Πέμπτη, Ιουνίου 29, 2006

ΑνΤίΣτΙξΗ


Είναι από αυτά τα πρωινά που σηκώνεσαι άσχημα,ντύνεσαι άσχημα,χτενίζεσαι άσχημα,τρέφεσαι άσχημα και συνεχίζεις τη μέρα σου άσχημα. Ενώ έξω έχει φως. Ενώ το πρόσωπο σου λάμπει μαζί με τη μέρα,νιώθεις άσχημα. Σαν κάποιος να σε λήστεψε,αλλά να μην γνωρίζεις τι σου πήρε. Και συνεχίζεις να σκέφτεσαι άσχημα, να περπατάς άσχημα, να μιλάς άσχημα να κοιτάς τον άλλον άσχημα παρόλο που τα μάτια σου είναι γεμάτα από αγάπη, και οι κόρες των ματιών σου λαμπερές σαν λεμόνι κομμένο στη μέση. Σαν κάποιος να σε ατίμασε χτες αλλά να μην γνωρίζεις ποιος. Και συνεχίζει η μέρα να είναι φωτεινή αλλά άσχημη, η πόλη άσχημη οι δρόμοι άσχημοι,οι αγορές για το σπίτι ασχημες. Οι άνθρωποι, τα καταστήματα,τα νέα,οι φίλοι, οι συζητήσεις άσχημες. Σαν κάποιος να πέθανε χτες αλλά δεν γνωρίζεις ποιος. Και η νύχτα συνεχίζει να σκουραίνει τη μέρα άσχημα,οι μπλε ώρες άσχημες χωρίς μπλε,τα φώτα που άναψαν στην πόλη, άσχημα. Οι γωνίες στο κέντρο, άσχημες και αυτές, η μουσική, τα ποτά,οι νυχτερινές κουβέντες με τους φίλους άσχημες, τα αρώματα που ξεχύνονται άσχημα μαζί με τα γέλια,τα βλέμματα τα αστέρια και τα όνειρα. Όλα καταπληκτικά άσχημα σήμερα από την ώρα που ξύπνησες έτσι. Και γυρνάς σπίτι με άσχημη διάθεση σαν να είναι η τελευταία μέρα που γυρίζει ο πλανήτης και αύριο όλα θα είναι σε πλήρη αποσύνθεση. Ξεντύνεσαι άσχημα,βουρτσίζεις τα δόντια σου,ξεβάφεσαι άσχημα,σχεδόν καθόλου, Ξαπλώνεις άσχημα το σώμα σου,κοιτάς γύρω σου τα πάντα άσχημα,οι ειδήσεις άσχημες τα μηνύματα στον τηλεφωνητή άσχημα,η γεύση από την οδοντόπαστα άσχημη,και περιμένεις σε άσχημη θέση να σε πάρει ο ύπνος σαν να σε έπαιρνε ο θάνατος. Τόσο άσχημα. Και κλείνοντας τα μάτια ω,ένα θαύμα... Όλη η μέρα διαγράφεται και το πιο όμορφο όνειρο ξεκινάει την προβολή του,στον βαμβακερό εγκεφαλικό προτζέκτορα, πίσω από τους ζελεδένιους βολβούς των ματιών μου. Πόσο όμορφα!

Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2006

ΣιΜόΝη ΠοΡτΟκΑλΙ


-Καλημέρα...
Μία φωνή σπασμένη,μακρινή, ανούσια,σαν την δική σου τότε εκεί πίσω,
μου χτύπησε την πόρτα.
Έπρεπε να γίνει,αλλιώς δεν θα σήκωνες ποτέ την «καλημέρα» σου από το κρεβάτι.
Η αλήθεια είναι οτι τόσο καιρό μακριά,μου έλειψες πολύ.
Κάποιες στιγμές που καίγονται σαν πυροτεχνήματα,σκέφτομαι πως ίσως να σε θέλω πίσω.
Σε κοιτάω πάντα όταν εσύ δεν με βλέπεις.Όταν στηρίζεις,χαζεύοντας,το βλέμμα σου αλλού.
Σε κοιτάω για τα καλά μόνο τότε και σκέφτομαι πόσο όμορφο και δίκαιο θα ήτανε να σε κοίταγα για ώρες στα μάτια,χωρίς να σου μιλάω και χωρίς να μου μιλάς,και όλα να λυνόντουσαν και να επανερχόμασταν στο τότε.Πριν τον μεγάλο τσακωμό.Θα βγαίναμε από τον κόπο των λέξεων.Δε νομίζεις;


-Γεια σου Σιμόνη Πορτοκάλι,χαίρομαι που μιλάμε ξανά ,έστω και έτσι...
Βλέπεις, Σιμόνη μπορεί τόσο καιρό το μαγαζί μου να έγραφε «Κλειστόν»,αλλά αν έριχνες μια καλύτερη ματιά πίσω από την βιτρίνα, την ώρα που τύχαινε να περάσεις από έξω,θα με έβλεπες πίσω από το τζάμι να σε χαζεύω.
Πάντα ήμουνα εκεί και ποτέ δεν τόλμησα να φύγω αν και το ήθελα τόσο πολύ.
Θεωρούσα περισσότερο λυτρωτικό να κάθομαι πίσω από το τζάμι και να σε περιμένω,παρ’όλο που η επιγραφή έλεγε «Κλειστόν» και η πόρτα ήταν πάντα κλειδωμένη.

Κυριακή, Ιουνίου 25, 2006

ΓκΡι ΕπΑφΗ


Είχα κάποτε μια γάτα. Την έλεγα Ρόη. Ήταν μια όμορφη,ειλικρινώς όμορφη γάτα,γκρι με λευκά παπουτσάκια στα πατούχια της και ένα λευκό ισοσκελές γούνινο τρίγωνο στο στέρνο της. Μαύρη μύτη,πράσινα υγρά μάτια, σαν υδροβιότοποι ενός άλλου ξεχασμένου κόσμου. Ήταν η γάτα μου. Την είχαμε μαζέψει από το δρόμο. Καλός χαρακτήρας, δουλεύτηκε εύκολα μαζί με μας. Δεν θυμάμαι να νιαούρισε ποτέ παρά μόνο στις μεγάλες πείνες της. Πάντα πίστευα πως τα γατιά του δρόμου έχουν καλύτερης ποιότητας χαρακτήρα. Η Ρόη δεν υπάρχει πια. Δραπέτευσε πριν 2 χρονάκια,γριά και αποκαμωμένη από την επάρατη νόσο. Την έστειλα στη γιαγιά με το αυτοκίνητο της νοσοκόμας Ευθανασίας. Αγωνιστικό αυτοκίνητο,σε 5 λεπτά είσαι στο καπέλο του ουρανού,ένα τσακ πριν τον Αρκτούρο,πίσω από την κόμη της Βερενίκης. Μετά από 19 χρόνια μαζί της, μου έχει μείνει η ίδια εικόνα στο κεφάλι,κάθε φορά που πέφτω να ξαπλώσω. Το πρωινό ξύπνημα με την Ρόη στα τελειώματα των ποδιών μου,χειμώνας πάνω από το πάπλωμα. Να μην μπορείς από το βάρος να αλλάξεις εύκολα πλευρό,και όταν ξυπνάς και την χαϊδεύεις να είναι σαν ζεστό κουλούρι Θεσσαλονίκης σε σχήμα Ο. Σαν να την ακούω να έρχεται από κάπου μακριά. Οι γάτες δεν πρέπει να ψοφάνε,και αν πρέπει τουλάχιστον να μας αφήνουν πίσω τις ουρές τους, που τρεμοπαίζουν σαν καλώδια γεμάτα ηλεκτρισμό γύρω από τους αστραγάλους μας. Χτες ο Λάμπρος μου έφερε ένα γατί,που κόντεψε να πατήσει με τη μηχανή. Το βρήκα το βράδυ γυρνώντας από τη δουλειά στο μπαλκόνι. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα ,ήταν σαν να έβλεπα ξανά τη Ρόη και πάλι από την αρχή .Χωρίς λευκά στίγματα,μόνο γκρι σαν ράχη βουνού. Με 2 μοναχά παρελθοντικούς μήνες στο ενεργητικό του,φρέσκο και μικρό σαν κουκκίδα γυροφέρνει τα βήματα μου,γλιστράει και σπινιάρει στο ξύλινο πάτωμα,νιαουρίζει ακατάπαυστα και κοιμάται στο λευκό πληκτρολόγιο ανάμεσα στο Shift και το Backspace.Θα το κρατήσω.Mάλλον ναι, θα το κρατήσω και πάμε πάλι από την αρχή. Έτσι είναι αυτά, το κατάλαβα την ώρα που η μικροσκοπική του ουρά,τρεμάμενη, εφοδίαζε με ηλεκτρισμό τον αστράγαλο μου.

Σάββατο, Ιουνίου 24, 2006

ΡαΝτΕβΟύ Με ΤοΝ ΘαΝάΣη ΚαΙ Τη ΜάΡθΑ


Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες Όταν τ’ ανοίγω βλέπω μπρος μου ό,τι κι αν τύχει Όταν τα κλείνω βλέπω μπρος μου ό,τι ποθώ. Γέμισε πάλι ο βυθός του Λυκαβηττού.
Ξανά ανηφοριές και πάνω. Ανηφοριές και πάνω.Τεντώνεται σαν νυσταγμένη γάτα η Αθήνα από κάτω. Κόσμος πολύς, απλωμένος παντού.Θα έλεγες ότι είναι σαν μαύρο ζυμάρι από μακριά. Ανάβουν τα φώτα,λαμπυρίζουν πάνω από τα πρόσωπα σαν να βρισκόμαστε στα καταβάθια της θάλασσας. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου παραδίνεται σε διάσπαρτους ηχητικούς κόσμους Ξάφνου μια τζαζ κλίμακα με κάνει να σηκώσω τα μάτια μου και να προσέξω τα αστέρια.
Τα ίδια γνωστά κομμάτια Ο ίδιος σπαραγμός,το ίδιο τρίξιμο εκεί μέσα... Κούρασα το βλέμμα μου με το να σε ψάχνω,μέσα από αναμμένους αναπτήρες και φωτεινές οθόνες κινητών.
Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί θέλω να ακούω τραγούδια που πληγώνουν τις μνήμες.
Ακόμα δε βρήκα γιατί δε μπορώ να με συναντήσω στα καλοκαίρια που άφησα μέσα στην αρένα του λόφου... Να βγαίνεις απ' το όνειρο να κατεβάζεις τα πουλιά στον ύπνο πάλι να περνάς Κι ύστερα στο δωμάτιο να ντύνεσαι καλά να πας κατά την πόρτα να κάνεις δύο βήματα στο τρίτο κοκαλώνεις Να λείπει απάνω ο ουρανός Γέρασε το βλέμμα μου ταξιδεύοντας για την χαμένη νιότη σου. Κονδύλι από χαλκό το σύνθημα Που είναι ο νους σου,που γυρνά;
Που είναι οι λέξεις; Οι λέξεις είναι στο χαρτί και ο νους μου ταξιδεύει.Θα πάρω το χάλκινο κονδύλι και θα έρθω να στα γράψω. Μαντατοφόρος της ψυχής σου. Κόσμος που σαλεύει σαν τεράστιο σαλάχι, ήχοι κλεισμένοι σε επαρχιώτικα σεντούκια,νότες εξαγριωμένες τόσο, που τις νοιώθω να πηδάνε στα πλαστικά κίτρινα καθίσματα,οι τεχνικές της Μάρθας.Το κομμάτι που ήθελα τόσο πολύ να ακούσω,δραπετεύει τελικά από αυτήν.Το δικό σου το άκουσα και σε θυμήθηκα, όπως κανονίσαμε... Στην επιστροφή ο αέρας με χτύπαγε στο πρόσωπο. Τελικά δεν καταφέρνεις εύκολα να χασμουρηθείς πάνω στη μηχανή. Καταπίνω αέρα και όλα όσα η Μάρθα έβγαλε από μέσα της σκορπώντας τα στο βασιλικό αίμα της νύχτας. Κλείνω μάτια και ανοίγουν οι πόροι από το δέρμα της σκέψης ,μουρμουρίζω σιγανά ,ίσως και λίγο τραγουδιστά: Αγρύπνια, της κόλασης κήτος είναι το φιλί σου φωτιά Αφήνει μια γεύση από σίδερο Πού 'χουν ξηλώσει καράβια παλιά Κι ενώ περνά η νύχτα...

Τετάρτη, Ιουνίου 21, 2006

ΘεΡιΝό ΗλΙοΣτΑσΙο



Πολλή ζέστη σήμερα. Κάθομαι μόνη,ολομόναχη μέχρι και η μιλιά μου με εγκατέλειψε.
Έχεις γίνει ακλόνητο σημείο της σκέψης μου. Ο αποδυναμωμένος εσωτερικός μου κόσμος γλεντάει τον πόνο μου.
Είναι ανώμαλος και κουτσός ο κακομοίρης. Κοιτάει τις αφίσες στους δρόμους και μου κλοτσάει το στομάχι.
Ζέστη πολλή και σήμερα και νομίζω πως τα έχω πια χαμένα...Το πιάτο στην κουζίνα γεμάτο μελιτζάνες με υπέροχα πένθιμα χρώματα με κοιτάει ικετεύοντας να το καταπιώ
Πολλή ζέστη σήμερα και το καλοκαίρι του" Λεωφορείο ο Πόθος"μου έρχεται στο μυαλό. Ο αλπακάς σαν ύφασμα δροσερό που λέει ο Μιτσ. Η γεωγραφία του ιδρώτα στο χακί μπλουζάκι του Μάρλον Μπράντον. Μόνο όποιος έχει βιώσει τέτοια ζέστη μπορεί να γράψει για αυτήν. Οράματα της ηδονής ,καλοκαίρια με ζέστη στη βεράντα,ανεμιστήρες να παίρνουν τις κουρτίνες,μπανιέρες και νερά να τρέχουν,σώματα γυμνά να κάνουν μπάνιο και μετά να αναζητούν μια πετσέτα.
Παίρνω ένα περιοδικό και το ανοίγω στην τύχη. Πέφτω διάνα,διαβάζω για το θερινό ηλιοστάσιο:"Κάθε Ιούνη,συνήθως στις 21,του μήνα ο ήλιος φθάνει στο λεγόμενο θερινό ηλιοστάσιο,που δεν είναι παρά ένα συγκεκριμένο σημείο της εκλειπτικής τροχιάς.
Εκείνη τη μέρα ο ήλιος ανεβαίνει όσο το δυνατόν ψηλότερα στον ουρανό του βορείου ημισφαιρίου,δίνοντας τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου,αλλά και το σύνθημα για την έναρξη του καλοκαιριού. Θερινό ηλιοστάσιο, η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου(για όλους τους εραστές του φωτός)
Τις σύντομες νύχτες του Ιούνη νωρίς το βράδυ ψηλά στον ουρανό κυριαρχεί ο αστερισμός του Βοώτη. Σε αυτόν βρίσκουμε το λαμπερότερο αστέρι τον Αρκτούρο."
Κολλάω στις μαύρες γραμμές σαν να ήταν γραμμένες με σιροπιαστή κόλλα,γεννάω ένα ταξίδι από μέσα τους για να ηρεμήσω την τόση μεγάλη ταραχή στο δήθεν μυαλό μου. Ο πόνος και ο δήθεν εαυτός μου μαζί ξανά.
Να τελείωναν όλα όπως να'ναι και όπου να΄ναι.Στρέφω το τοξωτό μου βλέμμα στην ξέστηθη μέρα. Νομίζω πως την ξεκοίλιασα καταλάθος,και αποστρέφω την ματιά μου.
O ήλιος εδώ και αρκετή ώρα καρφωμένος στη μέση του ουρανού υπογραμμίζει με το φως του τα βλέμματα και τα μαλλιά των περαστικών και γω σκέφτομαι το θερινό ηλιοστάσιο, που όταν ήμουνα παιδί το φανταζόμουνα σαν ένα μακρινό, ξερό αγρό με σπασμένη γη, γεμάτη σταφύλια, ζέστη και πεταλούδες. Κάπου στη μέση του πουθενά
Είχα ένα τέτοιο μέρος κάπου στο μυαλό μου που το ονόμαζα έτσι και εκεί έβαζα έννοιες που δεν μπορούσα να καταλάβω
Κάπου έχει είχα βάλει και την γλυκιά μας έαρ, που πίστευα τότε, ότι ήταν μια γλυκιά κοπέλα που αγαπούσε κάποιον Ιησού που πέθανε μετά,αφού έδυσε ένα νέο αστέρι το κάλλος, που λογικά πρέπει να ήταν το ίδιο φωτεινό και μεγαλειώδες όπως ο ήλιος.
Πολλή ζέστη σήμερα και τίποτα από ψυχή σήμερα.
Άντε ρε Αρκτούρε τράβα έξω τη νύχτα να σε δω. Άντε

Κυριακή, Ιουνίου 18, 2006

La DoUbLe ViE dE vErOnIqUe



Ήταν άνοιξη του 91,όταν πρωτοβγήκε στις αίθουσες η Βερόνικα. Ήμουν φοιτήτρια όταν την πρωτοείδα,εκείνη την άνοιξη. Μου είχε φανεί αριστούργημα ,ίσως και η μοναδική ταινία που μέχρι τότε μου είχε απευθύνει το βλέμμα. Από τότε υπήρξα άνθρωπος του «ένδον στρέψε» και πατούσα σε οπτικά οικοδομήματα του «ένδον βλέπε» με μια προβληματική του βάθους και όχι της έκτασης. Την ερωτεύτηκα την Βερόνικα, και ήθελα να κλέψω λίγη από την διπλή ζωή της .Ήθελα να χωθώ κάτω από τα σεντόνια της και να την μυρίσω. Την αγάπησα για τον τρόπο που μηρύκαζε αυτή την εσωστρέφεια των προαισθημάτων της,για τον τρόπο που έπρεπε να ανασυντάξει το αποδιοργανωμένο ηχητικό υλικό του Αλεξάντρ, να ερμηνεύσει τον τριγμό μιας πόρτας την αναγγελία της αναχώρησης ενός τρένου,το θόρυβο ενός σπίρτου που ανάβει, την μουσική του έρωτα,το τρίξιμο του μολυβιού πάνω στο χαρτί. Λάτρεψα το όνομά της, Βερόνικα-la vera icon-καθαρή εικόνα...που με ταξίδεψε και με ταξιδεύει ακόμα στο φως των μέσα μου σταθμών.
Και όλο αυτό με αφετηρία την διαίσθηση της,ότι δεν είμαστε μόνοι. Νιώθουμε πως βρισκόμαστε ταυτόχρονα εδώ και κάπου αλλού,σε μιαν άλλη Βερόνικα που για να την ανακαλύψουμε,πρέπει να αφεθούμε στην διαίσθηση και στο πεπρωμένο, που κάποιος πάντα το κινεί,όπως ο Αλεξάντρ τις μαριονέτες του.
Ερωτεύτηκα λοιπόν την Βερόνικα εκείνη την άνοιξη του 91 και αποδέχτηκα καθολικά την εκτεταμένη αυτή μόλυνση απαισιοδοξίας του Kieslowski, που κόλλησα και γω αργότερα,όταν ανακάλυψα την ύπαρξη της διπλής μου ζωής.
Πέρασαν 16 χρόνια από τότε που την συνάντησα και ακόμα δεν κατάφερα να βρω έναν τέτοιο έρωτα να αποκωδικοποιήσω και έπειτα να τον ζήσω. Ακόμα δεν κατάφερα, παρόλο που ο θάνατος του παλιού μου εαυτού επέτρεψε την αληθινή ζωή του τωρινού,να συναντήσω αυτόν που έχει πάρει κατά λάθος τα κομμάτια από τον σπασμένο μου καθρέφτη και ωφελεί να με βρει και να μου τα δώσει. Το ίδιο αινιγματικά και μαγικά όπως συμβαίνει πάντα με την πραγμάτωση των έσω επιθυμιών που μας απελευθερώνουν.
Η μόνη νοητή ελευθερία είναι η εσωτερική και η μόνη γλώσσα που αποκαλύπτει και περιγράφει το απείκασμα του κόσμου αυτού είναι η υποβρύχια γλώσσα,η γλώσσα του μέσα μας εαυτού,αυτή που χρησιμοποιούμε όταν είμαστε μόνοι.
Βερόνικα, ακόμα ερωτευμένη μαζί σου και με την μυρωδιά του ρετουσαρισμένου σελιλόιντ σου.

Παρασκευή, Ιουνίου 16, 2006

ΜαΡίΑ πΡιΜέΝτΑ αΡιΘμΟσ 1439/ ΕκΤαΦή


Έγερσις, 7 πρωινή. Κινήσεις γρήγορες κοφτές. Διαιρώ το χρόνο.
Το τελευταίο μου ραντεβού μαζί σου, πίσω από το μαντρότοιχο του Α’ Νεκροταφείου. Έρχομαι όπως τότε. Πότε; Τότε,παλιά που σε έπαιρνα από την εκκλησία κάτι Κυριακές που μύριζαν ύπνο και λιβάνι. Έρχομαι πάλι να σε πάρω όπως τότε. Πότε; θυμάσαι; Σε ποιό έτος ήμασταν; Σε αυτήν εδώ τη ζωή; Πόσο γρήγορα τρέχει. Τρέχω και είναι σα να μην έφυγα ποτέ. Το τιμόνι πονάει στα χέρια μου,ιδρώνει. Ο πανικός στις άκρες των δαχτύλων. Έρχομαι. Τα μαλλιά μου αναζητάν το χάδι σου. Έφτασα.
Όλοι μαζεμένοι πάλι όπως τότε που σε φέραμε,περιμένουμε εσένα. Έλα λίγο στο φως να ανταμώσουμε.Τσάπα, κασμάς, τσάπα. Τα αφτιά ψηλώνουν, τα μάτια ανοίγουν σαν παραθυρόφυλλα για να μπει το φως. Ακόμα τίποτα, φτυαριές...αναμονή. Κονταίνει η ανάσα,κονταίνουν όλα λες και κάποιος τα έκοψε σε μικρά καρέ. Που είσαι, ήρθα,που είσαι; Είμαι εδώ,για σένα .Η εγγονή σου, ε-γγο-νή σου, ψιθυρίζω,χωρίς να σκέφτομαι τι λέω. Τα μάτια μου τσούζουν,σα να βγήκα από μακροβούτι. Δεν μπορώ να ξεφύγω από το ίδιο μου το σώμα από τον ίδιο τον πόνο,με φυλακίζει εδώ και πρέπει να τον βιώσω, να τον φορέσω σα να ήταν το τελευταίο μοντέλο γυαλιών ηλίου,ή σαν κολλητό μπλουζάκι. Κοιτάω την μητέρα μου .Τα βουρκωμένα τοπία στο πρόσωπο της
«Μην πας,να την θυμάσαι όπως παλιά».
«Θα πάω μαμά, θέλω να δω τι απέμεινε».
Το σεντόνι γεμάτο πάστρα, μαυρίζει από τα κόκαλα και το χώμα. Πολλά είμαστε, πολλά. Δέκα μεγάλα μαύρα κόκαλα. Κοιτάω με αβλέφαρο βλέμμα.Το κρανίο σου, το πιο όμορφο κρανίο που έχω δει. Σε είδα λοιπόν, αυτό έγινες;Μικρά κόκαλα σαν κλαράκια δέντρου,ίχνη από ρούχα και μαύρο χώμα
«Είστε πολύ τυχεροί,λέει ο άνθρωπος με το φτυάρι, συνήθως δεν λιώνουν». Δεν τολμώ να πάρω το βλέμμα μου μακριά από τα ίχνη του κάποτε δικού σου, μοιράζουν τα κόκαλα,σαν να μοιράζουν ελπίδα στα πεινασμένα μάτια μου.Το λιωμένο φόρεμα, οι τρύπες του ιερού οστού καθώς τινάζουν το σεντόνι και το πρώτο πρωινό φως που περνάει μέσα από αυτές.Το ζω,το αξίζεις,το ζω. Κάνω πάλι την υπέρβαση,όπως τότε που σε κράταγα στα χέρια μου,σε ποια ζωή ήταν σε ποιο έτος δεν θυμάμαι πια.
«Γενναίο κορίτσι»!
Κάτω από το ρούχο Η λεκάνη σου λιπόθυμη κατρακυλάει στο σεντόνι. Αντέχω ακόμα, εσύ;Πιάνω το χέρι της μητέρας μου, «πάμε...θέλω να δω και τα υπόλοιπα.»Κατηφορίζω μαζί με τον θείο στο αποθηκάκι του Αγ.Λαζάρου, ακούω τρεχούμενο υγρό που δροσίζει.
Κρασί κόκκινο, μια υπέροχη μυρωδιά μαζί με νοτισμένο χώμα και ανάσα πρωινού,έτσι μύριζαν και οι σπονδές άραγε;Ένας νεαρός άντρας σε βάζει στο κουτάκι,ψάχνω το κρανίο,μετράω τα κόκαλαΜήπως και ξέχασε κανένα...Σε συναρμολογεί κομμάτι- κομμάτι μα δεν είσαι πια εκεί...δεν ήσουνα ποτέ εκεί,μέσα μου είσαι. Γι αυτό και άντεξα το ανέβασμα του μικρού μου ρόλου. «Ξέρετε κάτι, λέω στον επόπτη παραληρώντας , είμαστε χρόνος που λήγει, μάζα από χώρο και χρόνο, διαστελλόμαστε και συστελλόμαστε καταπίνοντας χρόνο. Αυτό δεν κάνουμε; Τρώμε τόσο πρόστυχα όλο το χρόνο μας μέχρι να γίνουμε όλοι μαύρες τρύπες οι οποίες θα ρουφήξουν τους εαυτούς μας.Αυτό νομίζω είναι ο θάνατος,η συνέχεια του ασυνείδητου που επεξεργάζεται στο διηνεκές τα στοιχεία που έχουν προκύψει από μια ζωή γεμάτη χώρο και χρόνο».Ο επόπτης χαμογελάει, δεν έχει ακούσει τίποτα.Ακούω την μητέρα μου από πίσω,
«Καλή μου είσαι τόσο όμορφη,γενναίο κορίτσι»
«Έπρεπε να τη δω,μαμά, τελευταίο ραντεβού»
Έτοιμη. Ακολουθώ την λάμψη του σκεύους,οι συγγενείς κάτι μου λένε δεν τους ακούω, τίποτα δεν ακούω πια, μόνο τα βήματα του επόπτη. Γρήγορη ανάσα.
Έτοιμη,εδώ είμαστε...σε αφήνω τώρα πάω να ζήσω, δεν θυμάμαι αν είμαι εγώ ή εσύ πια.Αν μιλάω την γλώσσα σου, αν φοράω σάρκα απο την σάρκα σου. Πάμε να φύγουμε μαζί, στο φως, έξω μαζί, όπως τότε. Πότε,δεν ξέρω,ίσως τότε.Ρίχνω μια τελευταία ματιά ΜΑΡΙΑ ΠΡΙΜΕΝΤΑ ΑΡ.1439

Έφυγα!

Πέμπτη, Ιουνίου 15, 2006

C' eTaIt IcI


Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 21 και 52 ακριβώς.
Στην σκηνή, σαν θεατρικό αντικείμενο, ένας άνδρας
κρατάει στην αγκαλιά του,ένα ακορντεόν που κλαίει χαμηλόφωνα. Αναπνέω περιμένοντας το κρεσέντο. Αγγίζω το τζιν μπουφάν που ντύνει τους ώμους μου,περιμένω. Και ξάφνου το ακορντεόν θυμώνει. Τελεία.
Ο Λυκαβηττός χειροκροτεί. Με βιασύνη ψάχνω να σταμπάρω την περσινή μου αγάπη στις μπροστινές θέσεις. Έπεσα πάνω της όταν μπήκα. Ο Ξ. με χαιρέτησε εγκάρδια,είχα κοντά ένα χρόνο να τον δω. Τον είχα σχεδόν ξεχάσει.

Καταναλώσαμε όλη την περσινή χρονιά με μουσικές αφιερώσεις και ταξίδια δίπλα στο ράδιο. Ο Ξ μου ,είναι μουσικός παραγωγός. Πάει και αυτό.
Η μουσική του Tiersen ανακατεύει την βότκα λεμόνι μου.
Αναμοχλεύει μνήμες και αισθήματα θαμπά σαν το χρώμα του γλυκάνισου .Φώτα κόκκινα,κάποιο βιολί πήρε φωτιά και αλυχτάει ο αφέντης το ακολουθεί σπασμωδικά,φώτα μπλε το στοιχειό βγήκε από τα πλήκτρα και γαργάλησε τις μασχάλες μας. Η κιθάρα με ένα απίστευτο ηλεκτρισμό γρατσουνάει την κρούστα που έπιασαν στο δέρμα τα συναισθήματα. Ανανεώνει τα κύτταρα μου.

Τι θεϊκή μουσική,θαρρείς και αυτός ο άνθρωπος κάνει παρέα στα μουσικά του όργανα,τους μιλάει και αφού τα σαγηνέψει τραβάει την μορφή του μουσικού αποτελέσματος από το μπράτσο και του δίνει σχήμα. Το λαξεύει μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά επάνω στη σκηνή. Καταναλώνω το ποτό μου σχεδόν αποσβολωμένη. Κοιτάω τα παιδιά πουλιά που κάθονται στα βράχια. Σαν κουρούνες χτυπάνε τα φτερά τους πάνω από τα κεφάλια μας.
Η μορφή σου βουίζει από τώρα στα αυτιά μου,ανατρέχω σε παλιές πληγές και ρωτάω αν έχουν κλείσει, σε παλιές ρωγμές γεμάτες λουλούδια,πάντοτε στις ρωγμές μου φυτρώνουν λουλούδια. Η μουσική δυναμώνει, κομμάτια γνωστά αλλιώς παιγμένα, υπό την πίεση της ηλεκτρικής παραμόρφωσης. Τα ντραμς φλυαρούν για ένα περίεργο έπος,σε θυμάμαι μα δεν μπορώ να σε σκεφτώ.

Ο μπασίστας που είναι σκυφτός σα να ψάχνει κάτι κάτω από το τραπέζι αναγουλιάζει το μέσα μου βυθό, ο κιθαρίστας παίζει με το δοξάρι και ανοίγει στοιχειωμένες πόρτες γεμάτες μνήμη, η μικρή στα πλήκτρα βγάζει από τα μαύρα τρελές ξωθιές που τραβάνε τα πόδια των μουσικών και σπρώχνουν τα χέρια τους βαθιά μέσα στη φόδρα της μουσικής. Που πήγα;Σε ποιον τόπο έχω φτάσει μεσιέ Yann; Που είναι το μαύρο μου παλτό,η χιονισμένη μου ψυχή; Το σώμα του Tiersen μεταμορφώνεται,παίρνει το σχήμα ενός ακορντεόν,καμπουριάζει ανοίγει ξανακλείνει...τον θαυμάζω,τι καλά να μπορούσα και γω να κρατήσω στην αγκαλιά μου σαν ερωμένες όλα αυτά τα όργανα!
Υγρασία,απόλυτη υγρασία μαζί με βιολί και ψυχή. Σε τόσα όνειρα διάλεξα ένα. ΕΣΕΝΑ... Πίνω γουλιές από νότες και φώτα από μουσικές συγχορδίες και ξόρκια.
Είναι ιερή η στιγμή που ο χρόνος περνά .Ιερή η στιγμή που ο χρόνος περνά.
Θα μπορούσα να μείνω μαζί του άλλα τόσα βράδια ,άλλα τόσα χρόνια και να τον ακούω, να τον βλέπω να δίνει σχήματα κυκλικά στο σώμα, τετράγωνα και τρίγωνα στην μουσική.
Να μείνω εκεί που ήταν αυτός, μέχρι την παρθενική αυγή, μέσα στην οποία μια αρχαία σφίγγα,αυτή που πρωτογνώρισα χρόνια πριν, περιπλανιέται στην κόρη του ματιού σου.CETAIT ICI.

Τρίτη, Ιουνίου 13, 2006

ΟμΟκΕνΤρΟι














Η ΑΙΣΘΗΣΗ:
Είμαι στο κέντρο ενός σημείου,ίδιας σημασίας και ομόκεντροι κύκλοι καθημερινότητας πέφτουν πάνω μου σαν χούλα χουπ
Η ΓΝΩΣΗ:
Δεν θα ξεφύγω το έχω βιώσει ξανά. Μόνο αν ερωτευτώ
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ:
Θέλω να ερωτευτώ αλλά φοβάμαι να υποπέσω στον μετέπειτα κενότοπο του έρωτα

Η ΤΕΧΝΗ: Κάποιος μου έλεγε να μην σνομπάρω την θεωρία της τέχνης και τη θεωρία της τέχνης μέσα στη ζωή.
Ίσως λοιπόν το αεροπλάνο της πυρόσβεσης που κάνει ομόκεντρους κύκλους πάνω από μένα να έχει καλό σκοπό...ίσως να πιάσω φωτιά από ώρα σε ώρα και να τα καταφέρω...να καταφέρω να ερωτευτώ.

Παρασκευή, Ιουνίου 09, 2006

SkIpPeRs+ΜπΛε ώΡες μΕ τΟν ΣωΚρΑτΗ μΑλΑμΑ













Μεσημέρι Παρασκευής με συννεφιά και λίγο κόσμο.. Τη βαρέθηκα τη συννεφιά. Φέτος το μενού είχε πολλά σύννεφα,άλλες φορές λευκά σαν αφρό ξυρίσματος,άλλες φορές παχιά με γκρι κοιλιές σαν αεροπλάνα ή καμωμένα λες από καπνό πούρου και άλλες αραχνοΰφαντα,σα γάζες.
Πέρυσι τέτοια εποχή είχαμε αέρηδες,τρελούς και φουριόζους που κάνανε πάρτι κάθε νύχτα στη βεράντα και δεν με άφησαν να κοιμηθώ καθόλου. Έβγαινα τις μικρές ώρες της νύχτας και μετρούσα τις απώλειες.
Μου τη σπάει ο αέρας, με ταπεινώνει.
Και τα σύννεφα με νευριάζουν,όχι όσο ο αέρας. Αλλά με κάνουν μελαγχολική και μουντή με σκεπάζουν λίγο σαν πικέ κουβέρτα ίσα ίσα για να μην κρυώσω από το αναρίγισμα της ευθυμίας
Με το βλέμμα καρφωμένο στα ψηλά κατάρτια,ανιχνεύω…Ψάχνω το μέρος
που θα καρφώσω τη μιζέρια τούτης της ώρας και το μέρος που θα πνίξω τη μελαγχολία με τα πυκνά μαύρα μαλλιά!

Με τέτοια ψύχρα ακόμα, που φτάνει τα όρια της ενόχλησης,δεν μπορώ να χαλαρώσω και να συγκεκριμενοποιήσω το βάθος πεδίου που απλώνεται μπροστά μου.
Με δυσκολία κάθομαι. Κρατάω με τα δύο χέρια αγκαλιά τον εαυτό μου σα να είναι ο μισός σπασμένος!Δύο τρεις γουλιές από αυτό το πορτοκαλί υγρό και δρόμο.
Ο φόνος των δύο κοριτσιών αναβάλλεται για άλλη μέρα!


Πέρασαν πάλι έτσι γρήγορα οι μπλε ώρες σήμερα. Σε σκέφτηκα να κυλάς μέσα τους αλλά ανέπνευσα δυνατά και έφυγες μαζί με την εκπνοή μου.
Πέρασαν στο γρήγορο,την τρέχω την μέρα σήμερα
Έχω μια αδιάφορη ματιά για όλα σήμερα και μια σκέψη που μου τραβάει το χέρι να πάμε να σε βρούμε
ΌΧΙ...Δεν σηκώνομαι. Δε βρίσκω λόγο να ανταμώσω τον πύργο σου.
Πέρασαν οι μπλε ώρες ταχύτατα,μέχρι να στεγνώσω τα μαλλιά μου και να ρίξω στο πάτωμα το βλέμμα μου είχε κι όλας νυχτώσει. Με ένα τηλεφώνημα και λίγο ξεσήκωμα βρέθηκα στη συναυλία του Σωκράτη Μάλαμα. Κόσμος πολύς,κανένα κενό στον συναυλιακό χώρο μόνο κεφάλια και καύτρες. Χάρη σε αυτήν την συναυλία ένιωσα πόσο απίστευτα κενή συναισθηματικά, έχω καταντήσει και χάρηκα.
Χάρηκα γιατί τίποτα δεν με αγγίζει όπως πρώτα και τίποτα δεν με υπονομεύει όπως παλιά. Τότε που έπεφτα με τα μούτρα στον έρωτα και τσάκισα όλους τους μύες του προσώπου μου. Από τότε δεν μπορώ να
χαμογελάσω εύκολα,ούτε να κλείσω τα μάτια μου όταν είναι να ευχαριστηθώ κάτι. Πιάνει αέρας πάλι,έχει ψύχρα. Χαζεύω τα μαλλιά των κοριτσιών που χορεύουν με δύναμη μπροστά από το κούτελο σα να θέλουν να πετάξουν,τι σου κάνει ο αέρας,σου δίνει μια απίστευτη κινητικότητα, παρ’ όλο που εσύ στέκεσαι ασάλευτος.
Κοιτάω τις κουρτίνες στην σκηνή και τον μικροσκοπικό άνθρωπο στο κέντο της, με την ψυχή του ανοιχτή και τόσο μεγάλη σαν τον ουρανό,προσέχω τα νέα τραγούδια ,πιο ροκ, με εξίσου όμορφα λόγια,δυνατές συγχορδίες,λαρυγγισμούς που θυμίζουν μπέρδεμα,και μέσα στις παύσεις κάτι αέρινο. «Όσα κομμάτια και αν μπορέσεις να ενώσεις δεν θα σου φτάσουν μια στιγμή για να με νιώσεις»
Κρίμα που δεν είμαι εδώ όπως κάποτε. Νομίζω ότι ξεβάφω από έρωτα κάθε χρόνο σκουραίνω από ένα παράξενο συναίσθημα παραίτησης και φόβου. «Στα είπα όλα, φίλα με τώρα»

Το μόνο που με κάνει να θυμάμαι πως κάποτε υπήρξα με χρώματα είναι αυτές οι μπλε ώρες,το λυκόφως κοινώς,που με κάνει και υγραίνω τα μάτια μου. Τα φώτα ανάβουν. Τέλος το φαρμάκι,τέλος το παραμύθι σου. Σκέφτομαι λογικά πια και λέω στους δίπλα: «Ωραίος ο Μάλαμας,ταξίδι ολόκληρο».Συμφωνούνε και ξεκινάνε μια συζήτηση. Δεν τους ακούω, οι φωνές χαμηλώνουν γύρω μου,δεν είμαι πουθενά,φουσκωμένο ιστίο η σκέψη μου ξανοίγεται και αφήνει το λιμάνι της βραδιάς.
Άσε μας κάτω ρε Σωκράτη... γιατί είναι αλήθεια πως «Ξεπούλησα το νου μου
κορόιδο του εαυτού μου/αράχνη σ' ακατοίκητο ουρανό/Νομίζω τα 'χω χάσει
δε σ' έχω ξεπεράσει/κοιτάζω το κουδούνι σου αδειανό.
Δε μένει εδώ κανείς.



Κυριακή, Ιουνίου 04, 2006

ΓόΡδΙοΣ δΕσΜόΣ


Μπήκα σε ένα καράβι,όχι αληθινό καράβι,αλλά από αυτά που φτιάχνει ο νους κάθε τόσο για να δραπετεύει και δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω.
Βαθιά αναπνοή και δρόμο, είπα καθώς ανέβαινα την μπουκαπόρτα του.

Και δεν γύρισα να κοιτάξω. Αυτή τη φορά έβαλα εγώ τους όρους. Θα κοιτάξω μόνο αν έρθεις στο λιμάνι και σπαραχτικά με φωνάξεις για να κατέβω.

Δεν έρχεσαι,δεν γυρνάω... «Μην πίπτεις κοριτσάκι,λέω κάθε τόσο, μην πίπτεις,

καμία οπισθοχώρηση στα όνειρα μας,ακούς;»

Κανένας τόπος δεν θα γίνει το Βατερλό μας... Το πλοίο ζεσταίνει τις μηχανές του,σχεδόν ξεκίνησε και γω στέκομαι εδώ μπροστά στο γόρδιο δεσμό του Ιούνη χωρίς σπαθί,χωρίς δύο λέξεις στα χείλη. Αφήνω τον τόπο μας πίσω,δεν υπάρχει πουθενά αυτός ο τόπος,μόνο στα μάτια αυτών που τον αντίκρισαν,η αληθινή μου πατρίδα χαμένη καιρό τώρα από Θεία τιμωρία.

Το λιμάνι θαρρώ απομακρύνεται βγάζω από την τσέπη του μπουφάν (έχει κρύο πολύ σε αυτό τον τόπο που αφήνω)την συναισθηματική μας πυξίδα. Της ρίχνω μια τελευταία ματιά,την κρατάω λίγο στα δάχτυλα μου και με μια κίνηση την πετάω στη θάλασσα. Δεν κοιτάω δεν τολμάω να γυρίσω να δω την απουσία σου. Περιμένω το σφύριγμα και καθώς αναμένω σκέφτομαι κάτι που με τρομάζει. Μεσοπέλαγα χωρίς εξάντα;Δηλαδή τι; Δεν χαράζει τίποτα στο βάθος.... αλλά όχι πια. Πάντα χαράζει.

Σάββατο, Ιουνίου 03, 2006

ΕιΚοΝα


Οι σκέψεις λικνίζονται στο μπλε βυθό του μυαλού μου.Αναπολώ ρεμβάζοντας το ταβάνι και μιάζοντας τις ίνες της κουρτίνας με μελαγχολία. Με ένα άδειο ποτήρι ρούμι στο χέρι...Με ένα χέρι και ένα ποτήρι χωρίς τίποτα μέσα του και μέσα μου τόσα!

Τα πάντα σκάνε με ταχύτητα φωτός,χτυπάνε στο πάτωμα στους τοίχους στα μικρά παράθυρα στα έπιπλα και έπειτα επάνω μου με φόρα ,με φόρα απίστευτη Επάνω μου λες και φταίω εγώ που τα έζησα μόνο έτσι.Τα πάντα καίγονται όπως ένα φιλμ!

Γεμίζω το ποτήρι,τα κομμάτια που μου έβαλες να ακούσω είχα να τα ακούσω 11 χρόνια και ήταν όλη μου η εφηβεία και ίσως και λίγο πιο μετά.Ήταν ότι καλύτερο είχα αποφασίσει να ζήσω.

Εκεί πίσω δεν υπάρχει τίποτα πια παρά μόνο νιότη και ένα γαλάζιο φως που τη νανουρίζει!


p.s:"Θα 'ρθει ο καιρός που θα σπάσω την πόρτα, και η καρδιά μου στο φώς θα χιμήξει θα φύγω μακριά, θα πετάξω ψηλά, θα πετάω σ' ασύλληπτα ύψη, και τότε πια δεν μπορεί Αυτή η χλωμή, αυτή η φτηνή η τιποτένια μου θλίψη, θα μείνει ορφανή, θα γυρνάει σαν τρελή
θα ζητάει να με βρει και δε θα με βρίσκει, Κι ούτε πρόκειται ελπίζω ποτέ να μου λείψει δεν πρόκειται ελπίζω ποτέ να μου λείψει"

Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2006

ΚαΛό ΚαΛοΚαΙρΙ

Λίγος ύπνος...τα μάτια μου από κάτω σχημάτισαν κάτι μικρούς κόλπους με μαύρη άμμο.. πίνω μια τζούρα καφέ.. καίγομαι
Η τιμωρία της γλώσσας στην πρώτη γουλιά..συμβολικό,συγκλονιστικό,
κάθε φορά καίγομαι από το ίδιο πράγμα.
Ανοίγω τα ρολά να μπει φως,άπλετο φως και να τα κάψει όλα,να τους αφαιρέσει κάθε σχήμα, με το λευκό,να τα αγιοποιήσει
Αναπνέω την πρώτη του μήνα, όπως σνιφάρει κανείς κοκαΐνη. Γεμίζω τα πνευμόνια μου από σπάργανα Ιούνη. Η μέρα είναι τόσο καινούργια που τα χρώματα της δεν έχουν ακόμα στεγνώσει.Ο πλατύστερνος Ιούνης μου επιτέλους εδώ,μου έφερε κεράσια και τα όνειρα της πικροδάφνης
Κοιτάω τα γυμνά μου πόδια,ξυπόλυτα δροσίζονται στο δροσερό πάτωμα...
Ψάχνω τη θέα στο βουνό μήπως βρω κάποιο σημάδι σου.
Δεύτερη γουλιά καφέ.
Ο ήλιος μου ζεσταίνει την πλάτη,το καλοκαίρι κατοικοεδρεύει στα μαλλιά μου,
γεμάτα πεταλίδες και ξεραμένα φύκια να μπερδεύονται.
Άρωμα θηλυκής αλμύρας στις ξέρες σου,
κοάσματα βατράχων στους υδροβιότοπους τους κορμιού σου.
Πυρακτωμένη καλοκαιρινή άσφαλτος και συ ψηλό κυπαρίσσι με πράσινο βλέμμα.
Το νάμα! το νάμα και που να ξαποστάσω να το πιω; Με χαζεύει ο Ιούνης, με χαιρετάει ο κόσμος,θαυμάζοντας το καινούργιο μου ψάθινο καπέλο. Μα εγώ θέλω να πιω το νάμα.
Ξερό ,καυτό καλοκαίρι,και συ πιο κάτω να στρίβεις το τσιγάρο σου φλερτάροντας.
Σήμερα δεν πάω δουλειά,θα φλερτάρω μαζί σου