Παρασκευή, Ιουνίου 22, 2012

ΚάΠως έΤσΙ...

Ιούνιος. Ακούγεται σαν όνομα εξωγήινης τοποθεσίας.
 Ελλάδα. Ακούγεται σαν  τίτλος γνωστού σουξέ. Στην κουζίνα χάλασε το φως και η πρίζα της τοστιέρας ξεχαρβαλώθηκε. Είναι άθλιο το θέαμα. Περιμένω ψυκτικό για το ψυγείο και όποτε θυμηθώ να πάω να πάρω μια καινούργια τρέσα για την κουρτίνα. Έτσι που γέρνει τώρα δίνει στο δωμάτιο μια όψη εξαθλίωσης. Να βάψω τα κάγκελα του μπαλκονιού. Η σκουριά κοντεύει να πάρει σάρκα και οστά έτσι γρήγορα που μεγαλώνει. Στο μεταξύ πρέπει να πληρωθεί και η Δ.Ε.Η. Νοσταλγώ τις μέρες που όλα ήταν στρογγυλά χωρίς αιχμές. Όλα στην εντέλεια, καλογυαλισμένα και απομακρυσμένα από κάθε είδους φθορά. Όμως ξέρω καλά πως το επάγγελμα «νοσταλγός» δεν πρόκειται να αποκτήσει μέλλον, Γεμίζουν οι πλατείες, αδειάζει ο κόσμος κι ακόμη τα κουνούπια διψούν με τον παλιό τρόπο. Ψυγείο λοιπόν, τρέσα για κουρτίνα, κάγκελα και λογαριασμοί. Απόλυτη προσήλωση στο καλοκαίρι που σε λίγο θα  γιορτάζει τον Ιούλιό του κι έχει ο Θεός.


Στην τηλεόραση η φάτσα του αποστεωμένου Σαμαρά θυμίζει καταραμένο ήρωα από ιστορίες του Edgar Allan Poe, με κουστούμι εποχής. Εάν οι υπουργοί και οι βουλευτές θέλουν γιαούρτωμα, το εκλογικό σώμα θέλει σκατά στη μούρη. Αυτοί φταίνε, που τους ψηφίζουν... Εντάξει, μπορεί να κάνεις λάθος μια φορά. Εδώ μιλάμε για χρόνια. Αυτή η χώρα δεν έπρεπε να έχει αυτούς τους κατοίκους. Δεν τους αξίζει. Από τα έντεκα εκατομμύρια, αυτοί που σκέφτονται είναι περίπου τριακόσιες χιλιάδες. Όλοι οι άλλοι είναι για τα μπάζα.Είναι η φυλή τέτοια.

 Όσο μεγαλώνω, τρελαίνομαι και περισσότερο. Γιατί δεν θέλω τίποτα και όσο δεν θέλω τίποτα τόσο περισσότερο αγριεύω. Έτσι αλλάζουν τα πράγματα. Από αυτούς που δεν περιμένουν τίποτα. Γιατί αισθάνονται ελεύθεροι και δίκαιοι. Κάπως έτσι παρελαύνουμε στις τελευταίες μέρες του Ιουνίου. Αποσπασματικοί και ότι να ναι. Άλλο ένα καλοκαίρι στο σώμα της πικροδάφνης και του μελισσόχορτου. Ερήμην της κρίσης φουντώνουν οι βασιλικοί και τα νυχτολούλουδα. Πάνω από την ντοματοσαλάτα τα βράδια πετούν τα αεροπλάνα με τους ωφέλιμους τουρίστες. Κάπου εκεί μέσα σε αυτά είσαι και συ με χρωμοσώματα Πορτογαλίας , γεμάτος βραβεία και μια βραχνή φωνή. Έρχεσαι φουσκώνοντας την αγωνία μου. Σε περιμένω χωρίς να σε έχω δει και αυτό είναι κάτι.


Επιθετικό φως. Μέσα μου εκρήξεις αισιοδοξίας και έπειτα κάποια πρωινά στην  δουλειά προκύπτει ξαφνικά μια στενοχώρια, μια σαστιμάρα και σιχαμάρα για όλους και για όλα. Μεγαλώνω και μένω ακόμα παιδί. Σε αυτή την πατρίδα που δεν αναγνωρίζω πια, σε αυτή την ζέστη που με λιώνει απειλητικά, με αυτή την υπομονή που όλο λιγοστεύει. Αναπνέω  φως και τεντώνω τις άκρες μου να σκαρφαλώσει κι άλλο πιο πάνω το καλοκαίρι που δεν θα απαρνηθώ ποτέ. Ωστόσο οι σπείρες των εγκληματιών, καταστρώνουν σχέδια δράσης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι μελετούν τα ζώδιά τους κι αναρωτιούνται αν θα τους πέσει ο Κρόνος στο κεφάλι και το ασύρματο τηλέφωνο τώρα τελευταία ξεφορτίζει συνεχώς. Πρέπει να το αλλάξω και αυτό.


Κάπως έτσι... 

Τρίτη, Ιουνίου 12, 2012

WaLk SlOw


Δεν υπάρχει χρόνος ούτε και αλήθεια. Σε λίγο ίσως να μην υπάρχει ούτε κράτος. Ούτε εμείς. Ο ήλιος άρχισε και πάλι να ζει ανάμεσά μας. Ξανθαίνει τα μαλλιά μου κάθε πρωί, ματώνει τα τζάμια του σπιτιού μου κάθε δείλι. Η Αίγινα και η Σαλαμίνα απέναντι. Στατικές και υπομονετικές παλιώνουν  αναδεύοντας μια μπόχα ακινησίας. Δεν υπάρχει χρόνος. Όλα είναι ψέματα. Και η αλήθεια καμιά φορά, το μεγαλύτερο απ’ όλα.
Είναι καλοκαίρι. Τα κουνούπια μου πίνουν θρασύτατα το αίμα αφήνοντας μου κάτι τεράστια στρογγυλά καρούμπαλα που με φαγουρίζουν κάθε 5 λεπτά. Ο κόσμος σαν μικρότερο νούμερο παπούτσι με στενεύει και τα βράδια κοιμάμαι ελάχιστα  πια. Είναι καλοκαίρι σίγουρα γιατί οι αποδείξεις της βενζίνης γραφούν «έκτος του 2012» και το μέτωπο μου ιδρώνει σε μικρές μεσημεριανές διαδρομές. Σαμιαμίδια πετάγονται μπροστά μου πάνω σε τοίχους και πατώματα και από τα μπαλκόνια ακούγονται ξανά φωνές, χαμηλωμένες τηλεοράσεις και μαχαιροπίρουνα. 
Τα  Σαββατοκύριακα δραπετεύω με όποιον βρω όπου βρω, αρκεί να έχει νερό να βρέχομαι  και φυλλωσιές να φιλτράρουν το φως πάνω από το κεφάλι μου. Ένα παγωμένο ποτήρι καφέ να ιδρώνει πάνω στον μηρό μου και μια αλλαξιά ρούχα χωμένα στα βάθη της τσάντας μου. 
Ζεσταίνομαι και ονειρεύομαι πως γίνομαι αόρατη. Είναι γεγονός πως στις μεγάλες ζέστες προτιμώ τα μεσημέρια. Όταν η θερμοκρασία απογειώνεται και μου επιτίθεται. Μου αρέσει αυτή η επίθεση. Κλείνω κι ανοίγω τα μάτια με προσποιητή κούραση. Κόντρα στην αντηλιά, όπως οι γάτες. Κάνω νωχελικές κινήσεις και προσπαθώ να είμαι  cool σε ότι ακούω και βλέπω. Δαγκώνω τα χείλη μου μέχρι να ματώσουν. Τραβώ τα ψιλά πετσάκια τους, ξαναθυμήθηκα αυτή την παλιά οδυνηρή συνήθεια γιατί με κρατά σε μια ψεύδη εγρήγορση καθώς οι εκλογές πλησιάζουν ξανά μαζί και η μυρωδιά μιας κατασκευασμένης αποσύνθεσης που,μάταια, προσπαθεί να μου τρυπήσει τα ρουθούνια.
Και ενώ λοιπόν ο θυμός περισσεύει στην πόλη εγώ άθελα μου και ερήμην σου ονειρεύομαι πως σμίγουμε με ξέπνοα χαχανητά κάτω από παχιά σύννεφα στο χρώμα των μαλλιών σου. Και ξεκινάω πάλι να δαγκώνω τα χείλη μου γιατί είναι το μόνο και πιο εύκολο κακό που μπορώ να μου κάνω. Και οι μέρες περνάνε. Ο κόσμος αλλάζει και η ιστορία μας παραλύει με ενέσεις και ψεκασμούς. Περιμένοντας μια νέα πραγματικότητα πιο βάρβαρη και  ιδιαίτερη από την παλιά που γνώρισα, στέκομαι κάτω από τον εκτεθειμένο ουρανό που αλλάζει το χρώμα του σε ροζ. Κι έπειτα όποτε νοιώθω πως αυτό δεν με εξιτάρει πια, καβαλάω εκείνο το σπαστό ποδήλατο και φεύγω  να σε βρω.

Προχθές το βράδυ ρώτησα τον φίλο μου αν έχει καμιά καλή συμβουλή για το πώς να διατηρώ δροσερό το σπίτι, μιας και δεν θέλω να ανάβω το air-condition.Περπάτα αργά, μου απάντησε.