Δευτέρα, Ιανουαρίου 04, 2016

jAnUaRy FoOtAgE


Ο κόσμος έξω σαλιάζει. Από το πορτοκαλοκίτρινο φρούριο του σαλονιού μου τον βλέπω και αηδιάζω. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο σαν μεγάλη βακτηρία που κρατάει την ύπαρξη μου, στητό με ρυθμικές αναλαμπές με υπνωτίζει. Νομίζω ότι τα βράδια που κοιμάμαι παραμιλά ακατάπαυστα. Γιορτές μπαίνουν και γιορτές βγαίνουν σαν τα τρένα στα βουνίσια τούνελ. Ποιος νοιάζεται πια;  Άνοιξη καλοκαίρι /φθινόπωρο /χειμώνας /Δευτέρες/ Τρίτες και Σάββατα. Έχω τα μάτια μου ανοιχτά. Με τσούζουν όπως στα μακροβούτια. Έχω τα χέρια μου ανοιχτά όπως όταν βουτάω  από ψηλά βράχια. Ανταύγειες φωτός στα μαλλιά και στα τσίνορα. Αναβοσβήνω την ανάσα μου και πάω. Ούτε που ξέρω που. Και ποιος νοιάζεται αλήθεια; 
Αυτό που μετράει για όλους είναι να σε βλέπουν να πηγαίνεις.
Εγώ όμως κάθομαι. Είναι η μικρή μου έξη. Έχω νοικιάσει  δεκάδες  καναπέδες και καρέκλες  όπου αυτές υπάρχουν και κάθομαι. Πότε στραβά, πότε ίσια, πότε με τον αυχένα κυρτό σαν μαραμένο ανθό, πότε σταυροπόδι, πότε με το ένα πόδι περασμένο κάτω από τον αριστερό μηρό. Πότε σε bar, πότε σε σπίτια, πότε σε σινεμά και θέατρα, πότε σε θέσεις εργασίας και  μεσών μαζικής μεταφοράς. Κάθομαι σαν μικρός βολβός. Προσπαθώ βουλιάζοντας το σώμα μου  να διεισδύσω μέσα στις σούστες και τις ταπετσαρίες των καθισμάτων. Να τρυπώσω σε σκονισμένες σκοτεινές γωνιές κάτω από  παμπάλαιες λινάτσες και αφρολέξ  γεμάτες ακάρεα και να διαβάσω  εκεί με ησυχία τα βιβλία μου. Να χάσω όλες τις φωνές του κόσμου που δημιουργούν παράσιτα στην σκέψη μου. Να εξαφανιστώ από τον κόσμο της ψηφιακής αηδίας  που δεν υπάρχει παρά μόνο σε ένα παράλληλο time line. Να ακούσω και πάλι τους παλιούς μου δίσκους και να καθαρίσω  τα καφέ σημάδια του δέρματος μου από αυτό το ανελέητο φως. Να φάω τα νύχια μου χωρίς επιπλήξεις και από τις μικρές χαραμάδες των χαλασμένων υφασμάτων να βλέπω τα άστρα τις νύχτες. Αυτό μου αρκεί. Μια μεγάλη κρυψώνα. Και την προσδοκία για το τέλος των σχέσεων. 
Ξύπνησα με μια περίεργη λέξη σφηνωμένη στα δόντια και αλάτι στις κόγχες των ματιών. Εγώ με ένα ηλεκτρικό πριόνι στα χέρια, σε μια παλιά παραλία που ίσως να συνάντησα σε αυτήν την ζωή. Πίσω μου η θάλασσα από χαρτόνι αφρολέξ να αλλάζει αποχρώσεις και να γίνεται ωκεανός. Απέναντι μου χιλιάδες καρέκλες στοιχισμένες με μπορντώ ταπετσαρίες και από πίσω ψηλά ασημένια σκαμπό με πράσινη δερματίνη στο τελείωμα. Στο βάθος των αμμόλοφων κάτι τριθέσιοι καναπέδες με χαλασμένα πόδια. Σκέφτηκα να τα κάνω όλα  προσανάμματα να τα κόψω σε χιλιάδες κομμάτια αλλά φοβήθηκα ότι θα χαλάσω  την κρυψώνα μου και τα χιλιάδες βιβλία που δεν πρόλαβα να διαβάσω ακόμα εκεί μέσα. Μα πάνω από όλα την ησυχία μου.
Α! Και καλή χρονιά -μιας κι έτσι μας έμαθαν  ότι πρέπει να λέμε.