Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2012

ΧρΙσΤοΥγΕνΝα πΑρΑ κΑτΙ



Μπερδεύω τις  μέρες, μπερδεύω τις ώρες. Αρχίζω και ξεχνάω γεγονότα και καταστάσεις που έζησα. Ονόματα και χαρακτηριστικά ανθρώπων. Η χωρητικότητα
της μνήμης μου όλο και μικραίνει. Θυμάμαι το πρωί της Δευτέρας  και το απόγευμα της Τρίτης σα να είναι μια μέρα μαζί. Το βράδυ της Τετάρτης ένα μεγάλο déjà vu με εκείνο της Παρασκευής και πάει λέγοντας. Πέφτω για ύπνο κάθε βράδυ ελπίζοντας ότι θα ξυπνήσω και όλα θα είναι καλύτερα. Ξυπνάω και όλα είναι ίδια και θέλω να σταματήσει αυτό και κανείς δεν κάνει τίποτα. Ούτε εγώ.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει. Κλειστός ουρανός. Υποψία βροχής. Χαμηλές θερμοκρασίες ως αρμόζει σε προχριστουγεννιάτικο απόγευμα. Από τα ηχεία του πικάπ μια μουσική μαϊμουδίζει συμπαθητικά προκλασικούς και νεότερους συνθέτες με βορειοδυτικό ταπεραμέντο. Είναι ένας δίσκος που ακούω αυτός πονηρά συναισθηματικός τον οποίο  κουβάλησα από το σαλόνι της τελευταίας μου σχέσης. Ένας γλυκόπικρος παρασιτικός φόβος με κατατρέχει. Αποξενώνομαι κι όλας από πολλά πράγματα που κάποτε ήταν συνήθειες. Μια υποψία κεφαλαλγίας νανουρίζεται με το νερό που βράζει στην κατσαρόλα. Η ησυχία του δωματίου είναι περίεργο άλλα προϊδεάζει τα Χριστούγεννα. Ειδικά τούτη την ώρα που αισθάνομαι άνετα στην καινούργια μου φόρμα, που το νέο μου σαμπουάν μυρίζει ανεπαίσθητα σαν μια παλιά εγγλέζικη κολόνια που είχε η μαμά μου, που ακόμη και τα ρινίσματα από το ξύσιμο των μολυβιών που γράφω στις σελίδες του ημερολογίου μου είναι φρέσκα στο τασάκι. Θυμάμαι όταν ήμουν πιο μικρή, και με λιγότερες αιχμές μέσα μου, λαχταρούσα αυτές τις προ των Χριστουγέννων μέρες. Για  όλη αυτή την περίοδο της αναμονής .Τότε που μπορούσα ακόμα να στήνω ψευδαισθήσεις, θερμοκρασίες και αστέρια κατά πως με βόλευε. Σε κάτι τέτοιες στιγμές ησυχίας και μοναξιάς, προ εορταστικές, είναι που σκέφτομαι να πάρω τα βουνά και να χαθώ μέσα στα χιόνια ή στο στόμα κάποιου φιλάνθρωπου λύκου, αλλά όλο διστάζω. Κι έτσι διαιωνίζονται οι κοσμικοί μου φόβοι. Και οι μέρες χρυσοφόρες μα καταθλιπτικές κάνουν τον βίο αβίωτο μαζί με την μελαγχολία των αλεξανδρινών (φυτών)  και ο καιρός όλο τρέχει με προορισμό τη Βηθλεέμ. Ήδη η Αθήνα φωταγωγήθηκε με λίγη γιορταστική αναίδεια για να γλυκάνει το φόβο και τη λύπη που σέρνεται στα επίφοβα πεζοδρόμια. Χρόνια τώρα τα ίδια. 
Εις το επανιδείν. Καλά μας Χριστούγεννα.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 02, 2012

SeMpEr IdEm






Κάτι Σαββατοκύριακα ψάχνουν κενό να πέσουν και χέρι να πιαστούν. 

Χωρίς  χειμώνα προχωρεί ο Δεκέμβρης σε μια απ' τις θλιβερότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Σε μια πόλη που ανέχεται, βιάζεται, εκβιάζεται, υποκύπτει και αδυνατεί . Η Αθήνα ζει τον αναδρομικό της Μεσαίωνα. Από την άλλη η μνήμη τα 'παιξε. Έτσι, ανέλαβαν πρωτοβουλία οι μηχανές, οι υπολογιστές, τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση κι άλλοι καλοθελητές διερμηνείς της υπερσύγχρονης διαλέκτου του τίποτα. Απ' τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, το χάσαμε το παιχνίδι.

Τα καλοκαιρινά ρούχα συρρικνώνονται μέσα στην ντουλάπα μου, τα χαλιά ακόμα να στρωθούν. Ένα μικρό αερόθερμο και καμιά δεκαριά ξύλα στο τζάκι προσπαθούν να ζεστάνουν τα σώματα μας. Καθόλου πετρέλαιο για φέτος. Τα καλοριφέρ θα κοιμηθούν τον ύπνο του δικαίου. Η νύχτα γίνεται όλο και πιο νύχτα.Τίποτα ακόμα που να με συγκινεί. Σαν υπνοβάτης διανύω τις μέρες και τις νύχτες μου. Οι δρόμοι που ακολουθώ είναι copy-paste με τους χθεσινούς τους προχθεσινούς τους περσινούς και βάλε. 
Στο βάθος του ορίζοντα όμως, κάποιες σπασμένες ιαχές ακούγονται, ένα θυμωμένο πορφυρό  ξοδεύεται στο μωβ της δύσης και τα πρώτα αστέρια λαμποκοπούν πάνω από τις  στραβό κουρεμένες αφέλειες μου. Οι χρόνοι αλλάζουν διάθεση, ο ενεστώτας μου εκστασιάζεται με τον αόριστο μέλλοντα.
Ξεκινάνε τα Νικολοβάρβαρα και όλες εκείνες οι γνωστές ονομαστικές γιορτές του Δεκεμβρίου. Μέσα σε αυτές και η δική μου. Χριστουγεννιάτικοι στολισμοί που σταμάτησα να μισώ πια, αυτοσχέδια πάρτι, κόσμος τριγύρω μου, ξέφρενοι χοροί, κομμένη ανάσα, στάμπες από κόκκινο κρασί. Τις καθημερινές δουλειά στον υπολογιστή μέχρι αργά για την διεκπεραίωση μια επικείμενης συνεργασίας, νέο project  με τίτλο "corona borealis". Ξενύχτια που αγγίζουν τις πρώτες πρωινές ώρες. Χαμογελάω για έναν λόγο που ξέχασα κιόλας. Σε λίγο ξημερώνει και στην δική σου εσχατιά.  Και να, που από το βροχερό μου τζάμι, ο Δεκέμβρης τρέχει  μαζί μου κι εγώ δεν θέλω να τρέχει. Θέλω να πηγαίνει αργά, ίσως γιατί αυτό το προ-χριστουγεννιάτικο διάστημα μας χαρίζει μια απαλή ψευδαίσθηση αναμονής για κάτι ακαθόριστο. Κάποιοι θα βρεθούν ύστερα από καιρό ξανά μαζί, κάποιοι θα κάνουν έρωτα, κάποιοι θα θριαμβεύσουν μες στη μοναξιά τους, κάποιοι θα θρηνήσουν τον χρόνο που πέρασε αφήνοντας στίγματα στο πρόσωπο τους, κι άλλοι θα αναμασούν τους εαυτούς τους μέχρι να τους ξεράσουν ηρωικά.
Δε βαριέσαι… Ζωή είναι, θα περάσει, όπως τόσα και τόσα.