Τρίτη, Ιουνίου 21, 2016

JuNe FoOtAgE


Ιούνιος. Χωρίς ιώδιο ,αλάτι και φρούτα. Σαν άδειο δωμάτιο. Οι σκιές στους τοίχους το βράδυ παραμένουν σταθερές. Περπατάω ξυπόλητη στο ξύλινο πάτωμα. Καμία ευχαρίστηση. Σαν άδειο σαρκίο περιφέρομαι. Σαν τσάντα που κάποιος αναποδογύρισε και πέσαν όλα τα πράγματα κάτω. Αφιλόξενο τοπίο η ζωή μου. Μπορεί να φταίει η  περίοδος της κρίσης που μας αλατοπιπερώνει  πρωί, μεσημέρι βράδυ, μπορεί και η ηλικία. Μπορεί που ο κόσμος έγινε μια εικόνα ψηφιακή. Ένα περίεργο μωσαϊκό με like hashtags και ανόητα στίκερς. Δεν αναγνωρίζω τίποτα πια. Λίγες  μόνο γεύσεις,  τις ημέρες της εβδομάδας και μια νοσταλγία για τους μήνες. Η μνήμη μου εξασθενεί σα να ζει σε λαβύρινθο. Ωστόσο έγινα θεία ξαπλωμένη σε μια αίθουσα αναμονής ενός μαιευτηρίου κοντά στα ξημερώματα. Έτσι λένε τα πρακτικά του μήνα αυτού. Ζευγάρια που κρατάν τα μωρά τους και φιλιούνται. Μαμάδες με δάκρυα στα μάτια. Τσιρίδες και γέλια. Παρατηρώ σχολαστικά. Τσιμπάω τον εαυτό μου να νιώσω. Ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου μέχρι να τσούξουν. Τίποτα. Μέσα μου έχω την αίσθηση πως όσους αχινούς κι αν πατήσω,  όσα γυαλιά κι αν καταπιώ δεν θα νιώσω το παραμικρό. Όμως τα πρακτικά λένε ότι κάτι θα αλλάξει. Το περιμένω  ακούνητη, μαρμαρωμένη με εκείνο το αβλέφαρο βλέμμα των αγαλμάτων. Τριήμερο του Αγίου Πνεύματος. Μικρή διακοπή για διαφημίσεις. Στο καμίνι της Ύδρας σαν σε μια άλλη κόλαση ψάχνω να βρω όσους έχασα. Μαζί και μένα. Αδιάφορη πανσέληνος .Αγκομαχώ σε ασβεστωμένα στενά γεμάτα καβαλίνες και υγρασία. Κατσαρίδες ιπτάμενες διαγράφουν  νέες  πορείες πάνω από το κεφάλι μου. Καμιά αντίδραση. Από κάτω  το λιμάνι της Ύδρας ακίνητο. Δεν φυσάει καθόλου. Βρεγμένα μαλλιά μέχρι την πλάτη. Σταγόνες ιδρώτα σε όλο το σώμα. Η θάλασσα κακοφορμισμένη και οι επισκέπτες του νησιού ένα ατελείωτο copy paste.Ιούνιος. Θυμάμαι πως κάποτε ήθελα ένα ακρογιάλι, μια ψάθα, ένα καλάμι να ψαρεύω και το κορμί σου ηλιοκαμένο να φιλάω τις  νύχτες κάτω από τα άστρα. Τώρα δεν θέλω ούτε αυτά. Ιούνης στα τελειώματα. Στο ταξί ώρα προχωρημένη μετά από  έξοδο ακούω το τραγούδι του Γούναρη «Ο κόσμος άλλαξε άλλαξαν οι καιροί» και ξαφνικά ένα τιτάνιο σφίξιμο με πιάνει στο μέρος του λαιμού. Ανοίγω το παράθυρο να πάρω αέρα. Νιώθω κάτι. Ασφυξία μέχρι τις γάμπες. Ο ταξιτζής  λες και το κάνει επίτηδες το δυναμώνει, ένα ζεστό υγρό εμφανίζεται στις κόχες των ματιών μου «Ζητάς αξέχαστες βραδιές/που για μι’ αγάπη ξενυχτούσαν/και των ανθρώπων οι καρδιές/μόνο για έρωτα μιλούσαν/Ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί/πέρασαν χάθηκαν τα όμορφα τα χρόνια/αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί/δεν τραγουδάνε τώρα κάτω απ’ τα μπαλκόνια/Ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί/είν’ όλα ψεύτικα κι’ ας φαίνονται αλήθεια/ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί /  αγάπες βρίσκεις μοναχά στα παραμύθια»