Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006

ΜιΑ ώΡα ΠίΣω


....Mία ώρα πίσω θα πρέπει να μετακινηθούν οι δείκτες των ρολογιών τα ξημερώματα της ερχόμενης Kυριακής, καθώς λήγει η εφαρμογή του μέτρου της θερινής ώρας και επανέρχεται η χειμερινή.
Τα δάχτυλά μου βρέθηκαν και πάλι στην δύσκολη θέση να σπρώξουνε τους δείκτες μια ώρα πίσω. Πάλι το παίξανε δάχτυλα θεού. Που πάει αυτή η ώρα;Κρύβεται μέσα στην αναπνοή των μικρών παιδιών,ξοδεύεται σε περισσότερο αλκοόλ ή σκάβει τον λάκκο της πίσω από υγρούς θάμνους; Πόσο πίσω; Κοιτώντας παλιές φωτογραφίες και φωτοτυπίες ψυχών και παλιάς ζωής δεν την βρήκα. Λες να την έβαλα στα μαλλιά της μαμάς καθώς εκείνη έφευγε για ταξίδι αναψυχής στην Ιταλία;Που στα κομμάτια πάει αυτή η ώρα;Καταναλώνεται σε όνειρα, σε στροφές δρόμων;Στα αυτιά του γάτου μου;
Σε χορούς βαλς σε κάποιο γλέντι στην λέσχη αξιωματικών;Σε ροζ κουφέτα;Που;
...Έτσι, στις 4 το πρωί της Kυριακής 29 Oκτωβρίου οι δείκτες των ρολογιών θα πρέπει να μετακινηθούν μία ώρα πίσω, ώστε να δείχνουν 3.
Η όψη μου θα δείχνει πιο κουρασμένη,το βλέμμα μου θα μείνει μια ώρα πίσω. Οι άκρες των μαλλιών μου θα κοντύνουν ένα χιλιοστό και τα νύχια μου θα γδάρουν την άκρη του αγκώνα του χρόνου,καθώς αυτός θα φεύγει με την όπισθεν να περάσει το κόκκινο φανάρι της ζωής μου. Σε σκέφτομαι μια ώρα πίσω. Αναπνέω μια ώρα πίσω. Τα όνειρα προβάλλονται μια ώρα πίσω. Όλα τα ραντεβού που είχα για σήμερα χαθήκανε μια ώρα πίσω. Όλα στάζουν μια ώρα πίσω η ρουφιόνται μια ώρα πίσω σαν να τρέχεις στο rewind το video της νύχτας που αποφασίσαμε να παραγκωνίσουμε εκείνη την χαμένη ώρα...
Ηλίθιε Βενιαμίν Φραγκλίνε. Απορώ με τα σκοτάδια σου.
Σε ισχύ από τα ξημερώματα της Κυριακής 29 Οκτωβρίου, η χειμερινή ώρα και οι χειμερινοί κολυμβητές μαζί και τα χειμερινά ρούχα και σκιρτήματα. Τα χειμερινά σκασμένα χέρια και τα ξεφλουδισμένα χείλια. Σε ισχύ,τα χειμερινά φρούτα και καμώματα,τα παγωμένα όνειρα της περσινής χρονιάς που στέκονται έξω από τα τζάμι. Έλα να τα κάψουμε μαζί με τα ξύλα στη φωτιά. Χειμερινά γαμώτο μιας κρυφής ζωής που όλο δραπετεύει .Όλο αλλάζει ρούχα, μάτια και μαλλιά,αλλάζει χρόνο και τόπο κατοικίας,DNA,γέλιο, μορφή ουσία,φύλλο. Όλο φεύγει και όλο είναι εδώ. Μέσα στα ρολόγια και στους δεχτές που γλύφουν με ρυθμό πάρκινσον τα λεπτά και εκείνος εκεί ο λεπτοδείχτης, λες και βγήκε από στροφή μπαλαρίνας ,να επιθεωρεί. Λεπτέ ,λεπτέ δείκτη,κάτσε λίγο να σου πω .Κατέβα από το ρολόι της κουζίνας μου και πες μου που πάνε όλες αυτές οι ώρες που βάζουμε πίσω;Τις χρειάζομαι να φτιάξω ένα χρόνο ζωής παραπάνω και να μπαλώσω όλα όσα χρειάζεται. Να μην φύγω έτσι,με χίλιες τρύπες και καμένα από τσιγάρα ρούχα. Έλα πες μου, αφού βλέπω ότι μέσα στην στροφή σου με ψάχνεις και συ απεγνωσμένα.
Τα ξημερώματα της Κυριακής 29 Οκτωβρίου 2006, λήγει η εφαρμογή του μέτρου της θερινής ώρας και επανέρχεται η κανονική.
Α,ώστε κανονική είναι η ώρα του χειμώνα η ώρα της σκοτίας η ώρα που όλα φαντάζουν λυπημένα .. Σαν εκείνη την ζωή που προσπάθησα να ζήσω και με πέταξε μια ώρα πίσω με αποτέλεσμα όλα όσα ήταν μέσα της να ξεσυγχρονιστούν.
Μακάρι να ήξερα πως να σε αφήσω.

and time is all we have so take the time
to make the time and make time to take the time

Σάββατο, Οκτωβρίου 28, 2006

28 ΟκΤωΒρΙοΥ



«Η Σημαία τιμά τον φέροντα
και όχι ο φέρων τη σημαία»



http://www.rhodeslibrary.gr/info/2003_2/index.html



Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2006

Αχ ΤσΙάNο, Θα ΤρΕλΑθΩ, τΣιΑνΟ


Εκλογές τέλος. Με την γεύση του χλιαρού πολτού που παρασκεύασαν τα εκλογικά μίξερ, πάμε γι’άλλα. Οι πολεμιστές της τοπικής αυτοδιοίκησης θα κρυφτούν στα αναχώματα τους, και μαζί τους θα πάρουν τα ιδρωμένα κολάρα τους,τα πρόσωπα που γυαλίζουν από έξαψη,τα υγρά μάτια της ματαιοδοξίας, τα βιασμένα χαμόγελα και φυσικά τα ψέματα τους. Πλησιάζει το «ΌΧΙ». Θα ξαναβάλω τους δίσκους της Βέμπο,για να τιμήσω το έπος του '40 και ίσως να παρηγοριέμαι μια στάλα που η μνήμη γίνεται σεμνή τροχοπέδη για ελάχιστες στιγμές. Ανθίζουν οι δάφνες στην βεράντα μου και οι δάφνες της παιδικής μνήμης. Η ατμόσφαιρα κρύα και υγρή σαν μύτη γάτας. Από τα βάθη του νου, πίσω από την ακουστική μου κοιλότητα, έρχονται τα επετειακά τραγούδια που προβάραμε στο σχολείο για τα ρετρό θεατρικά του τότε…«Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και την σκούφια την ψηλή του, μ’όλα τα φτερά. Και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε τον φουκαρά. Ωχ! Τον τσολιά μας το λεβέντη βρίσκει στα βουνά, και ταράζει τον αφέντη τον μακαρονά… Αχ Τσιάνο, θα τρελαθώ, Τσιάνο,με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.» Ανάμεσα λοιπόν σε αυτήν την επετειακή υγρασία των ημερών πλάθω πρόσωπα δασκάλων και διπλανών μου, που χάθηκαν ξαφνικά μέσα στις δεκαετίας που ακολούθησαν. Κοριτσάκια με λαστιχάκια ροζ που συγκρατούσαν μικρές κοτσιδούλες,κοντές αφέλειες στραβοκουρεμένες πολύ πιο πάνω από το ύψος των φρυδιών,φαφούτικα όλα με κόκκινα μονίμως μάγουλα και ιδρωμένους, από το παιχνίδι, κροτάφους. Τους αλλάζω χείλια, μαλλιά, βάζω ρυτίδες αφαιρώ λάμψη από τα μάτια τους, προσπαθώντας έτσι να τους εντάξω στο τώρα. Που να πήγαν άραγε όλα αυτά τα παιδιά,πρώην συμμαθητές δημοτικού, με εκείνες τις μπλε ποδιές με την υπογραφή του Τσεκλένη; Όλα αυτά τα παιδιά που στεκόντουσαν δίπλα μου, στις απαγγελίες, στα σκετς και στις γυμναστικές επιδείξεις, γεμάτα μέλλον και παχιά όνειρα; Ακόμα θυμάμαι τα στόματα τους, χωρίς μπροστινά δόντια, να παραμορφώνονται κάθε τόσο στο, «Αχ Τσιάνο, θα τρελαθώ, Τσιάνο».Ακόμα θυμάμαι την μυρωδιά της τάξης, τόσο έντονη στη μύτη μου, όσο και την φωνή της Μαρίας, της διπλανής μου. Απομακρύνομαι σταθερά από εκείνα τα χρόνια, που ξεράθηκαν όπως οι αρχαίες μας τσίχλες κάτω από τα θρανία του τότε. Καθώς αυτά βυθίζονται στη μοίρα τους, τα βρύα της ιστορίας καλύπτουν γρήγορα τα μυθικά εκείνα πρωινά. Ρε σεις θα τρελαθώ, πότε πέρασαν 26 χρόνια. Ο Αι Δημήτρης είναι εδώ για άλλη μια φορά,μύρισε ο τόπος όλος. Οι σημαίες έχουν ήδη τοποθετηθεί στα κοντάρια των μπαλκονιών. Και γω μέσα από όλα αυτά συνεχίζω να ξενιτεύω τις σκέψεις μου.
Έτσι. Να σκορπά το μυαλό…

Κυριακή, Οκτωβρίου 22, 2006

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- ο ΒοΣκΟς Κι Ο νΕοΣ


Η νέα Σελήνη με γυρισμένη την πλάτη και χορτάτη από νύχτα μάζεψε πάλι γύρω από την φωτιά τα πλάσματα του δάσους. Ήταν όλοι σιωπηλοί σήμερα χωρίς λάμψη στα μάτια .Η φωτιά από μακριά έδειχνε μεγαλύτερη. Η candyblue πλησίασε και πάλι τα πλάσματα μαζί με τον πεινασμένο Λέοντα.
«Ποιος θα τον ταΐσει την ιστορία του σήμερα; » είπε, και άφησε την κάπα της να πέσει στο χώμα. Από τα πλάσματα σηκώθηκε ο Μάρκος ο Γνωστικός,και αφού έριξε τρία φυλλαράκια δάφνης στη μεγάλη φωτιά ξεκίνησε να λέει:

...Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε στους πρόποδες ενός βουνού ένας γερο-βοσκός. Το κοπάδι του, 33 πρόβατα, τα αγαπούσε πιο πολύ κι απ’ το χρυσάφι, μιας και γι αυτόν το χρυσάφι δεν είχε καμιά αξία, ενώ τα πρόβατά του ήταν όλη η ζωή του.
Καλούσε το καθένα με τ’ όνομά του, σεβόταν τον χαρακτήρα του, και του φερόταν ανάλογα. Κάθε πρωί και απόγεμα τα έβγαζε να βοσκήσουν, το μεσημέρι ξεκουραζόταν και το βράδυ σκεφτόταν. Αυτός ο άνθρωπος, τι περίεργο, δεν είχε μάθει ποτέ ούτε να διαβάζει, ούτε να γράφει, αλλά είχε μια μανία να ονειροπολεί.
Είχε φτιάξει λοιπόν με τη φαντασία του μια ιστορία και κάθε βράδυ έμπαινε σ’ αυτή και τη συνέχιζε.
Ήταν αυτοκράτορας, λέει, σε μια αχανή χώρα που απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη Γη. Προσπαθούσε να βασιλεύει με δικαιοσύνη κι αγάπη. Αλλά τα προβλήματα των ανθρώπων ήταν τεράστια πάνω απ΄ τις δυνάμεις του. Γρήγορα κατάλαβε ότι μόνος, κλεισμένος στον πύργο του, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Κι έτσι διόρισε 33 βασιλιάδες, τον καθένα σε ένα απ΄ τα 33 βασίλεια που χώρισε τον κόσμο.
Επαναστάσεις, λοιμοί, λιμοί, προδοσίες, πυρκαγιές, καταποντισμοί μαίνονταν στα 33 βασίλεια. Πολύ σύντομα αποδείχτηκαν κι οι 33 άρχοντες ανεπαρκείς. Άλλοι βασίλεψαν σκληρά, άλλοι προάσπισαν μόνο το συμφέρον τους, άλλοι προσπαθούσαν χωρίς αποτέλεσμα, κι έτσι σύντομα κι αυτοί βρήκαν σα μόνη λύση να κλειστούν κι αυτοί στους πύργους τους.
Επειδή όμως η κατάσταση χειροτέρευε σκέφτηκαν σα μια λύση να διορίσει ο καθένας τους από 33 δούκες, σε καθένα από τα 33 δουκάτα, στα οποία χώρισαν το κάθε βασίλειο.
Το αποτέλεσμα ήταν οικτρό. Άρχισαν οι δούκες να πολεμούν μεταξύ τους προσπαθώντας να αποσπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη από τα γειτονικά τους δουκάτα. Πόλεμοι, σφαγές, αιματοχυσίες, το κακό σε όλο του το μεγαλείο. Στέλνουν λοιπόν οι δούκες αγγελιοφόρους, ζητώντας απ΄ τους βασιλιάδες τους υποστήριξη. Οι βασιλιάδες βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση γιατί δεν μπορούσαν να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου δούκα, μια και ήταν όλοι δικοί τους υπήκοοι. Κι έτσι οι βασιλιάδες έστειλαν κι αυτοί αγγελιοφόρους στον αυτοκράτορα, ζητώντας τη συμβουλή τους.
Και τότε ο αυτοκράτορας πήρε τη μεγάλη απόφαση. Βγήκε απ΄ τον πύργο του για να δει αυτός ο ίδιος την κατάσταση.
Έριξε τη γέφυρα πάνω απ΄ τη τάφρο, διέσχισε βουνά, ποτάμια, κι αμέτρητες κοιλάδες κι έφτασε στα βασίλεια και τα δουκάτα του.
Δεν πίστευε στα μάτια του. Παντού πόνος, προδοσία και θάνατος. Ένιωσε τρόμο, του ήρθε να το βάλει στα πόδια, να γυρίσει πίσω και να κλειστεί και πάλι στον πύργο του και να μη ξανακούσει ποτέ για τους υπηκόους του. Σε μια στιγμή όμως, καθώς αντίκρισε τα μάτια ενός παιδιού, κατάλαβε ότι στην πραγματικότητα όλοι αυτοί γύρω του δεν ήταν δούλοι του, κάποιοι αδιάφοροι γι΄ αυτόν υπήκοοι, αλλά μέλη του, σώμα του. Θα ήταν ανώφελο. Θα πονούσε ακόμη κι αν κλεινόταν στο πύργο του, χωρίς να μαθαίνει πια το παραμικρό γι΄ αυτούς.
Ποιο ήταν άραγε το κλειδί; Πώς αυτός, ένας άνθρωπος σαν κι αυτούς, θα έφερνε την ειρήνη και τη δικαιοσύνη σε εκατομμύρια ανθρώπους;
Μπροστά σ΄ αυτή την ανείπωτη αδυναμία προσευχήθηκε στον πατέρα του κι εκείνος του είπε : «Μόνο αν δεχτείς να νιώσεις και να περάσεις τους πόνους, τις διαψεύσεις, τις αποτυχίες, τη σκληρότητα και την αδιαφορία τους».
Κι εκείνος του είπε : «Μα μπορεί ποτέ κάποιος, ένας και μόνο άνθρωπος, να αντέξει κάτι τέτοιο;»
Κι ο πατέρας του απάντησε : «Φυσικά όχι. Θα υποστείς ένα πόνο ανείπωτο, και θα συντριβείς κάτω απ΄ αυτόν».
Κι ο αυτοκράτορας δέχτηκε. Πέρναγε απ΄ τον καθένα, κι έπαιρνε τον πόνο του, κι όσο αυτός βάραινε οι άλλοι ελάφραιναν. Κι όσο αυτός σκοτείνιαζε, οι άλλοι φωτίζονταν. Και στο τέλος ο πόνος έγινε αβάσταχτος και τον λάβωσε ανεπανόρθωτα.
Ο ήλιος άρχισε να βγαίνει αδιόρατα. Οι ροζ ανταύγειες φώτισαν το πρόσωπο του γερο-βοσκού. Αυτή τη φορά η ιστορία του είχε φτάσει στο τέλος της κι εκείνος μη έχοντας πια τι άλλο να ονειρευτεί, άφησε τον κόσμο αυτό, όπως κι ο αυτοκράτορας.
Ένα μικρό παιδί απ΄ το γειτονικό χωριό τον βρήκε χαμογελαστό με ένα παρακλητικό ύφος σαν να του έλεγε : «Σε παρακαλώ τα πρόβατά μου». Κι εκείνος τα αγκάλιασε ένα, ένα και τα έβγαλε να βοσκήσουν. Το αγόρι δεν ήξερε να διαβάζει ούτε να γράφει. Είχε όμως το πάθος να ονειρεύεται ένα κόσμο γεμάτο αγάπη και ειρήνη….

Copyright by Markos-the-Gnostic

Παρασκευή, Οκτωβρίου 20, 2006

ΑπΟ τΑ κΟυΜπΑκΙα ΑνΑμΕσΑ


Ο καφές νανουρίζεται από ώρα στην καφετιέρα. Σηκώθηκα γριπωμένη. Τσιμπάει ο λαιμός. Μπουκωμένη η μύτη. Μέχρι και τα αυτιά βουίζουν. Ένας μουδιασμένος πονοκέφαλος τρίβει την πλάτη του στο κούτελο μου. Δεν πήγα δουλειά, αλλά μένοντας σπίτι τελείωσα κάποιες μικρές εκκρεμότητες που είχα αφήσει,όπως το να ράψω μερικά κουμπιά, που είχαν πάρει τον δρόμο ξεχαρβαλωμένης καρότσας Η μυρωδιά των κουμπιών μου θυμίζει τη γιαγιά μου, η οποία έραβε και γάζωνε σε εκείνο το κρεβάτι, απέναντι από την αναμμένη τηλεόραση της δεκαετίας του 80. Ήταν μοδίστρα στα νιάτα της(μα και στα γεράματα της, τέτοια παρέμεινε). Έφτιαχνε, για μένα και τις ξαδέρφες μου, ωραία λινά και μάλλινα φορεματάκια με κόκκινα κουμπιά που συγκρατούσαν τις τιράντες στους ώμους. Την θυμάμαι συνεχώς σκυφτή με τα τεράστια πρεσβυωπικά γυαλιά της να ακροβατεί το βλέμμα της μεταξύ κλωστής και βελόνας. Μου ήρθε η εικόνα των κουμπιών στις παλιές ναφθαλινούχες ζακέτες της,το άρωμα από εκείνα τα παρελθοντικά κουμπιά που πάντα μου έραβε. Κουμπιά ξύλινα,κουμπιά πλαστικά,μεγάλα για παλτά,μικρά διαφανή και λευκά περλέ για πουκάμισα. Κουμπιά μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί με πολύχρωμα λουλούδια και μαζί βελόνες κάθε είδους και κλωστές πολύχρωμες και αυτές. Αυτό το κουτί στέκεται ακόμα κάτω από το βλέμμα μου. Πολυκαιρισμένο πια. Υπάρχει, ώστε να μου θυμίζει ότι οι τρύπες των κουμπιών δεν είναι μόνο δίοδοι για να περνάνε οι κλωστές, άλλα και οι απολήξεις των σκέψεων της συγκεκριμένης στιγμής. Ράβεις και τις στιγμές μαζί,και τότε τα κουμπιά αλλάζουν σχήμα, χρώμα και υλικό. Γίνονται μικρά παράθυρα που οδηγούν σε μουδιασμένους γαλάζιους ουρανούς γεμάτους κλωστές με παλιά στιγμιότυπα και ξεραμένα βλέμματα αγαπημένων προσώπων που δεν μένουν πια εδώ. Πέρασαν σαν video clip με παράσιτα και οι μπλε ώρες. Τα χαρτομάντιλα μου κρατάνε συντροφιά ολημερίς και απορώ που στο καλό κρύωσα. Τα αναβράζοντα depon χουρχουρίζουν στο ποτήρι με το νερό σαν τον γάτο μου. Χειρόγραφα παντού δίπλα μου. Παλιές φωνές μου ψιθυρίζουν ξεχασμένες επιθυμίες ή και άλλες που τελούν υπό καθεστώς αναστολής. Ο μήνας συνεχίζει να τελειώνει τον χρόνο του, ακάθεκτος με την δικιά του λογική. Ο Αι Δημήτρης στο βάθος της νοσταλγίας μου πάντα μυροβλύτης. Ακόμα έχω το άρωμα του Aftershave του στα σχολικά μου ημερολόγια. Εκεί, οι λέξεις δείχνουν ήρεμες, νομίζεις πως υπακούουν σε ένα διαρκές αντάντε. Ανέκαθεν πίστευα στην ηρεμία των λέξεων, όσο κι αν γινόντουσαν απειλητικές, ομαδικά στριμωγμένες σε προτάσεις. Στην τηλεόραση η ελληνική διανόηση περιφέρει το σαρκίο της,αναζητώντας ζωτικό χώρο για αν ποζάρει. Καμιά ατραξιόν μέσα και έξω. Πάω να πιω κάτι ζεστό,κάτι που να θυμίζει εσένα.

Τρίτη, Οκτωβρίου 17, 2006

ΦτAνEι TόΣο

Είμαι μέσα σε κόσμο,δίπλα σε χιλιάδες αυτοκίνητα,σε μια οχλοβοή που κάνει ανάδραση μέσα στα αυτιά μου. Στην τσάντα μου έχω καλά τυλιγμένα, τα κομμάτια της ψυχής μου. Τα τακούνια μου στις πλάκες του πεζοδρομίου αφήνουν σημάδια με αίμα. Χειμώνιασε ξαφνικά... Καταπίνω κρύο αέρα .Μπαίνω στο αυτοκίνητο του,και μετά στο δωμάτιο του και αργότερα στο γνωστό σημείο των ματιών του.
Φτάνει τόσο.
Ξεδιπλώνω το πανάκι με τα χιλιάδες κομμάτια και πάω στο μπάνιο. Με ακολουθεί και με ρωτάει με χαμηλή φωνή, γεμάτη βραχνάδα χειμωνιάτικης αρρώστιας. «Μοιράζεις την ψυχή σου στα σκυλιά; Άραγε υπάρχω και γω σε κάποια από αυτά τα κομμάτια;» Του απαντώ με παχύρρευστο μίσος. «Δεν υπάρχουν σκυλιά,μόνο εφιάλτες .Θα σου δώσω ότι έχει σωθεί,και κοίτα να δεις που ότι έχει σωθεί είναι δικό σου».Καθώς ξεπλένω τα κομμάτια τον διατάζω, σαν υπνωτισμένο στοιχειό.
Πες μου κάτι καλό. «Το καλό είσαι εσύ. Ανεμοστρόβιλος που λέει και ο μπάρμπας. Μακάρι να μπορούσα να βοηθήσω αλλά είναι δικός σου δρόμος».

Φτάνει τόσο.
Πες μου κάτι τρελό. «Έμαθα πως τα κορίτσια κυλιούνται στα πόδια σου και σου λένε ότι είσαι πολύ ευγενική και ότι λατρεύουν τα παπούτσια που φοράς».
Σταμάτα.
Φτάνει τόσο.

Πες μου κάτι αληθινό τώρα. «Ο Δρόμος που θα κάνεις για να το ξεπεράσεις είναι δρόμος μοναχικός με κάτι λυπημένα φώτα φθορισμού που σε κάνουν να ξερνάς. Θυμήσου,όταν οι έρωτες αρχίζουν να χαλάνε την διάθεση σου, πρέπει να παρέμβεις σε ηρωικές πράξεις και οι ηρωικές πράξεις γίνονται όταν η ελπίδα χάνεται».Εντάξει, φτάνει τόσο.
Πες μου κάτι λυπηρό. «Η σιωπή σου είναι σαν εκείνο το άρθρο για τα φαντάσματα και τα στοιχειωμένα σπίτια». Μην σταματάς, κάτι δυνατό. «Σ’αγαπάω».
Kάτι ακόμα, κάτι παρήγορο.
«Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μέσα από τα πρωτόλεια σκίτσα μου βλέπεις την εικόνα που κουβαλάω».Καλά,καλά, φτάνει τόσο.
Κάτι ξεπερασμένο... «Έχεις δει πυξίδα δίπλα σε ισχυρό μαγνήτη; Τρελαίνεται στριφογυρίζει αδιάκοπα. Έτσι αισθάνομαι χωρίς την παλιά μου ζωή».

Και έσπασα τον καθρέφτη του μπάνιου μαζί με τα φώτα που ήταν κρεμασμένα πάνω του. Σπάσαν τα κομμάτια στα πλακάκια και τα έκανα θρύψαλα πηδώντας πάνω τους με τα αιχμηρά τακούνια μου. Έδωσα μια γερή γροθιά στην πλάτη της νύχτας και μύρισα τα μαλλιά της την ώρα που γονάτιζε. Δεν έβλεπα τίποτα πια και κανέναν.

Φτάνει τόσο.

Σάββατο, Οκτωβρίου 14, 2006

Εν ΟψΗ εΚλΟγΩν / Το ΠρΟξΕνΙό ΜιΑς ΠόΛηΣ


Ξαπλωμένη σε ένα καναπέ όλη τη μέρα διαβάζω ξανά, κάποια από τα αγαπημένα μου θεατρικά έργα .
Ζιώγα για την ακρίβεια «Το προξενιό της Αντιγόνης».
Ετοιμάζομαι για την αυριανή ηλίθια μέρα. Τι πλάνη!
Πόσο δεν με αφορά πια,πόσο δεν τους πιστεύω. Όλα είναι τόσο άσχημα ,θυμίζουν προξενιό. Προξενιό μια πόλης που χρειάζεται άμεσα κάποιον να την βάλει σε τροχιά.
Το προξενιό περιλαμβάνει μόνο άσχημα πρόσωπα αντρών και γυναικών, ανέραστα βλέμματα γεμάτα άπνοια, πλην μερικών εξαιρέσεων...Προξενεύουν ότι πιο άθλιο και αδιάφορο,άνευρο και παλιακό υπάρχει. Να ψηφίσω λοιπόν τι, και ποιον; Κάποιον που θα μεταμορφώσει τον βάτραχο που κοάζει, σε πόλη; Οι πόλεις, λένε, αλλάζουν. Τι πλάνη! Μα όλοι αυτοί πάσχουν από πολιοεγκεφαλίτιδα(φλεγμονή της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου), αν δεν πάσχουν βέβαια από εγκέφαλο. Γιατί να τους ψηφίσω;Για το πύον τους; Αλήθεια τι τους καίει τα σωθικά, και έπειτα τι θέλουν, πρώτα από αυτούς και μετά από μας. Άνθρωποι χωρίς φόδρες, κούφιοι. Αν τους χτυπήσεις στην πλάτη πάω στοίχημα, πως θα βγάλουν και τον ανάλογο κούφιο ήχο. Σκέφτομαι τον Γιάννη Αγιάννη που έγινε δήμαρχος,έχοντας αλλάξει το όνομά του, για να μην τον καταδιώκει το παρελθόν του. Επειδή είχε προσφέρει πάρα πολλά στην κοινότητα στην οποία ζούσε, οι άνθρωποί της τον τίμησαν εκλέγοντάς τον πρώτο πολίτη της και του ανέθεσαν την ευθύνη να την διοικεί. Νιώθω βαθύτατα τον ρόλο που του έδωσε ο Ουγκώ, ένας απελπισμένος και πεινασμένος άνθρωπος κλέβει ένα καρβέλι ψωμί για να χορτάσει την πείνα του. Στο παράπτωμά του θα απονεμηθεί δικαιοσύνη. Ποια δικαιοσύνη; Μια δικαιοσύνη που αιώνες τώρα εξακολουθεί να μην έχει για μέτρο της τον άνθρωπο. Μια δικαιοσύνη που δίνει αφορμή να κριθούν νόμοι, θεσμοί, γραμμένοι και άγραφοι κανόνες, ιερά και όσια, ακόμα και σήμερα. Ο δήμαρχος Μαγδαληνής θα μείνει ξάγρυπνος ένα ολόκληρο βράδυ αγωνίας και ηθικής ταλάντευσης πριν καταλήξει στο τι πρέπει να κάνει και όταν ξημερώσει τα μαλλιά του θα έχουν γίνει κάτασπρα. Υπάρχει πουθενά σήμερα κανένας τέτοιος δήμαρχος για να ψηφίσω;
Ακόμα και τα πρόσωπα των υποψηφίων δεν με εμπνέουν πια. Θυμίζουν περισσότερο τραγουδιστές σκυλάδικων. Ιδίως η Πιπιλή ,ο Ντινόπουλος και ο Σπυρίδων, είναι σα να τραγουδάν το χορωδιακό άσμα «οι πόλεις μας αλλάζουν πρόσωπα»,στο σκυλάδικο με το όνομα «Υπερνομαρχία δράσης». Οι "Άθλιοι" του Βίκτωρος Ουγκώ σήμερα είναι επίκαιροι όσο ποτέ, αφού οι συνθήκες που δημιουργούν την ταραγμένη παγκόσμια πραγματικότητα που ζούμε τους φέρνουν έξω από την πόρτα μας. Πόσοι "Αγιάννηδες" καθημερινά δεν αλλάζουν πατρίδες, ονόματα, θρησκείες για να γλιτώσουν από τον κατατρεγμό; Και πόσες φορές η ανθρωπότητα και οι ηγέτες της, στο όνομα του διεθνούς δικαίου, ή της δικαιοσύνης που βολεύει, δεν γίνεται ο "Ιαβέρης" που τιμωρεί χωρίς έλεος. ...και έτσι με όλα αυτά στο κεφάλι μου με πλησίασε η νύχτα,και με βρήκε σε άλλη στάση στον ίδιο καναπέ, ελαφριά σαν σεντόνι που καλύπτει τα κοιμισμένα σώματα,σαν σκηνικό, σαν ένα βουβό ρόλο. «Η κόρη και ο καναπές»,ή καλύτερα «η ασπόνδυλη κόρη του καναπέ».Αφήνω ένα σπαραχτικό χασμουρητό. Αύριο θα πάω να ψηφίσω και ίσως τότε σηκωθώ. Η κάλπη με περιμένει,το παραβάν ισιώνει τις πτυχώσεις του και γω αναπνέω γρηγορότερα όταν καταλαβαίνω ότι η ηθική ανύψωση του ανθρώπου παραμένει ένα από τα κυρίαρχα αιτήματα κάθε εποχής.

" Στο σκοτεινό σημείο όπου βρίσκεται ο σημερινός πολιτισμός, ο άθλιος ονομάζεται ΑΝΘΡΩΠΟΣ, που αγωνιά κάτω απ' όλα τα κλίματα και τα καθεστώτα, που στενάζει σ' όλες τις γλώσσες". Βίκτωρ Ουγκό

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006

ΈτΣι ΞαΦνΙκΑ


Έτσι ξαφνικά ο Οκτώβρης μας πήρε μέσα στον μπαζωμένο του ουρανό, κάτω από τη ζεστή μασχάλη του. Έτσι ξαφνικά θα υποστούμε το βαρεμένο σουλατσάρισμα στα παλιά σχολεία για να ψηφίσουμε. Ενώ το σκότος θα δαμάζει τις ψυχές μας.
Έτσι ξαφνικά ο Ρέμος θα συνεργαστεί με την Μαρινέλα, ενώ όλοι εμείς θα σπάμε τις ενδότερες συνεργασίες μιας ανέλπιστα βρώμικης ζωής.Έτσι ξαφνικά η νύχτα μεγάλωσε το μαύρο της σημείο, σε πιο μαύρο ακόμα. Το γάλα έληξε σήμερα,τα ρούχα ακόμα να στεγνώσουν,τα θέλω μου χωρίς σωματική και ψυχική γεωγραφία καίνε το πρόσωπο τους στον καθρέφτη. Μύρισε καμένο λάστιχο.
Έτσι ξαφνικά βρεθήκαμε σαν χώρα στην τρίτη θέση,με τους περισσότερους παχύσαρκους στην Ευρώπη, έτσι ξαφνικά τα καρύδια καίνε το λίπος αν καταναλωθούν μετά το φαγητό. Έτσι ξαφνικά τις δέκα πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου έπεσε στο λεκανοπέδιο τόση βροχή που αντιστοιχεί στο 10% αυτής που είχε δεχθεί ολόκληρο το προηγούμενο υδρολογικό έτος, ενώ τα υπό κατάληψη σχολεία ξεπέρασαν τα 300 σε όλη τη χώρα. Έτσι ξαφνικά θα με ωθήσεις να βρω ότι καλύτερο έχω, για να σου το χαρίσω,ενώ ένας δυνατός καταστροφικός άνεμος κάθε βράδυ θα σαρώνει τα φυτά και τα έπιπλα έξω στη βεράντα μου. Έτσι, θα κατεβάσω και θα ξεδιπλώσω από την εμβρυακή στάση,τα μάλλινα, ενώ ξαφνικά ο καφές θα χύνεται από το μπρίκι ξεχασμένος. Έτσι ξαφνικά η φυματίωση επιστρέφει στη Γηραιά Ήπειρο και ξαναχτυπά την πόρτα γεμίζοντας με κόκκινο παχύρρευστο αίμα την κόμη των πνευμόνων. Έτσι, οι φθισικές πολυδούρικες μπαλάντες ξαναδιαβάζονται με δέος ,ενώ ξαφνικά, τα καρδιακά επεισόδια που προκαλούνται από θρομβώσεις στις στεφανιαίες αρτηρίες γίνονται όλο και περισσότερα, ιδιαιτέρως σε ανθρώπους άνω των 50 ετών. Έτσι ξαφνικά οι εργασίες κατασκευής χώρου στάθμευσης στην περιοχή του Βατικανού, έφεραν στο φως μια αρχαία νεκρόπολη ακριβώς κάτω από την Αγία Έδρα.
Έτσι ξαφνικά αποφάσισα να κατεβάσω τα μανίκια μου για να προστατευτώ από τον σκορπιό και το μαύρο του δάγκωμα. Έτσι, ο Έλτον Τζον δηλώνει έτοιμος να σοβαρευτεί, ενώ εγώ ξαφνικά, θα βάψω τα μαλλιά μου πράσινα με μπλε ανταύγειες.
Έτσι, αυτή τη νύχτα που οι πειραγμένες ψυχές ουρλιάζουν έξω από τα παράθυρα,αποφάσισα ξαφνικά να ενθέσω σε παράταξη τις άσαρκες λέξεις όλων αυτών, που με εξαπάτησαν και να τις κάψω. Έτσι θα κοιμάμαι καλύτερα πια και χωρίς φοβικά παραμύθια, ενώ ξαφνικά,μια Κυριακή τα δάχτυλά μου θα βρεθούνε στην δύσκολη θέση να σπρώξουνε τους δείκτες μια ώρα πίσω.
Ένα χρόνο πίσω, μια σελίδα μπροστά. Μια γουλιά οινόπνευμα μια τζούρα φως.
Έτσι ξαφνικά, θα ξεχάσω να πάρω το χάπι μου,ενώ η Marilyn Monroe θα περπατάει, με αργά βήματα, στο ένδοξο παρελθόν της,καίγοντας τις λυχνίες της τηλεόρασης μου και αφήνοντας, ακόμα πιο κόκκινο το ερεθισμένο μάτι της την ώρα που θα πέφτω για ύπνο.
«Τα μάτια ήσαν θαρρώ μαβιά. Α, ναι, μαβιά. Ένα σαπφείρινο μαβί».
Το ημερολόγιο λέει Οκτώβρης και τίποτε άλλο ξαφνικά. Η υγρασία σγουραίνει τις άκρες των μαλλιών μου και μέσα στο αυτοκίνητο, επιστρέφοντας, σκέφτομαι πως για άλλη μια φορά,όλοι εμείς, μετράμε και γλύφουμε ξαφνικά τις πληγές μας. Μέσα και έξω.

Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT-H παράξενη λίμνη της Tlön


Το φεγγάρι γέμισε. Μαζεύτηκαν γύρω από την φωτιά στο δάσος του blogspot.
Η candyblue εμφανίστηκε με εκείνο το κόκκινο φόρεμα και μια μικρή τρύπα στο στέρνο της.Ένας χρυσομάλλης λέοντας καθόταν δίπλα της. Μόνο ανάσαινε. Τον τάισα μια ιστορία, είπε, και τώρα θέλει κι άλλη μια. Το φεγγάρι σαν τεράστιο depon όλο και βάραινε σαν αγχόνη πάνω από τα κεφάλια τους. Μέτρησε βλέμματα και έκατσε γύρω από την φωτιά λέγοντας στον δόκτωρ με τα ροζ γυαλιά που σκάλιζε νευρικά το χώμα: «Θέλω λοιπόν να είσαι ο πρώτος που θα μου πεις μια ιστορία. Πες μου τι έγινε όταν με άφησες,και πως όλα πήραν την θέση τους και είσαι πάλι ανάμεσα μας.Την έφερες;»
Ο δόκτωρ σήκωσε το βλέμμα του, που έγινε χίλια κομμάτια, κάτω από την χρυσαφένια αγχόνη του φεγγαριού και ψέλλισε.


"Ξεκίνησα ξημερώματα από τη μισητή Santa Blue. Είχε πέσει μια παράξενη μωβ ομίχλη που μύριζε καμένο ξύλο. Το άλογο έτρεχε λες και ήθελε πιο πολύ από μένα να φύγει μακριά από αυτήν την εξεζητημένη ονειρική παράνοια. Δεν κοίταξα καθόλου πίσω. Ούτε όταν ποδοπατήσαμε κάποιο παράξενο πλάσμα με κεφάλι λέοντα και φτερά πουλιού που έτρεχε κατά πάνω μας. Το ήξερα ότι θα γυρνούσα πάλι. Εγώ ήμουν αυτός που υποσχέθηκα στην πλέον κόκκινη πριγκίπισσα ότι θα βρω την καρδιά της. Έπρεπε να γυρίσω ακόμα και με ξύλινη καρδιά αν χρειαζόταν.
Ξύλινη καρδιά. Αυτό της ταιριάζει. Μια ξύλινη καρδιά δεν σπάει έτσι. Δεν πονά, ούτε δακρύζει. Δεν αγαπά. Αλλά και δε μιλάει. Να υπάρχεις σα δέντρο. "τότε γιατί να υπάρχεις;" άκουσα τη φωνή της να αντηχεί μέσα στην περικεφαλαία μου. Ένευσα θετικά ξύνοντας τη σκουριά απ' τον θώρακα της πανοπλίας.
Δεκαοκτώ μέρες μου πήρε να φτάσω στα σύνορα της Αλγερίας. Και 3 ακόμα ημέρες σε στάσεις σε ξέφωτα και πανδοχεία. Ξεκίνησα με τριάντα οκτώ χρυσές κρεμασμένες στο λαιμό μου. Τώρα δεν έχω τίποτα εκτός από ένα κομμάτι παστό κρέας και μισό φλασκί κρασί. Κάπου μια μέρα μακριά απ' την παράξενη λίμνη της Tlön που δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη. Η κάποτε μπλε πριγκίπισσα κλαιει ακόμα νοτίζοντας τις σκέψεις μου και κοντεύω να τρελαθώ. Τώρα έσπασε και τα ροζ γυαλιά μου που της είχα αφήσει. Της τραγουδάω για να ηρεμήσει, μα δεν ξέρω χαρούμενα τραγούδια. Προσπάθησα να της πω νανουρίσματα για να κοιμηθεί, μα τα νανουρίσματα είναι πάντα θλιμμένα.
Μόνο μπροστά στη λίμνη Tlön σταμάτησε να κλαιει. Τότε που ένα σμήνος από νυχτερίδες με ατσάλινα νύχια αναδύθηκε από μέσα της σχηματίζοντας ένα τεράστιο κυλινδρικό σύννεφο γύρω μου. Σκούπισα τους κόμπους του ιδρώτα που κρέμονταν στο μέτωπο μου και έπιασα το σπαθί μου. Μέχρι τη δύση του ήλιου πολεμούσα τις νυχτερίδες μα ήταν μάταιο. Κάθε μία που σκότωνα έπεφτε στη λίμνη και το αντίγραφό της αναδυόταν σε μια στιγμή. Γιατί ξέχασα να σας πω. Στην Tlön υπήρχαν όλα τα χαμένα πράγματα του κόσμου. Και τώρα θα χρειαζόταν να βρω τα χαμένα κομμάτια της πανοπλίας μου που έλιωναν σιγά-σιγά από ράμφη και νύχια.
Μέχρι που έβγαλα την περικεφαλαία μου απελπισμένος και σωριάστηκα στο χώμα. Τότε αντήχησε παντού ο θρήνος της πριγκίπισσας που άκουγα μέρες τώρα στο κεφάλι μου. Οι νυχτερίδες χανόταν μία προς μία σε ένα μαύρο σύννεφο καπνού, μέχρι που εξαφανίστηκαν όλες. Ξάπλωσα στο χώμα αποκαμωμένος και ανόητος.
Όταν έπεσε η νύχτα κρέμασα την πανοπλία και το σπαθί μου στα καπούλια του αλόγου μου. Βούτηξα χωρίς να το σκεφτώ. Έπρεπε να τελειώνω γρήγορα...
Μέσα της κόκκινο φως που διαθλάται μυστηριωδώς από την επιφάνεια του νερού. Δεν υπάρχει πίεση. Ούτε άνωση. Ταξιδεύω προς τα κάτω ολοταχώς συνεχίζοντας να αναπνέω στο νερό.
Αντικείμενα αρχίζουν να περνούν από μπροστά μου. Τροχοί από άμαξες, πλουμιστά ξίφη, πολύχρωμα μαντήλια και βελόνες, χρυσά νομίσματα, κρεβάτια ολόκληρα, παράθυρα. Ότι ποτέ χάθηκε. Ότι ποτέ διαλύθηκε και αχρηστεύτηκε μυστηριωδώς, ή από ανθρώπινο λάθος. Όλα φασματικά. Προβολές πράσινου χρώματος. Τίποτα δεν μπορείς να πιάσεις. Μόνο εκείνο που ζητάει η ψυχή σου. Και το είδα. Η μπλε καρδιά.
Κολύμπησα προς το μέρος της και στάθηκα λίγο να τη δω. Περιστρεφόμενη χτυπούσε. Αυτό που έψαχνα. Αυτό που χάθηκε. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να την αγγίξω κι εκείνη θα έβρισκε τη θέση της.
Και την άγγιξα.
Κι όταν βγήκα από τη λίμνη και φόρεσα την πανοπλία μου άκουσα την πριγκίπισσα για πρώτη φορά να γελάει...
Μπλε! "


5-6/10/2006
dr.Uqbar

Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2006

bLuE mOrFeUs


Στο κρεβάτι μας ύπτια,διαβάζουμε το βλέμμα του Μορφέα. Σκυμμένος από πάνω μας με τα σπαστά γαλάζια του μαλλιά, μας κοιτάει για ώρα μέσα από τα σκοτεινά τοιχώματα της νύχτας. Έξω η βροχή περπατάει. Την ακούω και νομίζω πως κάποιος ψάχνει τα ρούχα μου στο μπαλκόνι. Το νερένιο τραγούδι της δροσίζει τις στεγνές και αποκαμωμένες σκέψεις μου,νανουρίζει ένα κομμάτι από την ύπαρξη μου. Η ακοή μου όλο και με εγκαταλείπει μέχρι που κλείνω τα μάτια και αφήνω το γαλάζιο φως να μου μιλήσει. Στο βάθος μια ονειρική χαραμάδα. Την πλησιάζω. Βλέπω μια κοπέλα, που μου μοιάζει, να μιλάει σε ένα τεράστιο πορτοκαλί ψυγείο. Σα να καβγαδίζουν. Στήνω αυτί και ακούω καθαρά την κοπέλα να λέει για την εποχή που ζούμε και για το ότι είμαστε όλοι του εύκολου χρήματος, του εύκολου συναισθήματος, και των εύκολων σχέσεων. Του, «τώρα τι έχουμε» και του «να περνάμε καλά». . Αναρωτιέμαι εάν πρέπει να μείνω εκεί ή να εξατμιστώ, να χαθώ με την προσδοκία ενός πιο μεγάλου ταξιδιού,όταν ξαφνικά το ψυγείο ανοίγει τον καταψύκτη του και με μια παγωμένη άχνα σχηματίζει κρυσταλλένιες προτάσεις. Διαβάζω κάποιες, ψιθυριστά να μην με ακούσουν. «Το ξέρω», είπε το ψυγείο που όλο και μεγάλωνε όλο και φούσκωνε την κοιλιά του, «αυτό πληρώνω τόσο καιρό με αυτή την ενοχική μου μεταμόρφωση .Δεν διεκδίκησα ποτέ κάτι που ήταν λίγο πιο δύσκολο. Όποτε δυσκολεύτηκα άλλαξα σελίδα,πήγα αμέσως στο επόμενο. Τα σπουδαία πράγματα στη ζωή όμως γίνονται δύσκολα και επώδυνα». Ξάφνου το ψυγείο άσπρισε, πάλιωσε, μίκρυνε και άνοιξε τις πόρτες του. Και τότε η κοπέλα άρχισε να καταβροχθίζει τα σπλάχνα του με βουλιμία. Τραβήχτηκα τρομαγμένη από όσα έβλεπα μέσα από εκείνη εκεί την χαραμάδα. Άνοιξα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα λες και βγήκα από μακροβούτι. Η καρδιά μου χτύπαγε τόσο δυνατά και τόσο διαφορετικά σαν να ήταν ξένο μόσχευμα. Τα μπλε κύτταρα της ύπαρξης μου έπλεαν τσίτσιδα σε μια λιμνοθάλασσα ομίχλης, υγρασίας και νωχελικότητας. Έξω είχε ξημερώσει. Μέσα από τα βλέφαρα που ακόμα δεν είχαν καθαρίσει από τα υπολείμματα του ύπνου σαν να είδα και πάλι την γαμημένη και ένοχη αυτή ονειρική χαραμάδα που ενώνει σαν πύλη τους δύο κόσμους,δένοντας έτσι άγαρμπα τον λώρο των ονείρων με τη ζωή...

Κάθε βράδυ περνάμε μέσα από αυτή την χαραμάδα και όταν στενεύει,πνιγόμαστε μέχρι να βγάλουμε το κεφάλι μας και να πάρουμε αέρα στον αληθινό κόσμο.
Για αυτό η κομμένη ανάσα.
Για αυτό η καρδιά που χτυπάει.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 02, 2006

ΑυΛαΙα ΓιΑ τΙς ΝύΧτΕς ΠρΕμΙέΡαΣ


«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που η καρδιά του χτυπούσε πιο δυνατά από τις καρδιές των άλλων ανθρώπων. Τόσο δυνατά που κανείς δεν μπορούσε να ανεχτεί αυτό το θόρυβο»... Όποιος είδε αυτή τη μικρού μήκους ταινία, κατάλαβε και ένιωσε πολλά περισσότερα από όσα φαντάστηκε αρχικά... Το φεγγάρι στρογγυλεύοντας μαζεύει ανθρώπινα συναισθήματα. Πλησιάζει πάλι ο καιρός που θα μοιάσει με χρυσαφένιο σιφόνι γεμάτο υπολείμματα από λάγνα βλέμματα και λόγια, κολλημένα μέσα στις τρύπες των κρατήρων του. Τάισα με εικόνες την ψυχή και τα μάτια μου. Διέσχισα την πόλη καταγράφοντας μικρές και μεγάλες ιστορίες που μπορεί και να μην υπήρξαν, παρά μόνο στην χώρα των ματιών μου. Μετακόμισα τα οστά μου από κόκκινο σε μπλε βελούδο με την άνεση του υπνοβάτη. Γιατί ναι, ένιωθα πως από κάποια ώρα και μετά υπνοβατούσα, μετεωριζόμουνα. Τοξινώθηκα από σελιλόιντ και δέσμες φωτός σε άσπρα πανιά. Ένιωθα έτσι και το άλλο πρωί, όταν σε αυτή την αλλόκοτη κατάσταση, ενεργούσα χωρίς να έχω συνείδηση των πράξεων μου. Κουβαλούσα αποσπάσματα ταινιών παντού. Στο βλέμμα μου, στον τρόπο που περπατούσα, που μίλαγα, στον τρόπο που διόρθωνα την φούστα μου ή τα μαλλιά μου καθώς έμπαίναν στα μάτια την ώρα που φύσαγε... Την αλήθεια την φτιάχνει κανείς,όπως φτιάχνει και το ψέμα. Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο των λέξεων που να μην επιτρέπεται. Ο κόσμος, έτσι όπως τον γνωρίσαμε, σβήνει σιγά – σιγά. Αυλαία για τις νύχτες πρεμιέρας. Και οι ρυθμοί της ζωής συνεχίζουν να μας κόβουν κομματάκια σαν να περνάνε τρένα από πάνω μας,ασύστολα. Άυπνοι,αντί να βλέπουμε όνειρα ή εφιάλτες που παράγει το ασυνείδητο μας,καταναλώνουμε σαν υπνοβάτες ονειρικούς κόσμους τους οποίους παράγουν οι λέξεις μας. Η ζωή των λέξεων είναι ανεξάρτητη με την ζωή της λογικής. Το έγκαυμα των επιθυμιών μας υπάρχει, σαν καμένο ιδανικό που όλο μεγαλώνει, και μας καίει. Μέσα στο κεφάλι μου υπάρχει ένα έρημο λούνα παρκ. Δεν ξέρω από πότε κατοικοεδρεύει εκεί μέσα. Το τρενάκι του τρόμου, ο τροχός με τα στρόγγυλα βαγονέτα, το μαλλί της γριάς που πουλούσε ένας παππούς με γκρι μάτια, η μπαλαρίνα, το ταψί, τα ηλεκτρικά αυτοκινητάκια δεν είναι πια εδώ. Φύγανε μαζί με τις νύχτες πρεμιέρας. Χώθηκαν σε κάποιο σινεφίλ απόσπασμα, ή σε κάποιο θαυμαστικό, ανάμεσα στα γράμματα των υπότιτλων. Νύχτα, φώτα, θόρυβος, κομμένες ανάσες. Ποιος είπε ότι τα όνειρα και οι εφιάλτες είναι λιγότερο αληθινά από το εδώ και το τώρα. Η πραγματικότητα αφήνει πολλά στην φαντασία. Κι έπειτα η μέθη. Η μέθη του να είσαι ζωντανός. Αυτή η διαυγής μέθη που καθαρίζει το μέσα μου με φως και μικρές μπουρμπουλήθρες πνοής. «Φύγετε ,φύγετε»,ακούγεται η φωνή μιας τρελής στα φανάρια. Την κοιτάω λοξά. Άπλυτη και μεγάλη σε ηλικία με ένα καροτσάκι μνήμες και παρτάλια ζωής παρκαρισμένο δίπλα της. Καθισμένη στο πεζοδρόμιο μαζεύει από κάτω κάτι το οποίο δεν υπάρχει.
«Φύγετε, φύγετε», ουρλιάζει κάθε τόσο όταν ανάβει το πράσινο. «Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντέξουν πολλή πραγματικότητα»
. Όχι δεν μπορούν. Αλήθεια είναι. Αλλά δεν θα ήθελα ποτέ να καταντήσω έτσι,επειδή δεν θα άντεχα. Έχω μπροστά μου χιλιάδες χιλιόμετρα ζωής ακόμη. Ζωής που θα μοιάζει με ταινία. Και δεν θα αφήσω να μου φύγουν οι καημοί και οι έρωτες για να μην χάσει μέσα μου την λάμψη της η ομορφιά του κόσμου. Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Στο ράδιο η Anne Clark, με κάποια σοβαροφάνεια, πιέζει το έγκαυμα στο νου μου,απαγγέλλοντας:

«Doubting all the time
fearing all the time
Doubting all the time
Fearing all the time.
That like these urban nightmares

We'd blacken each other skies».

Και έπεται συνέχεια.