιού. Τότε γύρισα και κοίταξα προς το μπαλκόνι και είδα πάνω στα κάγκελα να στέκεται ένα κορίτσι με μαύρη μακριά κάπα (λίγο σαν comic super hero λίγο σαν ήρωας Gothic νουβέλας) που ανέμιζε.
Το κορίτσι ήσουν εσύ. Και ήξερα ότι ήσουν εσύ. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα το όνομα σου να σκαρφαλώνει γύρω από την κάπα σου. Δεν με κοίταζες κι όμως ένιωθα το βλέμμα σου να με καίει. Η γάτα ήταν δική σου. Είχε πηδήξει από μπαλκόνι σε μπαλκόνι μέχρι το σπίτι μου και την είχες ακολουθήσει. Ήσουν νέα, ήμασταν σχεδόν συνομήλικες. Και η γάτα έμοιαζε πολύ με εκείνη τη γάτα της φωτογραφίας που είχες παλιά στο κομοδίνο σου.
Ποτέ δεν σε είχα δει με τέτοια αμφίεση, ποτέ δε σε είχα προλάβει σε τέτοια ηλικία. Ένιωσα τρόμο. Δεν πιστεύω στα φαντάσματα. Το ξέρεις αυτό καλά. Αλλά κοίτα τώρα που δεν ήξερα τι να κάνω. Έστεκες εκεί μπροστά στο κάγκελο του μπαλκονιού με την πλάτη γυρισμένη σε μένα και το απαλό αεράκι να σου διαβάζει τα μαλλιά. Μου ήρθε πάλι στο μυαλό, πιο γεροδεμένη από πριν, η ιστορία της γριάς και του φαντάσματος του κερατωμένου της συζύγου. Φαντάσματα ψέλλισα…Εσύ είσαι;
-Εγώ γλυκεία μου. Μην τρομάζεις είσαι ασφαλής αν σέβεσαι την περιοχή μας.
-Και πως θα ξέρω ότι είμαι στην περιοχή σας;
-Θα το νοιώσεις,είπε και η φωνή της βρήκε πάλι την χαμένη θέση της μέσα μου. Γύρισε και είδα πάλι τα μεγάλα μάτια της, γεροντίστικα όπως τότε.
-Θα το νοιώσω; Μα πως;
-Θα νοιώσεις κρύο στο πίσω μέρος του λαιμού και στο κάτω μέρος του σώματος σου.
Θα νοιώσεις φόβο και ανυπομονησία. Το σώμα σου θα αρχίσει να τρέμει
Το σώμα μου είχε αρχίσει κι έτρεμε. Και στο πίσω μέρος του λαιμού μου ένιωθα χειμώνα.
-Ναι κατάλαβα τι λες... Είναι όπως όταν νιώθεις έλξη για κάποιον άλλο άνθρωπο. Τα ίδια αυτά συναισθήματα.
Και μετά σε έχασα. Εξαφανίστηκες. Μαζί και η ματσούλα, η λευκή γάτα σου.
Στις πεντέμιση με πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα.
Θυμάμαι ότι σε ονειρεύτηκα, γριά με εκείνη την μωβ ρόμπα σου. Πηγαίναμε μαζί στο σπίτι σου και παρακολουθούσα λέει τον αγώνα σου να βρεις την ευτυχία με ολύμπια ηρεμία ...γιατί εγώ την είχα ήδη βρει και ήμουν σίγουρη γι' αυτό.
Άνοιξα τα μάτια μου γύρω στις 7 το πρωί. Καίγανε και η μύτη μου είχε μια σχετική υγρασία. Έκανα ένα κρύο μπάνιο. Αυτή η άνοιξη με έχει αρρωστήσει. Αναρωτιέμαι αν είναι αλλεργία ή μήπως είναι δροσιά. Λες να πέφτει δροσιά; Χώθηκα σχεδόν μουδιασμένη στο κρεβάτι μου ξανά. Στις οχτώ έβαλα στα μάτια μου ένα κατάπλασμα με κρύο νερό και στις οχτώμιση ήπια ένα φλιτζάνι μέντα. Άνοιξα το άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες.
Το μάτι μου έπεσε σε αυτή που είχες την γάτα στα γόνατα σου. Φαινόσουν νεότατη. Πίσω στην παλιά τρίχινη πολυθρόνα ήταν ριγμένη μια μαύρη κάπα με κουκούλα. Άρχισα να κλαίω. Σκέφτηκά πάλι το κορίτσι με την κάπα στο κάγκελο του μπαλκονιού. Τη νεότητα που ανέβλυζε από την κίνηση του σώματος. Τα μαλλιά, εκείνα τα μαλλιά που έμοιαζαν με σπάγκο λουλακί,σα να ήταν ζωγραφισμένα από τον πιο ταλαντούχο κομίστα
Σήκωσα τα μάτια μου και κοίταξα τον πρωινό ουρανό. Ένα σμήνος από χελιδόνια πέταξε. Μου έμοιασαν σαν ένα μικρό κοπάδι από χτεσινές μπαγιάτικες σκέψεις.
Είναι φορές γιαγιά που η μεγαλύτερη αγάπη που ένιωσες διαρκεί μόνο μισή ώρα.
Και είναι ικανή να σου αλλάξει όλο το θεώρημα της υπάρχουσας ζωής σου.


Αφιερωμένο στη Lupa

Πέμπτη, Απριλίου 26, 2007

κΕρΑσΜα ΣτΟυΣ εΧθΡοΥσ ΜοΥ


Τα μαλλιά μου είναι μακριά. Σχεδόν ακουμπάνε το τέλος της πλάτης. Αν και μου αρέσουν,σκέφτομαι να τα κόψω. Βλέπετε οι άκρες τους έχουν γεμίσει με ζήλια και κοντεύουν να κοπούν. Τη ζήλια των ανθρώπων που συναναστρέφομαι τα τελευταία αυτά χρόνια. Αν και δεν ξεκίνησαν με τέτοιες προθέσεις ,εκεί κατέληξαν ακουμπώντας τον ώμο τους στον ώμο μου. Πήραν φωτιά και κατάλαβαν πόσο αληθινή είμαι. Και έσταξαν αντί για ρετσίνι, ζήλια. Οι άντρες την ζήλια που παρήγαγαν από την δειλία και οι γυναίκες τη ζήλια των λυπημένων και χαμένων γυναικών. Ξέρετε για ποιες γυναίκες μιλάω. Είναι αυτές που κάθε πρωί παίζουν bras de fer με την ανασφάλεια τους και εκείνη πάντα τις κερδίζει. Αυτές, που με την προχωρημένη δυσλεξία τους έφτιαξαν τα συνθήματα του κόσμου και τώρα μελαγχολούν που βρέθηκα εγώ μπροστά τους. Αυτές, που φοβούνται τον ίδιο τους τον εαυτό. Αυτές που έχουν το θράσος να ενοχλούν τον άλλον και να του λένε ότι το είχε ανάγκη. Αυτές που με το ψέμα κέρδισαν τα πάντα και αυτοαποκαλούνται κωλόφαρδες. Αυτές που ρωτάνε κάθε πρωί τον καθρέφτη τους αν υπάρχει καμιά πιο όμορφη από αυτές, άρρωστες, γεμάτες οξεία πυώδη ψωνίτιδα. Αυτές, που αντί να αυτοκαταργήσουν τα καμένα τους αισθήματα,τα κολλάνε στις άκρες των μαλλιών μου. Δεν ξέρω αν πίστεψαν πως ήμουν πολύ καλύτερη από αυτές. Ξέρω πως καταργούσαν έτσι το μικρό τους φόβο για την ζωή με έναν μεγαλύτερο. Ξέρω πως τώρα με αναγκάζουν τελικά να κόψω τα μακριά μαλλιά μου, από φόβο μήπως τα τυλίξω γύρω από τον κακοσχηματισμένο τους λαιμό. Μια όμορφη και ηλιόλουστη μέρα σαν και αυτή. Από αυτές τις όμορφες και ηλιόλουστες μέρες, που καμιά δεν έχει καταφέρει να αιχμαλωτίσει μέσα στο απονευρωμένο βλέμμα της. Αλλά υπήρχαν και οι αντίστοιχοι άντρες, που δεν τόλμησαν να μου δείξουν τα ράμματα από τα ευνουχισμένα γεννητικά τους όργανα και μου είπαν ότι ήταν άντρες που με αγάπησαν σαν άντρες. Μου είπαν, ότι ήμουνα κάτι μοναδικό, αλλά ποτέ κάτι μοναδικό σε αντίθεση με αυτούς. Μου πρόσφεραν ασπίδα και βαθιά χαρακώματα για τον πόλεμο εκεί έξω. Ποιον πόλεμο; Εγώ μόνο αγάπη έβλεπα. Που να φανταστώ ότι πολέμαγαν με τον ίδιο τους τον εαυτό. Και όταν έκανα πιο πέρα για να μη δουν το γέλιο μου και προσβληθούν,αυτοί χάθηκαν. Μα πριν χαθούν τελειωτικά μου άφησαν σαν τρεμάμενη κατάρα ανημπόριας, ένα τελευταίο χάδι στα μαλλιά, γεμάτο ζήλια. Μπορεί για σας να ακούγονται όλα αυτά εγωιστικά, άλλα για τον λατρεμένο μου εχθρό είναι η μόνη αλήθεια. Και μένα το μόνο που με λυπεί,δεν είναι αυτοί που γεννήθηκαν χαλασμένοι. Όχι. Είναι πως θα με αναγκάσουν να κόψω τα μακριά μου μαλλιά για να αφαιρέσω την ζήλια τους, που χρόνια τώρα λαδώνει το τελείωμα τους.
Ποιος ξέρει αν θα βρεθεί κάποιος να τους λυτρώσει. Μπροστά στον μεγάλο φόβο υποχωρούν οι άλλοι,οι πιο μικροί. Και ο μεγάλος τους φόβος είναι αυτοί οι ίδιοι ξαπλωμένοι δίπλα σε αυτούς τους ίδιους, κάθε τρομαχτικά μοναχικό δικό τους βράδυ.Και ο μεγάλος φόβος γίνεται τρόμος, κάθε φορά που αναθεωρούν μεταξύ ύπνου και ξύπνου λέγοντας:«Δεν ήθελα να σε πληγώσω. Δεν ήταν αυτή η πρόθεση μου. Ήθελα μόνο να σε κάνω να θυμώσεις μήπως έτσι και ασχοληθείς μαζί μου.»

Ξέρω γλυκείς μου, ξέρω. Η κόλαση ήταν πάντοτε στρωμένη από καλές προθέσεις.

Δευτέρα, Απριλίου 23, 2007

cLoUd NuMbEr 9


-Τι μέρα είναι;
-Δευτέρα.
-Που το ξέρεις;
-Έτσι λέει το ημερολόγιο τοίχου.
-Τι ώρα είναι?
-10
-Που το ξέρεις;
-Έτσι λέει το ρολόι του κομοδίνου.
-Ποιος είσαι;
-Είμαι εσύ.
-Ποια είμαι γω;
-Δεν ξέρω, η ταυτότητα σου χάθηκε όταν αποφάσισες να την πας πίσω στο αστυνομικό τμήμα.
-Πίσω;
-Ναι, δεν ήθελες να έχεις άλλο ταυτότητα.
-Τι περίεργη σκέψη.Σε ποια χώρα είμαι;
-Στην αγκαλιά ενός ανθρώπου θαρρώ, που σου παρέχει τα πάντα.
-Που το ξέρεις;
-Τον βλέπω πως σε κοιτάει και τι κάνει για σένα.
-Για μένα;Ποια είμαι γω;
-Δεν ξέρω. Σου είπα, δεν έχεις ταυτότητα πια. Είναι όμως καιρός να σηκωθείς.
-Τέλεψε και το όνειρο που έβλεπα.
-Το ίδιο εκείνο όνειρο;
-Ναι. Ονειρεύτηκα πάλι εκείνη την κοπέλα. Πάνε χρόνια που έχω να την δω. Ήταν φίλη μου αλλά και δεν ήταν. Ήταν μαζί μου χρόνια, αλλά και δεν ήταν. Την ονειρεύτηκα να στριμώχνεται μέσα στο λεωφορείο,την ονειρεύτηκα να περπατά σε κεντρικούς δρόμους,την ονειρεύτηκα να σηκώνει το χέρι για να σταματήσει ταξί. Την ονειρεύτηκα χωρίς ήχο, σα να ήταν βυθισμένη στην κοιλιά της μάνας της.Ονειρεύτηκα το σχήμα που είχαν τότε τα μαλλιά της,και την γύμνια της.Πάντα κρύωνε, τόσο ψιλά που ήτανε ντυμένη. Ονειρεύτηκα πως είναι να φτάνει σπίτι της μετά από τόσες ώρες ή χρόνια. Το θόρυβο που έκαναν τα κλειδιά της στην πόρτα ή όταν τα έβγαζε από την τσάντα της. Ονειρεύτηκα ξανά το σβέρκο της την ώρα που πίνει νερό και αυτό διπλώνεται. Τα μελαχρινά της μαλλιά, όπως ήταν τότε πλεγμένα εκεί πίσω. Σε εκείνη εκεί την παιδική ταπετσαρία που είχε στο δωμάτιο της.
Και μετά ονειρεύτηκα και εκείνο το αγόρι. Εκείνο το τρελό αγόρι με τα σημάδια στους καρπούς και τα γόνατα. Ονειρεύτηκα ξανά το ποδήλατο του και την θάλασσα δίπλα σε εκείνο εκεί το ποδήλατο, που ανέβαινε πάνω του το αγόρι. Και έπειτα, ονειρεύτηκα πάλι το πρώτο μας φιλί και το πρώτο ουρλιαχτό απόγνωσης την ώρα που έχανε αυτά τα λίγα που είχε αποθηκεύσει στο μυαλό του. Ονειρεύτηκα τα χαλασμένα καρφάκια που είχε στον τοίχο και κρέμαγε το παλτό του και την πλατεία όπου άναβε φωτιές και έκαιγε τα μπαγιάτικα όνειρα που αγόραζε μισοτιμής. Και έγινε εφιάλτης το όνειρο και ξύπνησα ιδρωμένη, χαμένη εκεί που πάντα είμαι χαμένη και μόνο η αγάπη σου όταν μου φωνάζει να γυρίσω με φέρνει εδώ....Μ’αγαπάς;
-Ναι, μια χαρά
-Τι απάντηση είναι αυτή;
-Μια χαρά απάντηση. Ταιριάζει και με τον καιρό έξω.
-Τι καιρό έχουμε;
-Άνοιξη νομίζω αν και ο ήλιος μου έχει κάνει τρύπες στα ρούχα. Ίσως να έχουμε και καλοκαίρι. Ανοίγω λίγο το παράθυρο να δεις.
-Όταν δεις το σύννεφο νούμερο 9 να φτάνει...ξύπνα με. Έχω ξεχάσει το βλέμμα μου και την αφή μου χτες που σκάλιζα κάτι πάνω του.Τα εχω ξεχάσει εκεί πάνω και δεν μπορώ να ενταχθώ εδώ.
-Κοιμήσου τότε λίγο ακόμα. Έχουμε καιρό μέχρι να φανεί. Κοιμήσου και πήγαινε στο σπίτι με τα καρφάκια. Νομίζω ότι και εκεί ξέχασες κάτι μεγάλο,ψυχή ολόκληρη. Φέρτην και θα σε ανεβάσω τότε στο σύννεφο 9.
-Ξύπνα με όταν θα έρθει. Θέλω να είμαι εκεί. Ίσως όχι μόνη. Μπορεί να φέρω πίσω την κοπέλα και το αγόρι. Ξύπνα με όταν φανεί.

Τετάρτη, Απριλίου 18, 2007

ΓαΛάΤεΙα


Ο Πυγμαλίων, στην Μυθολογία, ήταν ένας εξαίρετος γλύπτης. Αν και ήταν μισογύνης, έφτιαξε ένα γυναικείο άγαλμα, το οποίο ήταν εξαιρετικά όμορφο. Το κοίταζε συνεχώς. Του άρεσε πολύ. Στο τέλος ερωτεύτηκε το άγαλμα και το ονόμασε Γαλάτεια. Ήθελε το άγαλμα να έχει ζωή. Αλλά φυσικά το άγαλμα δεν ανταπέδιδε τον έρωτά του. Τότε ο Πυγμαλίων προσευχήθηκε στην Θεά Αφροδίτη να ζωντανέψει το άγαλμα. Η Θεά τον λυπήθηκε και ζωντάνεψε την γυναίκα των ονείρων του.
Έβαλα προχτές μια αγγελία. Αναζητώ μια μούσα που θα μπορεί να με κάνει να δουλέψω ξανά. Να αποκτήσω την αυθόρμητη και ξαφνική σύλληψη μίας ιδέας,χωρίς την παρεμβολή της βούλησης. Να εμπνευστώ κοινώς από αυτή την ίδια και να γεννήσω τέχνη. Αναζητώ μια πρωταγωνίστρια για τη νέα μου ταινία. Μια πρωταγωνίστρια για το νέο μου μυθιστόρημα,μια πρωταγωνίστρια για τη νέα μου ζωή. Μια Γαλάτεια που να μπορώ να της μιλάω σαν να έχω μαζί της χιλιάδες αναμνήσεις. Να μπορώ να είμαι απόλυτα εγώ, χωρίς να φοβάμαι ή να ντρέπομαι. Μου οφείλεις την ζωή σου Γαλάτεια. Ήσουνα ένα άψυχο πράγμα και γω κατάφερα να εμφυσήσω μέσα σου ζωή. Σου οφείλω τα έργα μου. Είμαστε πάτσι. Ξεκουμπίσου τώρα.
Κανένας άτυχος εραστής ζωντανής κόρης δεν ήταν τόσο απελπισμένος και δυστυχισμένος όσο ο Πυγμαλίων. Φιλούσε εκείνα τα προκλητικά χείλη, μα δεν του ανταπέδιδαν το φιλί. Χάιδευε τα χέρια και το πρόσωπό της, χωρίς καμιά ανταπόκριση. Την έπαιρνα στα χέρια του- μα εκείνη έμενε παθητική και κρύα. Την έντυνε με ακριβά ρούχα, της έκανε δώρα, της έστρωνε το κρεβάτι και τη σκέπαζε ζεστά. Δεν μπορούσε όμως να συνεχίσει άλλο το παιχνίδι. Στο τέλος το εγκατέλειψε.
Ποτέ δεν με ενδιέφερε κάτι παραπάνω παρά μόνο η τέχνη και η ίδια η τέχνη μέσα στη ζωή. Ποτέ δεν ήμουνα ευτυχισμένη παρά μόνο όταν το έργο ήταν έτοιμο και η μούσα ανέγγιχτη και ίσως και αφανέρωτη. Και τώρα ξαφνικά δεν έχω έμπνευση καμία. Δεν έχω κανέναν να εν+ πνεύσω,να φουσκώσω φυσώντας μέσα του. Άδειασαν τα σακιά των ονείρων μου. Δεν έχω πια τίποτα να φυσήξω. Ακόμα και αυτές οι όμορφες λέξεις ,οι λέξεις μου, βγαίνουν από την κατάψυξη και αναθερμαίνονται στον φούρνο των μικροκυμάτων. Θεοπνευστία...η έμπνευση που γεννάται από την πνοή του θεού. Ακούς Γαλάτεια;Ήσουνα δικό μου δημιούργημα. Με πρόδωσες Γαλάτεια. Για αυτό και τιμωρώ τον εαυτό μου με αχρηστία. Θα σε αντικαταστήσω Γαλάτεια όμως. Ήδη η αγγελία μου τρέχει. Ήδη η ζωή μου ψάχνει άλλο να βρει. Ήδη έχω σβήσει εκείνη την περίφημη φράση που μου έγραψες στο ξύλινο μου πάτωμα,μου το κατέστρεψες και αυτό,Γαλάτεια. «Είμαι ένας ξένος άνθρωπος για σένα, έχεις κάθε λόγο να μη με πιστεύεις, να μη με καταλαβαίνεις, να απορείς, να αναρωτιέσαι. Θέλω να πάψω να είμαι .Γίνεται;» Όλα γίνονται για το όνομα της τέχνης. Μάθε το αυτό πια. Καλά.
Αυτό το παράξενο πάθος δεν έμεινε πολύ καιρό κρυφό από τη θεά του έρωτα, την Αφροδίτη. Ενδιαφέρθηκε για αυτόν τον πρωτότυπο εραστή και αποφάσισε να βοηθήσει το νεαρό. Γεμάτος ελπίδα, ο Πυγμαλίων έτρεξε στο σπίτι και στην αγαπημένη του. Ήταν εκεί πάνω στο βάθρο της, μαγευτικά όμορφη. Τη χάιδεψε μια-δυο φορές. Ήταν αυταπάτη ή μήπως ήταν ζεστή στο άγγιγμά του; Φίλησε τα χείλη της και τα ένιωσε να γίνονται απαλά κάτω από τα δικά του χείλη. Άγγιξε τα μπράτσα της, τους ώμους της, και η σκληράδα τους έφυγε. Ήταν σαν να έβλεπε κερί να λιώνει στον ήλιο. Έπιασε τον καρπό της: αίμα χτυπούσε στη φλέβα της. Με ανείπωτη ευγνωμοσύνη και χαρά αγκάλιασε την αγαπημένη του και την είδε να του χαμογελά κοιτάζοντάς τον στα μάτια και να κοκκινίζει.
Χτες λοιπόν έβαλα αγγελία. Ψάχνω την μούσα μου. Την θέλω με βλέμμα αβλέφαρο σαν και αυτό των αγαλμάτων. Με άγραφα φύλλα, χωρίς αναμνήσεις. Ας έχει χέρια έτοιμα και πόδια ψηλά,δεν με πειράζει,ακόμα και ήχους ευχαρίστησης .Ας έχει ότι έχω και γω. Θα κοιτάξω να το βάλω στην τέχνη μου,θα το εξισορροπήσω. Ξέρω ότι η μούσα μου δεν θα βρεθεί με τέτοιο τρόπο. Ξέρω ότι η θεά Αφροδίτη κατοικοεδρεύει μόνο στην ελληνική μυθολογία και δεν ακούει ούτε ένα δικό μου φωνήεν. Ξέρω ότι ίσως δεν θα έρθει να με βρει ποτέ. Την ψάχνω όμως κι ας ξέρω ότι ίσως με κάψει. Σαν τα όνειρα, στο τέλος όλα καίγονται, άσχετα από το αν πραγματοποιηθούν ή όχι.

Κυριακή, Απριλίου 15, 2007

SwImMiNg LeSsOnS


Σάββατο βράδυ.

Κάτι φίλοι παίζανε χτες στο
Planet Music. Φίλοι σαν ρίζες μέσα μου, που είχα καιρό να ποτίσω. Τα κατάφερα και πήγα να τους δω. Αναδεύανε στιγμές παρελθόντος, υπεργαλαξιακά ενσταντανέ και ματιές που κάηκαν, όπως βγήκαν, στο γαλαξιακό μετατάρσιο. Το μπάσο τραντάζει τα σουτιέν των κοριτσιών. Η Τ. τραγουδάει και ανοίγει αγκύλες μέσα μου. Η φωνή της θα ήθελα να είναι η φωνή που θα είχα στο κομοδίνο μου, δίπλα στο ποτήρι με το νερό. Κοιτάω τον Α. όλη μου η ζωή χτυπιέται μελανή στις μπαγκέτες του. Η μουσική τους απόκτησε περισσότερα κεντίδια από τότε που την άφησα. Τραγουδάω δυνατά να φτάσω το δικό τους pic. Με μισόκλειστα μάτια αφήνω τις εικόνες να περάσουν. Ο κόσμος γύρω μου δεν σέρνεται πια. Η νύχτα δεν έχει ξαφνικά μόνο ένα χρώμα. Παρατηρώ με μανία το άγνωστο πλήθος. Αναπνέει συμπυκνωμένο από αγάπη και χρόνια. Σκέφτομαι τα άτομα που θα έπρεπε να είναι εδώ και δεν είναι. Πόσες στιγμές ζιπαρισμένες στον ήχο τους; Πόσα λικνίσματα νιότης, που χαμογελάει αυθάδικα αστράφτοντας μέσα στην ιδρωμένη νύχτα. Δίπλα στο παρελθόν κάθεται το τώρα. Το χαϊδεύω,ενώ θα ήθελα να το κατασπαράξω. Φοράει ένα μαύρο αμάνικο μπλουζάκι και σκέφτεται πως να φύγει από μένα. Η μουσική είναι μια λύση.
Σου έχω πει να μην πλησιάζεις σε απόσταση αναπνοής. Θα σε κάψω.

Κι υστέρα πιάνω κουβέντα με την Άνοιξη. Κρυφοκοιτάω τις λευκές της γάμπες και σκουριάζει η πόρπη της μυστικής εισόδου μου. «Κουράστηκα να μου μιλάς για τα ποιήματα και τους ποιητές», μου λέει. «Πάμε να μεθύσουμε. Τα καλύτερα ποιήματα γράφονται μέσα μας όταν είμαστε μεθυσμένοι. Μεθυσμένοι από τα πάντα. Και πεινασμένοι. Όταν πεινάει το μυαλό και το σώμα. Ηθελημένη στέρηση».
Θυμήθηκα τον Νιζίνσκι που τρελάθηκε βλέποντας την δυστυχία του κόσμου. Θυμήθηκα ξανά την πορφύρα των μαλλιών της άνοιξης και σένα που χωρίς να μιλάς ράβεις την ποίηση στη φόδρα της νύχτας. Εμένα αυτό είναι που με τρελαίνει. Η ποίηση που βγάζεις σαν αέναο άρωμα. Μην πλησιάζεις άλλο. Θα σε καρφώσω με τις λόγχες των ματιών μου. Καίνε περισσότερο και από κάρβουνο αναμμένο. Η νύχτα με ένα τσιγάρο στο στόμα,σβήνει βαριεστημένα τα φώτα του δρόμου. Αποκαΐδια παντού. Εδώ και κει. Στα συρτάρια και στην τσάντα μου. Στις τσέπες και στα υγρά χαρτομάντιλα μου. Αποκαΐδια στα ψωραλέα δέρματα μας και στα κατάμαυρα βουνά μέσα μας. Μια μισότρελη καληνύχτα τρακάρει έξω από την πόρτα της εισόδου σου. Αφιερωμένη.

Κυριακή πρωί.
Η μέρα σήμερα μυρίζει μουδιασμένο καλοκαίρι και ελληνικό καφέ. Η βεράντα πρασινίζει συνεχώς και οι μέλισσες πουλάνε το σώμα τους στην πιάτσα. Πίνω δύο τζούρες καφέ. Καίει. Πάντα καίει η πρώτη γουλιά. Ποτίζω με το μπρίκι τα μικρά γλαστράκια και ονειρεύομαι πως δεν χρειάζεται να ονειρεύομαι, γιατί απλά τα όνειρα θα βγουν αληθινά όπου να ναι. Μέχρι να ξεχειλίσει το νερό από τις γλάστρες. Μέχρι να πάω μέσα, πριν χτυπήσει το τηλέφωνο. Μέχρι να αναπνεύσω τώρα, πριν το σκυλί απέναντι ξαναγαβγίσει. Μέχρι να έρθει η επόμενη μέλισσα και να ’χω πιει άλλη μια τζούρα καφέ. Μέχρι να παραδεχτείς ότι με θες και συ πριν σου γυρίσω την πλάτη.

Κυριακή με άρωμα στάχτης. Τα φαινόμενα Σαχάρας ταξιδεύουν μαζί με τα σύννεφα. Η Άνοιξη γέμισε με ανθούς τα πρεβάζια και τα φυτά στις ζαρντινιέρες. Ότι θα απομείνει στις αναμνήσεις μου θα είναι δυο-τρεις κουβέντες που κάναμε αργά το βράδυ για τα σπασμένα πλευρά της αγάπης και για τον περασμένο αιώνα.

Τρίτη, Απριλίου 10, 2007

ΥγΡόΣ οΥρΑνΟσ


Μ. Πέμπτη. Κατευθυνόμαστε στην Καστοριά και στα λιμνίσια παραμύθια αυτής της πόλης με τις δύο πλευρές. Στο πέταλο του Μαλιακού σταθμεύουμε αντί να οδεύουμε, σα να φτάσαμε σε ένα προορισμό που έπρεπε, χωρίς να ξέρουμε το λόγο. Σαν κάποιος να μας είπε, πως αυτό εδώ είναι το μέρος, που πρέπει όλοι να δούμε. Ίσως μια μικρή, δωρεάν, αναβίωση της δικής μας σταύρωσης κάτω όμως από άλλες συνθήκες. Την συνθήκη του τιμονιού, του λεβιέ και των μουδιασμένων ποδιών στο φρένο. Τσουλάμε βάζοντας μόνο μικρές ταχύτητες για 3 ώρες. Βρίζουμε το κράτος, τη χώρα, τον πρωθυπουργό, το κόμμα, τον διπλανό που τον ψήφισε, τον από πίσω,τον ακόμα πιο μπροστά και όλους αυτούς που μας έκαναν να ασφυκτιούμε για άσχετο λόγο. Όταν κάποτε σταματάει η παραφροσύνη του ανεξήγητου κάματου, όλα καταστέλλονται. Μουσική,βροχή στα τζάμια,και παιχνίδια που βγάζουν γέλιο και στάζουν σταγόνες βαλεριάνας στο νευρικό σύστημα.
Φτάνοντας στο δωμάτιο ανοίγω την τηλεόραση να δω τι άφησα πίσω.


Μ. Παρασκευή. Η Καστοριά θυμίζει κάτι από κάπου αλλού.
Κολλάζ πόλεων και εξαντλημένων δικών μας στιγμών από πόλεις σε πόλεις που την θυμίζουν. Η λίμνη ατάραχη και περίεργα μπλε ησυχάζει. Ούτε ένα μεσημεριανό της όνειρο δεν αποκαλύπτει μπροστά μας. Που και που φανερώνονται μόνο κάποιοι κορμοράνοι και πιο μπροστά μερικοί υπέροχοι κύκνοι που όλο μιλάν στα φτερά τους. Από μακριά μοιάζουν σα να στέλνουνε σήματα σε κάτι που μας ξεπερνά.
Τα σύννεφα τρέχουν από πάνω μας σα να έχουν οπλές. Αλλάζουν συνεχώς σχήματα. Ο ήλιος είναι δυνατός. Σε σκάει για να μάθει την αλήθεια σου. Αυτή που κρύβεις κάτω από το πουκάμισο,δίπλα στην ελιά που έχεις στο στήθος.
Το σώμα του Χριστού κηδεύεται.
Μ. Παρασκευή η σοβαρότερη μέρα του Χριστιανικού εορτολογίου.
Βόλτα στο κέντρο της πόλης με σουσαμένιο κουλούρι στο χέρι.
Οξυγόνο ανακατεμένο με τα εγκώμια της Μ. Παρασκευής. Κόσμος καλά ντυμένος,χτενισμένος,βαμμενος.Μυρωδιά σαπουνιού και αρωμάτων παντού.
Κάπου μέσα τους σπρώχνω να βρω χώρο και γω. Πέρασα κάτω από τον επιτάφιο. Είχα πολλά χρόνια να το κάνω. Όταν βρέθηκα στην άλλη μεριά έψαχνα το χέρι της μητέρας μου .Και έπειτα πάλι η βόλτα στην παραλία .Γούνες, δερμάτινα. Γούνες δερμάτινα. Ψαροταβέρνες .Μικρά καφέ, σκάλες που οδηγούν στο κέντρο της παλιάς πόλης. Αρχοντικά. Οι βλαστοί τεντώνουν τα μέσα τους. Τους ακούω που προσπαθούν να ανοίξουν. Βυζαντινές εκκλησίες. Οι κωπηλάτες στην λίμνη πασχίζουν.
Το σώμα του Χριστού κηδεύτηκε.

Μ. Σάββατο. Πρέσπες. Περπάτημα που σφίγγει ξανά τους μηρούς. Λιμνάζοντα νερά. Ερωδιοί 2-3, είναι νωρίς ακόμα. Νούφαρα και καλαμιές. Κοάσματα πουλιών. Άγιος αχίλλειος. Πεζοπορία 2 ώρες πάνω στην πλαγιά. Οξυγόνο καθαρό. Μπλε οξυγόνο. Βόλτα με βαρκάκι στη μεγάλη Πρέσπα. Τα σύνορα με την Αλβανία συνωμοτούν καθώς το νερό λαμπυρίζει έντονα. Αγιογραφίες σους βράχους. Υπολείμματα σπιτιών από μοναχούς που μόνασαν κάποτε σε αυτά τα βράχια, κι εκείνη η υπέροχη εκκλησία με τα 180 σκαλοπάτια να σε καλεί να πιστέψεις στο μετά και όχι στο πριν.
Πήρα για ενθύμιο ένα βότσαλο. Δεν θα στο δώσω.
Στην επιστροφή συναντήσαμε δύο- τρία φυλάκια. Γέλια και ελληνικά τραγούδια από κάποιο ραδιόφωνο. Το Βίτσι χιονισμένο. Και από αριστερά, νοητά τα Σκόπια τεντώνουν τις ραφές των συνόρων τους. Άλλη Ελλάδα εδώ. Δεν ξέρω τι να πρωτοκοιτάξω. Στα πόδια μου το αίμα ακόμα κάνει θόρυβο. Τα μηνίγγια μου μουδιάζουν κι άλλο, όσο ανεβαίνουμε. Τα βλέφαρα βαραίνουν από την πεζοπορία. Ο ήλιος δύει κάπου πίσω από όλα αυτά τα χιονισμένα μεγαθήρια. Είμαι σίγουρη. Τα μάτια μου ανοιγοκλείνουν σα να συνέρχομαι από νάρκωση. Είναι αραιό εδώ το οξυγόνο.
Το βράδυ ο Χριστός αναστήθηκε σε μια μικρή εκκλησία ριγμένη στο σκοτάδι. Πάνω από την λίμνη της Καστοριάς,δίπλα σε ένα πλάτανο 900 χρόνων. Φυσικό μνημείο διαβάζω κάπου. Η νύχτα μοιάζει σαν σκηνικό βγαλμένη από παράγραφο νεοελληνικής λογοτεχνίας. Σε ψάχνω μέσα στο πλήθος. Η μοίρα μου είπε ότι θα έχω μια καρμική επαφή τρίτου τύπου. Και να που έρχεσαι. Αναπάντεχο το γεγονός. Αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες. Αλήθεια σου λέω. Οι ψαλμοί λούζουν την ύπαρξη μας. Η εκκλησία μου φαίνεται σαν να μεγαλώνει διαρκώς. Ανταλλάσσουμε κεριά και αμήχανες ματιές. Χαίρομαι που σε βρήκα εδώ. Μεγάλη σύμπτωση…σαν βελάκι που κάπου παραπέμπει.

Πάσχα. Χωριό Δισπήλι. Αναπαράσταση παραλίμνιου οικισμού. Υγρός ουρανός…τα σύννεφα ζαρώνουν από ξαφνικούς ομόκεντρους κύκλους στην επιφάνεια της λίμνης όπου καθρεφτίζονται. Υγρός ουρανός και μέσα μου,χωρίς ομόκεντρους κύκλους, χωρίς αναταράξεις. Έπειτα με μάτια υγρά ακόμα τραβήξαμε για καφέ και βόλτα στο Νυμφαίο,
ένα χωριό που πρέπει να το διαδώσεις. Φυλλοβόλα δέντρα παντού γύρω μας. Νερά που κατεβαίνουν σαν βρύση που ξέχασες ανοιχτή Αρκτούρος. Η μεγαλοψυχία των ανθρώπων. Οι αρκούδες μας οσμίζονται. Ο ξεναγός λέει πως μας ξεχωρίζουν σαν ανώτερα θηλαστικά. Μας φοβούνται. Στην πλατεία του χωριού για καλό φαΐ και καλό κρασί στυφό. Γυμναστική στους πνεύμονες που όλο και προσπαθούν νΑ αναπνεύσουν εδώ πάνω.
Επιστροφή και στάση στη Φλώρινα. Κεντρικός πεζόδρομος γεμάτος φοιτητές,ανοιχτά μαγαζιά με μαντζούνια και κόκκινες πιπεριές σαν μεγάλο κολιέ. Το ρολόι ακόμα εκεί καλογυαλισμένο.
Πρόσωπα κόκκινα από το κάψιμο του ήλιου,τσάι του βουνού. Άφιξη στην πόλη της Καστοριάς. Μπαίνοντας στο δωμάτιο είχα ακόμα στα μάτια μου το νυχτερινό χάρτη του ουρανού και την ζώνη του Ωρίωνα στο παντελόνι μου.

Δευτέρα. Σε όλες τις τσέπες μου κουβαλάω εικόνες και ευχές από τους περαστικούς.
Επιστρέφουμε στη πόλη μας. Πρώτη στάση στα Μετέωρα. Καμένο θυμίαμα, κατάνυξη,κερί που μυρίζει μέλι. Κάτω από τα μοναστήρια στους ελεύθερους βράχους, αναρριχητές με κόκκινα σχοινιά. Που προσπαθούν να φτάσουν άραγε; Πιο κοντά στο σύννεφο νούμερο 9.Βράχοι σαν ξερός βυθός. Χαμένη Ατλαντίδα λες. Κάθε φορά που πάω εκεί μου λείπει η θάλασσα από το τοπίο. Και όλο νομίζω πως αν κάνω δεξιότερα την άκρη του ματιού μου θα αγγίξω το μπλε της με τα βλέφαρα. Στο μεγάλο μετέωρο το θέαμα είναι μοναδικό. Στα δέντρα του μοναστηριού κρέμονται Μάρτηδες. Βραχιολάκια με ασπροκόκκινες κλωστές γεμάτα ευχές. Περιμένουν τα πουλιά να τα πάρουν μαζί τους. Φεύγοντας πήρα ένα. Έχω και γω φτερά κι ας μην είμαι πουλί.
Συνεχίζουμε βήχοντας στην λίμνη Πλαστήρα για φαγητό. Χωριό Καστανιά. Το χωριό σου. Μας δείχνεις επιλεκτικά αυτά που πρέπει να μάθουμε για αυτό και για σένα. Γεμίζουμε το πλαστικό μπουκάλι με νερό της πηγής. Νέκταρ. Στο τρίστρατο, λίγο πιο έξω από την Καρδίτσα νομίζω πως πήρε το μάτι μου τα μαντίλι μιας Νεράιδας.
Η Αθήνα νυσταγμένη θα γυρνάει πλευρό την ώρα που θα μπαίνουμε. Το «πέταλο» του Μαλιακού,άδειο ώρα 11.Το μόνο που με απασχολεί είναι να είναι καλά ο γάτος μου. Το μόνο που με απασχολεί είναι να μην με βρω εκεί,όπως την μέρα που με άφησα.

Χρόνια πολλά.

Δευτέρα, Απριλίου 02, 2007

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT-κΙ όΜωΣ εΚεΙνΟς ΣτΗν ΑγΑπΗ πΑνΤα Θα ΑμΦιΒάΛλεΙ.


Στάθηκαν για λίγο μακριά. Αρκέστηκαν σε μια εξ αποστάσεως αναγνώριση των προθέσεων τους. Μια συνομιλία βουβή. Μια συνεννόηση από καιρό συντελεσμένη. Ένα κρίμα προκαθορισμένο. Ύστερα φιλήθηκαν. Ένωσαν τα μάγουλα τους. Χέρια απαλά που αγκαλιάζουν τους ώμους, ίσα να αγγίξουν, ίσα να νιώσουν τη θέρμη των σωμάτων τους. Κάθισαν απέναντι, σε ένα τελευταίο δείπνο ομοτράπεζοι, οι δυο τους μόνο. Μοιράστηκαν το κρασί και το ψωμί, στυφά και τα δυο στη γεύση τους φάνηκαν. Είχαν καιρό που μελετούσαν το μαρτύριο. Είχαν δει πως το θαύμα του ενός θα βαραίνει για πάντα τη συνείδηση του άλλου. Ο ένας για τον άλλο. Όπως ταίριαζε σε τούτη τη φιλία μέχρι ρανίδας αίματος. Αντάλλαξαν σιωπές. Μόνο τα χέρια τους αγγίζονταν, μιλώντας το ένα στο άλλο.

«Αυτός ο δείκτης θα σημάνει τη βασιλεία μου. Το πέρας των ημερών του ανθρώπου. Είσαι η οδός για την πραγματική μου φύση. Εκείνη που φοβόσαστε να δείτε. Αυτή που δεν ομολογείτε πως θέλετε να έχω. Ούτε στιγμή μη σκεφθείς το πάθος. Φτωχή είναι η διαδρομή του σώματος. Περπατημένο το ‘χετε καλά αυτό το μονοπάτι. Δανείστηκα τη μορφή σας, μα άφησα έξω την ψυχή σας. Μελέτησα τις γραφές, τις επιθυμίες σας που εικονίζετε στο πρόσωπο μου. Πόσο λάθος! Δεν ήρθα για να σώσω ό,τι πιστεύετε. Ήρθα, για να πιστέψετε. Θα το γνωρίζεις πια καλά».

«Τούτη την παλάμη, σκέφτομαι, το δέρμα το τρυφερό. Πως θα λυγίσει στα καρφιά του ψεύδους. Πως θα δεχτεί πάνω του το βάρος των ανθρώπων. Δεν δέχτηκες την ψυχή μας, μα και μόνο η ανθρώπινη μορφή σου, την άλλαξε. Πιστέψαμε σε έναν λυτρωτή της σάρκας, αυτόν που θα γλιτώσει τις ζωές μας από το πάθος. Μα εσύ, αυτό ήρθες να διδάξεις, πως είναι πέρα από τον άνθρωπο η λύτρωση, πως το ταξίδι ξεκινάει αφού τελειώσει η διαδρομή της σάρκας. Το χέρι το ευγενικό με νοιάζει. Πως βρίσκει το θάρρος τη μέχρι τώρα ζωή μας να ξεγράψει, θέτωντας τη δική του σε βέβαιο κίνδυνο».

«Ο κίνδυνος είναι το όρος που πρέπει ν’ ανέβω. Δες τα δάχτυλα μου, κόψε όποιο θες, το ίδιο θα πονέσω. Έτσι σας έχω στην καρδιά μου. Αυτή τη δύναμη γυρεύεις. Να αγαπάς. Και ν’ αγαπιέσαι. Γι’ αυτή σας την αδυναμία, εγώ θα κινδυνέψω. Κι ας είναι ο θάνατος μου βέβαιος, για σας θα γίνει το σημάδι. Τίποτα δεν θα μείνει από τη μορφή μου. Από τις πολλές διηγήσεις, θα σβηστεί. Καθρέπτες άσχημοι θα μεταφέρουν τα λόγια μου, το νόημα μου θα χαλάσουν χτίζοντας οίκους ισχυρούς στ’ όνομα μου. Μα εσύ, εδώ κοίτα. Ο δρόμος είσαι που οδηγεί στο σταυρό, μέσα από σένα θα γίνω η αγάπη».

«Αξίζει, αυτή η θυσία; Να φθείρεις το σώμα για να κερδίσεις την αγάπη;»

«Ζήσε μια μέρα με τα μάτια κλειστά. Σφράγισε τα βλέφαρα σου στις αχτίδες του ήλιου, περπάτα στις σκιές και θα δεις πόσο πολύτιμο είναι το φως. Έτσι είναι η αγάπη. Για να τη γνωρίσεις, πρέπει πρώτα να ζήσεις μακριά της. Άλλο μη μιλάς. Με τα λόγια δεν θα καταλάβεις. Σ’αυτά τα χέρια που τώρα ακουμπώ, θέτω τη ζωή μου. Το έργο μου αρχίζει εδώ, με το τέλος που εσύ θα ορίσεις. Οδήγησε με, σε μένα. Δείξε μου την αρχή μου. Αυτό που πάντα ήμουν. Είναι το χρέος σου, να μου δείξεις το δικό μου χρέος».

«Ρωτάω και πάλι, αξίζει αυτή η αγάπη;»

«Όσο καθυστερείς τη θυσία, τόσο θα αργείς να γνωρίσεις την αγάπη».


pOSTED BY
ioudas