Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2007

... AnD a HaPpY nEw YeAr


Το 2007 όλο και καμπουριάζει την πλάτη του. Έχει συρρικνωθεί σε μέγεθος μικρού καρπού αμυγδαλιάς. Το κοιτάω με κάποια θλίψη. Περίεργα χρόνια. Κυρίως δισύλλαβα με μπόλικο τρόμο να λερώνει το μανίκι τους.
Πλησιάζει το 8 σαν θηλυκό με σέξι καμπύλες. Θυμίζει πολύ αυτές τις γυναίκες που έχουν την δυνατότητα να αντιστέκονται στην σταθερή έλξη της γης. Μπελαντόνα. Άτροπος. Βγάλε το φίμωτρο του χρόνου.
Κοιτάω τις φλόγες στο τζάκι που μανιάζουν. Χωρίς αυτές τα ξύλα δεν θα μπορούσαν να ερωτοτροπούν. Γύρω μου πάλι τα depon χουρχουρίζουν στα γυάλινα ποτήρια. Χαρτομάντιλα, σαν πετάμενα νυφικά μικρού μεγέθους, εδώ κι εκεί. Πλησιάζει το 8 και γω θέλω να κλάψω γοερά. Σιχαίνομαι τους αριθμούς που με πλησιάζουν. Προτιμώ να ερχόταν πάνω μου ο άγνωστος Χ.
Κοιτάω τα δάχτυλά μου. Σα να γέρασαν. Χώνω το τρίτο μέσα στο κέικ βανίλια που μπαγιατεύει μπροστά στο τραπέζι του σαλονιού. Το βυθίζω μέχρι την δεύτερη άρθρωση. Μου λείπεις. Θέλω να πιστεύω πως δεν είμαι απλώς ένα αξεσουάρ για να στολίζεις τον κόσμο σου.
-Σαν να μην αργεί η άνοιξη...Την μυρίζεις; Στον αέρα. Την μυρίζεις;
-Στο χώμα την μυρίζω, στις συλλήψεις των σπόρων.
Μου λείπει το νοτισμένο χώμα, οι δροσοσταλίδες πάνω στο φλοιό των δέντρων. Μου λείπει η γη. Το ψιθύρισμα του αέρα ανάμεσα στα φύλλα. Τη νύχτα βγαίνω συχνά στην βεράντα. Σκαλίζω το νωπό χώμα, ψάχνοντας για ιαματικά φυτά. Με αυτό τον τρόπο ξεχνάω την ουτοπία του επίκαιρου. Τον φόβο του επίκτητου πανικού.
Σκέφτομαι την χώρα μου βυθισμένη στο νερό. Την χώρα μου σαν υποβρύχιο βανίλια.
Το ξέρω, είμαι απόκοσμη.
Κάθε βράδυ στα όνειρα μου,σκάβω το χώμα ψάχνοντας να βρω το συστατικό που μου λείπει. Όταν κάποτε το βρίσκω, σαν βολβός είναι,το δοκιμάζω. Μοιάζει με μαύρο υδράργυρο. Και μετά, κάθε φορά που ανοίγω τα μάτια μου έχει χαθεί. Σα να μην το έφαγα ποτέ.
Κοιτάζω έξω. Φέγγει αμέριμνος ο κόσμος μας. Βάλαμε στη μελαγχολία φωτάκια. Και γιορτάζουμε γι αυτό. Παράξενος κόσμος. Ποτέ δεν θα τον καταλάβω.
Ωστόσο, σήμερα η μέρα ενοχλείται από ένα εμβόλιμο μπλε μεστωμένης άνοιξης. Πάλι για την Άνοιξη μιλάω. Την ψάχνω στις τσέπες μου μαζί με τα κοκαλωμένα χαρτομάντιλα.
Πλησιάζει το 8 λοιπόν. 2008 χρόνια και ακόμα να καταλάβουμε τι είμαστε. Μικρέ βοηθέ έλα μαζί με αυτά που σου έμαθα. Μην ξεχάσεις να φέρεις μαζί με το κρασί και την ένεση ευδαιμονίας των 100 μιλιγκράμ. Γενναία δόση. Είμαι ντοπαρισμένη. Γιούχου! Πολιορκημένη πάλι από σκέψεις θετικές. Πολιορκημένη από φιλήδονα χαμόγελα και αφεψήματα γεμάτα ροζ χυμούς. Τόση ομορφιά τι να την κάνω; Τόσα μιλιγκράμ στο αίμα μου θα με συντηρήσουν μέχρι εκείνο το μαγιάτικο απόγευμα που θα επανέλθω χαμογελώντας χαρούμενα. Όπως οι μεθυσμένοι στα κράσπεδα της νύχτας!
Εκλογίκευση. Όλα είναι εκλογίκευση εκ των υστέρων.

Ραντεβού λοιπόν ξανά στους ναυαγισμένους παραδείσους του 2008.Ναι, πάλι μακροβούτια θα κάνουμε.
Η χρονιά αφιερώνεται σε αυτούς που παντοιοτρόπως αντιστέκονται.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 22, 2007

Χ-mAs Me


Πλησίασαν τα Χριστούγεννα τις άκρες των τακουνιών μου, όσο εγώ έτρεχα να τους ξεφύγω. Με τράβηξαν από τα μαλλιά και με έφεραν πίσω. Ακόμα να μάθω το χρώμα των ματιών τους. Ακόμα να τα καταλάβω. Σαν τσίρκο μοιάζουν έτσι φωτισμένα. Δεν μου αρέσουν οι γιορτές. Ψεύτικες είναι. Όλος ο κόσμος. Ψεύτικος πια. Πάντα βάζω ένα ακόμα σε αυτά που δεν ξέρω αν θα αλλάξουν και ένα πια σε αυτά που έχω δουλέψει πολύ. Ας πούμε. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν πια. Δεν μπόρεσε κανείς να λύσει με υπομονή τους κόμπους μου. Ακόμα.

**Τοποθετούμε τα σκύβαλα σε πλαστικές σακούλες και τις δένουμε πάντοτε σφιχτά. Δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στα σκύβαλα που στάζουν.

-Θα σκότωνα για να σε έχω.
-Είσαι ο απύθμενος ουρανός μου.
-Θα σκότωνα σου λέω.
-Είσαι το αμόλυντο σύμπαν μου.
-Θα σκότωνα ,αλήθεια. Θα σε άφηνα χωρίς αστέρια και τόσο στα ρηχά.
-Σε λατρεύω.

**Δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στα σκύβαλα που στάζουν. Οτιδήποτε σε υγρή μορφή λερώνει και μολύνει.

-Που σε είχα αφήσει ένας θεός ξέρει. Έπινες από το ποτό μου εκείνη τη νύχτα που σε πέταξα.
-Θέλω να σε ξαναθυμηθώ.
-Εγώ σε γέρασα μέσα μου πια. Σε βρήκα στην αποθήκη μαζί με το περσινό Χριστουγεννιάτικο δέντρο μου. Σε ανέβασα πάνω στο σαλόνι. Δεν ξέρω αν ήσουν εσύ. Έμοιαζε το πρόσωπο σου με εκείνη την κοπριά με το περίεργο σχήμα που πάτησα προχτές το βράδυ καταλάθος. Πήγα πάλι να σε πετάξω. Δεν σε χρειάζομαι μάλλον πια.
-Άσε με να σε ξαναθυμηθώ. Μου έλειψες!
-Να σε πετάξω θέλω. Καθόλου να μη με θυμηθείς. Θα κοιμάμαι όσο μου μιλάς και θα αναπνέω μπλε οξυγόνο όσο χάνεσαι μέσα στα σκοτάδια μου. Τα πνευμόνια μου θα μοιάζουν με παράξενο χριστουγεννιάτικο δέντρο Με ανακουφίζει το φευγιό σου. Με κάνει και φαίνομαι σαν στολίδι στα ακροβλέφαρα του κόσμου. Θυμάσαι αν σε πέταξα ή αν σε έχασα πια; Τι νόημα έχει; Το έχασα τα βράδια που σε έψαχνα. Δεν φόραγα παπούτσια, μόνο άσφαλτο στις φτέρνες. Χωρίς alarm και ζώνη ασφαλείας. Πήγαινα με καλοκαιρινά ρούχα στην καρδιά του χειμώνα να σε βρω. Έπεσα πάνω σε πεταμένα Χριστούγεννα διαβρωμένων οικογενειών. Έσπασα τα μούτρα μου σε γυρισμένες πλάτες και παγωμένα βλέμματα. Σε αποσυντιθέμενες γιορτινές στιγμές. Μα τι νόημα έχει πια;.Ούτε το φως του δωματίου σου που σιγοκαίει τα βράδια δεν μπορώ να δω. Ποτέ δεν μπόρεσα.



***Ποτέ δεν αφήνουμε τα σακούλια εκτεθειμένα, για να αποφύγουμε το σχίσιμο από γάτες καθώς και την προσβολή τους από έντομα ή τρωκτικά. Τοποθετούμε τις σακούλες σε κατάλληλα σκυβαλοδοχεία, τα οποία διατηρούμε πάντοτε κλειστά.

«Θα αποκεφαλίσω όλα όσα μπαίνουν στο δρόμο μου προκειμένου να σε φτάσω» Είχες πει. Τόση βαβούρα στο δρόμο σου,κι ούτε ένα πτώμα. Μα πως ζούμε έτσι; Πως μπορούμε ακόμα και αναπνέουμε μέσα σε τόσα λαμπιόνια και Αι -Βασιλίδες που προσπαθούν από κάπου να μπουν. Τόνοι σκουπιδιών μπροστά μου όλο. Δεν ξέρω που να ψάξω πια. Βρόμισε ο τόπος νεκρές ελπίδες. Περίμενε με, αν θες, ωστόσο. Θα βάφω τα μαλλιά μου κάτω από το φως της δύσης. Κάτι θα σκεφτώ. Έτσι και αλλιώς, όλα πια είναι μια τρέλα.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20, 2007

dogmaRT!

1 χρόνος dogmaRT!

Η ομάδα dogmaRT γιορτάζει τα 1α της γενέθλια με ένα μεγάλο pARTy, την Παρασκευή 21/12, στο Upstair (Πλατεία Θεάτρου 6-8, 7ος όροφος), στις 22:30!


Μετά από δύο μεγάλα θεματικά events στην Αθήνα (Protection & Destination) και μία συνδυαστική έκθεση στην Πάτρα που φιλοξένησαν συνολικά 40 νέους καλλιτέχνες, αυτό που ξεκίνησε σαν όνειρο μετά από ένα κυριακάτικο τραπέζι ένα χρόνο πριν, πλέον «μεγαλώνει» και σβήνει το

1ο του κερί!

Στο γενέθλιο pARTy του dogmaRT, οι καλλιτέχνες μας ξαναβρίσκονται όλοι μαζί, «προσφέροντάς» μας κάτι που εκφράζει μια προσωπική τους 1η επέτειο. Αντικείμενα, φωτογραφίες, κατασκευές, κείμενα, συνδεδεμένα με τον αριθμό 1, εκτίθενται ως δώρο στο νέο δόγμα!

Το soundtrack της βραδιάς θα επιμεληθούν οι ΙΟΝ, Transmittin Emotions LTD, Jimmy Jib, K-AR.

Σας περιμένουμε όλους εκεί με το καλύτερο σας mood !!!




dogmaRT Artists

EFI PANAGIOTOPOULOU

CHRISTOS DIMOLIKAS

SONNAB.C

NIKOS KORAVOS

KLEOPATRA

NICO (DERAPAGE)

APHRODITI IOANNOU

COMPRESSIVE HUMANS

MICHAEL GANDY

EFI + CHRISTOS + ATHINA

TSOUPZIGGY

DIMITRIS ROUTIS

JENNY T

IRMA LA DOUCE

MITSI

PANOS GIAKAS

TWO TIMES L

HAGAR

IOS-V

PAVLOS ILIADIS

ELTSOU

TRANSMITTIN EMOTIONS LTD

JIMMY JIB

MAPHIA

DENIS

JOTZU

YIANNIS

HAAS

PAM MORRISON

SUGAHTANK

LEDA

BENC’

ANDREAS ROZOS

JUAN

IRINI GLINI

SER

CANDYBLUE

VICKY-S

CYBORG DERMIES

MOKA


Σάββατο, Δεκεμβρίου 15, 2007

ΚαΤεΧάΚη 54



Κάπου χιονίζει. Εδώ μέχρι την ώρα που σου γράφω, ακόμα να μιλήσει ο χειμώνας την γλώσσα του. Ακόμα να τρίψει την τεράστια χιονόμπαλα στον τρίφτη του. Ακόμα να χιονίσει. Ακόμα τσακωμένοι. Ακόμα σε αγαπάω. Έβαλε κρύο και πήρα το αιμματί μανόν να βάψω τα νύχια μου. Θα προτιμούσα εσένα να το κάνεις αλλά θα κόψει το χρώμα του μέχρι να φανείς. Συνεχίζεις να με έχεις κρεμασμένη πάνω σου, σαν το κλειδί του σολ; Έβαλε κρύο. Αποφάσισα να φορέσω το ριγέ σκουφί μαζί και τα γάντια που μου έφερες. Εξακολουθώ άραγε να είμαι η μικρή σου ονειροπαγίδα; Ακόμα να χιονίσει.
****

Κόσμος στα εγκαίνια της έκθεσης. Βαβούρα μαζί με μπόλικο καπνό. Μια ασφάλεια που πέφτει 3 φορές. Στα σκοτεινά μιλάμε μόνο στα περιγράμματα των άλλων. Η φαντασία γδύνεται. Χύμα κρασί. Σαμπάνια σε λευκά πλαστικά ποτήρια. Κάποιοι αγοράζουν έργα μου. Κάποιοι τα κοιτάνε, όπως κοιτάει κανείς τις νιφάδες που κάθονται στο κάγκελο του μπαλκονιού του. Η μια μέρα μετέφερε μεγαλύτερη φασαρία στην άλλη. Μπάζα γεμάτα εικόνες και σκονισμένες άχνες. Μπάζα γεμάτα χώματα με πλαστικά άκρα. Τέχνη, τέχνη, τέχνη. Σε μικρές κορνίζες 40 εκατοστών. Τέχνη σε γυάλινα ποτήρια, σε στεγνωμένα μελάνια και χυμένα χρώματα. Τέχνη που σαλιάζει πάνω σε φρεσκοβαμμένους τοίχους πετρόλ. Τέχνη που ψάχνει την τέχνη της να βρει. Ο κόσμος με παρατηρεί αλλά εγώ κοιτάω ψηλά με εκείνη την απόκοσμη και αφηρημένη θλίψη που διαλύεται ανάμεσα στα δόντια μου. Έχω μπόλικο σκοτάδι στις τσέπες του παλτού μου και δύο μικρά κόκκινα σπίρτα. Έχω 2-3 κάρτες μου και έναν μαύρο μαρκαδόρο. Δεν θυμάμαι ποιον χαιρετάω και κάθε τόσο σηκώνω το βλέμμα μου ψηλά. Μαζί με το πάλλευκο κορμί της θλίψης. Θέλω κάποιος να πατήσει για λίγο το pause.
****

Κρυώνω. Πολύ. Είσαι η πιο καυτή νιφάδα μου. Η πιο μεγάλη πυρολατρική μου γιορτή. Η εξακολουθητική μου απώλεια. Που κρύβεται όλη αυτή η νοσταλγία που μας διακατέχει αυτά τα κρύα και σάπια απογεύματα των μεγάλων Κυριακών; Σήκωσα όλους τους καναπέδες και το μόνο που βρήκα ήταν το πυρετωμένο βλέμμα σου που έμοιαζε με 2 χαμένες μπίλιες στα τρίσβαθα σκοτάδια των παλιών επίπλων.
Σα να μικραίνει κι άλλο η τομή.

****

Και κοίτα που τελικά χιόνισε και δω. Ακούω τον χειμώνα να ψιθυρίζει στα μαλλιά μου. Και ξαφνικά γίνονται όλα άσπρα. Σα να γέρασαν μονομιάς όλες οι πληγές του κόσμου.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2007

ArIpIpRaZoLe



Συνεχίζω να παρατηρώ τον κόσμο. Μέσα και έξω από το γυαλί της τηλεόρασης. Μέσα και έξω από το τζάμι του αυτοκινήτου. Μέσα κι έξω από τα παράθυρα των κτιρίων. Κατατονική συμπεριφορά / Ακινησία/Αλαλία/ Στερεοτυπικές κινήσεις/ Συναισθηματική απόσυρση /Πτωχές διαπροσωπικές σχέσεις.
Δυναμώνω την φωνή να ακούσω τα λόγια τους. Καταγράφω στο μέσα μου σημειωματάριο. Απώλεια αυθορμητισμού και ροής του λόγου
Στερεοτυπική σκέψη /Διαταραχές προσοχής/ Πτωχή αφαιρετική ικανότητα
Αβουλία-απάθεια/ Ανηδονία/ Παραληρητικές ιδέες /Διέγερση/ Ιδέες μεγαλείου
Καχυποψία και ιδέες δίωξης /Επιθετικότητα/ Αποδιοργανωμένος λόγος /
Συχνός εκτροχιασμός ή ασυναρτησία.
Είναι όλοι,μπορεί και γω,σχιζοφρενείς. Με τα ίδια αρνητικά αυτά συμπτώματα. Επιμένω πως αυτοκαταστρεφόμαστε για να μην νιώσουμε το τέλος με πόνο.
Μακάρι να βγάζαμε τον κόσμο από την πρίζα και όταν την ξαναβάζαμε στα πίσω σκοτάδια του νου, το ρεύμα να είχε αίμα αστεριών και μπόλικη σεροτονίνη.
Μακάρι να κάναμε ένα restart στον κόσμο. Έχουν γεμίσει οι σκληροί δίσκοι και φτύνουν πράγματα. Καμία αγωγή δεν πιάνει. Μόνο εκείνα τα φτερά που θα μας σκίσουν το δέρμα και θα βγάλουν προς τα έξω την αλήθεια μας.
Αλήθεια, που πήγαμε όλοι; Πόσο πίσω αφήσαμε τους παλιούς κόσμους και εκείνες τις ανθρώπινες συμπεριφορές που τους στόλιζαν;
Κοινωνική απόσυρση/ Επιπεδωμένο συναίσθημα/ Αποδιοργάνωση στη σύλληψη και κατανόηση της σκέψης .
Έσβησαν τα φώτα του κόσμου και σε έχασα. Μπορεί να είσαι οπουδήποτε πια.
Είναι δύσκολη η ανέγερση μας αλλά πρέπει όλοι να μπορέσουμε να σηκωθούμε.
Ακόμα κι αν είναι να ζήσουμε το τέλος αυτού του χαλασμένου πλανήτη. Ας σηκωθούμε να το δούμε. Είναι ίσως και η μεγαλύτερη ευκαιρία που θα έχουμε ποτέ.
Πετάχτε όλα αυτά που σας μουδιάζουν και σας ακινητοποιούν. Πείτε πως γεννηθήκατε τώρα. Αγαπήστε την πρώτη σας κραυγή και το πρώτο σας κλάμα. Κατανοήστε τα πρώτα σας βήματα και χρωματίστε την όραση σας.
Προερχόμαστε από το αίμα των άστρων.
Μπορούμε να κάνουμε τα πάντα.
Όλα είναι εφικτά,αρκεί να τα αντέξουμε.
Μάλλον μόνο τότε τα ονομάζουμε έτσι.
Ναι, εφικτό είναι κάτι που αντέχεις.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 06, 2007

ΤηΛεΒόΛτΑ


Σε λιγότερο από ένα μήνα έρχεται καταπάνω μας το 2008.Δίνε φως στην ψυχή σου για να αντέξει. Ένας φίλος χτες επέστρεψε από την ταλαίπωρη Ιρλανδία στην θέση που πάντα του φυλάω. Το ίδιο φίλος όπως πάντα. Το ίδιο χειμωνιάτικος. Με ένα μακρύ παλτό που χωρούσε και μένα στις τσέπες του. Τα χέρια μας μπλέχτηκαν στα άκαμπτα ποτήρια του κρασιού και από κει προσπαθούσαν να σκαλίσουν όλα όσα κόλλησαν πάνω σε παλιές ρωγμές και τις σκέπασαν. Σε ευχαριστώ που είσαι ακόμα εδώ. Συνεχίζω με το ίδιο μένος να πιστεύω ότι δεν πρέπει να συμβιβαστούμε για κανέναν και τίποτα. Δεν είναι εύκολο να είσαι ακέραιος αν δεν ξέρεις από πόσα κομμάτια αποτελείσαι. Δεν είναι εύκολο να νοιώσεις ελεύθερος αν δεν έχεις βρει τι είναι αυτό που σε σκλαβώνει.
Ο χειμώνας βάζει παλτά πάνω μας και γεμίζει με κυδώνια τις φρουτιέρες. Δεν του έχω πει ούτε ένα γεια από την ώρα που μπήκε και ούτε θέλω. Έξω οι νύχτες έχουν γίνει σιωπηλά Σαράγιεβα. Όλο απανωτές εκρήξεις που σκάνε και όλο άνθρωποι που χάνουν και από κάτι. Το λένε οι ειδήσεις που μας πλασάρουν. Δεν τις πιστεύω πια. Αυτοί εκεί, συνθετικοί καθ’όλα τους, μας δίνουν μιαν άλλη πραγματικότητα για να πιστέψουμε. Τίποτα δεν είναι έτσι. Αλλά κανείς δεν το έχει μυριστεί. Μέσα στους συρμούς του Μετρό ο κόσμος μεταφέρεται σαν να πρόκειται να κατεβεί στον Άδη. Βιώνουμε τα ύστερα του κόσμου. Ρίξτε μια καλύτερη ματιά σε όλα όσα μας έχουν περιζώσει. Αυτοκαταστρεφόμαστε και τρελαινόμαστε για μα μην ζήσουμε με πόνο το τέλος μιας εποχής,ενός κόσμου που φτύνει τα έντερα του αιμορροώντας σε κάθε του βήμα. Πατάμε τα όνειρα μας σαν κασκόλ που έχουν γλιστρήσει από το λαιμό μας και σέρνονται στο έδαφος. Κι όλα γιορτάζουν την απώλεια και την τρέλα. Ξεριζώνουν την ραχοκοκαλιά της λογικής και ουρλιάζουν από παραφροσύνη.
Το να είσαι νοήμων και λογικός άνθρωπος σε περιθωριοποιεί πια σε μειονότητα που αρχίζει και ενοχλεί την πλειονότητα. Η αλήθεια όμως υπάρχει μέσα στον καθένα. Δεν θα αργήσει να βγει. Σαν τα φτερά που σκίζουν το σώμα της πεταλούδας. Δεν θα αργήσει. Και αυτό δεν είναι ποίηση. Είναι η αλήθεια και α-λήθεια σημαίνει κάτι που δεν μπορεί να ξεχαστεί.
Και ο χειμώνας καθαρίζει τα τζάμια των γυαλιών του και ανάβει τσιγάρο φτιάχνοντας χοντρά γκρι σύννεφα. Ξεφυλλίζω παλιά ημερολόγια και μυρίζω παλιές φωτογραφίες. Ψαχουλεύω τα συρτάρια της εφηβείας μου και κρυφοκοιτάω το παρελθόν που με πέταξε ως εδώ τρικλίζοντας. Πως μου το είπες αυτό; «Σύννεφα σαν αφράτοι κουραμπιέδες που κάποιος τους πάτησε και τα κομματάκια τους διαλύθηκαν».
Αποξενώνομαι από πολλά πράγματα που κάποτε ήταν συνήθειες.
Διαιωνίζονται οι κοσμικοί μου φόβοι και μου γυρνάν σε ψυχοσωματικά που γνωρίζω πια τόσο καλά και περιμένω πως και πως να τα αναχαιτίσω.
Όποτε σε ακούω τραβάω την περόνη μέσα μου. Έλα να κάνουμε μια βόλτα στο κέντρο. Στο οποιοδήποτε κέντρο. Μια οποιαδήποτε βόλτα.
Κράτησε με σα να κρατάς την αρχή του κόσμου.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 01, 2007

LiMbO

Σταμάτα να θλίβεσαι. Όλοι το ξέρουμε δεν είσαι η μόνη. Μπήκε ο χειμώνας. Συμφιλιώσου μικρή και μην εκρήγνησαι. Σπαταλάς την διάφανη λάβα σου άδικα.
Κάθε κολασμένη κίνηση στα μέσα σου τον φέρνει πιο κοντά. Όλοι νοιώθουμε πως πλησιάζει το κρύο με τις γούνινες μπότες του, από τα βάθη ενός γαλάζιου ορίζοντα. Μην θλίβεσαι, όλοι το ξέρουμε πως κάποτε θα φύγει. Άστο πρώτα να απλωθεί, να σε μουδιάσει, να σφίξει τους πάγους σου και να ρίξει λίγο οινοπνευματί στο βλέμμα σου. Άναψε φωτιά και ξεκίνα τον χορό σου. Σταμάτα να θλίβεσαι. Τι κι αν μουδιάζουν τα δάχτυλα σου; Καρφίτσες είναι που αν τις χρησιμοποιήσεις σωστά θα καρικώσεις όλη την αγάπη αυτών που χάθηκαν. Αλλά η αγάπη τους έμεινε. Έμεινε ναι. Φοβάμαι πως θα αργήσεις να φανείς. Φοβάμαι πως δεν θα προλάβει το σώμα μου να παλιώσει στο χρόνο παρά μόνο τα κομμάτια που χάνω.
Είσαι η πιο καθαρή μέρα μου και η πιο ουράνια νύχτα μου.
Κάθε πρωί να αφήνεις κι ένα σύννεφο.
Κάθε βράδυ και μια σιωπηλή έκρηξη.
Μου την σπάει ο χειμώνας. Μου αρέσει να το λέω συνεχώς. Τον σιχαίνομαι με τον ίδιο τρόπο που σιχαίνομαι τα φίδια. Παθαίνω ασφυξία τον χειμώνα. Το κρύο με αηδιάζει. Δεν θέλω να ακουμπάει ούτε τα μαγουλά μου.
Θέλω να κρύβομαι μέσα σε άδειους δρόμους οδηγώντας. Να κάνω στάσεις στα P της Αττικής οδού γράφοντας μηνύματα. Να παρκάρω σε άγνωστες γωνίες δρόμων και μέσα στην ζεστασιά του αυτοκινήτου μου να μιλάω στο κινητό για ώρες. Τον χειμώνα μου αρέσει να πίνω παγωμένο κρασί σε μέρη που όταν μιλάς συμπυκνώνεις τον χώρο γύρω σου για να ακουστείς. Μου αρέσει να περπατάω και να παγώνει το τζιν πάνω μου. Κι έπειτα να σιχαίνομαι τόσο που κρυώνω που να χώνομαι σε σκοτεινά, ζεστά μέρη που μυρίζουν κλεισούρα. Να σκεπάζομαι με άπλετο σκοτάδι και να ξαπλώνω σε γαλαζωπές αίθουσες μεταμεσονύχτιων προβολών και θεατρικών παραστάσεων. Να στρίβω τσιγάρα χωρίς να τα καπνίζω. Να αναπνέω δυνατά τον ζεστό αέρα του καλοριφέρ και να βλέπω τη νύχτα να περιδρομιάζει τα αχνά σύννεφα. Να μην μιλάω. Απλά να κάθομαι και να τον περιμένω να φύγει.
Μου αρέσει να κάνω σιωπηλές εκρήξεις μέσα μου τον χειμώνα. Να ανακατεύω τα εντόσθια μου μαζί με το αίμα μου. Πέταξα και τον καρδιογράφο που είχα στην τσάντα μου. Δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσω εκείνη την καρδιά που είδα μήνες πριν στην φωτισμένη βιτρίνα των ματιών σου,κι έτσι, τι αλήθεια να τον κάνω;
Δουλεύω πολύ τον τελευταίο καιρό. Διορθώνω τη νουβέλα μου,τυπώνω συνεχώς κολλάζ για παραγγελίες και ετοιμάζομαι να ξαναπάρω μέρος σε μια ομαδική έκθεση.
Δουλεύω με ρυθμικές αναλαμπές, όπως τα φανάρια στους δρόμους και ότι γράφω είναι η συσσώρευση των χρόνων που χρειάστηκαν για να με διαμορφώσουν σε αυτό που είμαι. Ξέρεις τι είμαι ειλικρινά; Είμαι ένα μικρό βότσαλο. Σάλιωσε με για να με γνωρίσεις.
Αγάπα με λίγο ακόμα και όλα θα γίνουν σαν από θαύμα. Ώσπου να φύγει ο χειμώνας θα έχουν γυρίσει όλα να μας βρουν.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2007

LoNe StaR


Ένα τρένο σαν τεντωμένο βέλος κατευθύνεται στην καρδιά μιας πόλης κοντά στον βορρά. Ένα αθόρυβο φιδάκι φώλιασε στο βάθος της καρδιάς μου.
Τρία μηνύματα και μια χαμένη κλήση με πολλά αστεράκια. Όσο πιο μακριά πηγαίνεις τόσο βρίσκεις τόπους να πηγαίνεις πιο μακριά. Άσε με να’ ρθω σε σένα. Το φεστιβάλ είναι γιορτή και φέτος. Κυριακή βράδυ η Εγνατία άδεια. Τρέχω στη μέση του δρόμου με ένα μπουκάλι νερό κι ένα κρουασάν σε μια σακούλα. Τρέχω γιατί ένας τρελός με κίτρινα μούσια και μια μπύρα στο χέρι με κυνηγάει φωνάζοντας πως είμαι σαν μέλισσα. Γελάω δυνατά. Λαχανιασμένη τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ μέχρι την πόρτα του ξενοδοχείου. Ώρα 2 το ξημέρωμα.
Το φεστιβάλ είναι γιορτή. Κολλάω αυτοκόλλητα σε σχήμα αστεριών στα δαχτυλά μου και τρέχω να σε βρω. Και σε βρίσκω. Και από την ώρα εκείνη την πρωινή που αγκαλιαζόμαστε απέναντι από τον χιονισμένο Όλυμπο δεν χωρίζουμε ποτέ. Παρά μόνο για να κοιμηθούμε. Παίρνω εικόνες από δω και από κει, στα χαμένα, για να τις επιστρέψω πίσω δείχνοντας τες. Πως να σώσεις το μυαλό σου όταν στο παίρνουν όσα στο προστατεύουν;
Σε ευχαριστώ που ήσουνα δίπλα μου σαν να ήσουνα μια ζωή εκεί .Ήθελα να σου πω ότι τα μάτια σου μοιάζουν σαν γαλάζιες παγίδες φωτός. Και τα μικρά φιλιά σου κάθε πρωί σαν διακεκομμένες γραμμές, ξεχασμένων προορισμών. Γιορτή στο λιμάνι και στα μαγαζιά. Μέσα μου όμως κάνουν έργα. Θόρυβος δυνατός,θαρρείς και προσπαθούν να πάρουν μπρος τα σύννεφα. Γκρεμίζεται ο παλιός μου κόσμος. Έδωσα άδεια και στην ψυχή μου. Την βαρέθηκα πια. Δεν έδενε με τον τύπο της συνθετικής σου ευτυχίας. Πέταξα και το νυστέρι στην τουαλέτα ενός νοσοκομείου. Δεν μου χρειάζεται πια. Ούτε εσύ. Ούτε εγώ. Μόνο λευκό κρασί και τα ζεστά της χέρια.John Sayles.Gruz 200/Cargo 200// Αλεξέι Μπαλαμπάνοφ.
Κατάπια μια σειρά ταινίες. Δύο μόνο έφερα πίσω μαζί μου. Επιστάτης νεκρών / Ιλιάν Σιμεόνοφ.Η μυστική ζωή των λέξεων / Ισαμπέλ Κοϊσέτ.Το φεστιβάλ καλύτερο από πέρυσι. Αλλά όχι καλό. Σκοτάδια .Σειρές από μπλε και κόκκινα καθίσματα. Ο σκηνοθέτης θα μιλήσει στο τέλος της παράστασης. Λάθος υπότιτλοι .Δεν έχουμε εισιτήρια για αυτό το έργο. Πότε θα σε δω; Κοιμήθηκα και ξύπνησα από τα χειροκροτήματα. Να έρθω στην προβλήτα να σε βρω μετά την ταινία; Δεν με αφήνουν να μπω. Πάρε με εσύ όταν βγεις. Θα είμαι αποθήκη Γ. Αύριο κατά τις δέκα θα είμαι στο μαγαζί θα έρθεις για καφέ; 11 έξω από το Ολύμπιον. Θα κρατάω ένα χρυσό κροκόδειλο. Πρόλαβα, αλλά έκατσα στα σκαλάκια. Τον αγαπώ. Μόλις άφησα την Α στην Τσιμισκή.Je vous embrasse!Είμαστε μαζί στην έκθεση του Plossu στο λιμάνι. Πίνω καφέ και κοιτάω καμιά ταινία για αύριο. Θα τα πούμε το βράδυ στο Sante. Μετεωρίζομαι.3-4 ώρες ύπνο κάθε μέρα. Ξεχνάω να φάω. Τα παντελόνια μου πέφτουν πάλι. Βάλε κανα κιλό μου λες .Θα βάλω σου λέω, όταν θυμηθώ που πέταξα την ψυχή μου. Κάθε πρωί που ξυπνάω νοιώθω ότι βγάζω το σβέρκο μου από την γκιλοτίνα. Καταραμένα μαξιλάρια ξενοδοχείων. Με κάνετε να κρεμάω το λαιμό μου σαν ακρωτηριασμένο φάντασμα. Παγωνιά. Γνωστές φάτσες από δω κι από κει. Κάποιες με χαιρετάνε. Κασκόλ,γάντια. Μια φορά μόνο πέτυχα βροχή και αέρα τόσο, που μου γύρισε την ομπρέλα 10 φορές. Την έσπασε στο τέλος και έγινα μούσκεμα. Βήχας, συνάχι,δέκατα. Γνωριμίες. Ένας κρυφός έρωτας σαν ξεκούδουνο όνειρο. Μια κοπέλα με περίμενε καιρό και με είδε. Μια μπαγιάτικη έκλειψη σελήνης και κοντά στα τελειώματα εσύ που έρχεσαι και μένεις δίπλα μου ξανά. Κοιμόμαστε κάτω από το ίδιο ταβάνι. Κλαις στον ύπνο σου και γω σε σκουντάω. Την Πέμπτη που με πέταξες στα βράχια είδα τα φτερά του Μιχαήλ. Του είπα πως δεν αντέχω άλλο. Περιμένω τώρα να πάρει μια απόφαση. Το να ζεις με φαντάσματα απαιτεί μοναχικότητα. Πέθανα εδώ και πολλά χρόνια. Λάθος μου που γύρισα πίσω.Σκόρπια σύννεφα / Μίκιο Ναρούσε.
Το φεστιβάλ κλείνει σαν γιορτή. Πυρετός. Τελευταία φιλιά. Άσε με να χορτάσω τα μάτια μου με ότι απέμεινε.

Στην επιστροφή με το τρένο το μόνο που θυμάμαι είναι ο πυρετός μου,δύο όμορφα κορίτσια και μια σελήνη κίτρινη σαν ψίχα χαλασμένου μήλου. Νοιώθω σα να τελείωσε μου λες η πενταήμερη. Το κρύωμα σταθερό κι ο βήχας βελτιώθηκε αισθητά. Το βέιπορ άξιον έγινε η φυσική μου γεύση. Φλερτάρω με τα depon σου. Όπου να ναι θα χτυπήσω ένα. Τον αγαπάς ακόμα;Λίγο πριν μπεις στην τελετή λήξης ρίξε μια ματιά στο φεγγάρι και θυμήσου αυτό που φωτογραφίζαμε την τελευταία μέρα μέχρι να τελειώσουμε το φιλμ μας, «Έχουμε πεθάνει και δεν μας το λέει κανείς».

Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007

ΕλΑύΝω


3.2.1** Ελαύνω στην ανηφόρα του Θερμαϊκού. Ο χρόνος μετράει από τώρα.

3.2.1**Δεν ζητιανεύω τίποτε ξανά. Από πότε ρε η αγάπη έγινε ελεημοσύνη; Ελαχιστοποιώ την δαπάνη της. Σε καλάθια παζαριού εγώ δεν την βγάζω για να την πουλήσω. Ελαύνω.

3.2.1** Μια ελαφράδα στο σώμα και στο νου με έχει ευνοήσει τις τελευταίες μέρες. Κι έτσι ακριβώς ανεβαίνω πάνω. Με αυτή την ελαφράδα και ένα μπλε ηλεκτρίκ πουλόβερ. Ίσως φέρω και το μπούστο της νύχτας μαζί.

3.2.1** Έβγαλα την ζώνη του Ωρίωνα στο αριστερό μου μάγουλο. Δεν θα το πιστέψεις. Χάρηκα τόσο που μάτωσα.
Κι ένα μόνο χέρι να είχα θα ερχόμουνα να σε βρω και να σε αγκαλιάσω με αυτό.

3.2.1** Ο λευκός πύργος μέσα από υδρατμούς, σαν μια άλλη πυθία, με καρτερεί με ξεδιπλωμένο χρησμό.

3.2.1** Η πόλη θα κάνει πάλι το ίδιο όπως κάθε φορά που με συναντά τέτοια εποχή. Θα με περιμένει στο πιο παλιό της στενοσόκακο με το τσιγάρο στα χείλη. Θα μου φωνάξει με ότι πιο πρόστυχο βρει. Όταν κάποτε γυρίσω και την κοιτάξω, εκείνη θα σβήσει το τσιγάρο της. Οι ματιές μας θα διασταυρωθούν. Θα κοιταχτούμε ώρα και όταν καταλάβω ότι με ένιωσε, πιο ξεσηκωμένη από ποτέ, θα χωθώ μέσα της με οποιονδήποτε τρόπο,αρκεί να είναι ο δικός μου.

3.2.1**Με το πρόγραμμα των ταινιών στο χέρι σημειώνω ότι με ακουμπά. Αφήνω κόκκινους κύκλους γύρω από τίτλους με γεύση εντοσθίων και καταπιεσμένης άχνας.Θα με κεράσεις κι ένα "Βαλς για έναν μεθυσμένο άγγελο";
Bliss λένε το σημείο εκκίνησης μου φέτος και η μικρή archive ξέρει να σας πει για αυτό. Δικό της είναι άλλωστε.



3.2.1** Είμαι ένας μικρός τυφώνας. Τα μαλλιά μου, μισά πια, έμειναν να με οδηγούν με το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια πίσω, μήπως και σε δουν. Αφού ξέρω πως με ακολουθείς παντού. Ακόμα τραβάς τα ξεσκίδια μου σαν λυσσασμένο σκυλί.
Βγάζω το σπαθί από την θήκη. Μην τολμήσεις να πλησιάσεις. Θα σε ξεκοιλιάσω. Γεμάτη τρύπιο δέρμα με άφησες. Τράβα.

3.2.1** Τα απογεύματα θα είμαι στα συννεφοχώραφα του Βορρά και θα παρατηρώ τα σύννεφα και τις εναλλαγές των χρωμάτων. Θα μυρίζω ξανά σελιλόιντ και κλειστή αίθουσα και θα έχω στα τσίνορα αποσπάσματα ταινιών να γυαλίζουν σαν δάκρυα.
Θα φοράω το κόκκινο σκουφί και θα κρύψω μέσα του ένα κομμάτι από την συνθετική σου ευτυχία .Και το βράδυ...όταν θα γλιστράν οι σόλες στις προβλήτες και το φως θα γίνεται γαλακτώδες,όταν η υγρασία θα τρυπώνει μέσα από τις πληγές, τότε θα χαμηλώνουν τα άστρα να με δουν μαζί με τα μαύρα νυχτερινά σύννεφα και γω με το νυστέρι στην παλάμη θα κόβω τον καρπό τους για να στον φέρω πίσω να τον δεις.

3.2.1** Εκφυλίζομαι από τον πόνο. Όλοι εμείς που λεγόμαστε άνθρωποι. Εκφυλιζόμαστε από τον πόνο. Γδέρνω με τα τακούνια μου την ράχη της γης και φτύνω τα μούτρα του ουρανού. Έτσι, γιατί τράκαρα με τα όρια μου. Και φτάνει τόσο.

3.2.1** Ελαύνω ρε!

Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2007

iN bLAcK


Η νύχτα μεγάλωσε το μαύρο της σημείο, σε πιο μαύρο ακόμα. Το γάλα έληξε σήμερα. Η πόλη αδειάζει κάθε βράδυ. Τα σύννεφα σαν στοιχειωμένα και βγαλμένα από τρομαχτικό παραμύθι ακουμπάνε τον γυμνό σβέρκο μου. Κάθε βράδυ.
Σαν μπήκε και το υπόλοιπο σώμα του χειμώνα τα καλοριφέρ άρχισαν να γουργουρίζουν. Τα θέλω μου, χωρίς σωματική γεωγραφία καίνε το πρόσωπο τους στον καθρέφτη του μπάνιου μου. Μύρισε καμένο λάστιχο. Ερωτεύτηκα πάλι την Χιονάτη και διαβάζω για αυτήν κάθε βράδυ. Μου θυμίζει πολύ τα κορίτσια που φόνευσα. Αλήθεια είναι. Πριν χρόνια σκότωσα δύο κορίτσια με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια...η μια καθότανε στον καναπέ του σπιτιού μου κάθε βράδυ και η άλλη μπαινόβγαινε στα όνειρα που ύφαινα και τα έκαιγε! Την μία την έλεγαν μιζέρια και την άλλη θλίψη. Με είχαν τόσο ερωτευτεί που με ανάγκασαν να τους αποδείξω αυτό που τόσο αγαπούσανε να ακούνε από μένα. Πως δηλαδή μπορούμε να κάνουμε τα πάντα μόνο και μόνο επειδή είμαστε φτιαγμένοι από αστερόσκονη. Ναι, τα πάντα.

Μέσα από παλιά χρυσοκόκκινα μυστικά και βλέμματα με σπασμένα αγγεία αγκαλιάζω τον χαμένο μου εαυτό. Κάνεις δεν είχε ποτέ την υπομονή να λύσει τους κόμπους μου. Γέμισα με σαβούρα υποσχέσεων και σπασμένων γυάλινων χαδιών. Να ήξερες μόνο πόσο με κόβουν και με ματώνουν. Κάθε βράδυ κι άλλη εγχείρηση. Στο κάτω υπόγειο όμως υπάρχουν, καλά φυλαγμένα, τα παλιά μου κομμάτια. Όλοι μας τα έχουμε φυλάξει καλά κάπου, για να μην τα χαλάσει η υγρασία. Άλλοι κάποτε γεμάτοι μίσος και τρέλα τα καίμε,άλλοι μουδιασμένοι από τον πόνο του μισεμού,τα ξεχνάμε. Όπου και αν έχεις τα παλιά κομμάτια σου, ποτέ δεν θα είσαι καθαρός. Υπάρχουν πάντα μικρά θραύσματα που έχουν κολλήσει μέσα σου. Όλες αυτές οι μικρές εγχειρήσεις.Κι έτσι κάθε που αλλάζει ο καιρός τραβάνε τα μέσα μας ράμματα.
Προσπαθώ να ακουμπήσω την ύπαρξη σου. Να αφήσω γλυκιές λέξεις στον αυχένα σου και να πιω όλο το μαύρο σου ζουμί. Βαρέθηκα να πασπαλίζω με χρυσόσκονη τους διαβόλους της καθημερινότητας για να μπορώ μετά να τους φλερτάρω.
Μην απλώσεις τ' ασπρόρουχα, θα βρέχει όλη νύχτα. Σπρώξε τον χειμώνα κι άλλο. Να μπει μέσα για τα καλά. Να φάει,να χορτάσει,να ξεκουραστεί και όταν κοιμηθεί, άσε με να σέρνομαι στα πατώματα μέχρι να πιάσω το μεσοφόρι της πρώτης ανοιξιάτικης ηλιαχτίδας. Θα σέρνομαι αργά, βασανιστικά μέχρι να δω τς γάμπες της άνοιξης. Και κάθε νύχτα που ο Δίας θα μου πατάει την σπονδυλική μου στήλη θα ξεσκεπάζομαι και θα περιμένω τις πυγολαμπίδες κολλώντας το πρόσωπο μου στο τζάμι της κρεβατοκάμαρας.
Κόλλησα σε μαύρο φόντο. Κόλλησα με το εξαίσιο ντεκολτέ της νύχτας. Κόλλησα με το άρωμα της Χιονάτης. Την ακολουθώ κρυφά στο μαγεμένο δάσος. Παράλληλα φτιάχνω την βαλίτσα μου και ψάχνω εκείνο το τρένο που έχασα στο χτεσινό μου όνειρο. Εκείνο με τα φωτισμένα παράθυρα που θα με ανεβάσει θαυματουργά στην ανηφόρα του Θερμαϊκού και φέτος. Σε εκείνη την πόλη που όταν φυσάει βγαίνει η θάλασσα στον δρόμο και φτάνει μέχρι τα καφενεία της Τούμπας και της Σταυρούπολης. Μισή σκοτάδι μισή φως θα ανέβω. Θα κρατάω Ιώδιο και βαμβάκι και στην τσέπη βαθιά ένα νυστέρι. Θα σε δεχτώ και έπειτα θα απορρίψω όλα όσα με κάνουν μισή. Προετοιμάζομαι να σκίσω τα σπλάχνα των άστρων. Προετοιμάζομαι, γιατί πρέπει να φορέσω και πάλι εκείνο τον γαλαξία στον λαιμό μου,σαν μεταξωτή εσάρπα. Μέσα από τους διαδρόμους των λέξεων θα φέρω την πάνω πόλη μέχρι το μελάνι των σκέψεων. Μαζεύω σύννεφα για να σου στείλω να χαρείς.

Άγνωστη λέξη ο κορεσμός στην αγάπη!

Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007

17:37 μ.Μ


Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται, κι ο νους μου απ’ την αγάπη δε συμμαζώνεται.
17:37.Τέτοια ώρα τα συννεφοχώραφα του ουρανού είναι χάρμα οφθαλμών. Έχουν μαζί με το γαλάζιο και το λευκό μια ξεθωριασμένη πορφύρα που μοιάζει από μακριά με κουρελιασμένο στρίφωμα. Σιχαίνομαι την πορφύρα .Μου φαντάζει πολύ αλαζονική και πρόστυχη. Μου καίει τις κάτω βλεφαρίδες και κάνει τα μάτια μου να δακρύζουν. Ευτυχώς σκοτεινιάζει γρήγορα και το πορφυρό τελείωμα υποτροπιάζει και γίνεται ένα μαβί, όχι σαπφείρινο, αλλά ένα μαβί μουδιασμένου συκωτιού. Στο ραδιόφωνο ένα δημοτικό τραγούδι κατευθύνει τις εκτροχιασμένες μου σκέψεις. Θραύσματα εικόνων σπάνε τα τζάμια του παρμπρίζ και καρφώνονται βίαια στην πρησμένη μου καρδιά.
Έβγα να σε δω, να παρηγορηθώ.
Δεν ξέχασα τα φωνήεντα και τα σύμφωνα που κρέμονται στα χείλη σου και σχηματίζουν λέξεις δικές μου. Δεν ξέχασα πόσο πολύ θα ήθελες να καθόμασταν στον πάγκο της κουζίνας,να πίνουμε γάλα φτιάχνοντας τεράστια μουστάκια γύρω από τα χείλη μας και γλείφοντας τα να σκάμε στα γέλια. Τίποτα δεν ξέχασα. Απλά δεν ξέρω αν αλήθεια θα τα ζήσω.
Τέσσερα πορτοκάλια, τα δυο σαπίσανε. Ήρθα για να σε πάρω και δε μ’ αφήσανε.
Τελικά μου αρέσει να χαζεύω τις γυναίκες αράχνες. Αυτές με τα ψηλά, λιγνά πόδια που θαρρείς πως αν περπατήσουν πάνω σου θα σε γεμίσουν με μυστικά ιστών και πεθαμένων θηραμάτων. Πλησίασες χτες πίσω από τον ώμο μου. Και καθώς ένιωθα το περίγραμμα σου να κερδίζει σε όγκο βάρυναν τα φρύδια μου και ένας μικρός θυμός κρεμάστηκε εκεί πάνω. Μου χάιδεψες το κεφάλι και τα χέρια σου κατέβηκαν μέχρι τον ώμο. Ευτυχώς τα φτερά μου σε τρόμαξαν και έφυγες τρέχοντας. Σαν γαζέλα μπροστά στον κίνδυνο.

..κι ο νους μου απ’ την αγάπη δε συμμαζώνεται.
Έβγα να σε δω, έβγα να σε δω.....

Αργεί ακόμα η άφιξή σου στην τεράστια αυτή πόλη. Αργεί ακόμα η αγκαλιά σου. Η δικιά μου όλο μεγαλώνει και όλο κερδίζει σε χώρους. Στέκεσαι στην άκρη του γκρεμού της σκέψης μου. Σε κρατάω όπως κρατάει η νύχτα τα φώτα στους δρόμους αναμμένα. Όπως η αγωνία τον ρυθμό που κόβει την ανάσα σε μικρά αποσπάσματα ύπαρξης .Αν ήμουνα μάγος θα σε είχα καταφέρει. Θα σε έβγαζα μέσα από το καπέλο μου και θα σε έβαζα αντιμέτωπο με την ζωή που θα θελα να ζήσω. Αν ήμουνα μάγος δεν θα έβγαζα μόνο χάρτες από τον σβέρκο μου, αλλά ολόκληρα ταξίδια με μας μέσα τους. Δεν είμαι μάγος. Είμαι κάποιος που περιμένει κάτι να συμβεί κοιτώντας τα συννεφοχώραφα του ουρανού. Εκεί γύρω στις 17:37,επιστρεφοντας με μια πορφύρα να του καίει τις κάτω βλεφαρίδες και μια λαχτάρα, που μοιάζει με ζωή διπλή αμπαλαρισμένη σε ένα μικρό πακέτο, δίπλα στο κάθισμα του συνοδηγού.
Υπάρχουν κάποιες στιγμές που θα προτιμούσα να κρατάω τον κόσμο στην πλάτη μου παρά να ζω με την απουσία σου σαν έρπη τυλιγμένο πάνω μου.
Το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα.Το φεγγάρι κάνει κύκλο στης αγάπης μου τον κήπο.
Είναι από τα βράδια που στάζουν σαν κεχριμπαρένιες πέτρες κομπολογιού. Φλερτάρω τη νύχτα χρόνια τώρα. Γουστάρω το μαύρο της.Με καλύπτει.Αναπνέω καλύτερα τη νύχτα,σκέφτομαι καλύτερα,υπάρχω καλύτερα μέσα της
.
Που πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι, μέσα στις γαλβανιζέ κοιλιές των αυτοκινήτων τους. Μου έρχεται η επιθυμία να τους ρωτήσω έναν, έναν. Μόνο εσύ δεν έρχεσαι πια.
Με βασανίζεις. Και εγώ εσένα.
Ποιος θα αντέξει περισσότερο
;

Κυριακή, Οκτωβρίου 28, 2007

τΗ ΜέΡα ΤοΥ ΜεΓάΛοΥ όΧι

Τη μέρα του Μεγάλου "Όχι" εγώ γιόρτασα το δικό σου Ναι. Σε ευχαριστώ που γυρνώντας από την παγωμένη σου Ανταρκτική με άφησες να χωθώ στις βελούδινες καμπύλες σου και στα πίσω σκοτάδια σου. Σε ευχαριστώ που έσωσες τη σκέψη μου λίγο πριν φρικάρει στα παγωμένα νερά της συνθετικής μου ευτυχίας. Δεν περίμενα ποτέ να με αφήσεις να χωθώ μέσα σε όλα όσα είσαι. Δεν είχα ιδέα για τις κοκκινομαβί στοές σου. Για τα απαλά σου κόκαλα και την βιασύνη που έχουν οι αναπνοές σου. Είναι μερικά πράγματα που δεν ξέρεις γιατί τα κάνεις,απλά νοιώθεις ότι πρέπει να τα κάνεις. Σε ευχαριστώ.
Τρώμε μαζί. Σε κοιτάω όσο πιο κοφτά γίνεται. Το δέρμα σου λευκό. Άσε με να το δοκιμάσω ξανά. Είναι δέρμα παλαιών ημερών αλατισμένων με ληγμένη πανσέληνο. Ύστερα γελάς με το κρασί στο χέρι και δαγκώνοντας τα χείλη σου μου κλείνεις τον διακόπτη,σαλιώνεις το σύμπαν μου και αράζεις με τις φτέρνες σου στο τετράγωνο τραπέζι της καρδιάς μου. Δεν θα σου δώσω τίποτα καθαρισμένο. Έλα να τα πάρεις με τα βρύα του πόνου μου. Και μετά δώσε μου κάτι από αυτά με την άκρη της γλώσσας σου.

Γυρνώντας πήρα ένα τρένο και τράβηξα μια ώρα πίσω. Άφησα μια νυχιά στην πλάτη του χειμώνα και δάγκωσα τις πράσινες φλέβες στο λαιμό του ουρανού την ώρα που ο ήλιος έσκυβε όλο και πιο χαμηλά. Στην ζωή μου ήθελα πάντα να έχω την αίσθηση που έχει κανείς μπαίνοντας σε ένα καφέ σε μια ξένη χώρα. Ένας αιώνιος τουρίστας χωρίς καμία υποχρέωση παρά μόνο την καταγραφή όλων όσων ζει μέσα από λέξεις ή εικόνες. Μακάρι να ήξερα πως να σε αφήσω. ίσως να μην χρειάζεται να ξέρω πια.
Παλιά ο χειμώνας ερχόταν από τον Βορρά. Ακόμα δεν κατάλαβα που πάει αυτή η ώρα που γυρνάει πίσω. Ακόμα δεν μπορώ να χωνέψω τις αλλιώτικες νύχτες του χειμώνα και τα κατηφή μεσημέρια που σκοτεινιάζουν αμέσως. Ευτυχώς υπάρχει η σελήνη από πάνω μου που με βάζει και κάνω μαγικά, λίγο πριν τραβήξω το πάπλωμα στο σημείο του λαιμού μου.


Αεροδρόμιο Σπάτων. Αφίξεις. Μια μικρή επιστροφή γεμάτη δώρα. Οι γονείς που ξέρω από παιδί σαν δικοί μου άφησαν πίσω το Μαρόκο και τις καμηλάδες και μπήκαν στα σκοτάδια του αυτοκινήτου μου. Κόσμος νυσταγμένος. Περασμένα μεσάνυχτα. Κίτρινα ταξί γεμάτα ύπνο. Γέλια, άρωμα ταξιδιού και εξωτικής αύρας. Κοιτάω τα μαλλιά τους και τις κλειστές παλάμες τους. Σκέφτομαι μήπως η μία ώρα που γυρίσαμε τους δείκτες πίσω έχει σκαλώσει εκεί. Μπα. Δε νομίζω. Μάλλον βρίσκεται κάτω από τις περσινές μου ζακέτες. Πως είναι αλήθεια να αφήνεις πίσω κάτι που δεν ένιωσες ποτέ δικό σου;


Κι όμως...θα ήθελα πολύ να ήξερα πως να σε αφήσω.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2007

ΣτΗν ΑίΓιΝΑ

Πρωί Σαββάτου στο λιμάνι του Πειραιά. Ραντεβού με την Αίγινα. Ο Αίας μας περιμένει για επιβίβαση. Ουρανός θυμωμένος. Του πάω κόντρα με κρεσέντα γέλιου και φλυαρώντας με τα παιδιά της παρέας. Με ένα κουλούρι σουσαμένιο στο χέρι και ζεστό καφέ ταξιδεύω όπως πάντα. Μέσα και έξω. Μια ώρα και κάτι οι αφροί της θάλασσας λεύκαιναν την ευθεία του Σαρωνικού που θα μας έβγαζε στο νησί. Έχω την θερμότητα των ματιών σου κολλημένη πάνω μου. Στάματα να με τραβάς συνέχεια φωτογραφίες. Δεν θέλω. Άρχισαν και φαίνονται οι ρυτίδες μου.
Βόλτα στο κέντρο. Ψαραγορά. Παλιές φυλακές. Λιμάνι. Μύρισε φασαρία η νύχτα κι έφτασε γρήγορα. Με καλοκαιρινό ρούχο ακόμα πάνω της, αλλά όλο και πιο γρήγορα.
Ψάρι, κρασί,φρεσκοκομμένες σαλάτες. Μεγάλη παρέα με πολλά κοινά στο αίμα. Βράδυ υγρό και τρώμε σε εκείνο το υπέροχο τραπέζι με τα Ισπανικά πλακάκια. Ξεκινάει να βρέχει. Στην αρχή ψιθυριστά, έπειτα δυνατά, σαν κλάμα παραμελημένης γυναικός. Καθόμαστε πιο κοντά ο ένας στον άλλον. Φοράμε ζεστά φούτερ και πίνουμε περισσότερο. Δεν ξέρω ποιος σταμάτησε πρώτος να υπάρχει. Η βροχή ή εμείς;

Το άλλο πρωί ξύπνησα σα να ήξερα κάτι. Από την φαρδιά βεράντα του σπιτιού το μεγάλο πεύκο φιλάει ένα χοντροκέφαλο σύννεφο. Από μακριά, όπως τα κοιτάω, μοιάζουν. Έχουν το ίδιο περίγραμμα. Ίσως λοιπόν να ξύπνησα ξέροντας αυτό. Πως κάποια σύννεφα μοιάζουν με πεύκα. Δεν θέλω να το εξηγήσω παραπάνω.
Βράζω καφέ λίγο πριν την βόλτα μας. Εφημερίδες Κυριακάτικες παντού. Γέλια και προτάσεις χωρίς κόμματα. Μυρωδιές αφρόλουτρου και καθαρής πιτζάμας. Άντε πάμε. Πήρα το καλάθι που βάζω τις εικόνες μου,ένα γιασεμάκι,και μια μηχανή.
Φυσάει πολύ. Τα σύννεφα τρέχουν στην Παλαιοχώρα. Στέκομαι από κάτω τους και είμαι έτοιμη να κόψω εισιτήριο για να επιβιβαστώ. Ξανά. Δεν μπορώ. Δεν ξέρω τον τρόπο να το κάνω. Θέλω όμως να θυμάμαι τις οπλές τους. Κι έτσι βιντεοσκοπώ τα σύννεφα που τρέχουν γρήγορα στην Παλαιοχώρα. Πεύκα με αφράτη κόμη λένε όλο «ναι», γέρνοντας το κεφάλι προς τα κάτω. Παλιά πέτρινα ξωκλήσια, ερείπια σπιτιών με γεύση μιλφέιγ και γαλάζιος ουρανός. Λαμπερός μα γεμάτος πληγές και σύννεφα γάζες που όλο αλλάζουν σχήματα. Τσίμπησα ένα σύννεφο παχύ που έτρεχε με άλλη φορά. Δεν παρουσίασε ούτε μια μελανιά. Το’ξερες ότι τα σύννεφα δεν έχουν αίμα;

Κατεβαίνοντας το μονοπάτι σε έστησα κοντά στον φακό μου για να σε φωτογραφίσω την ώρα που μυρίζεις τα σύννεφα πάνω από την θάλασσα. Δεν είναι το ίδιο χαζούλα. Αλλιώς μυρίζουν πάνω από την θάλασσα.





Την τελευταία μέρα φόρεσα το κασκόλ που μου έπλεξες γύρω από το λαιμό μου.
Άσπριζαν οι βράχοι από τους αφρούς της μανιασμένης θάλασσας. Τα σύννεφα σαν πυκνοί καπνοί έκαιγαν την πόλη της Αίγινας. Από κάπου μακριά μύρισε βροχή και αλατισμένο φύκι. Περπατάμε μαζί σα να περπατάμε έτσι για χρόνια. Χωρίς μελλοντικά σχέδια και επιθυμίες. Απλά σα να περπατάμε έτσι για χρόνια.
Στην επιστροφή πιάσαμε με την Α. θέση στο κατσάρωμα και οι λέξεις σαν δίχτυ προστατευτικό μας απομόνωσαν από τον αέρα και τα βλέμματα των άλλων. Στην θάλασσα γινόντουσαν έργα. Ανασηκώνανε χαμένα νησιά και ένα τεράστιο φωτεινό βελάκι μας έλεγε να παρακάμψουμε την βόρεια άκρη τους.
Λίγο πιο κάτω ανακαλύψανε, μάλλον, ένα νέο μονοπάτι θάλασσας και στήνανε φώτα με φως ιλαρό κίτρινο που θύμιζε μάτι ψαριού. Όσο εμείς μιλάγαμε τόσο πιο πολλά γινόντουσαν γύρω μας. Τόσο πιο πολύ η πραγματικότητα δενόταν με την φαντασία.
Πάλι μαντάρα τα έκανα. Η ζωή δεν είναι ταινία.
Μικρά κόκκινα φώτα στην Σαλαμίνα σαν ερεθισμένα μάτια. Πιο κάτω ο Πειραιάς πάλι φωνάζει στην νύχτα.
Φτάσαμε.
Δεν ξέρω ακριβώς που. Πάντως ξέρω ότι φτάσαμε.

Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2007

ΟκΤωΒρΙαΝόΣ ύΜνΟσ


Άλλαξε ο καιρός. Έβαλε λίγο κρύο. Το σκηνικό πιο γαλάζιο από ποτέ. Υπόνοια βροχής. Μυρωδιά φθινοπώρου. Όλα υγρά.
Έφτιαξα τον υπολογιστή μου. Ξανάκοψα τα μαλλιά μου, πιο κοντά ακόμα.
Πούλησα κι άλλα κολλάζ. Κατέβασα το νέο cd των Radiohead.Έχει λιώσει στο repeat μαζί με τις σκέψεις που κάνω την ώρα που περνάνε από μπροστά μου τα σύννεφα. Σκέφτηκα να γράψω μια ιστορία μεταφυσικού τρόμου για τις εκδόσεις Οξύ.
Έβρεχε χτες τη νύχτα πολύ. Μούσκεψε η φράση που έχω χαραγμένη με πένα, πίσω από τον κοντοκουρεμένο αυχένα μου. Λέει κλαίγοντας «Αντέχεις να είσαι ευτυχισμένη;»
Τη νύχτα στο σκοτάδι ακούω να γεννιούνται σκυλιά και αλυχτίσματα. Φόβοι και πόνος συμπυκνωμένος και φυτεμένος μέσα στα υγρά χώματα.
Γεννιούνται γαλαξίες και μεγάλες αγάπες μέσα μας. Ψυχή μου αστερόεσσα πόσα αστέρια αντέχεις να γεννήσεις αυτό το βράδυ;
Τις νύχτες του Οκτώβρη διάλεξα να σε κοιτάζω κατάματα και να σου δείχνω όλους τους σπασμούς στο πρόσωπο μου. Έρχεσαι μέσα στα δειλινά μου με εκείνα τα κόκκινα λεπτά σου χείλη και τα κίτρινα μάτια που θυμίζουν λεμόνι κομμένο στη μέση. Σε θυμάμαι σαν ένα ξεχασμένο λουλούδι,που έβαλα ανάμεσα στις σελίδες ενός αγαπημένου μου βιβλίου κοιτώντας ένα απόγευμα την δύση του ήλιου να καίει πρόστυχα την μήτρα του ουρανού.
Κάπως έτσι.
Ο Οκτώβρης με μια περίεργη χλωμάδα ξαπλώνει πάνω στα σεντόνια μου κάθε πρωί.
Κοιτάω τα μαλλιά του. Είχες δίκιο, είναι γεμάτα ξεραμένους αστερίες και φύλλα κίτρινα, που όταν πέφτουν ψιθυρίζουν ύμνους Οκτωβριανούς για μια νεράιδα που χάθηκε μέσα σε ένα δάσος όπου ζούνε δέντρα στολισμένα με αστερίες οι οποίοι έχασαν τον προσανατολισμό τους και δεν βρήκαν ποτέ τη θάλασσα.
Απλώνω το χέρι μου να τα χαϊδέψω. Κάθε φορά που το κάνω αυτό σβήνουν οι λάμπες στο δρόμο. Και έπειτα έτσι ξαφνικά φεύγει από τα σεντόνια μου.
Ξημερώνει πιο γλυκά η μέρα τον μήνα αυτό. Μου μοιάζει σαν φρεσκοξυρισμένο αντρικό πρόσωπο.

Γράφω μικρές λέξεις στο φουσκωμένο μου ημερολόγιο.Αγκαλιες,λύκοι,πάγωμένα τοπία,το Ρέικιαβικ σε σχήμα πιπιλιάς στο λαιμό μου. Φωνές,σκέψεις, άνθρωποι χώρια. Άνθρωποι με βλέφαρα κλειστά. Βροχή που όλο δυναμώνει .Κρύο. Χνότα που θολώνουν το παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου,πολλές γυμνές ηλεκτρικές λάμπες. Μαγνητικά πεδία, βαρύτητα. Πόδια που δεν λένε να κατακτήσουν κανένα τετραγωνικό που απλώνεται λίγο παρακάτω τους. Χέρια με μουτζούρες. Φίλοι και λευκά κρασιά. Κόκκινο κραγιόν. Σύντομα φιλιά. Τα κάθετα βράχια του αγκώνα σου και οι γλώσσα μου που όλο σκαρφαλώνει σε αυτά. Χαλασμένες φωνές κοριτσιών στο τηλέφωνο που σχεδόν λησμόνησα. Ακόμα δεν έστειλες νέα σου. Ίσως καταφέρω και σου γράψω πρώτη εγώ. Δώσε μου το χέρι σου,έχω έναν νέο προορισμό. Κάτω από εκείνο το ηλεκτρισμένο αστέρι που μοιάζει έτοιμο να κλάψει. Έλα θα σου δείξω όλα όσα έχω δει,αλλά υποσχέσου μου να μην τα πεις πουθενά. Ξάπλωσε δίπλα μου και ετοίμασε στις δερμάτινες παλιές βαλίτσες τα όνειρα σου.
Θα σε χαϊδεύω όλο το βράδυ μέχρι να σβήσουν οι λάμπες στο δρόμο.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007

Το ΚοΡίΤσΙ τΗς LuSsILe


Το κορίτσι της Lussile με το πένθιμο,φουτουριστικό φόρεμα, μας ανοίγει τα πόδια του. Το κοιτάω για ώρες. Ταιριάζει πολύ με την θλίψη μου.
-Πως είναι η θλίψη σου; Η δικιά μου φοράει μολυβί φόρεμα και στα μαλλιά της έχει κρεμασμένους μωβ πλανήτες. Έχει μικρή μύτη και μεγάλα χείλια. Κι ένα σημάδι στο πιγούνι. Ουρλιάζει στις στοές του σύμπαντος και παίζει μήλα κρατώντας για μπάλα τον Ερμή.
-Εμένα, η δικιά μου κοιμάται. Ποτέ δεν κατάφερα να δω πως είναι. Κουκουλωμένη ως επάνω πάντα.
-Μπορεί να ξυπνήσει μια μέρα και να σου χαϊδέψει τα μαλλιά.
-Μπορεί. Μπορεί και να μοιάζει στο κορίτσι της Lussile,έτσι όπως φωτογραφίζεται κάτω απ’ τα φώτα της πόλης, στη νέα της καμπάνια.

Σήμερα φυσάει πολύ. Τρελαίνονται τα απλωμένα ρούχα και οι κουρτίνες φαίνονται σαν νευριασμένες που όλο τσακώνονται μεταξύ τους καθώς το σκάνε από τα ανοιχτά παράθυρα. Υπάρχουν μέρες σαν και την σημερινή, που μου έρχεται να πάρω το αεροπλάνο και να πάω την ζωή μου πίσω. Όσο πιο νότια γίνεται. Εκεί που κατοικοεδρεύει το καλοκαίρι και σταματάει ο χρόνος. Συνεχίζω να γκρεμίζω το βλέμμα μου ανάμεσα στους υδρατμούς των ημερών και στα γκρίζα κτίρια Ανάμεσα στα μαλλιά του Οκτώβρη, γεμάτα ακόμα πεταλίδες και ξεραμένα φύκια που όλο μπερδεύονται. Ανάμεσα στα ζεστά βράδια που με κάνουν να θέλω να γδύνομαι.
Πλάθω πόλεις με περίεργα ονόματα και τα ταιριάζω πάνω σε πρόσωπα εξωτικών γυναικών.
Άλλαξε πολύ ο κόσμος. Λες και ότι υπήρχε χτες δεν υπάρχει πια. Έτσι απλά εξαφανίστηκε μέσα σε μια νύχτα. Και δεν είχα σημειώσει στο ημερολόγιο μου και ποια νύχτα ήταν αυτή. Και άντε τώρα να τρέξεις να την βρεις και να τα φέρεις πίσω.
Κι έτσι περνάνε οι μέρες, σαν μελαγχολικά θαυμαστικά που δεν πατάνε καλά στην τελίτσα τους.
Κάθε πρωί κολλάς πίσω στην πλάτη μου και ακούς τις λέξεις που ανεβαίνουν στα χείλη μου. Έπειτα σκαρφαλώνεις ως το λακκάκι του λαιμού και λύνεις τον κόμπο τους. Ελευθερώνονται οι δόλιες και ευτυχώς έτσι καταφέρνω και ξυπνάω. Κάθε πρωί κοιτάω τον ουρανό. Με ξεσηκώνουν τα σύννεφα καθώς φουσκώνουν με υδρατμούς τα καπούλια τους. Θέλω να αποδημήσω από την πόλη αυτή,αλλά φοβάμαι. Έχω ακούσει πως πολλά αποδημητικά πουλιά κάψαν τα πόδια τους στα ηλεκτροφόρα σύρματα άλλων πόλεων όπου βρεθήκαν. Λες και η δικιά μου πόλη δεν έχει σύρματα και πρέπει να αποδημήσω για να καώ.
Κάθε απόγευμα την ώρα που ο ουρανός παίρνει τα χρώματα μιας πένθιμης μελιτζάνας, γεμίζω το στέρνο μου θλίψη. Δεν κρατάει πολύ. Φαντάζομαι τόσο, όσο κράτησε και η πόζα της Lussile, του κορυφαίου top model Heather Marks, για τον φακό του διάσημου φωτογράφου C. Coutayar.
Κάθε απόγευμα σε αυτή την μαύρη πόλη η θλίψη μου, ανοίγει τα πόδια της,σαν το κορίτσι της Lussile.Δεν ξέρω τι να της κάνω για να με αφήσει ήσυχη. Να χωθώ ανάμεσα της; Να την γδύσω και να την αφήσω σε κοινή θέα; Να της κόψω τα μαλλιά και να την κάψω; Δεν ξέρω τι θέλει. Σίγουρα με προκαλεί για κάτι. Με αφήνει και περιμένω. Είναι μια φορτισμένη αναμονή. Και καθώς εγώ την καρφώνω με το τοξωτό μου βλέμμα διακρίνω και αναγνωρίζω ότι είναι θεσπέσια.
Ξέρετε, έχει την γοητεία όσων φεύγουν για πάντα.


Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2007

35 mm FiLm StRiP


Έφυγα κρατώντας 4 σκηνές στα χέρια μου. Όλες σε 35 mm.Εσύ ακολουθούσες από πίσω με την μηχανή. Και έμοιαζε το μπροστινό φανάρι της σαν πανσέληνος με φως λυχνίας. Με ακολουθούσες πιστά μέχρι που η υγρασία σε κάλυψε και σε έχασα. Δεν σε έβρισκα πια. Ούτε στο δεξί καθρεφτάκι μου. Αγαπάω κάθε είδους υγρασία. Εκτός από την υγρασία των πνευμόνων. Είναι μια τέλεια, υπέρκομψη Madame που κάθεται πάνω σε όλα, με τέτοια χάρη, που σου φέρνει ανατριχίλες. Προτιμάει τις γυάλινες επιφάνειες,τις γωνίες των τοίχων και τα ερμάρια των σπιτιών. Μου αρέσει και η υγρασία της ύπαρξης,αρκεί να υπάρχει έπειτα ο ήλιος της ψυχής να την εξατμίσει με το φως του.

Το κεφάλι μου μέσα έχει ακόμα αποσπάσματα ταινιών και υπότιτλους. Τα μάτια μου ψάχνουν να διαβάσουν την επόμενη σειρά. Έχει ακόμα ένα έγκαυμα, σαν ληγμένο ιδανικό και μια αυλαία κόκκινη, ίδια με ανοιξιάτικο αίμα. Οι νύχτες πρεμιέρας γύρισαν την πλάτη και χάθηκαν στην στροφή του χτες. Τελείωσαν αφήνοντας μου και πάλι το αίσθημα ενός έντονου μετεωρισμού. Ας είναι. Έτσι κι αλλιώς μια ζωή σαν ταινία ζω με το έτσι θέλω. Δεν θα μου λείψει τίποτα. Κάποιος φίλος με ονειρεύτηκε. Με είδε να χάνομαι πάνω σε εκείνη την πράσινη σκάλα και να γυρίζω μόνο για λίγο να τον δω. Του έβγαζα την γλώσσα και μετά έκανα φούσκες με το σάλιο μου. Ερχόντουσαν λέει κατά πάνω του και όποια έσκαγε στα μούτρα του,του άφηνε σημάδι. Και εγώ όλο ερχόμουνα και όλο έφευγα. Και μετά έγινα ένα μωβ αστέρι,από αυτά που κατοικούν στις πιο σκοτεινές γειτονιές του ουρανού. Και έπειτα, έτσι ξαφνικά, σαν μωβ αστέρι που ήμουνα, έσκασα με έναν μεγάλο θόρυβο και άφησα λέει μια μωβ σκόνη παντού. Κράτα έναν κόκκο της για πάντα στον δεξί σου κρόταφο και έλα να γείρεις μέσα μου σαν πλοίο που βουλιάζει.
Ένας μουλωχτός πονοκέφαλος με μουδιάζει. Ξυπνάω πάντα με μια λίμνη μέσα μου. Ασάλευτη και ασημένια, μα καθώς βηματίζω στη νέα μέρα αυτή η λίμνη όλο αποξηραίνεται μέχρι να την ξαναγεννήσω το επόμενο πρωί.
Καλά είμαι. Αλλά μουδιασμένο καλά. Από αυτό το κάλα που λες επειδή είσαι ζωντανός και κάνεις πράγματα όμορφα, που σε γεμίζουν. Η δυστυχία επινοείται μην το ξεχνάς.
Μέρες ζεστές, βράδια υγρά, ζεστά σχετικά. Τα κουνούπια άρχισαν πάλι να τσιμπάνε και τα απέραντα μεσημέρια του θέρους σα να ζωντάνεψαν ξανά. Παρόλα αυτά, οι μέρες όλο συρρικνώνονται. Μοιάζει σαν το καλοκαίρι να ξέχασε πάλι τα κλειδιά του στο τραπεζάκι του χολ και επέστρεψε για να τα πάρει. Μείνε ακόμα λίγο,ακόμα λίγο. Πρέπει κάποτε να αποκτήσω το δικαίωμα να σε εξηγήσω. Χτες το βράδυ εκεί που στεκόσουν έτρεμε η μεγάλη άρκτος και στα μάγουλα της κυλούσαν δάκρυα με γεύση μπίρας. Ξέρεις κάτι; Τελικά κάποιες φορές είναι πιο εύκολο να ικανοποιείς τους άλλους παρά τον εαυτό σου.

Ο Οκτώβρης με μια μπλε σειρήνα στα μαλλιά διασχίζει τα στενά των μπαζωμένων ψυχών μας. Τα παγόβουνα λιώνουν. Θα προκύψουν νέοι μήνες σύντομα, νέα ήθη,νέες εποχές. «Αργεί ακόμα η συνειδητοποίηση», μου λες. Σου απαντάω, «μια ιδέα είναι όλα». Σε κάποια παλιά ασπρόμαυρη ταινία του Μαξ Οφίλς άκουσα την πρωταγωνίστρια να λέει πως οι άνθρωποι έχουν δύο φορές γενέθλια. Μια την μέρα που γεννιούνται και μια όταν συνειδητοποιούν ποιοι είναι. Ακόμα είναι νωρίς για τα δεύτερα γενέθλια. Δεν είμαι σίγουρη αν θα τα γιορτάσω ποτέ. Είμαι σίγουρη για ένα πράγμα όμως και αυτό είναι πως τα πράγματα έρχονται πάντα στην ώρα τους. Ακόμα και οι επαναστάσεις. Έξω και μέσα μας.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2007

ΝύΧτΕς ΠρΕμΙέΡας 2007


Εσώκλειστη μέσα σε νύχτες πρεμιέρας. Εκεί εξοστρακίστηκα για άλλη μια φορά. Κλεισμένη μέσα σε αίθουσες που μοιάζουν με καταπιόνα φάλαινας, αφήνω βαθουλώματα ύπαρξης στα βελούδινα κόκκινα καθίσματα. Φέτος οφείλω να παραδεχτώ ότι το πρόγραμμα έχει πολύ καλές ταινίες. Και αυτό μου είναι υπεραρκετό. Τόσο που μπορώ και μπερδεύω τις μέρες,τον χρόνο,τα ονόματα των φίλων και τις ηλικίες των παιδιών τους. Μπερδεύω τα ματιά των άλλων με τα δικά σου και νομίζω πως όλοι οι πρωταγωνιστές είσαι εσύ. Υπεραρκετό. Τόσο που να οδηγώ μηχανικά για το σπίτι επιστρέφοντας ή να ξεχνιέμαι κολυμπώντας μέσα σε ένα θορυβώδη καταρράκτη σκέψεων πάνω στην μηχανή του.
-Σου αρέσει να με βασανίζεις;
-Γιατί να μου αρέσει κάτι τόσο εύκολο;

Μπαινοβγαίνω από αίθουσα σε αίθουσα. Από κόκκινα καθίσματα σε πράσινα και από πράσινα σε μπλε. Δεν επικοινωνώ με την αλήθεια εκεί έξω. Βρίσκομαι καρφωμένη σε εκείνα τα σουρεάλ ξέφωτα. Ξέρεις ποια. Εκείνα που βυζαίνουν το γάλα σου.
Και γω θα ήθελα να περπατήσω μαζί σου στην βροχή,να ακούσω τι θόρυβο κάνουν οι σταγόνες όταν σκάνε στο δέρμα σου,άλλα είμαι φοβητσιάρα. Φοβάμαι τους ανθρώπους και ιδιαίτερα αυτούς τους ξεχωριστούς. Αυτούς που έχουν κάνει μετάγγιση από το αίμα των άστρων και μπορείς να τους ερωτευτείς με ένα απαλό άγγιγμα. Θυμάσαι;

Δεν θέλω να σου μιλήσω. Νοιώθω ότι έχασα ένα μεγάλο κομμάτι σου. Περιμένω σιωπηλή να κατέβεις την σκάλα. Και ξέρεις πως παραμένω σιωπηλή όταν έχω πολλά να πω. Αλλά μπερδεύομαι με τους ανθρώπους όπως και συ. Και συμφωνώ πως αλλάζουν σαν τον ξαφνικό αέρα που δεν ξέρει προς τα που να πάει.
Για αυτό που λες, εξοστρακίστηκα στις νύχτες πρεμιέρας. Μαζί με άλλες χαμένες ψυχές που μεθάνε με τον ασπρόμαυρο παλιό κόσμο και ξενυχτούν σνιφάροντας κόκκους σελιλόιντ. Εξοστρακίστηκα μέσα σε μια και μόνη δέσμη φωτός που αναρουφάει την εικόνα του παρόντος χρόνου σαν να ήταν καπνός που ξαναμπαίνει σε στόμα καπνιστή. Δίπλα μου φάτσες στραπατσαρισμένες,μάτια αναιμικά. Ντυσίματα αταίριαστα στο σύνολο τους. Άλλοι με σανδάλια,άλλοι με παλτά. Ούτε κι ο καιρός δεν ξέρει τι θέλει να είναι. Βγαίνοντας στην χλιαρή υγρασία της νύχτας,τα μάτια μικραίνουν. Το σώμα κρυώνει. Οι άκρες των μαλλιών σγουραίνουν. Ο νους μουδιασμένος πατάσσει την θαμπή αγκαλιά της νύχτας. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο θυμάμαι το Gastone café, όπου χτες ήπια μόνη τον καφέ μου,διάβασα την εφημερίδα μου και έκλεισα το κινητό μου. Δεν περίμενα τίποτα που θα μπορούσε να χαλάσει αυτή την ειδική στιγμή. Αυτή την πρεμιέρα της μοναχικής στιγμής μου, που έμοιαζε με την αίσθηση που έχει κανείς όταν γλιστράει σε ζεστά σεντόνια. Κι έπειτα ήρθαν στα αυτιά μου τα περσινά σου λόγια. Είχες δίκιο. Είμαι αυτόφωτη τελικά. Δεν χρειάζομαι κανενός είδους βαρύτητα και έλξη για να βρίσκομαι γύρω από μία σπουδαία τροχιά.
Και ξαφνικά ο Οκτώβρης, με την γαλάζια σειρήνα στο κεφάλι, αφήνει ηλεκτρικές αναλαμπές έξω από το παράθυρο μου. Ξαφνικά η νύχτα μεγάλωσε την αγκαλιά της και τα μυστικά, που έχω φυλάξει στα παλιά μου παλτά, δεν αντέχουν άλλο την μοναξιά τους και θέλουν να βγουν στην γκιλοτίνα του φωτός.
Ει,ψιτ...εσύ με το τσόχινο καπέλο. Γίνε ηλεκτρόνιο, μπες μέσα στην τηλεφωνική μου γραμμή, φτάσε στη silicon valley και μετά στο λευκό μου μαξιλάρι. Γίνε bit και μετά πάλι σάρκα και πήδα από την οθόνη στην αγκαλιά μου. Θα σου χαϊδέψω τα μαλλιά, θα σου φιλήσω το λαιμό και μετά θα σε αφήσω να φύγεις, γιατί ίσως πρέπει να πας και αλλού και ούτε το φως όπως τρέχει μπορεί να σε ακολουθήσει κάποιες στιγμές.

Θέλω να ξέρεις πως η δυστυχία επινοείται,όπως και η ευτυχία. Ας μην χάνουμε την γοητεία μας για κάτι που είναι καθαρά στο δικό μας χέρι.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 18, 2007

ΨήΦιΣα ΜόΝα ΛίΖα


Ονειρεύτηκα ότι ήμουν σε εκείνο το λιβάδι που στηρίζεις την πλάτη σου. Έβλεπα την ραχοκοκαλιά σου να φουσκώνει και τους αγκώνες σου να τρέμουν. Όταν ήρθα μπροστά σου έκλαιγες και το αινιγματικό σου χαμόγελο δεν υπήρχε πια.
«Τι έγινε;», σε ρώτησα;
«Κοιτάω την χώρα σου και λυπάμαι που κατέληξες στον πίνακα μου να κρυφτείς».
Θύμωσα λέει τότε και σου φόρεσα μια ξανθιά περούκα,σε μουτζούρωσα σα να είχες γένια,μετά σου έκοψα το κεφάλι και στην θέση του έβαλα μια πανσέληνο. Σε ξανάφτιαξα όπως ήθελα εγώ. Και μετά σε ψήφισα.
Σε ψήφισα για Μάνα μου,για δήμαρχο,για καλύτερη ηθοποιό,για πρόεδρο της δημοκρατίας. Για μπρελόκ στα κλειδιά
μου,για εξώφυλλο δίσκου και σοκολάτας. Σε ψήφισα για ότι δεν φαντάζεσαι.
Λίγο πριν ετοιμάσω τα πράγματα μου και φύγω από αυτόν τον σιχαμένο τόπο....
Και τώρα που έχουν έτσι τα πράγματα,λέω να μείνω και να κηρύξω πόλεμο
σε όλους τους ηλίθιους. Αφού τολμούν και περιφέρονται μπροστά μου γιατί να μην το τολμήσω και γω;

Τα ίδια πάλι και τα ίδια. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι βγάλαμε το ίδιο κ
όμμα. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ξεχάσαμε κι όλας. Δεν μπορώ να πιστέψω ποιοι είμαστε. Όχι δεν φταίει μόνο η απόκοσμη καταγωγή μου. Φταίνε όλοι όσοι επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους σε σημείο αυτοακρωτηριασμού. Κάνουμε ότι μας κατεβεί στο κεφάλι μόνοι και ανυπεράσπιστοι. Διαλυθήκαμε μόνα Λίζα. Απωλέσθη πάσα ελπίς.
Το κράτος μου δεν υπάρχει πουθενά αποτελεί φαντασίωση γλυκιά μόνα Λίζα,όπως το χαμόγελο σου. Η γεωγραφία της χώρας μου άλλαξε. Αλλάχτε τον χάρτη στα σχολεία. Ζωγραφίστε μια μαύρη κουκκίδα με μια σταγόνα αίμα μέσα της.
Κινδυνεύουμε μόνα Λίζα. Κινδυνεύουμε απίστευτα από την απουσία του κράτους, της χώρας και της ψυχής που μας δόθηκε. Χαμπάρι δεν έχουμε πάρει ακόμα.
Έχουμε καταντήσει σαν τον αρκτικό κύκλο. Λιώνουμε σιγά, σιγά. Αφήνοντας το φαινόμενο του θερμοκηπίου της εκάστοτε κυβέρνησης να μας αλλάζει το κλίμα.
Δεν θα πεθάνω εδώ γλυκιά μου. Δεν σκοπεύω να καθηλωθώ πουθενά, ούτε ακόμα στο πανέμορφο τοπίο του πίνακα σου.




{Μ΄άγαπάς λίγο;
πες ρε...με αγαπάς;
πες κι εγώ θα σου χαρίσω το πιο πορφυρό αστέρι}.

Πήρα ένα γράμμα δικό σου μετά από πολύ καιρό κι έλεγες «Φοβάμαι το ξημέρωμα που θα αντικρίσω την κορυφή μου φωτισμένη από τις ακτίνες του ήλιου. Χρυσοκόκκινη να με κοιτάει απελπισμένη από ψηλά και να με φτύνει ανάμεσα στα μάτια. Νοιώθει το φόβο μου και στέλνει παγωμένο αέρα στην ψυχή μου. Με καρφώνει και λυγίζει τα μέσα μου. Χαϊδεύει τις πατούσες μου με τα κοφτερά της βράχια και οι θεοί της, ψιθυρίζουν ουρλιαχτά ανάμεσα στα αυτιά μου.
Έχει άπειρα αστέρια αυτή την στιγμή εδώ πάνω. Σα να έχει πάρτι ο ουρανός. Περπατάς χωρίς φακό. Στ΄αλήθεια κάτι γίνεται. Μαγικές βραδιές με σύννεφα που μοιάζουν με ρουθούνια γαληνεμένων δράκων που κοιμούνται στην αγκαλιά του γαλαξία που μοιάζει με την σειρά του σαν πορφυρό φαράγγι.Έλα κράτα με.»
Δεν ξέρω να κρατάω κανέναν. Δεν έχω χέρια, ούτε πόδια για να φύγω από δω. Έχω μόνο μάτια που κοιτάνε να τρυπήσουν τα σωθικά της πραγματικότητας και να ζήσουν το νου σε ξέφωτα σουρεάλ.
Δεν έχω τίποτα πάνω μου. Μόνο τα κλειδιά της ψυχής μου κι ένα μεγάλο ουρλιαχτό κάθε φορά που πέφτω από τον στόχο της ζωής μου. Καληνύχτα μόνα Λίζα. Θα τα ξαναφτιάξουμε όλα από την αρχή.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2007

dEsTrOy atHens


Αμάλθεια λένε το ξωτικό του ύπνου μου. Κάθεται κάτω από το κρεβάτι μου ή έξω από τις γρίλιες και με φυλάει όταν κοιμάμαι. Προχτές την φώναξα και βγήκε πίσω από το κομοδίνο. Το φως του πορτατίφ ιλαρό έπεφτε πάνω στα μπερδεμένα της μαλλιά. Αμάλθεια...δεν κοιμάμαι πια όπως παλιά. Βλέπω όνειρα με φόνους,ναι εγώ φονεύω,και όλο τρέχω μέσα τους χωρίς να ξέρω που πάω. Χτες είδα ότι ορθώθηκε κατά πάνω μου μια λευκή αρκούδα. Παραλίγο να με δαγκώσει στο λαιμό άλλα πρόλαβα και την δάγκωσα στο μάγουλο δυνατά. Τόσο, που πόνεσαν τα σαγόνια μου.
Και αντί να βγάλει αίμα έβγαλε γεύση Toblerone.Λευκής Toblerone.Τι θα κάνω τώρα πια Αμάλθεια;Πως κατάντησαν έτσι τα όνειρα μου; Χάλασε ο ύπνος μου.
Για αυτό σε φώναξα χτες. Τρόμαξα τόσο που νόμιζα ότι με παράτησες. Έτρεξα σε παλαιότερα όνειρα να σε βρω. Έψαξα πίσω από την μεγάλη πράσινη βιβλιοθήκη του Κ. που είχα ονειρευτεί πέρυσι,αλλά δεν σε βρήκα. Κατατρεγμένη πέρασα από την τελευταία νύχτα της γιαγιάς μου. Τι φοβισμένο όνειρο και αυτό. Τράβηξα τα σκεπάσματα σε φώναξα αρκετές φορές αλλά τίποτα. Κοιμήθηκα τρία τέταρτα πίσω από την μικρή πλάτης της γιαγιάς. Την αγκάλιασα σα να την είχα ξανά. Κατέληξα να φτάσω στο ποτάμι που ο Α. έτρεχε με ένα μεγάλο ποδήλατο. Τον χαιρέτισα και του θύμισα ότι σε λίγο θα έπεφτε. Την ώρα που έπεφτε ξεπρόβαλλε η Λευκή Αρκούδα.
Αμάλθεια. Με δάγκωσε σου λέω...Άκουσα τότε έναν θόρυβο κάτω από το κρεβάτι μου. Σαν κάποιος να σερνότανε. Τρομαγμένη και σε στάση εμβρύου,περίμενα. Και τότε είδα το σκοτεινό περίγραμμα της μάζας σου να εμφανίζεται πίσω από το κομοδίνο. Με καθησύχασες χαμογελώντας μου. Μύρισες τα μαλλιά μου και φύσηξες κάτι από πάνω τους.
Σου είπα μόνο κοιτώντας σε χωρίς να βγάλω άχνα, πόσο πολύ μου έλειπε ο ύπνος μου. Πόσο πολύ κουραζόμουνα την μέρα που φτάνοντας στη νύχτα τόσο κουρασμένη αδυνατούσα να κοιμηθώ. Καμία βιταμίνη δεν θα με έκανε καλά. Τόσα σου είπα μόνο βλέποντας μέσα από τα μάτια σου. Κίτρινα ήσαν θαρρώ. Έμεινες δίπλα μου μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

Το άλλο πρωί κάτω από τα μάτια μου βρισκόταν ένα σύννεφο λευκό,σαν αναποδογυρισμένο άτι. Οι οπλές του τρύπαγαν τα γαλάζια ξέφωτα. Το κεφάλι του κοίταγε τις γλάστρες της βεράντας μου. Βγήκα έξω χωρίς ασπίδα. Ανέπνευσα με δύναμη τα σπάργανα της μέρας. Ήξερα πάλι πως θα πήγαινα στη δουλειά όπου θα έφευγα βράδυ,ότι μέχρι να τελείωνε το πρόγραμμα της παρουσίασης θα δούλευα όλα τα Σαββατοκύριακα του μήνα, ότι δεν θα έκανα τίποτε άλλο,παρά μόνο Τρέιλερ με υπέρλαμπρο περιτύλιγμα. Ότι θα χαμογέλαγα με μεγάλη πίεση κάνοντας ασκήσεις γέλιου λίγο πριν μπω μέσα. Ότι από την ώρα που θα μπω θα είμαι το κοριτσάκι πίσω από το ταμείο που αναλαμβάνει το αμπαλάζ των πακέτων προκειμένου να είναι ελκυστικά και γενναιόδωρα προς το μάτι και τις προσδοκίες που κρύβουν. Άλλοι όμως σκέφτομαι είναι κάτι χειρότερο, η μούχλα που χρειάζεται το ροκφόρ του αφεντικού. Απόγευμα στο Γκάζι με ψύχρα.1η μπιενάλε της Αθήνας.Destroy Athens. Destroy me.Για πόσο μπορείς να φλερτάρεις με την αποσύνθεση που σου δίνει η γνώση της αλήθειας; Να μπορούσα να αναδομήσω την πόλη, λες, και στο στόμα σου έχεις ένα μεγάλο πτώμα. Βράδυ με την ανάφλεξη στο κεφάλι συνεχίζουμε για ένα ποτό. Σε μια ταράτσα. Δίπλα μου άνθρωποι σαν λάδι σε καμβά. Κοιτάζουν τα μαύρα πνευμόνια του ουρανού και ξεχειλίζουν αγάπη. Δώσε μου λίγο χώρο από τον τοίχο σου να κρεμάσω την συγνώμη μου.
Ακολουθούν πολιτικές συζητήσεις. Κανείς δεν ξέρει τι θα ψηφίσει. Αν θα ψηφίσει.Apolitique. Και γω δεν ξέρω τι να ψηφίσω. Τι να αγαπήσω. Τι να αφήσω. Τι να κρατήσω. Τι να ζητήσω και από ποιον. Τι να φορέσω. Πως να αναπνεύσω και αν θα ζήσω σε αυτόν τον ανάπηρο τόπο
Αχ, Αμάλθεια μου λείπει κι όλας η φύλαξη σου. Πως το είπες αυτό χτες καλή μου; Η πλήρης ελευθερία του ευτελούς, η κοπριά της μαζικής προβολής, είναι το ιδανικό λίπασμα για να ανθίσουν πολλά λουλούδια.