Πέμπτη, Δεκεμβρίου 31, 2009

2010 - 37 ΡαΓίΣμΑτΑ


Καθόταν πίσω από την πλάτη μου και παρατηρούσε τα αχτένιστα μαλλιά μου. Σκούπισα τα ματιά μου και φύσηξα δυνατά την μύτη μου.
-Ήσουνα πάντα έτσι; Με ρώτησε και τα χέρια του χάιδεψαν τα δικά μου. Ήταν γύρω στα 12 και τα κατάξανθα μαλλιά του ήταν έμοιαζαν σχεδόν λευκά.
-Μου ράγισε την καρδιά, του είπα κοιτώντας τα κόκκινα από το κρύο μάγουλα του, κι όταν ερχόταν η ευκαιρία να αγαπηθώ ξανά το έβαζα στα πόδια.
-Ανόητο μου ακούγεται, μου είπε και ξεφύσησε δυνατά.
-Φοβόμουν μήπως ραγίσει ξανά η καρδιά μου. Μερικές φορές εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο και μετά όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, σε ξεχνάει. Όλοι σε ξεχνάνε.
-Ίσως να είναι απασχολημένοι. Ίσως να μην σε έχουν ξεχάσει, αλλά να έχουν ξεχάσει να σε θυμηθούν. Καταλαβαίνεις;
-Ναι, του έγνεψα και ένα βάρος σαν τσιμέντο ολόκληρο ξεκόλλησε από το πίσω μέρος του αυχένα μου και έπεσε με δύναμη στο έδαφος, απλώς φοβάμαι… φοβάμαι πως αν εμπιστευτώ ξανά θα ραγίσει η καρδιά μου.
Πήγε πάλι πίσω από την πλάτη μου και κόλλησε το κεφάλι του απαλά σα να προσπαθούσε να ακούσει κάτι.
-Είχα ένα ωραίο ζευγάρι πορτοκαλί πατίνια, ψιθύρισε, και φοβόμουνα να τα φορέσω για να μην τα χαλάσω. Για αυτό τα κρατούσα μέσα στο κουτί. Και ξέρεις τι έγινε;
-Τι έγινε;
-Μεγάλωσα και δεν μου έκαναν πια. Δεν τα φόρεσα ποτέ.
Γύρισα απότομα.
-Τα πατίνια και η καρδιά του ανθρώπου είναι δύο διαφορετικά πράγματα,είπα θυμωμένη.
-Το ίδιο είναι. Αν δεν χρησιμοποιείς την καρδιά σου τότε τι σε νοιάζει αν ραγίσει; Όταν αποφασίσεις να την χρησιμοποιείς όμως φοβάμαι ότι δεν θα είναι καλή. Πρέπει να ρισκάρεις νομίζω, κι ας είμαι τόσο μικρός. Τα μαλλιά μου είναι λευκά σχεδόν.
-Να ρισκάρεις, ξανάπε και έβαλα τα κλάματα με τον ίδιο τρόπο που έκλαιγα όταν έπεφτα από το ποδήλατο.
Η καρδιά σου, συνέχισε, μπορεί να είναι ραγισμένη αλλά είναι ακόμα εκεί.

Καλή χρονιά σε όλους!

Τρίτη, Δεκεμβρίου 15, 2009

ΚαΛά ΧρΙσΤοΥγΕνΝα


Τον τελευταίο καιρό ανοίγω τα μάτια μου πάντα την ίδια ώρα. Έξι παρά κι αργεί να ξημερώσει. Νοτιάς έξω. Υδατικές σταγόνες πέφτουν στραβά εδώ κι εκεί. Που και που σκάει μύτη μια χλωμή ηλιοφάνεια. Τον τελευταίο καιρό μπερδεύω τις μέρες. Ιδίως τις Τρίτες. Μου θυμίζουν Παρασκευές και τα βραδινά τελειώματα της Κυριακής μου θυμίζουν βραδινά τελειώματα από Δευτέρες. Το στρίφωμα της μοναξιάς μου όλο και μακραίνει. Σε λίγο θα μου πέφτει φαρδύ και μεγάλο σαν σάβανο. Είναι κάτι που ζω πρώτη φορά και σαν κάτι τέτοιο με μαγεύει. Σχεδόν με κάνει να νοιώθω ασφαλής.
Ζω σε ένα παράλληλο σύμπαν και δεν παίρνω χαμπάρι τι γίνεται δίπλα μου. Και αυτό μόνο μαγικό μπορεί να είναι. Μια μορφή αυτισμού με εικαστικό look με κάνει να επαναλαμβάνω ετεροχρονισμένα φράσεις παλαιού ενδιαφέροντος όπως, «Μαμά τι φαγητό έχουμε σήμερα;» ή «μπαμπά θα με πας με το αυτοκίνητο στην πλατεία;» Χαμογελάω γιατί τίποτα δεν υπάρχει πια στην μορφή που το ήξερα. Οι άνθρωποι απομακρύνονται όταν δεν καταλαβαίνουν. Γυρνάν την πλάτη. Αδιαφορούν και συνεχίζουν να επιπλώνουν την ζωή τους μακριά από σένα. Χαμογελάω. Με συμπόνια. Δεν με πονάει τόσο. Τους έχω κι όλας ξεχάσει. Έτσι πρέπει. Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να ξεχάσουμε ώστε να τα μάθουμε και υπάρχουν πράγματα που πρέπει να κατέχουμε ώστε να τα αποκηρύξουμε.

Περασμένες 5. Κάπου σε ένα βενζινάδικο στην Αττική οδό. Βάζω αέρα στα λάστιχα ενώ ένας πιτσιρικάς παλεύει να μου φτιάξει την καμένη μου ασφάλεια. Κόβω νευρικά βόλτες. Ξυρίζει έξω. Σκέφτομαι πως θα ήταν αν έκοβα βόλτες έξω από μια σεληνάκατο χαλασμένη ενώ ένας μηχανικός θα προσπαθούσε να συντονίσει το πρόβλημα. Έπειτα από τρία τέταρτα η καινούργια ασφάλεια έχει τοποθετηθεί. Του αφήνω 5 ευρώ. Στην αρχή δεν τα θέλει του φαίνονται πολλά. «Έλα πάρτα , θα τα πάρω από αλλού», του λέω μασουλώντας το κορδόνι από την κουκούλα μου. Το ίδιο βράδυ κι ενώ επέστρεφα στο video club έναν μεγάλο αριθμό αργοπορημένων dvd η κοπέλα στο ταμείο μου έκοψε από το συνολικό ποσό πληρωμής 5 ευρώ. Θυμήθηκα τι είχα πει στον πιτσιρικά και χαμογέλασα. Το παίρνεις πίσω αυτό που δίνεις καλό ή κακό. Το παίρνεις πίσω. Νόμος.

Απόγευμα βαθύ προς νύχτα στο γραφειάκι του σαλονιού. Όσο γράφω, από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας μπαίνει μια καταχθόνια μυρωδιά από αρνίσιο λίπος. Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και καθόλου δεν τα θέλω. Ποτέ δεν τα ήθελα. Ούτε σαν παιδί. Με κατέθλιβαν. Παρ όλα αυτά προσπάθησα να μου πάω κόντρα. Στόλισα το καραβάκι μου φέτος και έβαλα φωτάκια παντού. Πήγα εναντία στα μέσα μου σκοτάδια. Ενάντια στη νύχτα. Ενάντια στα θέλω των άλλων. Τα δικά μου με κάνουν να νοιώθω πιο υγιής. Παίζω με χάρη και ευελιξία το παιχνίδι της ζωής. Με χάρη και ευελιξία. Γιατί ξέρω πως κρίνεσαι όχι τόσο για αυτά που έπραξες αλλά για αυτά που δεν τόλμησες να κάνεις.

Καλά Χριστούγεννα παίδες.