Πέμπτη, Απριλίου 14, 2011

ΕαΡιΝά αΠοΣπΑσΜτΑ

Στο ταχυδρομείο δύο μεγάλες κυρίες με λευκά ψάθινα καπέλα συζητάνε χαμηλόφωνα. Μυρίζουν κλεισούρα και ξινισμένη λεβάντα. Μυτερά περλέ νύχια και καφέ ροζιασμένα χέρια. Η μια βγάζει ένα μικρό τηλεφωνικό κατάλογο και κάτι ψάχνει. Πόσο καιρό έχω να δω και έπειτα να διαβάσω τηλεφωνικό κατάλογο; Πόσο καιρό έχω να πλησιάσω τόσο κοντά ηλικιωμένη κυρία. Από τότε που η γιαγιά μου, μου έδεσε τον τελευταίο Μάρτη στο καρπό. Πάνε έτη φωτός πίσω. Από τότε.

Απριλιάτικη δύση. Συγκλονιστική. Γεμάτη με στεφάνια από σύννεφα και λυκόφως. Γεμάτη ξεβαμμένο ροζ και νοσταλγία. Γεμάτη άδεια χέρια, χωρίς άνθη και πύρινα μαλλιά φρεσκολουσμένα με άρωμα μήλου. Σκιές μωβ και πορτοκαλί στην λευκή ντουλάπα. Κάθε φορά που κινούμαι στο δωμάτιο η σκιά μου μουτζουρώνει όλες τις γύρω επιφάνειες. Επεκτείνομαι μαζί με το φως. Κι έπειτα το μπουκώνω μέσα μου. Στην δικιά μου άβυσσο που κανείς ποτέ δεν θα φτάσει.

Στο δρόμο όλα γκρι με μωβ άνθια και όλα φλου. Μυρίζει η πασχαλιά, η γαζία και η νεραντζιά και με πιάνει μια απροσδιόριστη λύσσα. Και στην ωμοπλάτη, στο σημείο των παλιών φτερών κάτι αρχίζει και κουνιέται. Μια μνήμη αρχαία σκαλίζει τα ψηλά γαλάζια του ουρανού. Χωρίς βοηθητική σκάλα.

Σε ένα μικρό στενό 4 σταματημένοι μοτοσυκλετιστές της αστυνομίας κοιτάνε τις προσφορές του διαφημιστικού καταλόγου από το Praktiker. Πολλή δουλειά, μουρμουρίζω κοιτώντας το κάθισμα του συνοδηγού για ξεκάρφωμα. Παρατηρώ τις γαλάζιες σειρήνες που μοιάζουν με μαγικά ραβδιά και προσποιούμαι τον ήχο τους. Τρέχω και πατάω φρένο απότομα ξανά και ξανά κι έτσι γαργαλιούνται τα μέσα μου και καταφέρνω επιτέλους να γελάσω αληθινά.

Στον καθρέφτη του μπάνιου με δυνατό φωτισμό ψάχνω να βρω στα μαλλιά μου την παρουσία λευκών ηλεκτρισμένων τριχών. Τίποτα ακόμα. Τριάντα εννιά κοντεύω και κάθε καλοκαίρι ακόμα ξανθαίνω σαν πεντάχρονο.

Τα μεσημέρια που είναι το φως ζεστό φοράω ένα ροζ δερμάτινο για να νομίζω ότι άνθισα και περπατάω με μικρά γρήγορα βήματα κοιτώντας πάντα τους σχηματισμούς που παράγουν τα σύννεφα. Χάνω το δρόμο όμως πέφτοντας πάντα πάνω σε λάθους ανθρώπους χωρίς να ζητήσω συγγνώμη και αυτοί με ερωτεύονται μια και έξω. Κι έπειτα έρχεται σαν ταμπλέτα χαράς εκείνο το τεράστιο Σαββατοκύριακο και το παίρνω μαζί με το σπαστό μου ποδήλατο και κάνουμε βόλτες στα παράλια της Αττικής. Και καθώς η παρέα μεγαλώνει η βόλτα ξεχειλώνει και μας πάει σε κρυφούς κολπίσκους με ζεστά νερά και καφέ άμμο. Σε χοντρά αλμυρίκια που από κάτω ξαποσταίνουμε συζητώντας λες και γραφούμε βιβλία. Και στο μυαλό μου σήπεται ένα παλιός θλιμμένος κόσμος και καταρρέει μαζί με παλιά, δικά μου αποσπάσματα.

Άνοιξη και σούρουπο σαν μωβ συκώτι. Χαμηλά ντεσιμπέλ χωρίς εκρήξεις. Διηγήσεις βελούδινες χωρίς πόνο. Από το δέρμα μου πετάγονται κάτι μικρά πράσινα φυλλαράκια. Τελευταίοι χαιρετισμοί και στην στροφή το πορτοκαλί δέρμα της μεγάλης εβδομάδας. Φως αβάσταχτο. Κοντομάνικα και τα χέρια μου να μπερδεύονται με τα δικά σου καθώς τα σύννεφα συνεχίζουν να βράζουν σαν γάλα πίσω από τις κορυφές των λόφων και οι μέρες ξεσκίζουν τα σωθικά των πάντων φυτεύοντας νέα κείμενα.

Υποθέτω πως δεν θα έχουμε άλλη ευκαιρία να βρεθούμε με την μορφή που είμαστε ετούτη την Άνοιξη ποτέ ξανά.