Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2013

ΣτΗν ΠάΟλα






Κάπου διάβασα πως ότι φωτίζεται δεν σημαίνει ότι υπερτερεί κι όλας. Υπάρχει και η σκοτεινή χαρισματική μας πλευρά.
Δεν είχα ιδέα για εκείνη. Οι κόσμοι μας τελείως διαφορετικοί. Δύο παράλληλες γραμμές που δεν τέμνονται ποτέ. Το όνομα της με παρέπεμπε σε ένα μέρος εξωτικό ή μια κακόφημη παμπ γεμάτη χνώτα. Δεν είχα ιδέα. Μέχρι που έπεσε στα χέρια μου η συνέντευξη της, μέχρι που είδα τις φωτογραφίες της. Δεν  είχα ιδέα για εκείνη. Το όνομα της ένας μικρός πλανήτης με κόκκινο χρώμα και σπασμένο άξονα. Κάτι με έκανε να την πλησιάσω. Σαν να υπήρχε εκείνο το μονοπάτι μεταξύ μας πριν από μας. Όταν αντάμωσα τις φωτογραφίες της είδα την εποχή μου να τεντώνει μουδιασμένη τα άκρα της. Είδα εκείνο τον άγουρο ερωτισμό και την κρυφή ενοχή του πόθου. Ασπρόμαυρα ενσταντανέ ψήλωναν μέσα από ανακατωμένες μυρωδιές του χώρου. Όμορφα αγόρια, λίγο ντροπαλά, λίγο ξένα. Όμορφα αγόρια, ακίνητα στο χρόνο με μια στύση γεμάτη ηλεκτρισμό και μια πορτοκαλί αναμονή στο βλέμμα. Τίποτα το χυδαίο. Μέσα στα σλιπάκια τους και στα αχτένιστα μαλλιά τους η αθωότητα μιας εποχής που ξεψύχησε  και πάει. Η αθωότητα, ναι. Ποιος να μου το έλεγε, σε μένα, σε ένα παιδί που αρνείται να μεγαλώσει. Σε έναν ξεφτισμένο Πίτερ παν που δεν λέει να ξεκουμπιστεί ακόμα από την χώρα του ποτέ. 
Μια σειρήνα αναβοσβήνει στο δωμάτιο. Νιώθω περίεργα. Σαν να με πλάκωσαν τόνοι αστερόσκονης. Νιώθω το τραύμα μου ξανά να με τραβάει. Εκείνο το αρχαίο τραύμα της διαφορετικότητας μας. Μέσα από μια παχύρευστη αμηχανία, τελικά την συνάντησα. Ακέραιη. Στάθηκε μπροστά μου σαν μεγάλο δέντρο. Μόνο καλά λόγια είχα να της πω. Μόνο φως. Παρατήρησα τα μάτια της, και το πένθιμο χρώμα των νυχιών της. Είδα όλα εκείνα τα όμορφα αγόρια να αναπνέουν μέσα από αυτήν και μια ενεργή αθωότητα με χαστούκισε με δύναμη. Χαμογέλασα. Δεν με είδε. Λίγο πριν το τέλος ένιωσα ότι πρέπει να φύγω. Ένιωσα πως αντίθετα από ότι έμαθα στο σχολείο κάποτε στην ζωή, υπάρχουν κάποιες μικρές παράλληλες γραμμές που κάποια στιγμή, κάποια μαγική στιγμή, τέμνονται. Χάιδεψα την σκύλα της που περίμενε υπομονετικά. Και τότε κατάλαβα βλέποντας τα μάτια της  πως όλη αυτή την αθωότητα που είχα δει την έχει κρύψει εκεί .Στα μάτια του σκύλου της. Εκεί για να μην τολμήσει να την εξουσιάσει άλλος κανείς. Καλή συνέχεια Πάολα. Οι ρίζες δεν χάνονται ποτέ. Κανείς δεν θα σε αποδυναμώσει.
Μην με υποψιαστείς για την καλοσύνη και τον θαυμασμό μου. Δεν φταίω εγώ. Εσύ φταις που νικάς με την δύναμη να είσαι αυτή που πραγματικά είσαι.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

MέΣα ΓεΝάΡη


Οι μέρες μεγαλώνουν σιγά σιγά κι ελπίζω να χτίσουμε συμπαθητικά νοερά τείχη γύρω μας έτσι που να εμποδίζεται κάπως η ασχήμια της πιάτσας. Η μουσική, τα βολβοειδή άνθη, οι παραμελημένες Αλκυονίδες μέρες, το θέατρο, το διάβασμα, ο κινηματογράφος και φυσικά ο ποδαρόδρομος, όπου επιβάλλεται, πιστεύω ότι μπορούν, αν μη τι άλλο, να μας συμπαρασταθούν ηθικά. 
Σαν κουρασμένη λυχνία που σβήνει την έκανε για τα καλά το 2012. 
Κάποιος μου ψιθυρίζει στο αυτί «πρωί πρωί και είσαι ακόμα μεθυσμένη»… Όχι, δεν είμαι μεθυσμένη, είμαι καλοδιάθετη. Λατρεύω όσους αντιστέκονται σε ότι χαραμίζει το χρόνο που έχουμε για να ζήσουμε. Που έρχονται σε επαφή με τα όνειρα τους αντί να κρύβονται . Τώρα που είπα κρύβονται… Πρόσφατα έπεσε στην αντίληψη μου μια φωτογραφία που με έκανε να απορήσω. Μια γυναίκα χοντρή σαν ιπποπόταμος με πράσινο κοντό φόρεμα και μπαλαρίνες, ασφυκτιά στο λίπος της, ένα ζεστό απόγευμα του Ιουνίου σε γνωστό μαγαζί του κέντρου. Μπροστά της μια γνώστη φυσιογνωμία από τα παλιά χαιρετάει την κάμερα χαμογελώντας. Μακάρι το delete να μπορούσε  να υπάρξει ως η υπέρτατη θεϊκή πράξη;(γέλια).  Έπειτα από ώρα παρατήρησης του φαινόμενου(που παρέπεμπε σε εξώφυλλο δίσκου για δημοτικά τραγούδια πανηγυριών) κατέληξα πως κάναμε όλα μας τα λάθη για συγκεκριμένους και αναπόφευκτους λόγους. Γιατί, εκεί και τότε δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. 
Και ο καιρός προχωρεί ενώ οι άγιοι Αντώνιος και Αθανάσιος, θα επιχειρήσουν να κρατήσουν χλιαρό το γιορταστικό καθεστώς. Η χάρτινη ζωή σταθερά εκτεθειμένη στους βοριάδες που αγωνίζονται ποιητικά να «παγώσουν τα αρνάκια», σταθερά ανισόρροπη, κι εκτός πραγματικότητας. Κάτι αθεράπευτα «μεσοπολεμικό» κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα. Ευτυχώς ο καιρός τα φέρνει έτσι που με κάνει να ξανά ανταμώνω με ποιητές που συνεχίζουν και  παίζουν τυχερά παιχνίδια. Ποντάρουν λέξεις και κερδίζουν ή χάνουν την ψυχή τους. Λένε ότι οι ποιητές είναι ικανοί παίκτες γιατί έχουν μια τάση να ποντάρουν συνέχεια στα ρέστα τους. Και κάπως έτσι από την αγκαλιά σου περνώ στην αγκαλιά του χειμώνα, αναίμακτα, τρώγοντας πορτοκάλια και αφήνοντας τα ζουμιά να στάξουν παντού. Τρέχοντας ιλιγγιωδώς να φτάσω στην δουλειά πάντα καθυστερημένη, ενώ αργά το βράδυ μέσα από τα τζάμια του συνοικιακού γυμναστηρίου κοιτάω τη νύχτα να μικραίνει και τους παλμούς μου να ανεβαίνουν αυθαίρετα. Μου αρέσουν οι νύχτες του Γενάρη. Είναι αδιάβαστες και πρόχειρα βαλμένες. Είναι αποπροσανατόλισες γεμάτες σαπφείρινες προσδοκίες και ηλεκτρισμένες αναμονές.
Και κάπου στο βάθος όλων αυτών το σχήμα της άνοιξης σαν αμφιφανής αστερισμός ξεπροβάλλει.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 04, 2013

2013




Όπως πάντα φεύγει. Όπως γίνεται πάντα κι έπειτα ξυπνώ ελαφρά πανικόβλητη σ' ένα πρωινό με παρθενικό άλλοθι. Άντε να προσαρμοστώ στη νέα ημερομηνία. Όπως πάντα. Όπως όταν αλλάζει η ώρα. Όπως γίνεται πάντα.  Τόσο απλά, τόσο ήσυχα. Μέσα μου λιακάδες ακόμα, οι θερμοκρασίες εύκρατες. Μυρίζει τα βράδια γιασεμί και γαζία, όπως στα αρχαία κανταδόρικα τραγούδια. Μπήκαμε λοιπόν με την πλάτη γυρισμένη στο 2013 και μετά μπήκαμε στο σαλόνι γιατί έκανε ψύχρα. Τα πράγματα αποσυνθέτονται εκεί έξω. Αντιστέκομαι με μια κοφτερή ειρωνεία στο βλέμμα και στις λέξεις. Δεν σκοπεύω να τα βάψω μαύρα. Μπα. Προτιμώ κάτι προς γκρενά με βερικοκί ανταύγειες, χαζεύοντας  διαδικτυακά τους πίνακες του αγαπημένου μου Bernarnd Buffet που πριν από 15 χρόνια υπήρξα φανατική θαυμάστρια του ειδικά εκείνων των αιχμηρών ασπρόμαυρων έργων με θέμα το Θείον Πάθος κι ύστερα απότομα τον ξέχασα. Όπως άλλωστε και τόσο κόσμο. Ακόμα και με αυτούς που έζησα χρόνια δίπλα τους. Μια μέρα απλά τους ξέχασα σα να μην με κατοίκησαν ποτέ.Γι' αυτό ψηφίζω σταθερά τον ενεστώτα, αυτό το συγκινητικό «τώρα», τη μοναδική σταθερή φλούδα κάτω απ' τα πόδια μου. Για την ώρα όμως παρηγορούμαι κάτω από το φως του πορτατίφ με παλιά ημερολόγια, συμβιβασμένη με τα φαντάσματα των επιθυμιών μου, ενώ έξω φυσάει ο βοριάς όλων των γνωστών παλιών ποιημάτων. Άραγε διαβάζει κανείς στις μέρες μας τα μυθιστορήματα της Φρανσουάζ Σαγκάν; Αυτά που κάπου στα τέλη του προηγούμενου αιώνα κατέγραφαν τη ζωή εκπροσώπων της αστικής τάξης, που είχαν καταφέρει να σοκάρουν κάποιους ευαίσθητους με τον κυνισμό, αλλά και την τρυφερότητα με την οποία η συγγραφέας τούς παρατηρούσε;

Άρχισα να σημειώνω τις υποχρεώσεις μου στο νέο  ημερολόγιο του  2013.Προθεσμίες, ακυρώσεις, λογαριασμοί και νέα χαράτσια, τεχνητοί παράδεισοι υποχρεώσεων, τηλέφωνα, ημερομηνίες υπογραμμισμένες με κόκκινο, ονόματα εντελώς καινούργια, κι ας με βασανίζουν τα παλιά. Και ο χρόνος που γλιστρά διανθισμένος με χριστιανούς μάρτυρες επιφανείς, συν τους δικούς μου, συν την κατάρα της μνήμης, συν την γλυκιά ασέβεια των αναμνήσεων. Αύριο κι όλας 5 Ιανουαρίου. Καλή χρονιά. Στην καρδιά ο γνωστός πάγος.