Τετάρτη, Αυγούστου 30, 2006

ΠαΡοΥσΙαΣη ΠρΟγΡάΜμΑτΟς 2006-2007


Πρώτα μου έρχονται εικόνες και μετά λέξεις όπως όταν ξεκινάς να φτιάξεις ένα κινηματογραφικό τρέιλερ. .

ΛΕΞΕΙΣ:Κυβερνώντες, γραφιάδες, αστέρες της τηλοψίας ,δριμύτατες κριτικές, λαμόγια, απειλητικές δημοσκοπήσεις, εκπρόσωποι, εκφράσεις που δεν μας λένε πια τίποτα(το αιώνιο μαχαίρι που θα φτάσει μέχρι το κόκκαλο), ωράρια, απεργίες.

ΕΙΚΟΝΕΣ:Χιλιάδες φραπεδιστές κατηφορίζουν στα κέντρα της μικρής μας πόλης,μποτιλιαρισμένοι δρόμοι 24 ώρες το 24ωρο,παντού zara και Carrefour,αυτή είναι η λογική.Η πόλη δεν μας χωράει πια δεν θα γίνει ποτέ μητρόπολη.Μας κοροιδέψανε. Μειονότητες που αναπνέουν με ένα πνεύμονα την παραλυτική ασφυξία του εγγυτάτου μέλλοντος .Πνιγηρό Λεκανοπέδιο. Όλα είναι μόδα.Τα κορίτσια μοιάζουν μεταξύ τους,το ίδιο και τα αγόρια,τα βιβλία τα εξώφυλλα των περιοδικών ,τα τραγούδια, η μουσική οι στίχοι.Ξαναφορεμένα ρούχα.

ΛΕΞΕΙΣ:Τα δικά μας παιδιά, oνόματα δημοσιογράφων που εργάζονται επ' αμοιβή -ως πρόσωπα ή μέσω εταιρειών- για το ίματζ βουλευτών και υπουργών. Ταυτόχρονα, αρθρογραφούν σε εφημερίδες ή έχουν εκπομπές σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις Χαρακτηρισμοί,επίθετα και λέξεις δηλητήρια.Εκλεπτισμένα επιχειρήματα,κυβερνήσεις της προόδου και του εκσυγχρονισμού.Η κυβέρνησή που προσπάθησε να αναχαιτίσει τη διαπλοκή.Όλο αυτό μια λαμπρά, ευφυής, με υψηλό ποσοστό επιτυχίας, πράξη ύπνωσης. Η πόλη που έχασε την μικρή της ιστορία που πουλάει την ψυχή της στον καταναλωτισμό και στην Αμερικάνικη φρεσκάδα του χάους και της μιζέριας.
Σταμάταμε να παράγουμε πολιτισμό.Μόνο κατανάλωση πουλάμε σε άτομα που χρωστάνε σε αυτή.
Τέλος δεν έχει ο φαύλος κύκλος...

ΕΙΚΟΝΕΣ: Στον λαβύρινθο του Σύμπαντος, μια «νέα Γη» μας περιμένει. Βρήκαν τοπίο «σαν και αυτό που δημιουργεί στον πλανήτη μας ο κύκλος του νερού».Φευ!

Κυριακή, Αυγούστου 27, 2006

BaD nEwS fAcES

Μετά από πρόσκληση φίλου μου ζωγράφου κατέβηκα στο πολυβιταμινούχο κέντρο,όπου μένει,για να δω κάποια καινούργια έργα του.
Στο μετρό τελείωσα το βιβλίο του Καμί, «Ο ξένος» που έπιασα να ξαναδιαβάζω από χτες βράδυ. Ήταν η πέμπτη φορά που το διάβαζα,ήταν η πέμπτη φορά που φόρεσα την μάσκα και τον αναπνευστήρα μου για να καταδυθώ στον εφιαλτικό παραλογισμό του Καμί.

Χαζεύω την γεωγραφία των προσώπων μέσα στο συρμό. Είναι όλοι κατηφείς σήμερα,σαν να ξυπνήσανε ομαδικά με “bad news face”.Παντού υπάρχει μια μαυρίλα. Στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό,στων γυναικών τα πρόσωπα. Κατεβαίνω στην πλατεία Συντάγματος, οπού το σκηνικό της μουντάδας συνεχίζεται. Μέσα στο εκτυφλωτικό φως του πρωινού μου φάνηκε πως είδα τον Μερσώ να ψάχνει τα κουδούνια μιας πολυκατοικίας.
Αναζητάω το πρόσωπο του φίλου μου.Το εντοπίζω μέσα σε κάτι ασημένια ray-ban και ένα ψάθινο μικρό καπέλο. Φοράει λινό παντελόνι και χακί κοντομάνικο μπλουζάκι. Χαμογελάει. Είναι ο μόνος σήμερα.
Στο δρόμο όλοι κοιτάνε κάτω. Ο Αττικός ουρανός σπαταλάει τσάμπα το γαλάζιο του.
Με αφορμή το βιβλίο του Καμί ο Γ. αρχίζει και μου λέει μια ιστορία για τον Σαρτρ και τον Καμί που κλήθηκε από τον πρώτο στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής του Παρισιού, να σκηνοθετήσει το έργο του Prevand «Les Autres» («Οι Άλλοι») και να ερμηνεύσει το βασικό ανδρικό ρόλο. Tο έργο του Prevand εξιστορεί τα, μάλλον εξωφρενικά, αληθινά γεγονότα του χειμώνα εκείνου. Οι πρόβες του έργου γινόντουσαν στο δωμάτιο της Σιμόν ντε Mποβουάρ, στο ξενοδοχείο «Λουιζιάν», στο Σεν Zερμέν ντε Πρε.
Μιλάει ακατάπαυστα,μιλάει σαν να ήταν εκεί. Τον κοιτάω μαγεμένη, είναι εξαιρετικός. Ανεβαίνουμε αργά τις σκάλες του ατελιέ,που βρίσκεται σε ένα παρακμιακό κτίριο στην καταπιόνα μιας στοάς.

Πίνακες με κορίτσια κερασοχειλένια με μακριά μαλλιά και γυμνές πλάτες,ζωγραφική σε χαρτόκουτες με κιμωλία. Παραπέρα κείτονται πίνακες τεμαχισμένοι από κάτι άσπρες κλωστούλες.Μου εξηγεί ότι είναι τα νήματα που έκλεβε πιτσιρικάς στο χωριό από τις βλάχες που έπλεκαν.
Με κερνάει ούζο. Είναι κι όλας καταμεσήμερο. Ρίχνω κλεφτές ματιές από το μεγάλο παράθυρο. Ο κόσμος λιγοστός,χαμογελάει και πάλι. Ηλικιωμένες κυρίες που έχασαν την μνήμη τους πίσω από αναρίθμητες ανοικοδομήσεις. Παλιές πόρτες, ξυλόγλυπτα ρόπτρα και πόμολα,δρόμοι ρυάκια,μικρά σιδερένια μπαλκόνια,γλάστρες στα παράθυρα.
Ο Γ. ανακατεύει κάτι χρώματα μιλώντας μου για τα κορίτσια του, η σκέψη μου όμως αδιάφορη για όσα λέει ,κρεμιέται από το παράθυρο και μπαίνει πάλι μέσα στους συρμούς του μετρό, περνώντας από στάσεις λεωφορείων και από αφίσες με νεκρά είδωλα.

Ποιος ξέρει τι ήταν αυτό που έκανε τον κόσμο να έχει σήμερα “bad news face”
Ίσως η άργητα των συρμών που δεν έχουν μπει καλά, καλά στον κανονικό ρυθμό τους,ίσως να φταίει και η θλίψη μετά το τέλος των διακοπών.
«Αυτός που μας κυνηγάει είναι μέσα μας», μου λέει ψιθυριστά ο Μερσώ και συνεχίζει έχοντας πάντα εκείνο το “bad news face”.
«Σήμερα πέθανε η μαμά. Ίσως και χτες, δεν ξέρω. Έλαβα ένα τηλεγράφημα από το άσυλο - Μητέρα απεβίωσε. Κηδεία αύριο. Θερμά συλλυπητήρια. - Αυτό δε μου λέει τίποτα. Μπορεί να ήταν και χτες».



Πέμπτη, Αυγούστου 24, 2006

ΚαΛό ΧεΙμΩνΑ



Όταν έφτασα στο λιμάνι με περίμενε ο Φεντερίκο μαζί με τα 70 χρόνια από το θάνατο του. Νέος, ωραίος,ευθυτενής. Μου πήρε τα μπαγκάζια από τα χέρια και τα έβαλε στη μηχανή. Τα 70 χρόνια από το θάνατο του έβρεχαν τα πόδια τους στη θάλασσα του λιμανιού,αδιάφορα για το τώρα. Μου είπε ότι είχε κλείσει δωμάτιο στο σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα.
Τον ρώτ
ησα αν ήταν μόνος ή αν συνόδευε τη Γέρμα; Δεν μου απάντησε.Φάνηκε λυπημένος. Μου έδωσε ένα μπλε αστερία, ένα μικρό κύμα για κολιέ και λίγο θυμάρι. Έφτιαξε το καπέλο του,χαμογέλασε και απομακρύνθηκε μέσα στον ορίζοντα του νησιού.
Η Άνδρος μέσα στο γαλάζιο και στη φασαρία του αέρα ξεκόμπιαζε τα μαλλιά της.
Όλα όπως τα άφησα,και ίσως λιγάκι πιο απλωμένα. Ξανάγινα σάρκα και αίμα που βράζει,μύρισα φύση και πέλαγος,βράχηκα μέχρι το κόκαλο,τσίριξα κόντρα στον φασαριόζικο αέρα της,άφησα τις λέξεις και τα φιλιά μου σε έρημα ξωκλήσια. Επισκέφτηκα όρμους γεμάτους μουλιασμένα όνειρα και γυαλιστερά βότσαλα. Πάτησα άμμο σιμιγδαλένια και έπιασα βάρκες που έδεναν σε ρηχά νερά.
Έφτυσα κουκούτσια για να φυτρώσουν όνειρα με πλοκάμια αστερία
. Κάλεσα τον ήλιο στο κορμί μου,διάβασα ιστορίες άλλων, που μίλαγαν για έρωτα,έντυσα με άστρα τις νύχτες μου,άπλωσα ρούχα σε βρόμικα σχοινιά,μίλησα με γέροντες,έφαγα γλυκό του κουταλιού, ροδοζάχαρη,ξήλωσα όλες τις κλωστές από τις άσχημες μνήμες μου και λύθηκα χωρίς τρόμο στα μάτια των αιώνιων φίλων που με κοίταζαν αφηγηματικά.

Αν εξαιρέσεις την απεργία που είχαν οι σκουπιδιάρηδες, με αποτέλεσμα όλη η Άνδρος να πνιγεί από τη δυσωδία των σκουπιδιών, όλα τα άλλα έμειναν ανεξίτηλα,έτσι όπως έπρεπε να μείνουν.


Μέχρι που ήρθε εκείνο το μπλε καράβι με την μεγάλη κοιλιά και μας έφαγε,αφήνοντας μας κάποτε στη μεγάλη πόλη.
Μέσα σε βιαστικές ματιές, λογαριασμούς απλήρωτους,κάποια κάρτα από μια φίλη που είναι με ένα βαλιτσάκι διαδρομές όλο το καλοκαίρι,ένα τρελό γατί που όλο νιαουρίζει και έναν τηλεφωνητή γεμάτο μηνύματα.

Φίλοι και εχθροί ακονίζουν τα δόντια τους...Βραδιάζει και τα γαλαζωπά φώτα της τηλοψίας πληθαίνουν στα μπαλκόνια των γειτόνων που επιστρέφουν σιγά σιγά.
Ένα μωρό κλαίει,οι από κάτω τσακώνονται,κάποιος τηγανίζει ψάρια,ο απέναντι ποτίζει. Όλα είναι στη θέση τους ξανά.
Ευτυχώς που είμαστε χαμαιλέοντες,σκέφτομαι...και αναπολώ ήδη το επόμενο καλοκαίρι,τα καλά και τα κακά της ζωής μου,αυτά που θέλω να κάνω και αυτά που δεν θα καταφέρω να κάνω ποτέ. Όλα βρίσκονται εκεί μέσα σε αυτή στην ηλεκτρισμένη πορτοκαλί νύχτα της επιστροφής μου.


Στο λιμάνι,όταν έφευγα πια, ήρθε πάλι ο Λ
όρκα,μου έβαλε ένα ροζ τριαντάφυλλο στο χέρι και μου είπε, πως η ποίηση είναι κάτι που κυκλοφορεί στους δρόμους,που κινείται μόνο του,που ζει δίπλα μας. Κάθε πράγμα, συνέχισε, καθώς με βοήθαγε να επιβιβαστώ στην κοιλιά του μπλε καραβιού, έχει το μυστικό του και η ποίηση είναι το μυστήριο που συνέχει όλα αυτά τα πράγματα!

Καλό μας χειμώνα.

Σάββατο, Αυγούστου 19, 2006

ΞύΠνΑ ,φΤάΣαΜε!

Πάλι βαλίτσες,πάλι όνειρα με τιρκουάζ μαγιό,πάλι αντηλιακά και ψάθες...Εισιτήριο στο πορτοφόλι. Πάλι νύχτα με πορτοκαλί σκοτάδι έξω.To σκοτάδι της πόλης που δεν νυχτώνει ποτέ. Σε λίγο πάνω στη μηχανή θα ξεβάφουμε από μαΐστρο και ξημέρωμα μέχρι το λιμάνι.
Η Άνδρος αυτή τη φορά είναι η αιτία,όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Μουσείο Γουλανδρή, Χώρα, Άχλα, οι Μένητες που πήραν φωτιά, ο Πιτροφός με το μπαράκι που έπεσε από τα άστρα. Με το δισάκι μου στον ώμο αποχαιρετώ σας και την σκονισμένη Αθήνα για άλλη μια φορά.
Μόνοι με το σώμα μας, έτσι απλά. Συντροφιά με ξινισμένα σταφύλια ή ένα πιάτο φακές με θαλασσόνερο και τη μελαγχολία που ανακύπτει από τα ποιήματα των ποιητών με την κακή υγεία.
Τραβώντας, κάθε τόσο, από το σουτιέν το μηδέν και το άπειρο,περπατώντας ξυπόλυτοι με αλάτι στα τσίνορα και στάχυα στα μαλλιά μας.
Και όλα αυτά πριν ο ήλιος μας κάψει τα σώματα.
Πριν το βλέμμα τρυπήσει την θάλασσα.
Πριν το φεγγάρι μας καρφωθεί σαν παρανυχίδα στην πλάτη.
Πριν όλα μείνουν έτσι για πάντα στο λιμάνι της επιστροφής.
Πριν χαθεί το εύκρατο "τώρα" στο γόνιμο υπέδαφος του υδαρούς Σεπτέμβρη.
Πριν λεπτύνει το σώμα των ημερών.
Πριν χαθεί η γεύση των σκονισμένων τειχών της πόλης της Παλλάδος.
Το άρωμα της πίσσας των ασάλευτων δρόμων
Και η άψη της αιώνιας θάλασσας.



Το λαδάκι του ποστ, μην σωθεί!

Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006

Το ΓρΑμΜα


Σήμερα έλαβα το γράμμα σου...το γράμμα που περίμενα μέρες τώρα.
Δεν μίλαγες για όνειρα, για μικρούς εφιάλτες έγραφες, κεντημένους με θάλασσες και υδρατμούς από ηφαίστειο και φως σελήνης. Για σούρουπο και αιώρες με πλέξη λύπης. Για φτερωτά μυαλά και κρυφά ημερολόγια γεμάτα θέρος και αλμύρα, γεμάτα ήλιο που σου καίει την πλάτη. Όνειρα με ετερόφωτα πόδια και κορίτσια γυμνά, αθώες φιλενάδες που έπαιζαν στην παραλία κιθάρα και κλαρίνο.
Σου έχω πει πόσο πολύ θα ήθελα να ήμουν μαζί σου;
Δεν θυμάμαι πια.
Και ήμουνα τόσαις φοραίς τόσο κοντά,.Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα....
Έχω φοβερές εναλλαγές συναισθημάτων μετά το γράμμα σου.
Αρπάζομαι για όλα.Για αυτά που είμαι και για αυτά που δεν είμαι.
....και να μαυροφορούν η επιθυμίαις μου.
Νοιώθω πως χάνομαι. Χάνομαι στο λαβύρινθο των απέραντων δυνατοτήτων ,στο αδιέξοδο της επιλογής. Τι περίεργη έννοια η επιλογή. Είναι σα να υπάρχει και να μην υπάρχει ταυτόχρονα.
....Και ήμουνα τόσαις φοραίς τόσο κοντά.Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα·

Τόσαις φοραίς τόσο κοντά να είμαι στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,στ' ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Συμφιλιώνομαι με τα χαλάσματα που με κατέστρεψαν και με τα άλλα που κάποτε επιτέλους κατεδάφισα.
Διαλέγω τις πιο γερές πέτρες που έμειναν μέσα μου, σίδερο και φωτιά και ξαναρχίζω.
Ναι, χτίζω ξανά με τόσο πόνο στα μάτια, που μου βουλιάζει τις ίριδες.
Ναι, θα τρέξει λίγο αίμα, αλλά το μουρλό αίμα πρέπει να φεύγει από τις φλέβες κάποιες φορές.
Μόλις τελείωσα να σε διαβάζω μου ήρθαν στο μυαλό οι ακόλουθοι στίχοι:


«Κι αν για τον έρωτά μου δε μπορώ να πω
Αν δε μιλάω για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια
Όμως το πρόσωπό σου που κρατάω μες την ψυχή μου
Ο ήχος της φωνής σου που κρατάω μες το μυαλό μου
Οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου
Τις σκέψεις και τις πράξεις μου πλάθουν και χρωματίζουν
Σ’ όποιο θέμα κι αν περνώ, όποια ιδέα κι αν λέω»

Τετάρτη, Αυγούστου 16, 2006

Οι ΦύΛαΚεΣ ΤωΝ τΕιΧώΝ


Άδειασε κι άλλο η πόλη και ο υδράργυρος αργά και ανεπαίσθητα κατέβηκε λίγες γραμμούλες. Οι αποστάσεις έγιναν πραγματικές για την ταχύτητα των άδειων δρόμων. Η Αθήνα τον 15 Αύγουστο, μια Αθήνα που δεν ξέρω πια...Περνάω όλα τα φανάρια με κόκκινο,όσο βλέπεις στον ορίζοντα της ασφάλτου δεν φαίνεται πουθενά Ι.Χ. Στην Πλατεία Εξαρχείων, μόνο το γωνιακό καφέ είναι ανοιχτό. Η Σόλωνος άδεια. Οι πολύβουες στάσεις της Ακαδημίας χτενίζουν την ερημιά τους. Αστικός ζεστός αέρας και μυρωδιά εξάτμισης. Η Ερμού γεμάτη μετανάστες. Αλβανούς, Ασιάτες και Αφρικανούς στο γωνιακό φασφουντάδικο. Τα αφεντικά λείπουν διακοπές. Στην πλατεία δημαρχείου, στα παγκάκια κάτω από τα μεγάλα φώτα μια οικογένεια Ρωσοπόντιων παρακολουθεί τα παιδιά της να φωνάζουν τρέχοντας στην άδεια πλατεία. Στους γύρω δρόμους τα μαγαζιά έχουν κατεβάσει σιδερένια στόρια. Βουλή ,κι ένα ζευγάρι φωτογραφίζει τους εαυτούς του με φόντο τους τσολιάδες και τα νηστικά περιστέρια. Τέτοια μέρα στην Αθήνα βασιλεύουνε σαν ήρωες από όνειρο οι εναπομείναντες. Λιγοστεύουν κι άλλο τα γαλαζωπά της τηλοψίας φώτα. Γέρνει γλυκά στην αγκαλιά του Αύγουστου η πόλη. Κατευθύνομαι στο γνωστό μας μέρος. Ένα απαλό αεράκι και δύο κοπέλες έχουν βυθιστεί στις βαθιές πολυθρόνες παραδίπλα,σχεδόν κοιμούνται. Αυτή η ήρεμη ελευθερία μου φάνηκε ξαφνικά πολύ πιο ουσιαστική δράση από τυπικές συμπεριφορές διασκέδασης. Φυσάει έξω, κάτι ψιθυρίζει ο Αύγουστος στη νύχτα. Απόψε τα αστέρια είναι δικά μας φιλαράκο και η αγάπη φωτεινό μονοπάτι στα μαύρα όνειρα μας. Όλο το καλοκαίρι ακούω τον ήχο του πολέμου μέσα και έξω μου. Σου εκμυστηρεύομαι πως είμαι σίγουρη πια για το ότι οι νεκροί στους καναπέδες από την τηλεθέαση θα είναι πάντα περισσότεροι από τα θύματα ενός πολέμου. Ξάφνου η σκέψη μου πετάγεται στον αδερφό μου που τώρα δα θα περιμένει τηλέφωνο,στην Α. που θα σφουγγαρίζει για άλλη μια φορά την κουζίνα της,όπως κάθε βράδυ,και στην φίλη ρίζα που θα ξενυχτάει σε κάποιο μεγάλο club στη Χαλκίδα χορεύοντας. Όλοι σκόρπιοι και ταυτόχρονα εδώ. Νεκροί και ζωντανοί. Ξεχασμένοι και μη. «Σημασία έχει να συνειδητοποιήσουμε πως είμαστε διαρκώς μελλοθάνατοι», μου λέει ο φίλος και με επαναφέρει, σαν να με σπρώχνει πισώπλατα,στο τώρα. Πίνω ακατάπαυστα για να μην μιλάω. Ο νους μου πεταρίζει,το βλέμμα μένει να κοιτάει μακριά...πολύ μακριά. Δεν θέλω να μιλάω άλλο. Θέλω μόνο να αφουγκράζομαι μικρούς, σπάνιους ήχους. Κάποτε επιστρέφω σπίτι και θυμάμαι τον στίχο του Ελύτη: «Φύσηξεν η νύχτα/σβήσανε τα σπίτια/κι είναι αργά στην ψυχή μου.» Ζεστή βραδιά σαν να κολυμπάς μέσα σε χλιαρό τσάι με γεύση γιασεμιού. Το ραδιόφωνο κολλημένο σε ένα τυχαίο σταθμό που κάθε τέτοια ώρα παίζει νέγρικα blues,ένα βιβλίο με περσινές στάμπες αντηλιακού ξαναδιαβάζεται κάτω από το ιλαρό φως του πορτατίφ. Βαραίνουν τα βλέφαρα καθώς βγαίνει σαν καρβέλι το φεγγάρι από το βουνό .Το φως του πέφτει μισό στην άκρη του κρεβατιού μισό στο ξύλινο πάτωμα. Φωτίζει τα πεταμένα από την έξοδο μου ρούχα και τα κάνει να φαίνονται σαν άμφια. Σχεδόν αποκοιμιέμαι κουλουριασμένη, σκεπτόμενη την ατάκα του φίλου μου.

Σάββατο, Αυγούστου 12, 2006

...Τα ΓνΩρΙμΑ ,τΑ κΑθΗμΕρΙνΑ εΚεΙνΑ


Έξω η νύχτα μυρίζει γιασεμί και νυχτολούλουδο. Σε όλο το τετράγωνο, στα μπαλκόνια και μέσα στις αυλές ζούνε γιασεμιά ξέπνοα και νοτίζουν έτσι τον αέρα. Παράθυρα ανοιχτά μπας και φυσήξει λιγάκι. Είναι ένα ζεστό βράδυ του Αυγούστου, άνθρωποι στα μπαλκόνια, κάθονται σε σχήμα πολυέλαιου γύρω από ένα τραπέζι, γελώντας, κουβεντιάζοντας ή τρώγοντας. Ήχοι από μαχαιροπίρουνα και ποτήρια που ακουμπάνε τον πάτο τους ατσούμπαλα. Η νύχτα σαν αρχαία βασίλισσα σέρνει τα σπλάχνα της αργά και το φεγγάρι-Κύκλωπας την κοιτάει με μισό, άγουρο βλέμμα. Τέτοιες νύχτες νιώθω σα φέτα από πεπόνι, νιώθω σαν τούλι ελαφριά,σαν ένα κενό. Ίσως γιατί δεν φυσάει πια καθόλου. Τεχνητό ψύχος με το air condition στο φουλ και πόρτες, παράθυρα κλειστά. Πάνε τα καλοκαίρια που γνώρισα κάποτε, παλαιώνουν στα κελάρια της μνήμης σαν το καλό κρασί. Κατά τα άλλα σκέφτομαι πως η δουλειά μου πάει καλά,μια δημιουργική δουλειά. Οι σχέσεις καλά. Κάποιες φορές οι άνθρωποι που είναι κοντά σου σε κάνουν να βγάζεις φτερά, και άλλες πάλι σου περνάνε βαρίδια στα πόδια. Και δεν πας βήμα μπροστά, σκέτη και άκαμπτη σαν το μολύβι. Κι έτσι είναι η ζωή. Μισή ξινή, μισή γλυκιά σαν χειροποίητη λεμονάδα. Κι έτσι γίναν και οι νύχτες αυτό το καλοκαίρι, σκληρές σα να βγήκαν από πόλεμο. Δεν ακούω τίποτα να έρχεται απ’έξω. Ούτε θρόισμα, ούτε κουβέντα τριζονιού. Σαν σήμερα του θέρους μεσούντος είπα να γράψω μια αράδα. Τι παράξενο τραγούδι η ζωή του καθενός χωρίς όργανα και λόγια μαγικά. Το άλλο μου μισό μου χαϊδεύει στοργικά το γόνατο. Τόσο καλός και ήρεμος, σαν Κυριακή. Κοιταζόμαστε γνώριμα και χαμογελάμε, έπειτα ο καθένας γλιστράει στις σκέψεις του και στους χυμούς των ονείρων και ξάφνου νιώθω πάλι μέσα μου εκείνο το ξαφνικό φούσκωμα που μοιάζει σαν την αιφνίδια καλοκαιρινή μπόρα.

Πέμπτη, Αυγούστου 10, 2006

ΠαΝσΕλΗνΟς Με ΓεΥσΗ CeCLoR


Νύχτωσε. Είναι πανσέληνος, ο ουρανός των Αθηνών αιθριώτατος και ο ορίζοντας διαυγής. Οι γύρω λόφοι και τα βουνά της Αττικής ορατά, μάρτυρες του γεγονότος. Ο μεγάλος Κύκλωπας ξύπνησε πάλι. Κάθε φορά νομίζω ότι προσπαθεί να με υπνωτίσει. Ο κύριος σελήνης είναι μάγος. Μαγεύει τις κοριτσίστικες κοτσίδες και λύνονται τα βράδια. Ανοίγουν τόποι ιεροί στο φως του φεγγαριού. Ανηφορήσαμε στην Ακρόπολη. Ο κόσμος πολύς, σαν σχολική πενταήμερη εκδρομή με πολλά σχολεία. Όλοι ανηφορίζουν αποκαμωμένοι,σχεδόν τρελοί, με μια μηχανή στο χέρι. Η σιωπή μου περιμένει την κουβέντα σου. Από πίσω μου μια παρέα μιλάει για τον Παρθενώνα λέγοντας πως είναι εξ ολοκλήρου χτισμένος με Πεντελικό μάρμαρο, με κυρτές πλευρές αντίθετα από τις πυραμίδες που οι πλευρές τους είναι κοίλες. «Χτίστηκε έτσι για να διαχέει ενέργεια στον χώρο γύρω του»,λέει ο άντρας της παρέας. «Δηλαδή χρησιμοποιώντας την ενέργεια του μαρμάρου αλλά και την τελλουρική ενέργεια του Ιερού Βράχου οι Αθηναίοι θέλησαν να διοχετεύσουν δύναμη και ενέργεια στην πόλη τους», προσθέτει η γυναικεία μελίρρυτη φωνή. Και να, φτάσαμε. Και γέμισαν τα σκοτάδια φως και λευκό μάρμαρο. Μέσα στη νύχτα της νέας Αθήνας,η Ακρόπολη με τις ψηλές, λευκές κολόνες της γυμνές, απειλούσε τα βλέμματα. Τέτοια γύμνια που σε έκανε να θέλεις να στρέψεις το πρόσωπο σου αλλού, από ντροπή. Κάτι είπανε με το φεγγάρι,γιατί ακούστηκαν ψίθυροι και όσο αυτό ψήλωνε τόσο την αποθέωνε και νιώσαμε και μεις σχεδόν θεοί, τόσο ψηλά με το φεγγάρι πισώπλατα να μας διαλύει και την Αθήνα από κάτω να παρακαλάει με τόσα φώτα στα άκρα της για λίγη προσοχή. «Τελικά είναι ωραία πόλη η Αθήνα», είπες «Ιδίως όταν το φεγγάρι χαρίζεται σε όλους ,όπως σήμερα», σου απάντησα και έβγαλα για να πιω,με τρόπο πρόστυχο σχεδόν, την αντιβίωση ceclor με γεύση φράουλας. Όλος ο τόπος μύρισε τσιχλόφουσκα. Τα μάρμαρα έγιναν ροζ και το φεγγάρι μια τεράστια φούσκα με γεύση big bubble.Οι λέξεις έγιναν κοκκία για πόσιμο εναιώρημα. Δεν ήξερα σε ποιον να τις χαρίσω. Ένα αεράκι σαν χάδι πλησίασε δειλά- δειλά τις άκρες των μαλλιών μου και έφτιαξε μια φωλιά υποσχέσεων. Κάναμε το γύρο της, θαυμάσαμε την πλάτη τα οπίσθια και το ξέστηθο στέρνο της Ακρόπολης στο υπαίθριο στριπτιτζάδικο με το όνομα «Ιερός Βράχος» και όταν γύρισες και με κοίταξες άκουσα μια έκρηξη μέσα μου. Μία φοβερή έκρηξη που κλόνισε από τη ρίζα τον Ιερό Βράχο. Το λεκανοπέδιο της Αττικής χόρεψε όλο σαν από μεγάλο σεισμό. Τεράστιες φλόγες ξεπήδησαν από την κορυφή της Ακρόπολης προς τα ύψη και ο ουρανός της Αττικής φωτίσθηκε με λάμψεις κόκκινες σαν κόλαση. Ο Παρθενώνας σκεπαζόταν από τις φλόγες! Οι θεοί του Ολύμπου γίνονταν κομμάτια και έπεφταν με πάταγο από τους αιθέριους θρόνους τους. Ό ναός της Παλλάδας σωριαζόταν κάτω και τα συντρίμματά του έφτασαν μέχρι των στρατοπέδων των Ενετών! Πήρα το βλέμμα μου από πάνω σου. Μάζεψα τα σπλάχνα της νύχτας και πρότεινα φυγή. Τα φώτα άναψαν, δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν,η Ακρόπολη φωτίστηκε κανονικά, όπως κάθε βράδυ. Αραιώσαμε κατηφορίζοντας. Βγαίνοντας είχα την αίσθηση ότι έβγαινα από διαστημόπλοιο σε μια πόλη τόσο μεγάλη και θολή που δεν γνώριζα. Ίσως να είχα κάνει και ένα ταξίδι στο χρόνο,σε μια κιβωτό από μάρμαρο. Και τι έσωσα τελικά; Και τι θα χάσω όταν θα επαναπατριστώ; Κοίταξα ψηλά. Ο Αττικός ουρανός μοιάζει πολλές φορές με αντεστραμμένο Αιγαίο. Και τα μάτια σου μοιάζουν με τα δικά μου. Τα χέρια σου με τα χέρια του πατέρα και η φωνή σου με τη φωνή που έχω μάθει πια να αγαπώ. Ένα κολάζ ανθρώπων κάτω από το βλέμμα του Κύκλωπα, ανάμεσα από μάρμαρα με γέμιση ceclor.

Κυριακή, Αυγούστου 06, 2006

ΕπΟμΕνΟς ΣτΑθΜόΣ/ η ΖώΝη ΤοΥ λΥκΟφΩτΟς


Έχει κάτι από ταινία επιστημικής φαντασίας αυτό το χωριό. Τόσο παλιό που δεν μπορείς να μπεις μέσα του έχοντας φρέσκο δέρμα. Κάτι έξτρα τερέστριαλ σπίτια χάσκουν τονίζοντας την ασημαντότητα τους. Ένας μακρύς δρόμος με ευκάλυπτους δεξιά και αριστερά και το φεγγάρι νύχι στη μέση του ουρανού,που σήμερα ειδικά μου φαντάζει πιο κοντά .Και ξάφνου από το πουθενά, τρεις άνθρωποι κάθονται στη σιγαλιά της νύχτας. Μαζεμένοι στην άκρη του δρόμου, απέναντι από τους ευκάλυπτους συζητάνε χαμηλόφωνα. Είναι περίεργο το πόσο ξαφνικά εμφανίστηκαν, ήμουνα σίγουρη πριν, ότι μπροστά από αυτό το σπίτι δεν υπήρχε ψυχή.
Μας χαιρετούν. Στεκόμαστε από πάνω τους μαυρισμένοι,έχοντας στο στόμα μας ακόμα, κουκούτσια από καρπούζι. Στον ώμο μου που καίει σαν το βότσαλο της παραλίας πέφτουν υγρά ακόμα τα μαλλιά μου και με δροσίζουν. Ο Λ. κρατάει το τρίποδο με τη μηχανή απάνω. Ο ένας από τους δύο άντρες αφού το περιεργάζεται καλά, μας λέει αναπολώντας ότι και αυτός τράβαγε κάποτε, ερασιτεχνικά, φωτογραφίες. Είναι γύρω στα 65.Δάσκαλος με πολλές μεταθέσεις σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Γέννημα θρέμμα αυτού του νησιού,σε αυτό το σπίτι .Του αρέσει ο ουρανός, μελετάει τους χάρτες του και γνωρίζει τα πάντα για τους αστερισμούς. Μας εξιστορεί περίεργα γεγονότα από την παλιά ζωή του και μεις τον ακούμε σχεδόν μαγεμένοι, βλέποντας τον να μεταμορφώνεται σε Άλφα του Κενταύρου, καταπίνοντας το φεγγάρι νύχι σαν φέτα από πεπόνι. Το άσπρο φανελάκι του γέμισε ζουμιά .Συνεχίζει να μιλάει για κάτοπτρα, τηλεσκόπια, ονόματα αστεριών, πλανητικά σώματα. Κοιτάει τον ουρανό με υγρά μάτια και που και που χασμουριέται. Από αμηχανία ίσως. Η κυρά του ιδρώνει υπομονετικά δίπλα του. Κοιτάει και αυτή με την ίδια υγρασία στα μάτια τον ουρανό. Ο τρίτος άντρας, αδερφός του ουρανοδίφη και ναυτικός στο επάγγελμα, μας μιλάει για θάλασσες. Ζεστές ιστορίες που στάζουν μοράβια και αλμύρα. Παλιές ιστορίες όσο και το σπίτι, το οποίο κατοικούν. Κάποτε η κουβέντα λαμβάνει τέλος. Τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας μας καλούν. Χαιρετάμε και απομακρυνόμαστε μέχρι εκεί που σβήνει ο δρόμος. Το κίτρινο φως των στύλων της Δ.Ε.Η. κάνει το όλο σκηνικό πιο απόκοσμο. Γυρνάω το κεφάλι μου πίσω. Δεν βλέπω κανέναν από τους τρεις. Ούτε καν τις καρέκλες τους δίπλα στο δρόμο. Σκοτάδι πίσσα. Μόνο το σπίτι χάσκει, πιο ερειπωμένο και από πριν. Δεν τολμάω να το πω στο Λ...
Μα ποιοι ήταν τελικά;;
Μέσα από τη χέρσα γη ακούγεται ένα τραγουδάκι που κάτι μου θυμίζει. Σταματάω το βήμα μου για να το αφουγκραστώ καλύτερα...πάει κάπως έτσι:


"Α candy-coloured clown they call the sandman
tiptoes to my room every night
just to sprinkle stardust and to whisper:
"Go to sleep, everything is all right"

Παρασκευή, Αυγούστου 04, 2006

ΩχΡά ΣπΕιΡοΣκΕψΗ

Μου είπες: «Φεύγω αύριο για Νίσυρο. Είμαι μόνη και φοβάμαι»
Σκέφτηκα να σου πω να με πάρεις μαζί σου αλλά σου είπα απλά να μη φοβάσαι γιατί ακόμα είμαι εδώ.
Μου είπες «Είμαι μόνη και το να τα λέω με την πάρτι μου είναι πάντοτε τρομαχτικό»
Σκέφτηκα να σου πω να περάσω να ξενυχτίσουμε μαζί αλλά σου είπα να βρεθούμε όταν επιστρέψεις.
Μου είπες «Ζορίζομαι. Δεν μπορώ τίποτα επάνω μου. Δεν έχω ιδέα πότε θα επιστρέψω». Μου πέρασε το πρόσωπο σου από το μυαλό, τα μαλλιά σου και σκέφτηκα πόσο μαγική είσαι και ότι θα ήθελα να κλείσεις με το δάχτυλό σου εκείνη την παλιά ρωγμή,αλλά σου είπα να κάνεις υπομονή και ότι μου έλειψες....και σε ονειρεύτηκα πολύ αυτές τις μέρες. Ναι στο είπα αυτό.
Μου είπες τότε, ότι η επαφή που έχουμε είναι σπάνια και γι’ αυτό ποτέ δεν θεώρησες ότι χαθήκαμε.

Σου είπα τότε: «Είμαι και πάλι μαζί σου. Δίπλα σου. Χωμένη στα μαλλιά σου».
Κι έσβησα το φως
Καληνύχτα.

Τετάρτη, Αυγούστου 02, 2006

ΥπAρXεI έΝα ΣτΗθΟς ΠοΥ χΩρΑεΙ τΑ πΑνΤα


Στην παραλία. Σε μια πετσέτα.
Το αρσενικό και το θηλυκό.
Απέναντι στο κύμα.
Το θηλυκό σε εμβρυακή στάση,
Ακουμπάει μισό στην πετσέτα, μισό στην κοιλιά του αρσενικού.
Το αρσενικό ανάσκελα, ρεμβάζει.
Από μακριά μοιάζουν σαν λιοντάρια ύστερα από μεγάλο δείπνο.
Ύστερα από ζευγάρωμα.
Ήρεμοι, σχεδόν νυσταγμένοι.
Χωνεύουν την θέα της θάλασσας.
Αφουγκράζονται το κύμα.
Τον αέρα μέσα στα μαλλιά.
Τον έρωτα που όλο μεγαλώνει.
Πάνω σε μια πετσέτα, απέναντι από τη θάλασσα.

τΟ φΡοΥτΟδΕνΤρΟ τΟυ GoDaRd


Όποτε θέλω να δώσω μια γροθιά στην ολόγιομη πραγματικότητα ανατρέχω στις ταινίες του αγαπημένου μου GODARD.
Επαναλαμβάνω στον εαυτό μου
πως σημασία δεν έχει η φόρμα αλλά η λεπτομέρεια των στιγμιότυπων στη ροή του χρόνου,και έτσι προσπαθώ να μη φτύνω
τη θεωρία της τέχνης και τη θεωρία της τέχνης μέσα στη ζωή.

Pierrot le fou
Le mepris
Vivre sa vie
A bout de souffle

Στα παγωμένα νερά του αισθητικού εκλεκτισμού.
Το συναίσθημα της αφύπνισης,του ονείρου με άρωμα σελιλόιντ,η τρέλα της νιότης,το κάλεσμα του πνευματικού και ηθικού αναρχισμού.
Όλα εκεί, κρεμασμένα στο δέντρο του Godard,κάθε καλοκαίρι αγκαζέ με την Άννα Καρίνα και τις βιαστικές γαλλικές διαδρομές που αφήνουν οι μαύρες μπαλαρίνες της.

Τρίτη, Αυγούστου 01, 2006

ΑύΓοΥσΤοΣ γΑρ


Μια φορά κι έναν καιρό, ο Αυτοκράτωρ Αύγουστος, αφού ανέλαβε και το αξίωμα του Μέγιστου Αρχιερέα σκέφτηκε να ονομάσει τον όγδοο μήνα «Αύγουστο» για να τον τιμούν οι θνητοί. Έτσι Augustus στα λατινικά άρχισε να σημαίνει σεβαστός σεπτός, ιερότατος. Η λέξη παράγεται από το augeo που σημαίνει Αύξω: αυξάνω. Οι Ρωμαίοι για να τιμήσουν τον αυτοκράτορα άρχισαν να αποκαλούν αυτό το μήνα ΑΥΓΟΥΣΤΟ. Ο πολιτικός πυρετός του τότε μικρόκοσμου που δεν απέχει πολύ από τα δικά μας δέκατα, αυτά μας λέει για τον μήνα των φρούτων. Από τα βάθη του ορίζοντα, που αχνοκαίει, διακρίνω τις παρουσίες του Αυγούστου να κατεβαίνουν από την ίδια μπουκαπόρτα, διάσπαρτες στο λιμάνι του κόσμου. Καλύτερα να μη με δουν !
Βάζω τα χέρια μου μπροστά στα μάτια μου σαν τα παιδιά που νομίζουν πως έτσι γίνονται αόρατα.


Τα αερικά πάντα στο δρόμο των μεστωμένων σιτηρών και οι δαίμονες, πιο κάτω, να κουρδίζουν τα βιολιά τους φτύνοντας σπόρια πεπονιού κάτω από τεράστια φρουτόδεντρα...Ζεστός αέρας, σα να άνοιξε το στόμα του ο δράκος του παραμυθιού, καίει το κέντρο της πόλης με το παράξενο όνομα Αθήνα.
Πόσο όμορφη είναι η Αθήνα τον Αύγουστο;Πόσο προσιτή και πόσο πολύ πιο δική σου; Με τους άδειους δρόμους,τα άφθονα πάρκινγκ του Αυγούστου,την περίεργη ποιητική ηρεμία.
Πόσο τρομαχτική είναι η Αθήνα τον Αύγουστο για τα ίδια πράγματα που είναι όμορφη. Σαν πόλη φάντασμα κάπου στην αμερικάνικη δύση σε ένα επεισόδιο από την σειρά «twilight zone»
Με εκείνη την πανσέληνο του Αυγούστου να κρέμεται πάνω από σένα, πιο μεγάλη και πιο λαμπερή από ποτέ, αυτοκτονώντας στο τέλος πάνω από τους έρημους δρόμους, τα άδεια διαμερίσματα, τα σβηστά παράθυρα που μοιάζουν με μάτια αδειανά, τα άδεια δρομολόγια των λεωφορείων, γεμάτα όλα από το δικό της ασημένιο φως. Και γω παραμένω ένας νυχτερινός ποτιστής βεράντας, χωρίς σπουδαία εκτίμηση για το μέλλον, κι ούτε ένα δωμάτιο απέναντι μου με φως .Μέσα σε μια κρεμώδη ρέμβη σκέφτομαι, βλέποντας τον Υμηττό απέναντι, όλους τους νέρωνες και τους δασοκτόνους που παρήλασαν.
Αύγουστος, λοιπόν, κορασίδες και παίδες, ο πιο πεθαμενατζίδικος μήνας του χρόνου, με τις περισσότερες αυτοκτονίες μετά τον Φλεβάρη. Και να μαι και γω στη μέση, αλλάζοντας κανάλια γεμάτα τηλεοπτικές επαναλήψεις, κάμερες και πρόσωπα στα ρεπορτάζ. Σκηνοθετώ την προσωπική έκδοση καταστροφής μου, γελώντας δυνατά, γιατί ούτε είμαστε άνθρωποι και ούτε θα γίνουμε ποτέ. Μπροστά μου παφλασμοί ματαιοτήτων και γενναιόδωρες ώρες που τεντώνουν το κορμί τους σαν αγουροξυπνημένες γάτες. Κάτω από τον ανελέητο ήλιο λιώνουν οι αμαρτίες μας. Ξανά και ξανά.
Είδα πάλι την «Κόκκινη έρημο» του Αντονιόνι. Ξαναερωτεύτηκα τη Monica Vitti και πρόσεξα καλύτερα τις γάμπες της. Δε νομίζω να έχω δει ωραιότερες και πιο εύγλωττες γυναικείες γάμπες σε ολόκληρο το βίο μου, ούτε και πιο άσχημη πόλη οπό την Ραβένα.
Η νύχτα γεμάτη τριζόνια και φιδάκι για τα κουνούπια, κάτω από τον έναστρο ουρανό των γεγονότων, γίνεται ακόμα πιο πένθιμη, αλλά τελικά σκέφτομαι πως ο πόνος για την απώλεια είναι προτιμότερος, από την πλήξη για την κατοχή ενός πράγματος που δεν ξέρουμε τι να το κάνουμε!