Τρίτη, Μαΐου 06, 2014

mAy FoOtAgE


Στον αποχυμωτή έβαλα πράσινα μήλα, μπανάνες και φράουλες. Με ένα φούξια καλαμάκι ρουφάω τον χυμό κοιτάζοντας τις πλαγιές του Υμηττού απέναντι. Τα δάχτυλα μου μυρίζουν το άρωμα σου και τα χείλια μου άγρια χλόη. Μπήκε ο Μάης με φως και γαλάζιο ουρανό. Χαμογέλασα στην σκέψη αν και το φως μου έφερε υπνηλία. Σχολώντας από την δουλειά τα απογεύματα πέφτω πάντα σε μαύρα σύννεφα που μοιάζουν  με μεγάλο θυμό. Διάσπαρτα πάνω από τις κορυφές των μαλλιών μου και τον ιδρώτα του αυχένα μου. Και μετά η βροχή σαν τιμωρία, σχεδόν κάθε απόγευμα. Βρέχει και από  το παρ μπριζ του αυτοκίνητου μου παρακολουθώ την λογοδιάρροια του νερού. Η αστάθεια της Άνοιξης αυτής με εξαρθρώνει. Αφήνω τα χέρια μου στο τιμόνι. Μετά κλειδώνω το αυτοκίνητο στο γκαράζ με τα δόντια.  Πετάω το μυαλό μου στον μπλε κάδο της ανακύκλωσης και ξεφορτώνομαι την καρδιά μου, στην είσοδο της πολυκατοικίας, να τη φάνε τα αδέσποτα της γειτονιάς. Και καθώς ανεβαίνω στο διαμέρισμά μου, αφήνω τα πόδια μου στις σκάλες και μπαίνω σαν φάκελος λεπτός κάτω από την πόρτα. Μένω εκεί ξαπλωμένη για ώρες, μέχρι η Μιλού να με ζητήσει και να αρχίσει να γλύφει την κόλλα από τα γραμματόσημα μου, νιαουρίζοντας σποραδικά. Ένας ροζ φάκελος χωρίς χέρια, και πόδια, μόνο με χιλιάδες χρωματιστά γραμματόσημα από όλες τις πόλεις του κόσμου που επισκέφτηκα. Σαν ξεραμένα κακάδια χαράς. Χωρίς Άνοιξη μοιάζει κάπως έτσι η ζωή.
Και έπειτα η βροχή δυναμώνει και πέφτει με δύναμη πάνω στα τζάμια και στην άσφαλτο σπαράζοντας σαν να πέθανε ο γιος της, και όλα θολώνουν και γκριζάρουν σαν τα μαλλιά των συνομήλικών μου και δεν φαίνεται τίποτα πια. Ούτε εγώ, ούτε εσύ. Ευτυχώς που τα δάχτυλά μου μυρίζουν το άρωμα σου και τα χείλια μου άγρια χλόη. Ευτυχώς που όλα κάποτε τελειώνουν. Ακόμα και μεις. Ευτυχώς.
Εκκλησία Αγ. Ειρήνης. Κυριακή απόγευμα. Μπαίνουμε μέσα λίγο πριν σχολάσει ο εσπερινός. Στην πόρτα προσφέρουν άρτο με γλυκάνισο, μαλακό σαν τσουρέκι. Στα μανουάλια κρεμώ ευχές για τους δικούς μου πεθαμένους. Μέσα από αναμμένα κεριά θυμάμαι τις μορφές τους αλλιώς, όπως θέλω εγώ. Όπως δεν υπήρχαν ποτέ στα αλήθεια κάπως έτσι. Η πλατεία ασφυκτιά από κόσμο και βοή. Μοιάζει με φωλιά γιγάντιων σκαθαριών. Δεν μπορώ να τους κοιτάω πολύ. Με τρομάζουν. Κατηφορίζουμε μακριά. Στους δρόμους του κέντρου οι αφίσες των κολάζ μου ακόμα κολλημένες και λίγο ξεφλουδισμένες ζουν την δικιά τους ζωή. Σκουπίδια πεταμένα εδώ κι εκεί στο εκκλησάκι της Καπνικαρέας. Ένας άστεγος πιο κει δοκιμάζει κάτι παπούτσια. Μπερδεμένες μουσικές, κακόγουστες, σκάνε σαν βόμβες ναπάλμ. Οι πόλεις μας ξόφλησαν. Έτσι όπως τις έχτισε η τρισδιάστατη πολεοδομία καταστράφηκαν. Περπατάς χορεύοντας δίπλα μου. Νυχτώνει όλο και πιο πολύ. Κι έπειτα πίνουμε λευκό κρασί με παξιμάδια σε μια πεζούλα στην Ερμού. Παρέες παιδιών σκάνε δίπλα μας μιλώντας διάφορες γλώσσες. Δυο, τρία σκυλιά αναζητούν τροφή. Γιασεμιά μυρίζουν και ένα ακορντεόν κάπου στο βάθος ξεψυχά. Κι εμείς σαν  αλαφροΐσκιωτοι με χάρτες στα μάτια όλο ταξίδια ονειρευόμαστε και μυστικές κραιπάλες. Όλο χρυσαφένια απογεύματα και ασάλευτες μαρίνες που δένουν κότερα, καφενεία με χαμηλό φωτισμό και νυχτερινές ώρες στα λιμάνια. Αλλάζουμε τον κόσμο ήσυχα, χωρίς κανείς να καταλαβαίνει, τεμαχίζοντας αυτό που ήδη γνωρίζουμε και φτιάχνοντας κάτι καινούργιο.
Μέχρι να πέσει η Άνοιξη χτυπημένη στην μεγάλη αγκαλιά μας.