Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 29, 2008

A pLaCe To Be


Βαθιά στην τσέπη του Σεπτέμβρη. Βαθιά στα μικρά edit του Alpha. Βαθιά στα σκοτάδια των εννοιών και των απουσιών. Βαθιά στην ηχηρή απομόνωση της σάρκας από το όλον.
A place to be.

Σφίγγω με δύναμη όσες ρόγες σταφυλιού μου απόμειναν στο χέρι μέχρι να κολλήσει η παλάμη με το νέκταρ. Παρέα με βροχή και μια χακί καπαρντίνα στο σώμα.
Δειλά δειλά, ξεμυτίζω. Βρίσκομαι μέσα σε σκοτεινές κοιλιές αιθουσών κάτω από τις νύχτες πρεμιέρας. Με προστατεύουν. Με κάνουν ανοξείδωτη και τρυπάνε τις φλέβες μου βάζοντας βιταμίνες δανέζικων ταινιών που τόσο λατρεύω.
Οχτώ μέρες η Αθήνα μόνο τη νύχτα. Οχτώ μέρες έπειτα από απίστευτη δουλειά τρέχω κατευθείαν στο κέντρο του αστικού μας κύκλου και πίνω κόκκινο κρασί στην αστική χαράδρα της πλατείας Καρίτση, εκεί που πάντα στήνεται ένα μεγάλο πανηγύρι. A place to be. Με 2 εισιτήρια στο χέρι, ένα ζευγάρι καινούργια σκουλαρίκια καλά καρφιτσωμένα στ αυτιά κι ένα βλέμμα που αγκαλιάζει και το τελευταίο μόριο της σπλήνας μου. Μόνο νύχτα με βροχή. Σταμάτησα να την σιχαίνομαι τόσο.
Απολογισμός ταινιών. Όλες καλές και άλλες τόσες καλύτερες. Κανένα παράπονο. Και οι άνθρωποι που άρχισα και πάλι να βλέπω μου φάνηκαν πιο ζεστοί από πριν.
Ξανάρχισα την αφαίρεση. Ότι με ενοχλεί, ότι με στενεύει το αφαιρώ. Από πάνω μου από μέσα μου. Το αφαιρώ και ίσως να του κάνω και καλό. Ίσως αυτή η αφαίρεση να γίνει έπειτα πολλαπλασιασμός και να έρθει να με βρει Ούτε που με νοιάζει. Αφαιρώ και πίνω όλα τα ποτά που με έφεραν μέχρι εδώ σήμερα. Δοκιμάζω ξανά γεύσεις λυκείου και φοιτητικών χρόνων. Με άλλες παρέες δίπλα μου. Τι απίστευτοι συνδυασμοί. Τι περίεργες συζητήσεις. Τι πρωτόγνωρα συναισθήματα και τι όμορφα χείλια που κυκλοφορούν. Τι λαμπερά αστέρια Και εκείνα τα λατρεμένα πρωινά σύννεφα που άρχισαν να ξαναβγαίνουν... ρε συ, τι ομορφιά αστείρευτη. Λες και καπνίζουν οι θεοί πούρα στην άκρη του ορίζοντα. Όλα είναι τόσο ανατρεπτικά παρ’ όλο που ξέρεις ότι θα εμφανιστούν ξανά και ξανά. Όπως εκείνη η ευχάριστη συνάντηση που κράτησε 7 ώρες με τα υπέροχα κορίτσια του bliss.Αλλάξτε πόλη κορίτσια να είσαστε μαζί μου. Φέρτε και το bliss* εδώ να έχω ένα μέρος να βρίσκομαι. Φέρτε και όλη την μαγεία που κρύβεται κάτω από τα μαντίλια του λαιμού και τα γαλάζια ξέφωτα των ματιών. Είναι ωραία να τρώμε και να μιλάμε μαζί κι από τα ποτήρια να αναδύεται η μυρωδιά του λευκού κρασιού ανακατεμένη με την μυρωδιά του βρεγμένου τσιμέντου και της υγρής γης.
Le falto. Στο μετρό οι άνθρωποι σε κοιτάνε σαν κούκλα βιτρίνας. Στο μετρό οι άνθρωποι είναι μια μεγάλη παρέα που δεν θα ήθελες ποτέ να μάθεις.

Βράδιασε πάλι και νοιώθω καλά μετά από πολύ καιρό. Σα να αναπνέω κανονικά, να σκέφτομαι κανονικά, να με νοιώθω πιο κοντά μου. Επιστρέφω σπίτι. Έξω η Αττική οδός τεντώνει τις στροφές της. Σκέφτομαι την ομαδική έκθεση που με περιμένει στην γκαλερί του Στάβλου στις 9 του Οκτώβρη. Τι να πρωτοτυπώσω δεν ξέρω. Τόσα κολλάζ που δεν έχουν ακόμα τυπωθεί. Θα έρθετε να με δείτε ναι;
Όμορφα είναι έξω σήμερα. Μυρίζω βροχή. Η άσφαλτος κάτω υγρή. Τα τζάμια γεμάτα σταγόνες που κυλάνε προς το τέλος του καπό. Καθάρισαν όλα γύρω μου κι έτσι μπορώ να δω καλύτερα αυτούς που θα έρθουν να με βρουν. Τελειώνει ο Σεπτέμβρης. Σκάβω με τα νύχια την φόδρα της τσέπης του να βγω. Η μπλε σειρήνα στα μαλλιά του Οκτώβρη άναψε. Την είδα από το δεξί καθρεφτάκι. Αχνά, αλλά την είδα. Αφήνω το αυτοκίνητο στην άκρη. Το κλειδώνω και κάθομαι στην μέση του δρόμου μέχρι να με μαζέψει στην τσέπη του ο Οκτώβρης.
A place to be.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 20, 2008

ΦθΙνΟυΝ οΙ οΠώΡεΣ



Τι κι αν έφτασε το φθινόπωρο; Εγώ ξεγελιόμουνα ακόμα με τα ζεστά βράδια και όλο έτρεχα σε εκείνη την θάλασσα.
Μέσα της να μπω. Και όλο πιο βαθιά. Κι ο ήλιος μου έκαιγε την πλάτη και τα χέρια. Πάλι τα χέρια. Κι έπειτα, χωρίς να το καταλάβω μαζεύτηκαν γρήγορα τα καλοκαιρινά μου ρούχα, οι πετσέτες μαζί με το αντηλιακό και τα λερωμένα από την άμμο βιβλία .Μαζεύτηκαν απότομα τα καφέ μου σανδάλια και τα λινά παντελόνια. Όλα τόσο απότομα. Και δεν υπήρχε πια καμιά ζεστή νύχτα να με ξεγελάσει. Η έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον. Να είναι αλήθεια;


Το πρώτο φθινοπωρινό ολόγιομο φεγγάρι γρατζουνούσε την πλάτη μου και την έκανε να λάμπει. Μαζεύω σε σάκους την μοναξιά μου και την κάνω τέχνη. Την κάνω πάπλωμα, θλιμμένο ρεφρέν, πράσινο κορδόνι που θα φορέσω και πάλι στον καρπό,την κάνω φόδρα που θα χωθεί κάτω από τα χοντρά μου φορέματα. Την κάνω δικιά μου κάθε βράδυ όταν κανείς δεν μας κοιτάει.

Ξεκίνησα να ξοδεύω την φωσφοριζέ μου αύρα έξω από το Pairidaeza πίνοντας ένα τελευταίο καλοκαιρινό γλυκό ποτό μαζί σου. Με δυνάμωσε το καθαρό σου βλέμμα και το εξουθενωτικό σου χαμόγελο. Λες κι έπινα νερό από πηγή ύστερα από μεγάλη δίψα. Και συνεχίζω να ξοδεύω την αύρα μου πάνω στο μαύρο πληκτρολόγιο της δουλειάς μέρα νύχτα, ένα. Στα πράσινα κάγκελα του μπαλκονιού περιμένοντας να βρέξει και να καεί η αλμύρα στην σάρκα μου. Την ξοδεύω στις νύχτες πρεμιέρας που μόνο νύχτες θα μπορούσαν να ήταν και στην θερμαινόμενη αγκαλιά σου. Στα σκούρα καθίσματα του καναπέ σου και στα νέα cd που αγόρασες. Αποφεύγω τους ανθρώπους όσο μπορώ και χαμογελάω με δύναμη για αυτό. Ναι, με δύναμη. Παρόλο που μέσα μου σκέφτομαι πως δεν έχει πλάκα να ζεις αν δεν διεκδικείς το hardcore της ζωής. Να είναι αλήθεια;

Υπάρχουν άνθρωποι που ζούνε τσάμπα .Άνθρωποι αρραγείς. Που ζούνε χωρίς ρωγμές, σημάδια και χαλασμένες καρδιές και που το πρόσωπο τους δεν συνιστά κανένα μυστήριο. Που σε όλες τις φωτογραφίες τους που έχεις δει είναι το ίδιο. Που δεν έχουν πουλιά να πετάνε μέσα τους. Κάλπικοι σαν ομοιώματα κέρινα. Άνθρωποι απολειφάδια και στην πολιτική και στην ιδιωτική μας ζωή. Και είναι αλήθεια πως οι ντόμπροι και οι άλλοι αυτοί που είναι γεμάτοι ανδρεία και τόλμη,φθίνουν και αυτοί μαζί με τις με τις οπώρες.
Και όλο λέω πριν ξυπνήσω μέσα από το ομιχλώδες μου όνειρο:Μην εμπιστεύεσαι τις γραμμένες λέξεις ενός ανθρώπου που γράφει, γιατί τις έχει εύκολες και του βγαίνουν φυσικά. Τις πράξεις να ζητάς.
Και για αυτό και γω, με την αύρα μου, που πήρε μόλις να φωσφορίζει από την βροχή και το βοριαδάκι, είπα να ξαναχωθώ στο παραμύθι των τυφλών αιθουσών και να κρεμαστώ γύρω από τους ζορισμένους υποτίτλους στις βαθιές νύχτες πρεμιέρας . Ίσως με λιγότερα εισιτήρια στο χέρι φέτος, αλλά σταθερά εκεί. Και να δεις που μέσα τους θα κάνω μια νέα ζύμωση που θα μοιάζει πολύ με δικιά μου πρεμιέρα. Πιο πρωτόγονη μπορεί....ίσως να φταίει που ξεκίνησε να βρέχει πάλι.


Όλα γίνονται μόνο για το καλύτερο. Και να ξέρεις πως ότι μας εξανθρωπίζει μας ντροπιάζει.
Με περιμένει η Ε. για την ταινία και γω πάω. Τελικά ο κλήρος μας είναι οι άνθρωποι.
Στο επανιδείν.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 07, 2008

FeAr OfF



Ειδήσεις με κλειστή φωνή. Με τρομάζουν αλλιώς τα νέα. Υποθέτω αυτοσχεδιάζοντας τι μπορεί να συμβαίνει στον κόσμο. Με βοηθάνε λίγο και οι λεζάντες που σηκώνονται σαν κόκκινες παντιέρες φόβου. Το τηλέφωνο στο αθόρυβο. Με ενοχλούν οι κλήσεις. Ξέρω τι πρόκειται να μου πει ο καθένας και δεν είναι αυτό που περιμένω να ακούσω. Έτσι κι αλλιώς.
Θέλω να ανοίξω την τηλεόραση μια μέρα, καθημερινή και τόσο φθαρμένη στις άκρες της, και να ακούσω για μια αναπάντεχη έκπληξη. Δεν ξέρω τι. Για μια έκπληξη. Ένα συνταρακτικά ευχάριστο γεγονός. Θέλω να χτυπήσει το τηλέφωνο και να ακούσω κάτι αναπάντεχα ευχάριστο. Δεν ξέρω τι. Κάτι που να έγινε στην τελευταία άκρη ενός άστρου ή κάπου σε ένα εστιατόριο του Μισσισσιππή. Κάτι που θα έπρεπε να λεχθεί έτσι κι αλλιώς και τρώει την άργητα του μαζί με τους συρμούς του μετρό, λίγο πριν τα μεσάνυχτα.
Φοβάμαι που ζω έτσι.
Ο κόσμος έχει γίνει άνυδρος. Φτωχός σαν τις λέξεις που γράφουνε στις λευκές νεφέλες του Μίκυ Μάους. Προβλέψιμος σαν τα φώτα που ανάβουν την ώρα που νυχτώνει και τόσο ξένος και φρικιαστικός, που λαχταράω να επανδρώσω μόνη μου ένα διαστημικό σκάφος και να πάω όσο πιο αλλού γίνεται. Όσο πιο αλλού.
Και τότε μόνο θα πιστέψω ότι κανείς δεν μπορεί να έρθει να με βρει και να μου πει αυτό το ευχάριστο που περιμένω να ακούσω.

Οι άνθρωποι που φοβούνται με αποκαρδιώνουν. Με λήγουν. Οι άνθρωποι που δεν τολμούν να πάρουν τον πυροσβεστήρα από το χέρι του άλλου και να σβήσουν την πυρκαγιά μέσα τους, που τους έχει καταστρέψει όλα τα λιβάδια, με θλίβουν. Οι άνθρωποι, που ενώ τους περιμένεις σε προσπερνούν, με εξοργίζουν. Με γεμίζουν θυμό και φόβο. Φόβο για το που μπορώ να φτάσω τα ίδια μου τα συναισθήματα. Φόβο για το πόσο αληθινή τους φαίνομαι και για αυτό απορριπτέα .
Τα φτύνουν οι άνθρωποι μπροστά στο καλό. Δεν έχουν ιδέα τι να κάνουν μαζί του. Με κάνουν να γελάω πνιχτά και να δαγκώνω τα χείλια μου μπροστά στην ηλίθια αμηχανία τους. Μου βάζουν ηλεκτρισμό στις ρίζες των μαλλιών μου και με γεμίζουν με εκείνο τον μεγάλο παρασιτικό φόβο. Που όσο και να φυσάει εκεί έξω, δεν φεύγει. Δεν καθαρίζει .
Ο φόβος είναι κόκκινη σημαία. Ένα σημάδι πως τον θεωρούμε παρόν.
Ο φόβος είναι σαν τον αέρα. Δεν τον βλέπεις μα γεμίζει τα πνευμόνια σου.
-Πες μου...για τον αέρα καλύτερα .Άσε λίγο τον φόβο των άλλων και τον δικό σου.
-Θα σου μιλήσω για τον αέρα σαν να ήταν ο πιο μεγάλος παρασιτικός φόβος μου. Μάθε λοιπόν πως ο αέρας είναι αληθινός όσο και το αίμα, το χώμα ή το νερό. Όταν το καταλάβεις αυτό φέρεσαι στον αέρα με τον ίδιο τρόπο. Πατάς πάνω του σα να ήταν πέτρα. Κολυμπάς μέσα του σα να ήταν θάλασσα. Αρκεί μόνο να το πιστέψεις.
-Δεν υπάρχουν οι νόμοι της βαρύτητας;
-Αν πιστέψεις πως δεν υπάρχουν, τότε δεν υπάρχουν.


Γενναίοι είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν τον φόβο. Όχι αυτοί που δεν φοβούνται.