Κυριακή, Ιανουαρίου 28, 2007

Η ΝυΧτΑ /τΗς ΝυΧτΑς/ τΗ νΥχΤα


Πρόσωπα της νύχτας. Νυχτερινά γυμνάσια και φροντιστήρια που σχολούν.
Τα βαμπίρ της νύχτας. Η δωδέκατη νύχτα,το τελευταίο νυχτερινό τραμ,οι νυχτερινές παραστάσεις,οι γυναίκες της νύχτας. Η νύχτα του ασθενούς,του γήρατος,των μοναχικών ψυχών που σκούζουν με το στόμα κλειστό,οι δύσκολες ώρες είναι πάντα τη νύχτα. Η νύχτα των θεατρικών ηρώων,η νύχτα του «Υπογείου» του Ντοστογιέφσκι.
Η νύχτα στο κέντρο της Αθήνας,η νύχτα των επαιτών ,οι νυχτερινές τύψεις.
Τα νυχτερινά όνειρα, ο ύπνος τη νύχτα, οι νυχτερινές σκοπιές των φαντάρων.
Τα νυχτερινά επαγγέλματα,τα ταξί τη νύχτα,τα φαρμακεία που διανυκτερεύουν. Οι νυχτερινές βόλτες σε άλλες πόλεις,η νύχτα στη Βαγδάτη,οι νυχτερινές δολοφονίες,οι νυχτερινές βόμβες,οι νυχτερινές πυρκαγιές, ο πόλεμος τη νύχτα,η δημοσιογραφική κάλυψη τη νύχτα,η νυχτερινή βάρδια 5-1 Τα νυχτερινά γυρίσματα ταινιών, ο τυφλός έρωτας τη νύχτα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου,τα νυχτερινά φιλιά. Ο χωρισμός τη νύχτα.
Η «Νύχτα» του Αντονιόνι. Η νύχτα μέσα μου.
Η νύχτα χωρίς εσένα. Το κλάμα τη νύχτα.
Ο χειμώνας και η νύχτα,η νύχτα του θέρους που ξεσκονίζει τα σανδάλια της,η νύχτα στο δωματιό μου με αναμμένη την τηλεόραση-πορτατίφ,το γαλάζιο φως. Τα νυχτερινά σονέτα,η νύχτα του σεισμού,η νύχτα του νου,η νύχτα η δικιά μου ψάχνει να βρει τη νύχτα τη δικιά σου.
Το προσωπό σου τη νύχτα.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2007

ο ΠαΡαΤηΡηΤήΣ

Η βασική μου ιδιότητα είναι παρατηρητής. Παρατηρητής φαινομένων, ήχων και εικόνων που σκορπίζουν, διαλύονται και ανασυνθέτουν από την αρχή κάτι νέο. Παρατηρητής καταστάσεων και ανθρωπίνων συμπεριφορών,παρατηρητής γραφίδων και συναισθημάτων. Παρατηρητής εξελίξεων, άγευστων ονείρων και στυφής πραγματικότητας. Καμιά φορά νοιώθω επισκέπτης του μυαλού μου.
Άνοιξε το τριώδιο. Η σαρακοστή που πλησιάζει, σαν χοντρή κυρία με ομπρελίνο, θα μας οδηγήσει με ασφάλεια στους πρώτους χαιρετισμούς και μετά θα φανεί η άνοιξη που θα ματώσει και πάλι τους ώμους μας από τα βέλη του έρωτα. Ποιος θα το αντέξει ξανά; Αποκριάτικο γλέντι στο βάθος του μυαλού μου και απόψε.
Έχω ντυθεί καλοκαιρινό απόσπασμα και παρατηρώ τα νέα στην τηλεόραση,τα σύννεφα που μαζεύτηκαν και πάλι πάνω από το κάγκελο του μπαλκονιού μου,τον αέρα που ανακατεύει τα μέσα μου,μια όμορφη γυναίκα. Ανάπαυση σε ωραίες σκέψεις. Σκόρπιες λέξεις έτσι για την πλάκα μου. Ένα σκούρο μπλε στο βάθος του ορίζοντα ένα έντονο κόκκινο σαν τον πυρήνα των χειλιών σου,ένα χέρι που χαϊδεύει την σπονδυλική μου στήλη. Ένας επαίτης στο καρό πεζοδρόμιο,ένα εγκαταλελειμμένο κτίσμα,μια ανορθόδοξη πολιτική. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι φράουλες τέτοια εποχή. Αλήθεια, τι εποχή έχουμε;
Όλα ρέουν, τρέχουν προς το δέλτα μιας ζωής, όλης κι όλης, της δικιάς μας.Η τέχνη κάποιες φορές μπορεί να αλλάξει την ρότα της ζωής αυτής. Το πιστεύω αυτό. Ακράδαντα. Χωρίς αναστολές. Η τέχνη κάνει ενδοφλέβιες ενέσεις ανανέωσης.

Ένα πλοίο ξεμακραίνει. Από μακριά δείχνει σαν να γλιστράει σε μια παγωμένη επιφάνεια. Έτσι θαρρώ πως φαίνεται από αυτήν εδώ την προστατευτική γωνιά του σπιτιού μου. Και όλο και μικραίνει. Τόσο που το μπερδεύω με τα απέναντι βουνά της Σαλαμίνας. Ο ήλιος χαμηλώνει καίγοντας την δύση. Ροζ η επιφάνεια της θάλασσας...καινούργια ναυμαχία διεξάγεται εκεί κάτω και εμείς χαμπάρι.
Έληξε και το γάλα σήμερα, τι να κάνει η γιαγιά μου; Σε ποιο σύννεφο μετακόμισε πάλι; Έχω ερευνήσει το σύμπαν με το τηλεσκόπιο μου και δεν τη βρήκα πουθενά. Την σκέφτομαι πολύ σε κάθε δύση και ιδίως όταν λήγει το γάλα.
Σκοτείνιασε κι όλας και τα πλοία ,γλαρωμένα θαρρείς,περιμένουν την νύχτα και τα μαύρα άστρα των μαλλιών της. Ο χρόνος όλα τα χωνεύει και όλα τα τακτοποιεί.
Μουρμουρίζω ένα παλιό κομμάτι...αφήνω τον αέρα να περάσει στα πνευμόνια μου και βγάζω μια φωνή που όλο και ξεμακραίνει μαζί με τον στίχο. Θυμάμαι κάτι φίλους από την εφηβεία, που ήταν περιωπής τραγουδισταράδες. Τους καλώ σε φανταστικές τετραφωνίες και τέρτσα αυτοσχέδια. Κι όπως έχω ξεμάθει να αναπνέω σωστά μου πέφτει η πίεση και ζαλίζομαι. Μαγεία. Όλα αυτά που νοιώθω, σχεδόν μαγικά.
Τι όμορφο συναίσθημα! Κι έπειτα έρχονται αυτά που αγάπησες από όλους αυτούς που σε κοιτάνε παγωμένοι μέσα από τις κορνίζες. Ακολουθούν τα χάδια, τα δάκρυα, οι γκριμάτσες, τα λόγια που δεν θα μπουν ποτέ σε κουτιά. Ακόμα κι αν έχεις την ανάγκη να τα στοιβάξεις όλα μαζί για να μην είναι μες στα πόδια σου. Μαγεία.
Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε την ουσία της μαγείας. Και γω τυχαία την βρήκα,καθώς έψαχνα με το τηλεσκόπιο την γιαγιά μου.
Μαγεία είναι να ρισκάρεις τα πάντα για ένα όνειρο που δεν βλέπει κάνεις άλλος εκτός από σένα.

Κυριακή, Ιανουαρίου 21, 2007

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- ΦυΛλΟπΑσΧαΛιΤσΟβΑτΟμΟυΡόΠιΤα.


Παρόλο που βρήκε μια πόρτα στη μέση του δάσους δεν παραξενεύτηκε. Είχε κάθε μέρα τέτοιες εικόνες στο κεφάλι της. Η πόρτα έγραφε blogspot. Κάτι της θύμισε. Άνοιξε χωρίς να χτυπήσει. Δεν της άρεσε αυτό αλλά έτσι έκανε όταν φοβόταν. Η πόρτα άνοιξε κι αντίκρισε αυτό που δεν περίμενε. Όλα τα πλάσματα του δάσους blogspot ήταν εκεί. Καθισμένα αναπαυτικά, άλλο κάτω από ένα δέντρο, άλλο επάνω, άλλο ξαπλωμένο, όλα γύρω από μια μωβ φωτιά. Φοβήθηκε. Δεν είχε συνηθίσει να κάθεται σε παρέες με άλλα πλάσματα γύρω από μωβ φωτιές. Τους κοίταζε απορημένη. Κανείς δεν είχε πρόσωπο. Όλοι είχαν κάτι χαρακτηριστικό, όμως κανείς πρόσωπο.
Ώσπου άκουσε μια φωνή: “Άντε ρε Αντουανέτα” (Ωχ με ξέρουν).
Γύρισε και κοίταξε τη φωνή. Μια κοπέλα με κολλάζ αντί για πρόσωπο της χαμογελούσε. Φοβόταν, όμως πάντα χαμογελούσε όταν της χαμογελούσαν. Χαμογέλασε κι αυτή. Σκέφτηκε πως αν οι άλλοι δεν έχουν πρόσωπα ίσως να μην έχει κι αυτή. Έβαλε το χέρι της στο πρόσωπό της , έπιασε κάτι πολύ μαλακό. Το πρόσωπό της ήταν όλο καλυμμένο με βατόμουρα! Είχε κάτι αστείο όλο αυτό και το φεγγάρι -βρέφος να πιπιλάει τις ρώγες της μαμάς του από πάνω τους.
”Μην μας κοιτάς έτσι, είσαι εδώ για να μας πεις ένα από τα παραμύθια που ράβεις κάθε νύχτα”, της είπε κάποιος. Ξαφνικά πολύ ξαφνικά σταμάτησε να φοβάται. Κόντεψε να πηδήξει μέσα στη φωτιά από τη χαρά της. Βρισκόταν μπροστά σε όλα αυτά τα πλάσματα χωρίς πρόσωπο και δε φοβόταν!!! Μόνο ένα πράγμα την προβλημάτιζε. Πώς θα μπορούσε να πει ένα παραμύθι σε πλάσματα που δεν είχαν πρόσωπα; Πώς θα μπορούσε να ξετυλίξει τα κουβάρια της αν δεν έβλεπε τις εκφράσεις των ακροατών; Ήταν τόσο χαρούμενη όμως που ξέχασε τον προβληματισμό της. Γέλασε σε όλους, γέλασε δυνατά και γέλασαν κι εκείνοι με το αστείο γέλιο της. Τους μίλησε:
“Δεν είναι το σπίτι μου εδώ, εγώ στο δικό μου ανάβω πάντα κόκκινη φωτιά με μαύρες βούλες όμως αφού θέλετε να σας πω παραμύθι πρέπει να πιείτε το ποτό που φτιάχνω από τη μέρα που γεννήθηκα και το φαΐ που μαγειρεύω καλύτερα από τ’ άλλα”. Άνοιξε τη μικροσκοπική της τσάντα κι έβγαλε ένα κανατάκι που είχε τρύπα από κάτω. Όλοι γέλασαν . Πώς θα μπορούσε να το γεμίσει αφού ήταν τρύπιο; Έσκυψε και πήρε ένα ριγέ σκουλήκι από κάτω. Το έβαλε στο στόμα της και φύσηξε με δύναμη. Το σκουλήκι έβγαλε φτερά και πέταξε, αφήνοντας μόνο το ριγέ περίβλημά του άδειο σαν ένα μικροσκοπικό σωληνάκι. Ένωσε το σωληνάκι με τρύπα. Την άλλη μεριά την έβαλε στο χώμα. Έσκυψε κι εκείνη από πάνω κι άρχισε να μιλάει με τα μυρμήγκια. Μάλλον της είπαν κάτι αστείο γιατί ξεκαρδίστηκε. Εξαφανίστηκαν μέσα στο χώμα και σε μερικά δευτερόλεπτα ένα πολύχρωμο υγρό άρχισε να ρέει μέσα στο σωληνάκι, γεμίζοντας το κανατάκι. Τράβηξε το σωληνάκι κι ευχαρίστησε τα μυρμήγκια. Γέμισε τα ποτήρια όλων. Έβγαλε ένα βατόμουρο από το πρόσωπό της και το έστυψε μέσα στο πρώτο ποτήρι. Έκανε το ίδιο με τα υπόλοιπα ποτήρια. Ένιωσε ένα κύμα αέρα στο πρόσωπό της. Σήκωσε το δικό της ποτήρι, τους ευχήθηκε καλές φαντασίες και ήπιε. Ήπιαν όλοι. Τους κοίταξε γεμάτη αγωνία προσπαθώντας να καταλάβει αν τους άρεσε το ποτό που τους είχε ετοιμάσει. Θυμήθηκε πως δεν είχαν πρόσωπα και δεν θα μπορούσε να δει την έκφρασή τους. Αυτό την έκανε μερικές γραμμές λυπημένη. Μέσα στον ενθουσιασμό της όμως και μέσα στην χαρά της να περιποιηθεί τους φίλους της και τα στομάχια τους, το ξέχασε πάλι. Εξαφανίστηκε για λίγο κι επέστρεψε με μερικά τεράστια φύλλα στα χέρια. Τα έβαλε για πολύ λίγο πάνω από τη φωτιά. Ύστερα τα έστρωσε κάτω, κι εξαφανίστηκε πάλι. Γύρισε χοροπηδώντας με μερικές μέλισσες στα μαλλιά της. Τις έβγαλε μία, μία και τις στράγγισε πάνω σε κάθε φύλλο .Πήρε ένα ξυλαράκι κι άπλωσε το μέλι σα να ήταν βούτυρο.
Έχωσε τα χέρια της στο χώμα κι όταν τα ‘βγαλε τα άνοιξε μπροστά σε όλους. Σε κάθε νύχι είχε μια πασχαλίτσα. Χτύπησε παλαμάκια κι από την κάθε μία έπεσα μια χρυσοκίτρινη σταγόνα. Τις μάζεψε και τις έβαλε σε κάθε φύλλο. Έπειτα άρχισε να βγάζει τα βατόμουρα από το πρόσωπό της και να τα απλώνει πάνω στα φύλλα. Κάποια στιγμή άρχισαν να φαίνονται τα μάτια της. Δίστασε για λίγο, όμως συνέχισε. Έβγαλε κι άλλα βατόμουρα κι άρχισε να εμφανίζεται η μύτη της, τα χείλη της, τα μάγουλά της,δεν την ένοιαζε, ήθελε να φτιάξει την πίτα της, το μέτωπο, το σαγόνι, ώσπου έβγαλε το τελευταίο βατόμουρο που είχε ξεχαστεί πάνω από το φρύδι της . Τα είχε βάλει όλα πάνω στην φυλλοπασχαλιτσοβατομουρόπιτα. Την πήρε προσεκτικά στα χέρια της, και την έβαλε λίγο ακόμη πάνω από τη φωτιά μέχρι να ξεροψηθεί. Το φεγγάρι, τριών ημερών σκατό δεν έλεγε να κοιμηθεί. Τους κοίταζε. Πλησίασε και πρόσφερε το πρώτο κομμάτι στην κοπέλα που στο πρόσωπό της είχε κολλάζ. Ήταν λυπημένη γιατί σκέφτηκε πως πάλι δεν θα δει τις εκφράσεις της καθώς θα τρώει. Εκείνη την κοίταξε. Της χαμογέλασε πάλι. Με μια κίνηση ξεκόλλησε όλες τις όμορφες εικόνες από το πρόσωπό της. Οι δυό τους κοιτάχτηκαν και γέλασαν η μια με την άλλη. Είχε κόλλα στο πρόσωπό της κι η Αντουανέτα ήταν γεμάτη σάλτσα βατόμουρο. Αφού κοιτάχτηκαν για αρκετή ώρα, η κοπέλα πήρε το κομμάτι της. Το φύσηξε για να κρυώσει. Η Αντουανέτα προχώρησε στον επόμενο. Έβγαλε κι εκείνος το μη πρόσωπό του κι έδειξε το από κάτω του. Κατόπιν πήρε το κομμάτι του. Το ίδιο έκαναν όλοι. Έβγαζαν αυτό που έκρυβε τα πρόσωπά τους και το πέταγαν στη φωτιά. Γελούσαν όλοι μαζί δυνατά. Το φεγγάρι χασμουρήθηκε. Όταν έμειναν όλοι με τα πρόσωπά τους μπροστά στη φωτιά ξεκίνησαν να τρώνε. Τους έβλεπε να τρώνε με όρεξη και να γλείφουν τα δάχτυλά τους. Ήταν τόσο χαρούμενη. Μπορούσε να δει την ευχαρίστησή στα πρόσωπά τους επιτέλους. Μπορούσε να τους δει να ξινίζονται στην αρχή και μετά να γλυκαίνονται. Έφαγαν όλη την πίτα κι εκείνη τους έβλεπε και γελούσε μέχρι που πόνεσε η κοιλιά της.
Τους μίλησε πάλι : “Δεν σας είπα παραμύθι το ξέρω, όμως πόση σημασία θα είχε; Ο καθένας κάθε βράδυ φτιάχνει χίλια. Κι εγώ δυο χιλιάδες. Είδα τα πρόσωπά σας την ώρα που τρώγατε την πίτα μου κι αυτό φτάνει. Είδατε το δικό μου να χασκογελάει μπροστά σας και δεν ντράπηκα να σας δείξω ότι το κάθε μου μάτι είναι μικρότερο από ένα βατόμουρο. Με εξημερώσατε και είμαι χαρούμενη”.
Πλησίασε, τους φίλησε όλους. Μύριζαν όλοι το ίδιο. Φυλλοπασχαλιτσοβατομουρόπιτα. “Την άλλη φορά”, τους είπε, να δείτε που θα καταφέρω να ξεχωρίσω και μυρωδιές σας”. Φόρτωσε τα χαμόγελά τους στην τσάντα της, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Άντε φεγγαράκι κοιμήσου πιαααα.

Υ.Γ: Γιατί πιστεύω πως τίποτα δεν είναι απρόσωπο τελικά και κανένα αληθινό πλάσμα με αίμα δεν μπορεί να κρυφτεί. Κι αν το κάνει, δεν θα’ναι για πολύ. Τίποτα , τίποτα, δεν είναι απρόσωπο. Ούτε καν αυτό το γυάλινο δάσος blogspot.


Copyright by
Maria Adouaneta (de me lene Maria)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 17, 2007

ΠρΑσΙνΗ αΧτΙδΑ


Είδα στον ύπνο μου τον Καζάν να χαμογελά και τρόμαξα.
Είπα να ξεκινήσω να φιλμάρω εκείνο το ντοκιμαντέρ, που τόσο πολύ θέλω,αλλά άντ’ αυτού προτίμησα να κάνω ένα μοναχικό ρεπεράζ στην μικρή μου πόλη.
Στο μαγαζάκι του καφέ που βρέθηκα, και ενώ διάβαζα την εφημερίδα μου,μια μικρή κοπέλα- ήταν δεν ήταν 17-μου ζήτησε φωτιά. Της είπα ότι δεν καπνίζω και τότε αυτή με ένα αλλόκοτο βλέμμα τράβηξε την διπλανή αδειανή καρέκλα και έκατσε. Μου συστήθηκε και αμέσως ξεκίνησε να μου λέει μια ιστορία που με σόκαρε. Όταν ήταν 13 χρονών σε μια προσπάθεια της να καταλάβει το περίπλοκο περιβάλλον της δημιούργησε έναν λαμπερό φανταστικό κόσμο στον οποίο κυριαρχούσε ένας μοναδικός φίλος με το όνομα Xρυσοτέρης. Αυτός ακόμα και τώρα με πληροφόρησε πως αν και φανταστικός την επισκέπτεται κάτι βράδια που γυρνάει από το φροντιστήριο. Τελείωσα τον καφέ μου στα γρήγορα,δίπλωσα την εφημερίδα μου και το έβαλα στα πόδια.
Δεν ξέρω τι με τρόμαξε περισσότερο. Καθώς έτρεχα να ξεφύγω από τη νόσο της παράνοιας θυμήθηκα ότι κάπου σε ένα από αυτά τα μαγαζιά και συγκεκριμένα σε μια τουαλέτα τους,διάβασα γραμμένο, το εξής ακαταλαβίστικο «Φτύνουμε τα μυαλά μας και κατουράμε χρυσόσκονη». Πολύ αλήτικο σύνθημα. Μου θύμισε κάτι από τον αέρα και την αίσθηση των Γιαπωνέζικων κινουμένων σχεδίων. Στον ίδιο δρόμο που βρίσκεται αυτό το μαγαζί που φιλοξενεί στην τουαλέτα του το σύνθημα,βρίσκεται και ένα σπασμένο καρτοτηλέφωνο,με βουβά καλώδια και σπασμένο ακουστικό. Κάποιοι το έχουν γεμίσει με λουλούδια...σα να έπεσε κάποιο περαστικό αυτοκίνητο εκεί.
Ένα είδος ξεχαρβαλωμένου-εξωγήινου εικονοστασίου.Το φως της μέρας μεγαλώνει.
Νοστάλγησα τον παιδικό μου φίλο τον Α. που κάθε Κυριακή πηγαίναμε θέατρο. Πολλά νοστάλγησα με αυτό τον ήλιο τώρα τελευταία, αλλά τέλος πάντων.Κοιτάω τους περαστικούς. Όλοι με ένα κινητό στο χέρι πια.Λένε μια φράση και το κλείνουν. Στένεμα του χώρου και του χρόνου. Καλύτερα η μούγγα του αστικού κονιορτού. Αν ακουμπήσεις τα αυτιά σου στις ράγες της πόλης θα αφουγκραστείς τις φωνές της να γουργουρίζουν, σαν χαλασμένα υδραυλικά. Αυτά δεν περιλαμβάνονται σε καμιά κινητή συσκευή .Έξω η μέρα μοιάζει με κόλαση ανθισμένη. Στα σκουπίδια μια βρόμικη κούκλα Barbie σχεδόν γυμνή. Τι μου θύμισε τώρα. Και να σκεφτεί κανείς πως η μαμά μου είναι 10 χρόνια μικρότερη από την Barbie. Τι μπορώ να κάνω για να διατηρήσω εκείνο το φόρεμα που μου αγόρασες όταν έβγαλα τα μάτια μου σαν το Οιδίποδα την πρώτη φορά;Να ξεχάσω να το βγάλω από το ψυγείο. Συμβολίζει την μνήμη που διατηρεί ζωντανές τις αναμνήσεις μας μακριά από την σήψη της πραγματικότητας. Σε λίγο νυχτώνει, περιμένω τις μπλε ώρες στην ίδια στάση που περίμενα κάποτε εσένα μετά το σχόλασμα. Όλη η πόλη με πληγώνει με τις μνήμες της. Δικές της είναι εμένα ματώνουν. Η πράσινη αχτίδα...να την. Την είδα πάλι. Είναι το τελευταίο φως που αφήνει ο ήλιος στην δύση του. Λένε πως όποιος το δει, θα εκπληρώσει τις επιθυμίες του και θα γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Λένε, λένε, όλο λένε. Και όλοι τέτοιες ώρες στα μικρά καφέ πίνουν. Η Λατινική λέξη για το ποτό είναι spiritus (σ.σ πνεύμα). Είτε στο ποτό, είτε στην προσευχή,είτε στον στοχασμό,αυτό που αναζητούν οι άνθρωποι είναι η θέρμη του πνεύματος. Μου ήρθε στο μυαλό τότε ο Κέρουακ, που ήπιε μέχρι θανάτου και τα λόγια του Γκίνσμπεργκ μετά. Είπε ο Γκίνσμπεργκ, πως «πίνοντας ως θανάτου, είναι ένας άλλος τρόπος να ζεις και να αντιμετωπίζεις τον πόνο και την τρέλα του ότι όλα είναι ένα όνειρο». Ναι, όλα είναι ένα όνειρο με μια πράσινη αχτίδα στο πέτο.Αλίμονο σε αυτόν που θα ξυπνήσει από στιγμή σε στιγμή ιδρωμένος και μισός.Ένα όνειρο παιδιά...κοιτάχτε λίγο τον κόσμο από μακριά.Παρατηρείστε τον.Δεν έχει καταλάβει τίποτα έτσι;
Οι άνθρωποι ονειρεύονται και σκέφτονται λες και πρόκειται να ζήσουν για πάντα.

Κυριακή, Ιανουαρίου 14, 2007

ΈνΑ βΡάΔυ ΤοΥ γΕνΑρΗ πΟυ ΕμΟιΑζΕ αΝοΙξΙάΤιΚο


Το σαλόνι μυρίζει τσιγάρο και ινδικό στικ που καίγεται σιωπηλά. Το κονιάκ αδειάζει σιγά-σιγά. Μόλις έμεινα μόνη. Η Φ. έφυγε μετά από μια μακρόσυρτη συζήτηση ωρών. Πάλι για σχολεία και ξεχασμένους συμμαθητές. Και μετά τα τελευταία νέα. Για την γνωστή φιλόλογο που απεβίωσε και την διπλανή μου,που γέννησε το τρίτο της παιδί. Για τον γυμναστή που σκοτώθηκε σε τροχαίο και για την αυλή, στο πίσω μέρος του Γ3, που μπήκε κι άλλα εκατοστά πιο μέσα. Το παράθυρο ανοιχτό. Έξω θυμίζει άνοιξη η βραδιά. Είναι πιο γλυκιά απ’ότι θα έπρεπε. Πάω στον νεροχύτη τα ποτήρια και είμαι σίγουρη πως κάποιος είναι μαζί μου. Γυρίζω το βλέμμα μου στο σαλόνι. Δεν βλέπω κανέναν, κι όμως ακούω κάτι περίεργα τριξίματα. Αφού τ’ ορκίζομαι ότι έμεινα μόνη. Να δεις που θα ναι τίποτα σκόρπιες σκέψεις που ξέχασα να κουμπώσω μαζί με το μπουκάλι του κονιάκ. Από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνουνε μυρωδιές νεραντζιάς και ανθισμένων κρίνων. Μου κάνει τρομερή εντύπωση αυτό. Έχουμε μόνο 14 Γενάρη. Η κουρτίνα κουνιέται ελαφριά. Και τότε τις βλέπω. Άλλες να έρχονται κι άλλες να φεύγουν. Άλλες κρατάνε την πρώτη μου ποδιά,άλλες το πρώτο μου δόντι. Κάποιες φωνασκούν λέγοντας κοροϊδευτικά το πρώτο μου ποίημα και οι υπόλοιπες παίζουνε λάστιχο στο δρόμο της παλιάς μου γειτονιάς, που έφεραν μαζί τους. Το πρώτο μου τετράδιο,το μικρό πιανάκι που μου έκανε δώρο ο πατέρας,η φυσαρμόνικα, τα καλκίτος μου.
«Τι είστε όλες εσείς; Μέρες μου –ώρες μου-αναμνήσεις μου»;
«Αναμνήσεις σου,μας είχες γαζώσει στο διάφανο στρίφωμα της κουρτίνας,μαζί με τις λεβάντες σου. Και κάθε φορά που έπαιρνε να φυσάει ερχόμασταν μαζί με το άρωμά τους. Αλλά σήμερα, γίναμε πάρα πολλές και το στρίφωμα βάρυνε και σχίστηκε, και να’ μαστε έξω. Και άρχισαν να με ρωτούνε για το μέλλον και αν θα έχει άπλα εκεί. Αν θα πεθάνω με κότσο ή χωρίς. Αν το παιδί μου θα ναι σαν και μένα (με γεύση διαστήματος) ή σαν το «Αχ» που έκανε ο πατέρας μου. Τι μουσική θα παίζουν στο μακρινό ουρανό τα σύννεφα και πόσες φορές θα ξημερώνει η ανάσα του μαζί με την δική μου. Και δεν ήξερα τι να τους πω, γιατί δεν γνώριζα τις αναμνήσεις από το μέλλον μου. Δεν ήξερα καν, πως να τις μεταγγίσω εκεί. Δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω, για να τις έχω πάντα εκεί δίπλα μου και πάντα έτσι. Έριξα τότε όλο το κονιάκ απάνω τους και ετοιμάστηκα να ανάψω ένα σπίρτο. Από την κουρτίνα τότε ξεπρόβαλε κουτσαίνοντας η ανάμνηση της γιαγιάς που θα γινόμουνα και άρχισε να με πυροβολεί. «Τι πας να κάνεις; Με τι τροφή θα μεγαλώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια σου αν τις σβήσεις».Συνέχισε να πυροβολεί και γω έπεσα αναίσθητη κάτω.

Όταν μετά από ώρα βρήκα τις αισθήσεις μου ξανά ,οι αναμνήσεις ήταν ακόμα εδώ. Έπαιζαν κρυφτό στο σαλόνι,τρέχοντας κάτω από τα έπιπλα και χτυπώντας τα παιδικά τους γόνατα στο παρκέ. Όχι, όχι. Δεν έγινε έτσι. Έφυγε η Φ. Πήγα τα ποτήρια μέσα στην κουζίνα. Άνοιξα το ραδιόφωνο και ήπια όλο το υπόλοιπο μπουκάλι με το κονιάκ. Με πήρε ο ύπνος και όταν ξύπνησα το μόνο που θυμόμουνα ήταν κάτι παιδικά χαχανητά που στο τέλος έσβηναν στην ηχώ του χρόνου μου. Πρόσωπα σε gros plan καρφιτσωμένα σε υγρά τοιχώματα μούχλας. Καταστάσεις ληγμένες και αφημένες, πίσω στα πλατιά σχολεία της ψυχής μας. Η κουρτίνα ακόμα κουνιέται ελαφρά. Ανασηκώνω με ντροπή το διάφανο στρίφωμα της. Τίποτα. Κοιτάω την ώρα. Μόνο15 λεπτά πέρασαν από την ώρα που έφυγε η Φ. Πως είναι δυνατόν; Κλείνω το παράθυρο νωχελικά. Το τηλέφωνο χτυπάει .Η καρδιά μου σηκώνει το ακουστικό. Η φωνή αναγνωρίσιμη. Λίγα παράσιτα. Τα καταπίνω. Σιωπή.

«Η Φ. Είμαι ξέχασα να σου πω να κλείσεις το καπάκι του κονιάκ. Θυμάσαι τι έπαθες την άλλη φορά. Το είπαμε τόσες φορές η μνήμη δεν μεταγγίζεται μόνο η γνώση»

Τετάρτη, Ιανουαρίου 10, 2007

τΟ χΑρΤιΝο ΣπΙτΙ


Ήπια όσο νερό είχα αφήσει στο ποτήρι,κι όμως, σα να είχε παλιώσει το οξυγόνο του.

Φόρεσα την μαύρη καταθλιπτική στολή μου και μπήκα μέσα στους ψιθύρους των σκέψεων που κάνανε άλλοι απόψε για μένα. Με μια πρώτη μοναχικότητα στις ταχύτητες πήγα να βρω τον δρόμο.
Πίσω μου η σκοτεινιά έγραφε σαν μαύρο μελάνι και καθώς πάταγα το γκάζι έμπαινα όλο και πιο βαθιά, με την πλάτη, στη νύχτα ξέροντας πως κανείς δεν θα ψάξει να με βρει. Νοιώθω ότι δεν είμαι ζωντανή. Μπορεί και να μην είμαι.
Ο έρωτας είναι μια λέξη,όπως και το κουνούπι. Άλλη μια λέξη. Ποιος θα την κρατήσει στα χέρια του;
Ο έρωτας και το πανικόβλητο επίθετο σου στο κουδούνι είναι δύο λέξεις που δεν χορταίνω να ξεχνώ. Έρχονται κάθε πρωί σαν την γάτα κάτω από τα σκεπάσματα. Κουράστηκα να συνομιλώ νοητά μαζί σου. Θέλω να σε φιλήσω. Μέσα στο στόμα σου έχεις σπαρμένα,πράσινα λιβάδια με μπλε παπαρούνες που πάνω τους ζουζουνίζουν μικροί φτερωτοί έρωτες. Μυρίζεις soflan και καμένη κόλαση μαζί, και μένα το φόρεμα μου μυρίζει κρασί και ανείπωτες κουβέντες σου. Άσε με να μπω στο στόμα σου και από κει και πέρα θα μεγαλώνουμε μαζί την ανάγκη μας να είμαστε χώρια. Θα καταπιώ τα σημάδια σου και την μοναχικότητα σου κι έπειτα θα τα παίξω στα χαρτιά. Θα χάσω. Πάντα χάνω γιατί πάντα ποντάρω όλα όσα έχω.
Νοιώθω σα να είμαι ευτυχισμένη. Ίσως και να είμαι τελικά. Σήμερα που έρχομαι να σε βρω φοράω αυταπόδεικτα ρίγη και λίγο θλίψη μπλε.
Χτυπάω το επίθετο σου με δύναμη στο κουδούνι. Η φωνή σου σαν σπασμένο καλώδιο πετάει ακόμα σπίθες ανοχής.
«Ποιο κομμάτι μου ήρθες να πάρεις αυτή τη φορά;»
«Άνοιξέ μου...να σε φιλήσω θέλω. Για αυτό ήρθα. Φωτογράφησα για σένα απόψε τα πόδια μου, τις άκρες των μαλλιών μου,τα δόντια μου,τις ρυτίδες στο μέτωπο και στα μάτια. Σου έφερα να τα δεις. Άνοιξέ μου»
«Έχω πόλεμο μέσα», μου είπες και με τρύπησες στην καρδιά κοιτώντας με.
Τα υγρά του αγχωμένου έρωτα τράνταξαν την στομαχική μου κοιλότητα.
Αναγούλιασα αλλά...

«Άσε με να περάσω»,επέμεινα «δεν αρκώ σε μένα θέλω και σένα».
Έβαλες τις φωτογραφίες μου πάνω σε ένα τετράγωνο τασάκι και μου έμοιασαν σαν στάχτες παρελθοντικού τσιγάρου με γεύση menthol.
«Θέλω ένα σπίτι να μείνουμε» είπες παραληρηματικά.
«Εμένα το σπίτι μου είσαι εσύ», απάντησα.
Και τότε μου έριξες ένα βλέμμα, που πήρε να με καίει ζωντανή.

Βγήκαμε στους δρόμους. Και κει πόλεμος. Οι δρόμοι που ψάχνεις με τα ενοικιαστήρια υπάρχουν στις παλάμες των χεριών σου και λίγο πιο πάνω,φλέβες που φουσκώνουν σαν ποτάμια πράσινα. Ανοιχτωσιές που πάντα περίμεναν κάτι
από σένα να βρεις.Τα νούμερα των σπιτιών τρέχουν μαζί με μας, σαν πρωτεΐνες μέσα από τα σπασμένα πεζοδρόμια. Έλα να σκαρφαλώσουμε, με την επιθυμία μας στην πλάτη, σε εκείνο το σπίτι με τα υγρά φώτα, που το μπαλκόνι του όλο και μακραίνει.
Ξέρω ότι ακούς την σκέψη μου.

Καρατομώ το βλέμμα μου. Δεν ξέρω πια που είσαι. Φοβάμαι. Μόνο σε σένα φαίνεται σωστά η εικόνα μου. Μόνο σε σένα ακούγεται σωστά η φωνή μου. Μόνο σε μένα κλείνεται άριστα το ρήμα «λαθεύω».
Μόνο σε αυτήν εδώ την σελίδα χωράμε μαζί.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2007

Τα ΗμΕρΟλΟγΙα ΤηΣ πΑνΔώΡαΣ-τΕλΕυΤαΙο ΦύΛλΟ-1996


«Τα παλιά τραγούδια είναι γεμάτα δάκρυα-και τα χείλη των νέων που γελούνε φανερώνουν το τόξο της οδύνης:γιατί και η χαρά δεν είναι παρά ένας καημός που περιμένει την ώρα του να ‘ρθει. Εσείς που θα διαβάσετε αυτή την ιστορία θα σκεφθείτε ίσως πως με περισσότερη υποταγή κ’ ευγνωμοσύνη πρέπει να ζήσουμε την θλίψη της ζωής που μας έδωσε η Μοίρα.»
Κ. Χρηστομάνος- «Η κερένια κούκλα».

Είμαστε τόσο όμορφοι όσο και αυτά που βλέπουν τα μάτια μας. Η μαμά πατρίδα πήρε ακόμα ένα γιο κοντά της,τον Μάρτιο. Ο Γ. και γω μιλάγαμε πια μόνο μέσω τηλεφώνων και γραμμάτων. Μόνη ή σαν να είμαι μόνη,ξεκινάω από την αρχή. Φαντάροι στοιχειώνουν τις ώρες μου,κάποιοι τις σημαδεύουν κι όλας. Κάπου μέσα τους είσαι και συ. Κάποτε ζούσα συναρπαστικά μαζί σου,τώρα κοιτάω να φαντάζομαι έτσι. Μου λείπεις και δεν μπορώ να κάνω κάτι για να είσαι εδώ,κοντά μου. Κι όταν θα είσαι κοντά μου δεν θα μου λείπεις πια. Θα μου λείπω εγώ. Το συναίσθημα τελικά με μπλοκάρει. Πρωτομαγιά. Επισκεπτήριο στην Κόρινθο,έχεις περάσει ήδη την πύλη της τρέλας. Σε χάνω,όλοι θα σε χάσουν και αυτό φαίνεται στα μάτια σου. Τα καίει, σου γεμίζει τρύπες το νου. Δεν αντέχεσαι. Πτυχιακή ταινία ,τίτλος «όμορφο τίποτα».Ιούνιος θανατικός. Πέθανε ο παππούς μου. Κηδεία στον Πόρο. Το φέρετρο ανοιχτό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπο του και τα λεπτά κίτρινα δάχτυλα του σταυρωμένα. Έπειτα ο πατέρας μου τα ξεσταύρωσε και χάθηκε για πάντα στην κοιλιά της γης. Νοιώθω παράξενα που ποτέ δεν θα τον ξαναδώ. Θάνατος Ανδρέα Παπανδρέου. Αποφοίτησες εσύ, έπιασα δουλειά και γω. Πρόχειρη δουλειά,σε διαφημιστικό πρακτορείο. Διαφημίζω δείγματα προϊόντων,τσιγάρα σε bar-αντηλιακά σε παραλίες. Πήρα τότε να φοράω ένα μωβ κραγιόν. Πενθούσα τα χείλια μου και όσους έφυγαν από κοντά μου το μήνα αυτό. Είμαι μόνο 25 και δε νοιώθω ακόμα τίποτα. Ο χρόνος δεν με πιάνει. Έχουμε παλιά προηγούμενα. Τόσο παλιά που δεν θυμάμαι να γεννήθηκα. Ιούλιο πήγα με αγαπημένες φίλες,που είχαν ρίζες μέσα μου,στην εξωγήινη και παραισθησιογόνα Σαντορίνη. Ήταν η τρίτη μου φορά. Βλέποντας το τελεφερίκ που μας κατέβασε ως το παλιό λιμάνι,σκέφτηκα πως είμαστε υποσύνολα ενός άλλου συνόλου. Της είπα, «Κοίτα το τελεφερίκ από ψηλά. Κοίτα πόσο μικρό φαίνεται Πριν λίγο ήμασταν εμείς εκεί μέσα ακόμα πιο μικροί».Είχα τις πιο ξέγνοιαστες διακοπές μετά από πολλά χρόνια. Επέστρεψα,πίνοντας sinecod και βήχοντας κρεσέντα. Ένας ακόμη θάνατος. Πεθαίνει η εθνική μας σταρ Αλίκη Βουγιουκλάκη. Φυσικά και δεν ήταν πλάτανος. Ο θάνατος είναι η μόνη αλήθεια. Το κατάλαβα καλύτερα από ποτέ. Ίσως γιατί και μένα κάπου εκεί πέθαινε η προηγούμενη ζωή μου .Μαζί σου. Ένα μήνα ο ελληνικός λαός ζούσε σαν ζελέ,ταρακουνημένος από πένθη και κηδείες στο πρώτο νεκροταφείο… Αύγουστος και μόνη στο πατρικό. Μπήκα στο ίντερνετ ξανά. Χωμένη στο δωμάτιο του αδερφού μου για ένα μήνα. Hellas on line& teleconference. Ένας χρήστης με ερωτεύτηκε παράφορα και τον φιλοξένησα στο δωμάτιο του αδερφού μου για αρκετές νύχτες. Με έλεγε πριγκίπισσα των ρόδων και κάθε βράδυ λίγο πριν κοιμηθούμε μου έλεγε ξανά και ξανά πως τα μάτια μου είναι σαν μαύρα άστρα.
Ήρθε με την σειρά του και το κεράτωμα από τον Γ. ύστερα από 5 χρόνια σχέσης.Τσακωμοι,χωρισμοί,επανασύνδεση. Ήταν μια νύχτα μαύρη-κόκκινη,αλλά τα ξέχασα όλα στην μαγευτική Μήλο μαζί του. Την κουβαλάω ακόμα μέσα μου, σαν φυλαχτό, μαζί με το χρώμα των νερών της. Πόσο δύσκολο είναι να συγχωρείς τελικά;Τον Σεπτέμβριο πήρα το πτυχίο. Σκηνοθέτις λέει. Έπιασα δουλειά σε ένα κανάλι έβαλα μέσα και την φίλη ρίζα. Αποδεσμεύτηκα από ενοχές και παρελθοντικές φοβίες. Χώρισα μαζί σου. Δεν γινότανε αλλιώς αφού εσύ αποστρατεύτηκες από ψυχιατρική στρατιωτική κλινική. Σχιζοφρένεια μου είπανε. Σε είδα δυο φορές .Την τρίτη θα πέθαινα μαζί σου .Ο γιατρός σου, μου είπε να σε αφήσω. Δεν θα γινόσουνα ποτέ καλά. Εκείνο το πρωινό που πήρα την απόφαση να σε θάψω μέσα μου,θαρρώ πως έβρεχε πάνω σε ένα κρανίο. Έχω ακόμα την βροχή μέσα μου.
1996

Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2007

Τα ΗμΕρΟλΟγΙα ΤηΣ πΑνΔώΡαΣ


Kατέβασα κάτω όλη την βιβλιοθήκη μου. Ό λόγος ήταν το ξεσκόνισμα. Στα χέρια μου έπεσαν παλιά ημερολόγια. Τo κουτί της Πανδώρας, τίποτα μπροστά τους. Γεγονότα και καταστάσεις που είχα ξεχάσει ότι τις είχα ζήσει. Ο Γ. στον οποίο αναφέρομαι, είναι ο πρώτος μου μεγάλος μετά- εφηβικός έρωτας, που με διαμόρφωσε σε αυτό που είμαι τώρα. Κράτησε 5 χρόνια. Έμεινα σε 2 χρονιές που με σημάδεψαν. Τις μοιράζομαι μαζί σας. Είναι η πρώτη φορά που τρώνε στα μούτρα το φως. Ξεκινάω από το 94.


«Έξι ποτήρια κρασί και ο θάνατος ξεγελιέται. Χωρισμός με τον Γ. Τρία χρόνια σχέσης είναι λίγα ή πολλά;. Είχα καιρό να σύρω την ψυχή μου στα πόδια μου. Νοιώθω σαν ένα σκοτεινό σημείο ζωής που χορεύει στα bar της πόλης. Ένα κόκκινο ποτήρι κρασί ακόμα. Ένα τελευταίο φιλί.
«Θα σε αγαπάω στους αιώνες των αιώνων», μου είπες, και έπειτα μου έκλεισες το τηλέφωνο,χωρίς να ακούσεις τι είχα να σου πω. Το Subaru του Βίκτορα και το μπιλιαρδάδικο στην Κυψέλη μου θυμίζουν το χάσιμο μιας ισορροπίας που άντεξε μέσα μου 3 χρόνια. Πίσω στα ηλίθια μεθύσια και στα ανόητα χάχανα. Κάποιος πήρε LSD και πήγε σε ένα λούνα-παρκ να ζήσει την χημική του συνέχεια. Το φεγγάρι ήταν πράσινο σήμερα. Ορκίζομαι. Ήταν πράσινο και μεγάλο καθώς κατηφορίζαμε την Λεωφόρο Αλεξάνδρας στις 5 το πρωί .
Εγώ,το σκισμένο μου τζιν,η γκρι μου ποτά,το κεχριμπαρένιο μου κομπολόι και το μεθυσμένο βλέμμα μου. Φάση χασίματος. Μια βόλτα ,ένα μεσημέρι στην Πλάκα,μέχρι τη δύση του ήλιου. Μέσα από τα ίδια στενά, που έδυε ο ήλιος κάποτε, για κάποιους άλλους. Με το βάρος των μακριών μου μαλλιών αντισταθμίζω τον χαμένο σου εαυτό,κάθε φορά που τρέχω να σε βρω. Διαμορφώνω μοιραία μια πραγματικότητα και υποχρεώνομαι να αφήσω πίσω μου, σαν τα ίχνη του γυμνοσάλιαγκα,ανθρώπους που έληξαν και αναμνήσεις. Προσοχή στις λεπτομέρειες των κινήσεων μου. Γέλιο με μισή κουταλιά φαρμάκι. «Τελικά είσαι πολύ περίεργος άνθρωπος»,μου λέει η Χ. Την κοιτάω μεθυσμένη και καθισμένη στη μέση του πατώματος ενός bar,κάπου πίσω από τα πιο διάσημα οπίσθια της πόλης. Βλέπε Hilton. Σκέψη μου: "Άλλος ένας περίεργος άνθρωπος μέσα σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους".
Έχω αλλάξει τόσο, που δεν θα θες να μάθεις .Η ουσία βρίσκεται στα ανείπωτα και ανείδωτα πράγματα, θα μου πεις. Η Μελίνα Μερκούρη κλείνει τα μάτια της. Επαναλαμβάνω είναι Μάιος του ΄94.Μόλις είχαν ανοίξει οι ουρανοί .Περνάει στην σφαίρα των αθανάτων. Από το μπαλκόνι της κουζίνας του πατρικού μου σπιτιού βλέπω το αεροπλάνο με την σωρό της, να προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Πήγαμε στην πομπή στο Α’ νεκροταφείο .Στον αυλόγυρο της μητρόπολης ένας φωτογράφος με έβγαζε συνεχώς φωτογραφίες...΄Εκανε κρύο την ώρα που ο ήλιος έδυε μέσα από τους τάφους. Ήταν ήρεμα,ήταν όμορφα. Ασημένια βαριά σιωπή. Το κόκκινο φουστάνι της στάμπα παντοτινή. Μου αρέσει ένας ροκάς με πράσινα μάτια και βαθύ βλέμμα από την σχολή. Τον φωνάζω «βάθος πεδίου».Ήρθες τελικά και με βρήκες σήμερα. Καθόμουνα στα σκαλιά της Σταυράκου και κάποιος μου έδωσε ένα τετράστιχο που έλεγε «έχεις κάτι σήμερα που σπέρνει τον τρόμο,που σπέρνει τον φόβο,που σπέρνει την χολέρα...που σπέρνει τις αισθήσεις».Μιλήσαμε για ώρες στο Rezin. Τα βρήκαμε. Μαζί σου στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Κι όμως ένιωθα σαν να έχανα κάτι,άσχημο προαίσθημα που με γρατσούναγε όλο το βράδυ. Το άλλο πρωί ο Kurt Cobain ήταν νεκρός. Ιδανικός αυτόχειρας. Ετών 27..έξω κάθε νύχτα από τότε. Ποτά,κλάμα, έρωτα και ξανά ποτά. Ο ίδιος άνθρωπος δείχνει καινούργιος με την ίδια αγάπη. Τελείωσα την ταινία του Α έτους. Την ταινία ΜΟΥ. Κι έπειτα ο Αύγουστος,μυαλό μέσα σε ζουμί από καρπούζι και αλκοόλ. Πόρος. Γνωριμία με τον R. Το πρώτο κεράτωμα απέναντι σου. Εσύ με είχες κερατώσει ψυχικά με την μουσική σου και είχες στύση κάθε τόσο που άγγιζες τα τάστα της κιθάρας. Δεν ήθελα ποτέ να είμαι η τραγουδίστρια του γκρουπ σου. Ο R.δούλευε σε ένα bar.Μόλις έφυγα μου είπε πως ο πλιτς-πλατς-το παιδί που κρύβει στα βάθη της ψυχής του-,ξαναγυρνάει στους υπονόμους. Ίσως κάποια μεσάνυχτα να έρθει και να μου ψιθυρίσει πως οι άνθρωποι πληγώνουν,όπως και γω. Θέλω λίγη ηρεμία και ύπνο. Σσσσσσς!

Και μετά γενέθλια θλίψη 22 Σεπτεμβρίων. Μόνο 22 και είχα τα πιο προβληματισμένα μου γενέθλια .Με πήρες τηλέφωνο. Θες να τα ξαναβρούμε. Λέω ναι,αλλά νοιώθω πως ότι είχαμε να βρούμε το χάσαμε εδώ και πολύ καιρό. Όλη η αλήθεια μέσα από ναρκωτικό βλέμμα στην πλατεία Εξαρχείων. Το πρώτο σοκ του. Τρέχω πριν με χτυπήσεις. Μπερδεμένη,δεν αναγνωρίζω κανέναν δίπλα μου πια. Ούτε καν εμένα. Έχω χαθεί από όλα. Δεν ξέρω τι είναι εκείνο,ή το άλλο. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν νοιώθω. Τσακωμοί στη σειρά. Νεύρα σπασμένα, όρια παραβιασμένα. Έρημη χώρα. Πιο στενάχωρα από ποτέ. Δύο Jack και ξενερώνω. Άραγε σε ποια κατάσταση είμαι χαμένη. Είμαι 47 κιλά με εκείνο το σκισμένο τζιν και το μαλλί που συνεχώς του αλλάζω χρώματα. Μπλε-κόκκινα-πράσινα. και πάντα ένα σκουφί. Σε παράτησα ξανά. Θέλω μια καινούργια φίλη,να με ανακαλύψει από την αρχή. Είμαι το ερωτηματικό στα μάτια των άλλων. Ξανά τηλέφωνα και συνευρέσεις. Το αφήσαμε φλου.Ηχογραφήσεις,τσιγάρα,ξενύχτια. Σήμερα είναι μια περίεργα όμορφη νύχτα...μυρίζει σαν άνοιξη. Πέρασε ένας χρόνος . «Η κατάθλιψη», μου έγραψες, «είναι ο αυτόχειρας μιας σχέσης καταδικασμένης σε θάνατο για την αιώνια αγάπη». Ύστερα χάλασε η μέρα, έπεσα και γω .Η δόξα της παρακμής. Είμαι η κοπέλα των «γιατί». Κλείνω φώτα και διακόπτες μέσα μου .Φτιάξε με. Καληνύχτα!

Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2007

2007 μ.Χ


Είναι εντυπωσιακό το που μπορεί να βρεθεί ζωή. Η Α. και γω με τα πολύχρωμα βισκόζ φορέματα και τα περίεργα καλσόν,φιλοσοφούμε τρώγοντας χτεσινά ψίχουλα ζυμωτού ψωμιού. Η σκέψη μας είναι ακόμα μεθυσμένη. Κάτω από τα βλέφαρα η μάσκαρα που ξέβαψε μας δίνει μια αίγλη παριζιάνικης κραιπάλης σε ένα pin up ενσταντανέ. Ξημέρωσε. Το πρώτο φως της νέας μέρας, αδύναμο ακόμα, καίει τις φλέβες στο σώμα μας. Κάποιες κομμένες από τα γυαλιά του σπασμένου παρελθόντος μας. Τα μάτια και τα πνευμόνια μου πονάνε. Αναπνέω τα σπάργανα,βλέπω το νέο φως με δέος. Το κάψιμο της μέρας,το τσούξιμο της ύπαρξης που τεντώνεται μπροστά μας.
«Είναι εντυπωσιακό το που μπορεί να βρεθεί ζωή»,της ξαναλέω,«μέρη επάνω στον πλανήτη μας που θεωρούσαμε ότι είναι αδύνατον να υπάρξει ζωή, βρέθηκαν γεμάτα με αποικίες βακτηριδίων και όχι μόνο. Στα ανεξερεύνητα βάθη των ωκεανών, υπάρχουν πλάσματα που ζουν. Καρδιές που χτυπούν κι ας μην ακούγονται».
Με κοιτάει με εκείνα τα αδηφάγα μάτια της που μοιάζουν με κρατήρα σβησμένου ηφαιστείου και ετοιμάζεται κάτι να μου πει.
Ξαπλώνω στον μεγάλο καναπέ και την ακούω να μιλάει. Από την ξύλινη σκάλα, που οδηγεί στα πάνω δωμάτια, κάτι αντρικά πέλματα διαγράφουν μια ανεξιχνίαστη πορεία, παραπατώντας. Κάποιος αδειάζει την ψυχή του μπροστά σε ένα γεμάτο τασάκι. Η χτεσινή νύχτα είχε την μυρωδιά της βανίλιας και το χρώμα του κεχριμπαριού. Θύμιζε όνειρο χωρίς ήχο.
Χειμώνας με γεωγραφία Λεχαίου. Δευτέρα απόγευμα, πρώτη ημέρα του 2007.
Το στομάχι να δένεται κόμπος, το κεφάλι το τυλίγει ένας ήπιος πυρετός από την χτεσινή έξαψη,δυο-τρεις σκέψεις χάνουν το δρόμο τους.
Είναι όμορφα το χειμώνα εδώ πάνω. Ο αέρας μυρίζει ξύλο και πριονίδια. Καλό κόκκινο κρασί, περσινό, γιατί το φετινό ακόμη γίνεται στα κελάρια, διπλοβρασμένο τσίπουρο κατευθείαν από τα καζάνια, με μεζέ από τα χέρια της Ο. και την πολύ καλή μεγάλη μας, παρέα. Γύρω από το αναμμένο τζάκι και τα αιχμηρά χαχανητά του "τώρα", ξορκίζουμε νοσταλγικές επιδημίες και αφροδίσια νοσήματα της μνήμης, που κολλήσαμε ο ένας τον άλλον χτες. Μαζί με την χρονιά που έφυγε αποχαιρετήσαμε στιγμές και πρόσωπα που έφυγαν μαζί της. Πρόσωπα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δικά μας, που στέκονται πια στην απέναντι όχθη και γίνονται σκιές, για να ρίχνουν πάντα το δικό τους φως στο χρόνο που φεύγει. Το κλίμα έχει λίγο βαρύνει. Το σκάω από ανάμεσα τους. Πάω στον καθρέφτη του μπάνιου και ΜΟΥ μιλάω με εκείνη την υποβρύχια γλώσσα μου,(voice off).Φυλάξου, οχυρώσου,μην ξανοίγεσαι. Προσοχή στις κακοτοπιές. Προσοχή σε ποιους θα δώσεις την ψυχή σου και φέτος. Κυρίως αυτό. Όχι άλλους βάλτους ψυχικούς και ηθικούς. Όχι άλλη έπαρση. Προσοχή σε ότι σε ελκύει,μπορεί να είναι τζούφιο(πάλι).Έχω ανάγκη από γήινα χρώματα και πράγματα. Με κούρασαν τα σύννεφα και η θέα από τις ψηλές ταράτσες. Ζαλίστηκα και μέθυσα από αιθέρα,οξυγόνο και παχιά κρύα όνειρα με γεύση πρωτεΐνης. Θέλω να νοιώσω το βάρος μου. Τα πόδια μου στο έδαφος.Τι κι αν είμαι αερικό; Έχω δικαίωμα να εναποθέσω το άχθος μου στη γη. Φωνάζουν το όνομα μου.Το κεφάλι μου γεμάτο γαλάζια απόνερα ονείρων με κάνει να ζαλίζομαι όλο και περισσότερο. Κοιτάω το αιματώδες μανόν στα νύχια μου,παίρνω μια βαθιά ανάσα και εμφανίζομαι με ένα τεράστιο χαμόγελο, τρέχοντας με φόρα στην αγκαλιά του Λ.
«Από τέφρα γίνονται οι ανατολές», του λέω στο αυτί.
2007 μ.χ και ο ήλιος ακόμα καίει πορτοκαλοκίτρινος,ο ουρανός άλλοτε γαλάζιος άλλοτε μουντός ξαπλώνει το κορμί του από πάνω μου. Δέντρα και πουλιά υπάρχουν ακόμα. Τα αυτοκίνητα πολλαπλασιάζονται και οι δρόμοι συνεχίζουν να μικραίνουν. Τα χέρια μου ακόμα δουλεύουν και στέκομαι όρθια στα πόδια μου. Ακόμα νοιώθω και ακόμα γεμίζω με σοφία. Τίποτε δεν έχει αλλάξει και όλα είναι τόσο ξένα. Από μακριά, έτσι όπως τα κοιτώ, μοιάζουν με καύκαλα σε παλ αποχρώσεις. Άκακα!
Οι γάμπες της άνοιξης πλησιάζουν και γω ανάσκελα ξεκινάω και φλερτάρω μαζί τους.
Καλή χρονιά!



Le temps est si clair que je tremble qu'il ne finisse