Παρασκευή, Δεκεμβρίου 20, 2013

X-mAs FoOtAgE

Έξω ο κόσμος είναι εχθρικός. Κάθε φορά που περπατώ στο κρύο και τον ανταμώνω το σώμα μου γεμίζει εξανθήματα και το πρόσωπο μου παίρνει φωτιά. Καταπίνω αντισταμινικά για να το ξεπεράσω, αλλά ο κόσμος θα γίνεται ακόμα πιο εχθρικός, το ξέρω. Στο σαλόνι τα βράδια, το δέντρο αναβοσβήνει τα φώτα του σαν ένα μεγάλο κυκλοφοριακό κομφούζιο με χαλασμένα φανάρια. Κάθομαι στο τζάκι καίγοντας  χλωμές αναμνήσεις και ξύλα. Τρώω το ίδιο φαγητό για πέντε μέρες. Είναι  βλέπεις ότι απέμεινε από σένα και την ευγενική προσφορά της αγάπης σου. Και κάθε φορά που νιώθω απούσα από το ίδιο μου το σώμα φωνάζω δυνατά την Μιλού και το σπίτι γεμίζει αντίλαλο και χρυσόσκονη από Χριστουγεννιάτικη λύπη. Και οι νύχτες περάνε από πάνω μου σαν αγιασμένοι οδοστρωτήρες και με κάνουν επίπεδη ξανά. Και καθώς τα πρωινά έρχονται με μπουκωμένες μύτες στο κρεβάτι μου με βρίσκουν να μαζεύω την ψυχή μου με το φαράσι και να  την βάζω στην τσέπη μου. Και μέσα στην σύγχυση των ραντεβού και των γιορτινών καθηκόντων έρχεται το απαλό μεσημέρι με τα παιδικά χρώματα και με ακούει  να σφυρίζω ένα σκοπό αδιάφορα και ανάλαφρη πια να περπατάω μέσα στον κόσμο. Με ουρανό γεμάτο φρέσκα σύννεφα, με φίλους που με τραβάνε από τα χέρια και τα μανίκια ξανά, και με ένα αίσθημα αφαιρετικής λαγνείας για τα νέα σύμπαντα που θα έρθουν να με βρουν. Και μπαίνω στις ράγες μου ξανά, με σκουριασμένα πόδια, εκτροχιασμένη καιρό τώρα. Και πατάω με τον δείκτη μαλακά το μαξιλάρι τις νύχτες να δω αν είναι μέσα του κανένας. Και ακούω την καρδιά μου το χάραμα  να μου λέει ψιθυριστά, «την τελεία που έβαλες να την κρατάς με δύναμη σαν πινέζα στο μάτι του άλλου.»
Χριστούγεννα παντού, σαν ένα μεγάλο εξάνθημα που όλο μεγαλώνει, σαν σιχαμένο λίπος που θες να φτύσεις στο πάτωμα, σαν  μια στοίβα άπλυτα πιάτα ημερών στο νεροχύτη. Χριστούγεννα παντού και όλα ψεύτικα τριγύρω και φάλτσα. Ευτυχώς θα πάρω πάλι εκείνο το τρένο της μεγάλης φυγής και θα έρθω να σε βρω. Μια τελευταία εικόνα παίρνω μαζί μου πριν φύγω. Εμένα παρ΄ ολίγον ολόκληρη σε ένα χοντρό μαύρο μπουφάν κάτω από τον μπαζωμένο ουρανό της Παλλήνης, ένα αναμμένο στριφτό δίπλα σε ένα μονό εσπρέσο σκέτο, το κρύο στα μάγουλά μου,  τα van του σταθμού, τα δάκρυα, την σπασμένη φωνή στο τηλέφωνο και την μοναχική ελιά που άκουσε τα πάντα.   DELETE+ENTER.


Καλά  Χριστούγεννα. 

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 06, 2013

dEcEmBeR FoOtAge


Κάθομαι στο μπαλκόνι. Βρέχει συνεχόμενα. Κρατώ στις παλάμες μου μια κούπα με ζεστό καφέ και τις ζεσταίνω. Πάντα μου άρεσε να το κάνω αυτό. Ιδίως στα μεγάλα κρύα που έφηβη καθόμουν έξω στο μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού με μια άλλη κούπα που περιείχε το ίδιο ρόφημα και ζεματούσε τις παλάμες μου. Κοιτούσα την Αίγινα και την Καστέλα. Τώρα κοιτάω το κενό.Αναπολώ την εποχή που κλειδωνόμουν στο μπάνιο και ανακάλυπτα τον κόλπο μου για πρώτη φορά κάτω από τις υποδείξεις του περιοδικού «Ερωτική Αρμονία». Έξω ήταν και πάλι Χριστούγεννα με όχι και τόσα πολλά φώτα και στολίδια και το δέντρο στο σαλόνι ήταν ολοζώντανο μαζί με την υποψία του Άι Βασίλη. Τα πρώτα σκιρτήματα και τα ατέλειωτα φιλιά.Σελίδες ημερολογίου με υπογραμμισμένα "Σ αγαπώ." Στάμπες από καφετί βούτυρο κακάο σε λευκές σελίδες λευκωμάτων. Το λεωφορείο της Ηλιούπολης  που με κατέβαζε στην Σίνα, φορτωμένη δώρα, και τα καθυστερημένα ραντεβού μετά το φροντιστήριο, κι έπειτα μετά την σχολή. Τότε που οι επιθυμίες μας ήταν  και η πραγματικότητα μας. Τώρα, 22 χρόνια μετά, προσπαθώ να καταργήσω τα σύνορα μεταξύ ενοχής και αθωότητας. Οι αναμνήσεις μου έχουν ξεθωριάσει. Δεν έχουν ούτε ρεαλισμό ούτε συναίσθημα. Μοιάζουν με ταινίες του Αντονιόνι.Χωρίς λαμπιόνια.
Στο τρένο μέσα τα τοπία μας χαστουκίζουν με ταχύτητα. Η Σαλονίκη μας καρτερεί και τα κόκκινα φώτα της νέας παραλίας, που μόλις άναψαν, λένε ιστορίες για ψηλά κατάρτια και μεγάλες υγρασίες με ατέρμονη  βροχή. Κοιτώ το στόμα σου σαρκώδες και έτοιμο να εκραγεί. Έξω Δεκέμβρης. Πάει για σούρουπο. Τέτοια ώρα ο ουρανός  έχει δύο χρώματα, ροζ και γαλάζιο. Δεν μπορεί να αποφασίσει αν θέλει να είναι αγόρι ή κορίτσι.
Στολισμένα έξω τα πάντα. Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα χωρίς ξεσηκωμό. Μέρες ήρεμες με γεύση βρογχίτιδας και ομοιοπαθητικής κάψουλας. Αγρύπνιες στο αναμμένο τζάκι. Παραμένω ολοζώντανη με ένα μεγεθυντικό φακό στο χέρι για παρατήρηση κάθε λεπτομέρειας. Μονάζω μέσα στις ιδέες και στα θραύσματα μνήμης μου. Ξημερώνει και κοιτάω τα σύννεφα που ταξιδεύουν μαζί με μένα στις αλέες του ουρανού. Τα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια των εισόδων και των  μπαλκονιών αναβοσβήνουν ακόμα ρυθμικά. Κάποια στιγμή σταματώ στην άκρη του δρόμου και στέκομαι  μπροστά τους ευλαβικά, όπως στα εικονίσματα.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 04, 2013

nOvEmBeR FoOtAge

Σαν καλοκαίρι πρώιμο έξω. Νοέμβρης λέει το ημερολόγιο τοίχου. Είκοσι εφτά  βαθμοί. Αφύσικο. Μια αλλόκοτη επανάληψη καλοκαιριού. Η ίδια εποχή εδώ και έξι μήνες. Η Μιλού ρίχνει ξανά τις τρίχες της. Την κουρεύω έξω στο μπαλκόνι με τον ήλιο σαν τραύμα στο μέτωπο. Γεμάτοι εγκαύματα και πληγές φωτός. Μοιάζει  να έχουμε πόλεμο εκεί έξω μα το μόνο που έχουμε είναι καλοκαίρι. Μου έλειψε η κανονικότητα των εποχών. Μου έλειψε αυτό το κάτι που δεν έζησα όταν έπρεπε να ζήσω μη ξέροντας γιατί. Μια παύση ξεχειλωμένη σαν κατεστραμμένο μακό έγινε το κρησφύγετο μας.Άλλαξε η ώρα. Κέρδισα μια ώρα πίσω από την ζωή μου. Έδωσα μια ευκαιρία σε μένα να ζήσω ξανά μια ώρα με διορθωτικές κινήσεις. Νυχτοπούλι, νυχτολούλουδο, νυχτέρι, νυχτερίδα, η απλά νύχτα το μέρος που διαβιώ. Τα ποτά μας στραφταλίζουν. Καπνοί κολλάνε σαν στέμμα στα μαλλιά. Τα κορίτσια στο απέναντι τραπέζι μας κοιτούν και μιλάν χαμηλόφωνα. Έτσι όπως φυσά ο άνεμος του Νοεμβρίου, και μου αποκαλύπτει κάθε δειλινό ουράνιες  Αίτνες  εγώ ρωτάω συνεχώς  αν έχει λάβα ο ουρανός. 
Μέσα στο ταξί σχεδόν ξημέρωμα ξαπλωμένη στα πόδια σου, στο πίσω κάθισμα, συλλαβίζω την ευτυχία. Λέξεις γραμμένες με ένα αόρατο στυλό στην άκρη του δαχτύλου μου αιωρούνται από πάνω σου. Προσπαθείς να καταλάβεις τι γράφω. «Είμαι ερωτευμένη» σου ψιθυρίζω και χαμογελάς. Η ευτυχία δεν είναι κάτι σαν την ίωση που την κολλάς και είσαι ευτυχισμένος. Είναι θέμα επιλογής και μόνο.
Επιστροφή. Όλα θολά. Όλα μαζί σαν ένα. Μνήμη σαν πεπιεσμένο χαρτί. Η Μιλού περιφέρεται σε αναζήτηση λείας. Λογαριασμοί μαζεμένοι στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού. Ο υπολογιστής ξεχασμένος ανοιχτός. Το φαγητό έξω από το ψυγείο. Έληξε το γάλα χωρίς να το πιω ξανά. Ο κόσμος ανατινάζεται, ο κόσμος πολεμάει και σκοτώνεται για το τίποτα εκεί έξω. Μιλήσω δεν μιλήσω το σύμπαν θα εξακολουθήσει να φτιάχνει τους νόμους του. Μια μεγάλη αγκαλιά και μια νύχτα στο πλάι μου. Και ο καιρός θα αλλάξει όπου να ναι. Πονάνε τα αρχαία μου τραύματα. 

Τι παράξενο. Ούτε που το κατάλαβα. Το σήμερα τελείωσε κι όλας.

Τρίτη, Οκτωβρίου 08, 2013

ΟcToBeR FoOtAge

Η ζωή είναι ένας χείμαρρος που ακόμα και οι παρατηρητές κάποτε μέσα του μπαίνουν. Μονορούφι οι μέρες. Ρουφιούνται σαν γάλα yoko choco σε πράσινο πλαστικό ποτηράκι. Κυριαρχούν κάτι χρυσές Οκτωβριανές ανταύγειες διάσπαρτες στα έπιπλα, στους τοίχους, και στα ξύλινα πατώματα. Χρυσάφι παντού κι ύστερα το σκηνικό αλλάζει. Σκουραίνουν οι όψεις, ο ουρανός φαίνεται ταβάνι καπνισμένο και οι ανταύγειες δεν υπάρχουν πια. Οκτώβρης και όλα ξενυχτάνε κάτω από γαλάζια φώτα και δυνατές μουσικές. Καπνοί, τσιγάρα μισοσβησμένα σε τασάκια, τηλέφωνα σε λευκά χαρτιά, υπενθυμίσεις που βαράνε σε άσχετες ώρες. Λίγες ώρες ύπνου που στάζουν σαν ρετσίνι πεύκου την επόμενη μέρα στα μαλλιά. Και ο ρυθμός όλο λέει να αλλάξει και όλο μένει εκεί. Σκέφτομαι το φλερτ με αυτή την υπαρξιακή ηρεμία στα τελειώματα της μέρας μου. Εξαιρετικό αυτό όταν συμβαίνει. Ανοίγω την πόρτα και την βρίσκω εκεί. Κάθεται πάντα στην μεγάλη τζαμαρία που βλέπει μέχρι την Αίγινα. Είμαι πολύ κοντά της. Παλεύω δίχως θεό για μια αγιοσύνη, σαν τους ήρωες του Μπέκετ και γω. Την κοιτάω και μονάζω μέσα μου σαν να βιώνω έναν μυστικό κοσμοκαλογερισμό.
Και ύστερα έρχεσαι εσύ και με μεγαλώνεις. Με βάφεις, με ντύνεις, με στολίζεις και με πειθαρχείς με έρωτα. Λες  πως συνώνυμο του να μεγαλώνεις είναι η σοβαρότητα. Εμένα η σοβαρότητα δεν μ’ άρεσε ποτέ. Έχει σκοτάδι μπόλικο και συμπαγές. Έχω προσέξει ότι οι άνθρωποι που αποφασίζουν να συμπεριφερθούν σοβαρά, παρουσιάζουν μια εικόνα αγκύλωσης μπλοκάροντας έτσι το όποιο πνεύμα υπάρχει και που θα μπορούσε να πετάξει ελεύθερο. Προτιμώ την ανελέητη παιδικότητα και το φως. 
Οκτώβρης λοιπόν,  και λέω σε όλους πως οι βαθύτατες επιθυμίες με κάποιον τρόπο εκπληρώνονται γιατί μεταφέρονται σαν υπόγεια κανάλια. Μου έχει συμβεί. Κι έτσι ξαφνικά αφαιρούμαι και σκέφτομαι το Ατλαντίς, εκείνο το διαστημικό πλοίο που εκτοξεύτηκε κάτι χρόνια πριν για την τελευταία περιπλάνηση του στα άστρα. Θα πάρουν τα κιάλια τους τ' αστέρια και θα χαζεύουν το σκάφος των μικρών θεών που ψάχνει  γέφυρες στο χάος. Έτσι που λες, το Ατλαντίς στα άστρα.

Στη ζωή καμιά φορά τα μικρά πράγματα φέρουν το μεγαλύτερο βάρος. 

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 06, 2013

SePtEmBeR FoOtAge

Η πλάτη μου πονάει από το σκίσιμο των νέων φτερών που ξεπροβάλλουν και δεν είναι καθόλου μεταφορικό. Παρ όλη την πτώση μου, ξαναβγαίνουν. Πήρα νέα μορφή, νέα ρούχα και ένα νέο έρωτα δίπλα μου. Όλα αλλάζουν με πρώτη και τελευταία εσένα που επέστρεψες έτσι ξαφνικά και άφωνα στην γενέτειρα σου λόγω ασθένειας του πατέρα. Έμεινα με κάποια παλιά σου post it κολλημένα στα ημερολόγια των τελευταίων 4 χρόνων. Με δύο τρεις μπλούζες σου φορεμένες και με όλο το ζουμί του γαλακτερού γαλαξία σου στο ποτήρι του πρωινού καφέ μου. Συχνά πυκνά από τότε που έφυγες  σκάει μύτη τα βράδια εκείνος ο γνώριμος παρασιτικός φόβος σαν δαγκωματιά στο μέρος της καρδιάς. Κάποιες φορές εκεί στα σκοτεινά αποκόμματα της νύχτας ρίχνω ένα σπαραξικάρδιο κλάμα και ζηλεύω ξαφνικά τις φάλαινες που έχουν την παροχή του φυσητήρα. Αν είχα και γω θα έβγαζα με μια μικρή προσπάθεια όλο τον πόνο σε δάκρυα από κει. Και μετά μου έρχεται η λέξη διχοτόμηση και η εικόνα ενός τομαριού που το σκίζουν. Η πιο αληθινή και ολόκληρη φίλη που είχα ποτέ ήσουν και θα είσαι.
Κοιμάμαι μαζί  του. Ξυπνάω πιο νέα. Η μέρα  μικραίνει. Το φως χαμηλώνει κι άλλο στα μάτια μου. Τα σύννεφα επιστρέφουν στις γαλανές αλάνες και φτιάχνουν απίστευτα σχέδια. Κάθε βλέμμα και ένα βιβλίο ολόκληρο. Μια γλυκιά μελαγχολία που μου πάει καίει το στήθος μου. Κατεβαίνω σε εκείνα τα μεγάλα δέντρα του κήπου και χαζεύω την φορά των αστεριών. Μαζί του. Κάτι μεγαλώνει μέσα μου αλλά δεν ξέρω αν είναι συναίσθημα ή άνθρωπος. Περιμένω φτιάχνοντας μια νέα γεωγραφία καθημερινότητας με ολοκαίνουργια πρόσωπα και  στιγμές. Τι τύχη! Δεν έχω καιρό για ξόδεμα και στ’ ορκίζομαι πως αυτή την στιγμή είμαστε άπειροι.Βράδυ στο κέντρο. Λίγο μετά τα γενέθλια μου. Κάνω τζούρες υπαρξισμού. Λέει εκείνη(δεν βρίσκω την άνω τελεία στο πληκτρολόγιο) «Ήθελα να σου φέρω ένα λουλούδι για τα γενέθλια σου αλλά δεν ήταν τίποτε ανοιχτό στο δρόμο καθώς ερχόμουν και ντρέπομαι που το λέω, αλλά σταμάτησα σε ένα περίπτερο και σου πήρα ένα φακό. Ένα μικρό φακό για να φωτίζεις την ζωή σου και μετά να ρίχνεις φως  και στις δικές μας». Ήθελα να δακρύσω αλλά αντ’ αυτού τσούγκρισα το ποτήρι της.Δεν έχω και πολλά να γράψω. Ζω το τώρα. Το καταπίνω και νιώθω σαν πύθωνας που καταπίνει ολόκληρο άνθρωπο. Το φωτογραφίζω και το ταΐζω με σκέψεις. Κατασκευάζω μνήμες καινούργιες  και πολύ πιο εφαρμοστές από τις παλιές. Σβήνω το φως και κοιμάμαι. Διαδρομή δαχτύλων ξεκινά από άκρη σε άκρη. Κάνουμε μαγικά πράγματα εμείς οι άνθρωποι ακόμα κι αν έχουμε μια νύχτα στον κόσμο.Με ρωτάς , ξέρεις τι συμβαίνει όταν πεθαίνει ένα άστρο; Εξαφανίζεται;Δεν εξαφανίζεται ακριβώς, σου λέω, μετατρέπεται σε μαύρη τρύπα. Σε πελώρια μάζα απορρόφησης ενέργειας που στην αυτοκαταστροφή του κλέβει κάθε φως που  το πλησιάζει.Κι  έπειτα σκέφτομαι τις δικές μου μαύρες τρύπες, μίζερες και συρρικνωμένες, γεμάτες κακία και ξεφυσάω με δύναμη που γλύτωσα το φως μου από αυτές.
Και η ζωή συνεχίζεται στη διαπασών. Ντε και καλά να σου επιβληθεί.

Τρίτη, Αυγούστου 13, 2013

ΦέΤα ΑπΟ αΥγΟυΣτΟ


Μικρές αποδράσεις. Στην εθνική με τα μεγάλα. Δακρυσμένα μάτια. Το γκάζι πατημένο. Αθηνών –Πατρών χωρίς ανάσες, ενώ η δύση πιο κάτω να κρύβεται και κάτι πράσινες αχτίνες  να διαπερνούν τον ουρανό. Ονειρεύομαι έναν μεγάλο ύπνο. Συγχωρώ αλλά δεν ξεχνώ. Βαραίνουν οι μέρες, ξελαφρώνει η κλεψύδρα της αντοχής. Σαββατοκύριακα άδεια σαν πιατέλα με κέικ  γενεθλίων, αφού τελειώσει η πληκτική γιορτή. Ξυπνάω με την αυγή ήδη στο δωμάτιο και έπειτα στα μάτια να πυρπολεί. Φυσάει ωραία εδώ. Το μεσημέρι σε παίρνω στο κατόπι. Κολυμπάμε ανάμεσα σε δεμένες βάρκες με δισύλλαβα ονόματα και δυνατά ρεύματα κάτω  από τα πόδια. Μιλάμε για παλιακούς έρωτες και για μοναχικές στάσεις λεωφορείων με βροχή, είκοσι χρόνια πριν, τότε που όλοι κάτι περιμέναμε. Κοιτάω λοξά πίσω από τον ώμο σου. Η γέφυρα του Ρίο σαν έγχορδο στέμμα στο κεφάλι σου. Κολυμπάμε για ώρα. Από το παλιό ferry boat, χρόνια τώρα αγκυροβολημένο, κάτι υπερφίαλα νιάτα κάνουν βουτιές. Φοβάμαι και μόνο που τους βλέπω. Μέχρι που πατώνω και όλα πάλι έρχονται στο σωστό μέγεθος με λιγότερο πανικό και περισσότερη νηνεμία. Βραδιάζει. Μπλε ώρες τριγύρω. Γεμάτη αλμύρα στέκομαι κάτω από την τεράστια μουριά της αυλής σου και αφουγκράζομαι τα ανείπωτα. Και είναι ήδη Αύγουστος προχωρημένος. Πίσω από τα στόρια παραμονεύουν τα κουνούπια  και άλλα έντομα. Παραμονεύεις και συ με εκείνο το πονηρό βλέμμα και τα αιχμηρά ιδεώδη σου. Σε απολαμβάνω μέχρι που ξοδεύεται όλο το 3ημερο και επιστρέφω στα πάτρια. Εδώ πίσω λοιπόν τα φυτά μεγαλώνουν με μυθιστορηματική ταχύτητα. Φυτά σαβάνας χωρίς σαρκοβόρα λιοντάρια. Μένω να φυλάω τα τείχη μαζί με τους υπόλοιπους και  να ποτίζω βεράντες συγγενών και φίλων που χάθηκαν στον λάρυγγα του μήνα. Γεμάτη περσίδες στα μαλλιά και στα ρούχα προσεύχομαι σε κάτι που με γαραγαλάει κάτω από την επήρεια των μελλοντικών αναμνήσεων.
Κλεισμένη στο άντρο μου με μια επιφανή μοναξιά υπάρχω πυρετικά,  χαζεύοντας τις μεγάλες μύγες που αυτοκτονούν πάνω στα τζάμια απορημένες και αδιάφορες για τις ήττες τους ελληνικού έθνους. Μετρώ τις Μαρίες τις Δέσποινες τους Παναγιώτηδες και τους Μάριους που γνώρισα και αγαπηθήκαμε σε κάποια στροφή του βίου μας. Στο δωμάτιο θερμή υγρασία απουσίας. Και κάπως έτσι θα ξημερώσει και πάλι ο Δεκαπενταύγουστος -η χαρά του τάματος και των ταμένων-ημέρα συνωστισμού εορταζόντων και θρησκευτικών στοιχημάτων που με ξενερώνουν κάθε χρόνο όλο και πιο πολύ.
Τάχα μου όλα αλλάζουν και όλα θυμίζουν το αναπόφευκτο. Αλλά τι να πεις, έτσι είναι η ζωή και να την ζούμε πρέπει.

Τρίτη, Ιουλίου 30, 2013

FaSt fOrWaRd AnD rEwInD

Καθώς μπαίνουμε στον μεγάλο μήνα η έντονη αποφορά μιας αστείρευτης ζέστης με ναρκώνει. Πάνω που προσπαθούσα να επανασυστηθώ στον εαυτό μου. Με κλειδώνει, πάνω που πίστευα ότι ήμουνα διαμπερής. Μεγάλες συγκρούσεις ανασυνθέτουν την γεωγραφία των φυσικών μου οργάνων. Μικρά ατυχήματα, σπασμένες πόρτες, πνιχτά μουγκρητά τις μικρές ώρες κάποιου Σαββάτου. Χρειάζεσαι χρόνο για να επανασυστηθείς στον εαυτό σου. Χρειάζεσαι μοναξιά και αποστασιοποίηση. Χρειάζεσαι ιώδιο, αλάτι και μια μεγάλη παρέα που αναδομείται κάθε βράδυ. Χρειάζεσαι την κόλαση των άστρων και τα πρωινά τους εγκαύματα. Χρειάζεσαι μια μεγάλη ανοιχτωσιά για να ζωγραφίσεις τις γραμμές της ζωής σου από την αρχή, μα πιο πολύ χρειάζεσαι εσένα. Θυμάμαι κάποτε μου είχες πει πως για νάρθουν τα πάνω, κάτω, πρέπει να είσαι παρών. Και γω κάθε Αύγουστο είμαι εδώ. Ολόκληρη. Ποτίζω τα λουλούδια στην βεράντα και περπατώ ξυπόλητη στα νερά. Συνομιλώντας με τα άνθη γίνεσαι σοφός. Τρώω φρούτα ζουμερά κάτω από το φεγγάρι και λερώνω τις φανέλες μου. Μια αστρική εκτυφλωτική συνουσία του σύμπαντος συντελείται. Ας μη καταργήσουμε και τα μάτια μας.
Η αρχή μιας επανάληψης καραδοκεί  μέρα μεσημέρι και  με αναγκάζει να γίνομαι καθημερινή, στους ίδιους γνώριμους και ασήμαντους ρυθμούς. Η θάλασσα μέσα μου κουνάει τις μικρές βαρκούλες που έχω δέσει. Ακούω το κύμα στα αυτιά μου. Η Σχοινούσα μού υπόσχεται νέο ραντεβού στα τέλη του μήνα καθώς το φεγγάρι θα βάζει όλα τα κουράγια του να γίνει αυγουστιάτικο. Και όλα λιώνουν κάτω από τον ήλιο μιας μεγάλης ανισσοροπίας, όταν ξάφνου μια φωνή τόσο γνώριμη με απουσία 20 χρόνων χαϊδεύει την σιωπή του δωματίου μου. Το τηλέφωνο γίνεται πάλι αναλογικό, κινητά δεν υπάρχουν, ούτε μετρό, ούτε κρίση, ούτε υπολογιστές, ούτε facebook.Υπάρχει μόνο ένα αγόρι και ένα κορίτσι 23 χρόνων και μια μεγάλη αγάπη που δεν  έσβησε ποτέ. Δίπλα στα άσχημα σαν ένας χάρτης από θάλασσα και βουνά, που κανείς άλλος δεν τον έχει παρά μόνο εμείς. Ξαπλωμένη ύπτια και μέσα από τηλεφωνικά παράσιτα ακόμα τον αναγνωρίζω, σχεδόν τον αγαπώ όπως τότε. Τόσα πρόσωπα φορέσαμε, τόσες εκδοχές και ακόμα οι ίδιοι.  Θα μου πεις η ψυχή του ανθρώπου δεν αλλάζει. Μονάχα η ζωή του.

….κι εσύ να επιμένεις ότι σου χάρισα τον κόσμο όλο!

Πέμπτη, Ιουλίου 04, 2013

ΔιΑκΟπΕυΟνΤαΣ..


Μπήκε ο Ιούλιος. Κοιμήθηκα ανήσυχα για δύο ώρες. Σηκώθηκα στις πεντέμισι και άνοιξα τα παραθυρόφυλλα της κρεβατοκάμαρας μου. Το αχνό φως του όμορφου καλοκαιρινού πρωινού  γέμιζε τον ουρανό  και τα σπουργίτια είχαν αρχίσει να φλυαρούν. Οι μέρες μου είναι τόσο ευχάριστες όσο κι ένα ποτήρι σόδας ξεχασμένο στον ήλιο για μέρες. Για αυτό θα φύγω. Θα διακόψω και αυτό τον Ιούλιο από αυτή την ξεθυμασμένη γεύση της σόδας. Ράθυμα ετοιμάζω την βαλίτσα μου. Ταχτοποιώ τα βιβλία που θα πάρω μαζί. Τα πάντα ελάχιστα αυτό το καλοκαίρι. Ελάχιστα και απαραίτητα. Απομακρύνομαι από την άσφαλτο και τον κιτρινοπράσινο πολιτισμό του βενζινάδικου. Πάω κοντά στους  χωματένιους δρόμους, τους διάστικτους από περιττώματα γαϊδουριών και κατσίκας. Πάω να συναντήσω τους στυφούς καρπούς της αγριαχλαδιάς με εκείνη την πανάρχαια γεύση τους και το τρυφερό βλαστάρι του γαϊδουράγκαθου που σε λίγο θα ξεραθεί όπως προβλέπει ο νόμος του Ιούλιου. Παραπλανημένες πεταλούδες στις πετούγιες και μέλισσες στην βρύση της βεράντας. Σπασμένη γη και ανελέητο φως. Το άρωμα της πίσσας των ασάλευτων δρόμων. Και η άψη της αιώνιας θάλασσας. Φεύγω έτσι καθημερινά και λίγο απρόσμενα μα φαντάζομαι ότι είναι σα να πηγαίνεις για ύπνο μετά από μια εξαντλητική μέρα, κι ύστερα να ξυπνάς και να βρίσκεσαι στο καλοκαίρι με την μυρωδιά από τα στάχυα να μπαίνει  απ’ το παράθυρο. Μόνος με το σώμα σου έτσι απλά. Συντροφιά με ξινισμένα σταφύλια ή ένα πιάτο φακές με θαλασσόνερο και τη μελαγχολία που ανακύπτει από τα ποιήματα των ποιητών με την κακή υγεία. Τραβώντας, κάθε τόσο, από το σουτιέν το μηδέν και το άπειρο, περπατώντας ξυπόλυτος με αλάτι στα τσίνορα και στάχυα στα μαλλιά.

Βαραίνουν οι μέρες, ξαλαφρώνει η κλεψύδρα της αντοχής. Ονειροπολώ πως βρίσκομαι ήδη ξαπλωμένη σε μια παραλία εφηβικών αμμοχάλικων και στοιχηματίζω πως θα είμαι για πάντα έτσι. Ένα παιδί  ανάσκελα απέναντι στον ώριμο ήλιο του μεσημεριού του ’83 δίπλα στην λαδοπράσινη θάλασσα του Οτζιά. Παντού φυσικοί ήχοι κυμάτων και τσιρίδες μαμάδων με πλούσιους κιρσούς στις γάμπες. Η γιαγιά ζει και ετοιμάζει στην κουζίνα μεσημεριανό. Μυρωδιές από πιπεριά, μελιτζάνα και λευκό σεντονάκι. Τα παντζούρια καρφωμένα μαζί με μένα σε εκείνη εκεί την πανάρχαια παραλία. Και όλοι ακόμα εκεί, να σουλατσάρουν αμέριμνοι κάτω από τον ήλιο του 83.

Ιούλιος 2013. Η βαλίτσα έτοιμη κλειστή. Αδίκως ξοδεύω χρόνο ψάχνοντας σημάδια.Οι καλύτεροι ανάμεσα μας έχουν χαθεί ήδη χωρίς να αφήσουν ίχνη.

Δευτέρα, Ιουνίου 10, 2013

ΠαΛιΩνΩ


Παλιώνω μαζί με τις φωτογραφίες και τα λουλούδια στα βάζα. Δύο άσπρες τρίχες. Βράζω χαμομήλι και το ρίχνω στα μαλλιά μου. Παλιώνω μαζί με τις αναμνήσεις και τα τραγούδια της ηλικίας μου. Τρώω καλαμπόκι στην βεράντα με μπόλικο αλάτι και ταξιδεύω συνειρμικά σε εκείνη την παραλία του Φαλήρου έναν Ιούνη σαν και τώρα δύο καλοκαίρια πριν, όπου μοιράστηκα μαζί σου ένα αλατισμένο καλαμπόκι. Τα φώτα απέναντι στην Αίγινα είχαν ανάψει για τα καλά, θυμάμαι. Πάλιωνα χαρούμενη με το αλάτι στα δόντια. Φορούσες ακόμα το προσωπείο της χαρούμενης φίλης. Τζάμπα ώρες. Θα μπορούσα να είχα κερδίσει χρόνο, όμως το προσωπείο με μπέρδευε. Μεγάλη απάτη. Αλλά βλέπεις η εξοικείωση εκφυλίζει τον κίνδυνο. Πήρα το μάθημα μου. Και τέλος.
Παλιώνω  κάτω από τα αυτοκόλλητα αστέρια, με μια καινούργια συντροφιά νέων  καλλιτεχνών που έχουν κάποια κοινά σημεία μαζί μου. Περιφρονούν τους αστούς, τον έρωτα, την αλαζονεία και αγαπούν  τους πεζογράφους της γενιάς του 30. Στη νέα μου παρέα δεν υπάρχουν ματαιόδοξοι όπως τόσοι από εμάς. Μιλάνε για τον Τερζάκη και δεν εννοούν :εγώ. Μιλάνε για τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Τολστόι ακόμα και για τον Χριστό και δεν εννοούν: εγώ. Είναι σίγουροι πως ο κόσμος δεν θα σωθεί από αυτούς, ούτε τα σκοτάδια θα φωτιστούν από αυτούς επίσης. Κι έτσι  αληθινοί και ασύνοροι καταναλώνουμε αλκοόλ και νότες παλιώνοντας μέσα σε  ένα κήπο που μοιάζει με την λερναία Ύδρα, μιλώντας για πολιτική αλλά και για εσωτερικούς μονολόγους.
Και η ζέστη πλησιάζει μαζί με το καλοκαίρι. Ακούστηκαν τα πρώτα τζιτζικίσματα στα δέντρα. Η ανάσα έχει γίνει δύσκολη. Πρέπει να περπατάς κάτω από τους ψηλούς ευκάλυπτος σύριζα σε τοίχους και να ζεις σαν φυτό. Το βράδυ που το φεγγάρι  λαμπιρίζει στην βεράντα κάθομαι στα σκοτεινά μαζί με τη νέα μου σχέση  ψιθυρίζοντας μέχρι να μεσουρανήσει ο Βέγας. Παρατηρώ την νεότητα και την απαράμιλλη εξωτερική ομορφιά του και παλιώνω ακόμα πιο πολύ. Δεν είναι τα 14 χρόνια που μας χωρίζουν. Είναι οι βαθμοί που του λείπουν από την μύηση του ανθρώπου. Από αυτές τις υποχρεωτικές αρρώστιες, όπως ο έρωτας, που περνά ο άνθρωπος σε ορισμένη ηλικία. Με χαϊδεύει σα να χαϊδεύει πολλούς. Έχω γίνει όλοι αυτοί που κάποτε σεβόμουνα και στέκομαι έτσι γυμνή απέναντι του. Τη νύχτα όλοι φτάνουμε σε αδιέξοδα. Κάνοντας έρωτα η μη.
Ξημερώνει. Μαύροι κύκλοι. Η Τρίτη λεύκη τρίχα γεννιέται κάτω από τα φώτα του μπάνιου. 
Η πολυτέλεια είναι να έχεις τον χρόνο με το μέρος σου. Κι ας παλιώνεις θεωρητικά.

Δευτέρα, Ιουνίου 03, 2013

JuΝo


Ένα κλικ και άλλαξαν όλα. Μια συνάντηση σαν σκηνοθετημένη κακόγουστη θεατρική πράξη. Βράδυ προς ξημέρωμα Σαββάτου. Η ανατροπή. Το τρόπαιο. Ψηλά τακούνια. Ο ύπνος με ένα ξένο σώμα δίπλα στο δικό μου, ξένο σώμα επίσης. Βοριαδάκι έξω, σαν λιπόθυμο φθινόπωρο ο καιρός. Ζακέτα στους ώμους. «Καλό μήνα», ακούω να λένε στην γειτονιά. Κουτσομπολεύει ο κόσμος στα μπαλκόνια τους περαστικούς του Σαββάτου. Κοιτάτε τι θα κάνετε με τους εαυτούς σας και την απώλεια της ψυχής σας και αφήστε τα αυτά, μουρμουρίζω.
Θυμάμαι την ωμότητα της παιδικής ειλικρίνειας και την αμεσότητα  που προκύπτει από αυτήν.                    
Δεν κρύβομαι πίσω από λέξεις, ιδεοληψίες και κρυφά σενάρια, έξαλλου χρόνια τώρα αυτό που δεν ειπώθηκε, αυτό που δεν ξεγλίστρησε ποτέ είναι το θέμα στην ζωή. Και στην τέχνη. Οι άσπονδοι φίλοι με παρακολουθούν. Συνευρίσκονται στα μέρη που αγαπώ όταν εγώ, ευτυχώς απουσιάζω. Χωρίς να έχουν ξεπεράσει το τραύμα που κατασκεύασαν ρίχνουν αλάτι στις πληγές τους. Κρύβονται πίσω από επινοημένες ιστορίες για να δείξουν πόσο καλοί παραμυθάδες είναι. Το να υποδύεσαι κάτι όμως, δεν ξέρω, σήμερα φαλτσάρει. Αυτό που μετράει περισσότερο είναι η όποια αλήθεια του καθενός. Μικρή, μεγάλη, δεν έχει σημασία. Και  η αλήθεια δεν χαρίζεται, χαζές, αποσπάται, μόνο όταν μπορείς να την αντέξεις.
Βράδυ Κυριακής. Ανάσα δροσερή από χορτάρι, μύρο της γης απονύχτερο.Κάπου μακρυά ωριμάζουν τα κεράσια. Δεν ξέρω αν θα κοιμηθώ απόψε, όμως είναι η πρώτη φορά που θα θελα να μην κοιμηθώ. Σε λυπάμαι που δεν είσαι εδώ, να χαρείς μια τέτοια νύχτα και από την άλλη  δεν δίνω δεκάρα για τίποτα. Αφήνω τον εαυτό μου αμολητό και τον ξεχνάω όσο περισσότερο μπορώ. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να ζήσεις. 
Οι άνθρωποι δεν αξίζουν πολλά πράγματα-αυτό μεταξύ μας.

Δευτέρα, Μαΐου 20, 2013

ο ΘεΙοΣ ΜαΙοΣ



-Από δω και στο εξής το μυαλό θα διαιρείται.
-Λες και ήταν ποτέ ακέραιο.
-Το ξεχνάω αυτό. Νομίζω ότι η διαίρεση ανήκει στο φως, στο θέρος, ενώ η δική μας διαίρεση είναι κατασκευαστικό λάθος και για αυτό παντοτινή!

Αποδέχομαι τον κόσμο δίχως αρχή ή τέλος. Δίχως αλφάβητο. Μόνο φωτεινά διαλείμματα. Νερένιοι και χωμάτινοι, ζούμε αραδιάζοντας λέξεις. Ορατοί από παντού και από τους πάντες. Δεν έχουμε καιρό για ξόδεμα. Εδώ και κάποια χρόνια μαζί με το φως από το παράθυρο του γραφείου μου κάνω τα καλύτερα ταξίδια. Συναντάω βαθιές θάλασσες και γδέρνομαι στην ξεραΐλα των βράχων, ψηλαφίζω την γοητεία των ρωμαλέων σωμάτων και των ισχυρών προσωπικοτήτων που φουμάρουν αμέριμνα, ατενίζοντας το άπειρο. Βαρέθηκα τους ήρωες. Τους θεωρώ καθάρματα. Ξέρω πως τα καθάρματα είναι γοητευτικά για αυτό και εξακολουθούν ακόμα να υπάρχουνε. Είναι πιο γοητευτικά από τα καλά παιδιά. Αλλά δεν νομίζω πια ότι με αφορούν. Μεγάλωσα και κατάλαβα αλλιώς την σημασία των πραγμάτων. Βαρέθηκα λοιπόν τους ήρωες, ναι, με τα μεγαλόστομα λόγια και τις θυσίες. Η θυσία είναι λάθος. Θέλουμε να ζήσουμε.
Και τότε σε βλέπω να περπατάς μπροστά μου μοιάζοντας με πολυσυζητημένο έργο της Αναγέννησης που κανείς ποτέ δεν θα κοπιάρει και ξαφνικά η κόρη του ματιού μου διαστέλλεται μαζί με το σύμπαν και για μία και μόνο στιγμή σκέπτομαι να γίνω Ιφιγένεια. Ξέροντας πως δεν φταίει η Ιφιγένεια για την θυσία.   Δεν έχουμε καιρό για ξόδεμα. Όχι.
Έξω το φως συνεχίζεται με μια αίσθηση συντέλειας που δεν διαπιστώνεται, αλλά υπονοείται. Μπερδεύω το μέλλον μου σε αίθουσες γεμάτες τέχνη, εγκαίνια εκθέσεων και ελπιδοφόρες συνεργασίες αλλά η τέχνη δεν είναι λύση. Μια χρυσή φυλακή είναι  που σε κάνει σχεδόν άσηπτη. Και ο χρόνος που έρχεται γεννά προσδοκίες, όμως τι γίνεται με εκείνον που φεύγει παίρνοντας τις προσευχές που δεν εισακούστηκαν να πάρει η ευχή, να πάρει; Τον χρόνο που όλο κυνηγάς και σου ξεφύγει; Ίσως κάποτε περάσουμε μια φάση που ο χρόνος θα ακινητοποιηθεί και ίσως αυτό θα ήτανε μια θαυμάσια ιδέα να προβιβαστούμε. Που; Στην σιωπή φυσικά.

Φτωχύναμε λόγω πλούτου. Χάσαμε την ρουτίνα μας. Καιρός να βρούμε τον εαυτό μας.

Πέμπτη, Μαΐου 09, 2013

μΑγΙαΤιΚα ΚαΜώΜαΤα



 Άφησα πίσω τους βερνικωμένους σταυρούς του Γολγοθά και το μόνο που κράτησα από όλο αυτό το παχύρευστο Πάσχα είναι το απόσπασμα της Μ. Πέμπτης, την ώρα που πολύ αργά με θυμάμαι να  πηδάω το φράχτη της εκκλησίας για να φιλήσω το σταυρό. Πιωμένη. Δεν τηρώ την σειρά. Μπαίνω παραπλεύρως, διακριτικά. Στραβοπατώ. Ο κόσμος με κοιτάει. Μαλλιά πλεγμένα κοτσίδα, βαμμένα πράσινα νύχια και ροζ τζιν παντελόνι. Μυρίζω τσίπουρα. Στέκομαι σε μια αυτοσχέδια ουρά μέχρι που προσκυνώ. Καρφιά στα πόδια. Γεύση σκουριάς και μύρου. Το τελευταίο ευαγγέλιο σκορπίζεται στις σαλιωμένες αγιογραφίες. Το ακούω μέχρι τέλους. Ώρα 11 σε μια ξένη πόλη, ανάμεσα σε κόσμο άγνωστο. Το σώμα σκέπτεται καλύτερα.  Ο πόνος παραμένει ο ίδιος. Μωβ κορδέλες στους αναμμένους πολυέλαιους και μέσα και έξω αφόρητη ζέστη. Καλοκαίρι. Μια ζαλάδα μαζί με χιλιάδες αρώματα με αποσυντονίζει. Μου έρχεται εμετός, σχεδόν λιποθυμώ. Ένας νεαρός με λευκό παντελόνι και υγρά μάτια με κοιτάει επίμονα. Εισπνέω βαθιά και αρχίζω να τρέχω. «Κοπελιάαα καλή Ανάσταση», μου λέει, μα έχω ήδη φύγει μακριά.
Με τη θάλασσα παραμάσχαλα σαν πετσέτα τυλιγμένη καρούλι ανιχνεύω τους κήπους της Χαλκιδικής. Τα τριαντάφυλλα ανθισμένα σαν υπενθυμίσεις κάθε τρεις και λίγο με λοξοκοιτούν. Δεν μου λείπει τίποτα, παρά μόνο η αλμύρα στα βλέφαρα και η αγρύπνια της καλοκαιρινής νύχτας. Γεμίζω γαλήνη, νιώθω ολόκληρη ξανά καθισμένη στην ξύλινη καρέκλα, ενώ από πάνω μου μια αστρική εκτυφλωτική συνουσία του σύμπαντος συντελείται. Τα αηδόνια γράφουν ολόκληρα κεφάλαια με άγνωστες λέξεις. Πρωί, βράδυ σαν κολλαγόνο αναπλάθουν τα βαθιά τραύματα. Η φωνή  σου στο τηλέφωνο τρεμοπαίζει σαν το αποσπερίτη και στα χέρια μου ιδρώνει η αγωνία να σου βρω μια πέτρα σε σχήμα καρδιάς. Κι ύστερα έρχεται εκείνο το απογευματινό μακροβούτι κι όλα κηδεύονται μέσα στην θάλασσα. Χωρίς στεφάνια.
Μια μέλισσα βουίζει κάθε πρωί πίσω από το κλειστό παράθυρο στην ξύλινη σοφίτα που κοιμάμαι. Σκέπτομαι τα παιδικά μου καλοκαίρια και τα νοσταλγώ μαζί με τον σταυρό από την φλόγα του κεριού στην πόρτα, τις τσιρίδες και την χρυσή θάλασσα του μεσημεριού. Μαζί με τα τζιτζίκια και τα καλά παιδιά που ερωτεύτηκα μικρή και έγιναν καθάρματα όταν μεγάλωσαν. Με έναν νέο χάρτη ζωοφόρο στα χέρια ξεκινώ. Και όλο αφήνω πίσω για να με συναρπάζει το μπροστά που θα δω. Μεταμορφώνομαι ολοσχερώς και αναμένω τα καινούργια μου φτερά. Τα πράγματα αλλάζουν μόνο από αυτό που θα έρθει αν θέλουμε.
Θέλουμε; 

Τετάρτη, Μαΐου 01, 2013

ΚαΛοΚαΙρΙνΟ πΑσΧα



Τα στάχυα ακουμπάνε τα χέρια μου. Γεμίζω χάδια. Μωβ γαϊδουράγκαθα και φιλικές μαργαρίτες. Ο ήλιος βουλώνει τις ρωγμές με φως. Τόση απόσταση για να μείνουμε μονάχοι ξανά. Μια ιστορία καίει τα φτερά της στο φως. Μια ιστορία που δεν θα αρχίσει ποτέ. Καθώς τα άστρα θα τρεμοφέγγουν στον οικείο ουρανό μια καυτή νύχτα στα τέλη του Απρίλη. Δεν θα αρχίσει ποτέ από φόβο και λύπη, θα στοιβαχτεί μαζί με τα μάλλινα και τις βαπόνες σε σακούλες γεμάτες άπνοια και σκότος. Βραδινοί περίπατοι. Φυσάει ζεστός αέρας. Περιφερειακός Υμηττού, Τερψιθέα. Τα δέντρα όλο και ψηλώνουν, θαρρείς έφτασαν τα άστρα. Αγίου Νεκταρίου. Χαμόσπιτα αριστερά. Σπασμένες λάμπες, πατημένα γυαλιά. Σκύλοι που κατουράνε τις ζάντες τυχαίων αυτοκινήτων. Καλοκαίρι εντελώς. Πάει η Άνοιξη κι όλας. Τελειώνει ο μήνας και μοιάζει σαν κάποιος να έσπρωξε την βελόνα του πικάπ και να πήδηξε πέντε στοίχους καλοκαίρι μπροστά. Προχωράω πιο γρήγορα. Στις μεγάλες κατηφόρες η θάλασσα γυαλίζει. Λίγα φώτα πόλης σαν φωσφοριζέ σημαδούρες. Είμαι πάντοτε αλλού και πάντοτε  εδώ. Νυχτωμένη, διαρκώς μεγαλώνω μαζί με μιαν αγάπη ανελέητη, σαν το φως. Στο διάβα μου οι τριανταφυλλιές φουντωμένες, σαν εκρήξεις. Διαστέλλεται η μνήμη μαζί με το σώμα και η ψυχή μου έντρομη σκαρφαλώνει έξω για να βγεί.

Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα μια μαύρη πεταλούδα. Άραγε τι να σημαίνει;Στον ξύπνιο ένα κίτρινο ταξί σταματά πλάι μου. Μπουκώνω το πορτ μπαγκάζ του με βαλίτσες άλλων και το αποχαιρετώ. Μια φωνή σιγοτραγουδά  ακόμα στα αυτιά μου «Άννα…δεν ήμουνα εγώ για αεροπλά-α-ανα. Ώρα 8 πρωινή με έναν ήλιο μικρό και θερμοκρασίες μεγαλύτερες από την ηλικία σου παραπατώ σε λεμόνια πεσμένα κάτω .Μέσα μου ξυπνάει κάτι που με κόπο είχα κοιμίσει αυτό το χειμώνα. Γυρνώντας σπίτι βρήκα το εισιτήριο σου και το σύγκρινα με ένα αντίστοιχο δικό μου. Είχαν ένα κοινό. Ήταν και τα δύο εκπρόθεσμα πια.

Καλό Πάσχα

Κυριακή, Απριλίου 21, 2013

ΣτΑ πΕρΙξ ΤηΣ αΝοΙξΕως



Είμαι εντατική, όπως όλες οι γυναίκες. Μέσα στην ανωνυμία του πλήθους της Παρασκευής κρατάω ξέλυτο το κουβάρι μιας μεγάλης ευτυχίας. Κάτι αλλάζει μέσα μου και δεν φταίει αυτή η ολοκαίνουργια Άνοιξη που εισβάλει σα ρουκέτα, καθώς οδηγώ με ανοιχτά παράθυρα, ούτε η χωρίστρα μου που γύρισε στο πλάι. Φταίει  η αφαίρεση που τόσο αγαπώ. Μιας και οι άνθρωποι είναι εφήμεροι και χωρίς λογική τους αφαιρώ και νιώθω ξανά ελεύθερη, λιγότερη, και πιο υγιής, ακούγοντας τα άδεια κουφάρια τους να κουδουνίζουν και να απομακρύνονται. Και  δεν μετανιώνω που τους είχα, ούτε που τους έστειλα. Όλοι οι ευγενείς άνθρωποι άλλωστε ασχολούνται με τέτοιες  χαμένες υποθέσεις και ουτοπίες. Έτσι έκανα και γω.

Μεγαλώνω τον χρόνο. Μεταφυτεύω  γαρύφαλλα, ρίγανη και θυμάρι. Και οι μυρωδιές μοιάζουν απαράλλακτες με αυτές που ξεφύτρωναν στα μπαλκόνια του παλιού κόσμου όταν ήμουν παιδί. Κι έρχεται το μελανό βράδυ σαν τελεία σε μεγάλη παράγραφο. Περπατάω μαζί σου και είναι σα να περπατάω παράπλευρα με δεκάδες πλανήτες. Στα κατά σειρά κλειστά μαγαζιά με ταμπέλες "πωλείται" αντικατοπτρίζεται το νέο μου εγώ. Άνοιξη παντού, με νέο δέρμα. Ζόρικη. Στην πλάκα τα βήματα μας επιτακτικά, σφραγίζουν μια ανάλαφρη διαδρομή μέχρι το εκκλησάκι της Καπνικαρέας. Τέταρτοι χαιρετισμοί. Η εκκλησία της Αγίας  Ειρήνης σχόλασε. Πάνε οι «αστερισμοί» σου λέω με μια απίστευτη σοβαρότητα. Γελάς. Γελάς πολύ. Ένας ανομολόγητος έρωτας κατουράει αδιάφορος στα τοιχώματα μου.  Στην επιστροφή τα επαναλαμβανόμενα λεκτικά ριφάκια μου  φωτίζουν σαν δυναμό τα σκοτάδια. Οι νεραντζιές στη διαπασών. Τα κόκκινα φαναράκια φέγγουν στον κήπο σου. Το ποδήλατό σου παρατημένο στα πολύχρωμα πλακάκια της αυλής.Έξω η νύχτα ζεστή, ανοιξιάτικη μόνο. Καθόμαστε σα να μην σηκωθήκαμε ποτέ από εκείνο το μαρμάρινο τραπέζι. Με ταΐζεις. Με παρηγορείς με την αλήθεια σου χωρίς να το ξέρεις. Η Ρίκα σε κάθε σταυροπόδι μου σηκώνει τα αυτιά. Τα σκυλιά του δρόμου  είναι σοφά. Με παρηγορεί η πεποίθηση πως κάποια μέρα θα τους μοιάσω.

Παρασκευή, Απριλίου 05, 2013

ΘηΛιΑ


Πετάω πάνω από το goοgle earth.Ψάχνω την Θάλασσα του Μαρμαρά με τα πρασινωπά νερά της. Τεντώνομαι από  την Καλλίπολη μέχρι τη Νικομήδεια. Χαζεύω τον κόλπο του  Datça.Το μάτι μου σταθμεύει στο αναπαλαιωμένο κάστρο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και σε μία όμορφη λιθόστρωτη παλιά συνοικία. Φτάνω μέχρι την Ίμβρο και βλέπω τις αλυκές. Έχει αλυκές η Ίμβρος, δεν το γνώριζα. Χαζεύω τις φωτογραφίες της. Τόπια  θαρρείς σαν χιονισμένα, γεμάτο αλάτι και πατημασιές. Θυμάμαι τις αλυκές του γαλατά και μένα μικρή να τρέχω πάνω τους. Πονούσε το αλάτι τις πατούσες. Ούτε ένα ταξίδι φέτος. Έχω γυρίσει όλα τα μέρη που θέλω με το Google earth, έχω ζήσει στιγμές και ηλιοβασιλέματα που κρατάνε όσο ένα βλεφάρισμα. Και μετά πίνω μια γουλιά καφέ και βυθίζομαι σε μια παχύρρευστη θλίψη που μοιάζει με γαλάζια υπνηλία. Κατά τα άλλα η Δ.Ε.Η μου ήρθε 600 χαρωπά ευρώ που δεν έχω να δώσω. Η μέρα ευτυχώς μεγάλωσε αλλά γυρνώ περασμένες 7 και ακόμα δεν την έχω προλάβει. Ένα μεγάλο ζόρι σαν βαθυκόκκινη σχοινένια ζώνη με σφίγγει γύρω από τη μέση. Σταματά ο αέρας για λίγο, αλλά έπειτα το βλέμμα μου εντοπίζει τα ανθισμένα ζουμπούλια και τα παχιά βαμβακωτά σύννεφα και όλα πάνε στο διάολο.
Ο κύκλος στενεύει. Παλεύω κάθε μέρα να αποδείξω ποια είμαι και τι μπορώ να κάνω στο ναρκοπέδιο της δουλειάς. Δεν έχει σημασία ποιος σε πολεμάει, αλλά ποιος στέκεται δίπλα σου, μου λέει εκείνος. Βάζω πλώρη για το λιμάνι της εσωστρέφειας. Βλέπω γύρω μου ανθρώπους περίεργους, παράξενους με άσχημα ρούχα, άσχημα μαλλιά και μπερδεμένα συνθήματα  να μιλάνε για κοσμικές πίκρες. Και ευτυχώς το φως  της ημέρας δυναμώνει. Πρόκειται για γυμνό επιθετικό φωτισμό όπως απαιτεί τούτος ο καιρός που όλοι είναι με τα ύποπτα ιλαρά αμπαζούρ ξεχασμένα στα γραφεία τους. Τα βράδια γυρνώντας από νυχτερινές βάρδιες μπαίνω στον πειρασμό να σχολιάσω διάφορα που διαβάζω σε αναρτήσεις γνωστών και φίλων και όπως μπαίνω, ξαναβγαίνω. Δεν βρίσκω πια κανένα νόημα.
Οι μέρες γλιστρούν. Το Πάσχα κάπου στο βάθος, με τη σιγουριά του Απρίλη. Κάποιοι το περιμένουν για τα φιλάνθρωπα αισθήματά του, το κόκκινο αβγό συγκινεί ακόμη τον Νεοέλληνα της (πρώην) υπερκατανάλωσης. Μοσχοβολούν οι λεμονανθοί ίσα ίσα για να θυμηθούν -όσοι λίγοι πια θυμούνται- τους Χαιρετισμούς των Παρασκευών. Τρίτοι χαιρετισμοί  σήμερα κι ο καιρός περνά βαρύθυμα μες στην αβεβαιότητα της πραγματικότητας και των φημών. Λίγο ο μενεξές, λίγο η λιακάδα, λίγο η πάνδημη αηδία για τους αχυρένιους ηγέτες, λίγο η γκρίνια, λίγο η μέρα που κερδίζει σε βάρος της νύχτας,  και ο καιρός μαζί με τη λυγερόκορμη θλίψη περνά  μ' ένα σάλτο φωτός, αφήνοντας σε μας τα υπόλοιπα της αθεράπευτης νοσταλγίας και της φθοράς. Στο μεταξύ όλο και περισσότεροι γνωστοί μου φαίνονται άγνωστοι, έτσι που άσπρισαν τα μαλλιά τους. Εννοείται πως κι αυτοί με κοιτάζουν καχύποπτα και μαζί με αυτούς η άνοιξη, εσύ και το Σύμπαν.

Χτες στον ύπνο μου μέσα έπεσε ένα αστέρι. Ακούστηκε  σαν δεκάρα στο μωσαϊκό .

Δευτέρα, Απριλίου 01, 2013

ΠρΩτΑπΡιΛια


Το φεγγάρι ολοκληρώθηκε αφήνοντας μου μια μεγάλη τρύπα στο στήθος. Δεν είχα το κουράγιο ούτε να αναπνεύσω. Ένιωθα σαν εκείνες  τις καλοκαιρινές  τρύπιες πέτρες που μου έφερε να φοράω μενταγιόν. Τα βράδια γελάω στον ύπνο μου και όταν ξυπνάω είμαι όλο λυπημένη. Δεν σημειώνω τίποτα πια. Ούτε ακούω όμορφα λόγια. Οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι και οι ίδιοι με μια κούραση τιτάνια που τους παραχώνει στις γωνιές των σπιτιών τους. Δεν περπατώ πια τόσο συχνά. Σα να μην χρειάζομαι τα πόδια μου μοιάζει, και ούτε που ξέρω πως είναι η αλήθεια εκεί έξω. Προχθές που βγήκα να περπατήσω με χτύπησε ο αέρας μαζί με μια αιχμηρή μυρωδιά ζουμπουλιού και τρόμαξα. Τρόμαξα που αισθάνθηκα. Το μόνο που σκέφτηκα ήταν να τρέξω μακριά.
Δυο, τρία κότερα στο βάθος. Νύχτα με υγρασία και αλκοόλ. Δίπλα μου σε διαφορετικές στιγμές δυο αγόρια τελείως διαφορετικά μεταξύ τους με κοιτούν. Το ίδιο και γω. Αλλά κανείς από εμάς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το τι βλέπει, ούτε για το τι νιώθει. Μόνο εκείνα τα κότερα και το σιγανό κρώξιμο ανάμεσα στις σιωπές μας είναι αληθινό. Να τρέξω μακριά.
Αναπάντητες κλήσεις. Μισά μηνύματα, τα άλλα μισά αιωρούνται στα κενά της ψυχής. Οδύνη για την Άνοιξη που έρχεται για να μας ξεντεριάσει όπως πάντα. Στέκομαι χωρίς ρούχα στους καθρέφτες μου και δεν αναγνωρίζω τι βλέπω. Με θυμάμαι κορίτσι και με βλέπω γυναίκα πια. Και οι νεραντζιές όλο και φουντώνουν, οι νύχτες όλο και μικραίνουν και το φως με πασπαλίζει σαν καυτό λάδι. Θέλω να πατήσω λίγο την παύση του κόσμου και να τρέξω μακριά.
Ο  φίλος μου περπατά σε ρυθμό πλατσουρίσματος στην άσφαλτο. Κομμάτια πεντάλεπτα  ώσπου να συγκεντρωθεί ή κάθε σκέψη, αποσπάσματα λέξεων για να ταξινομηθεί το σύμπαν. Η παράκτια διαδρομή μια φωτεινή πηγάδα, φωταγωγός που λάμπουν από το ισόγειο και πάνω τα παράθυρα πολυτελών διαμερισμάτων αλλά με την αθλιότητα του πάτου .Οι φίρμες, οι ταμπέλες των μαγαζιών που κάποτε άνθιζαν, οι αναπαλαιώσεις, οι κρυφοί φωτισμοί. Στα φανάρια πρεζάκια μας μιλάνε χαμηλόφωνα σχεδόν ερωτικά. Κλείνω τα μάτια και νιώθω μια αίσθηση ιλίγγου. Να τρέξω μακριά.
Και ο ήλιος κάποτε ζαλισμένος βουτά στη θάλασσα. Νιώθω κουρασμένη με ότι άφησα πίσω, ίσως και από σκέψεις που δεν ολοκλήρωσα. Με πιάνει η προσφιλής μου ημικρανία αλλά ποσώς με νοιάζει. Τρυπώνουμε στην σκόνη των δρόμων και στον βορινό γαλάζιο του  ορίζοντα. Φτάνουμε σπίτι και κρεμιόμαστε στα μπαλκόνια ξέγνοιαστοι με λουκούμι και ρακί.
Το βράδυ μια σφιχτή αγκαλιά. Παραμιλούσα στον ύπνο μου. Ξύπνησα με άσπρα μαλλιά. Έτσι νόμισα. Ξημέρωνε.

Σάββατο, Μαρτίου 23, 2013

ΕίΧα ΞεΧάΣεΙ.



Αντάμωσα με έναν παλιό φίλο. Μεγάλα τα κενά των χρόνων που μας χώρισαν. Φίλος της πιο σκληρής και άγουρης  μεταεφηβείας μου. Είχα ξεχάσει. Επεξηγήσεις, μνήμες, απαντήσεις σε διάφορα γιατί και πως. Παρ ολίγον έρωτες. Ήρθε από το βάθος του σκοτεινού μου παρελθόντος και μου θύμισε πως ήμουν κάποτε. Είχα ξεχάσει. Επηρεασμένη  από το γαλλικό υπαρξισμό, αυθάδης, πλανόδια, εμμονοληπτική με το παρόν, δίχως ίχνος έγνοιας για το μέλλον. Ζούσα σαν  ηρωίδα βιβλίου, σαν πρώτη μυθιστορηματική πρωταγωνίστρια της beat generation.Είχα ξεχάσει. Αντιμέτωπη με τα λάθη των ουτοπικών αποφάσεων μου μέσα στα σκατά των αυτοκαταστροφικών ερώτων μου. Η  πλατεία των Εξαρχείων και γω ξαπλωμένη στα παγκάκια με εκείνα τα μπλε μαλλιά. Είχα ξεχάσει. Τζαζ και blues  πλημμύριζαν τις μικρές μου αμυχές, μπάτσοι και περιθώριο που ανταμώνουν στα μπαρ, τα βιβλία του Μπαλζάκ σαν υποστήριγμα σε τασάκια και κουτσούς καναπέδες. Διαμερίσματα με κατσαρίδες, ατελείωτες νύχτες μπεκρουλιάσματος με Ντιμπονέ, αλητεία στους δρόμους, παλιοκόριτσα αλλά και δεσποινίδες καλών οικογενειών που παραστρατούν, όνειρα φυγής με ναυτικά φυλλάδια για το Παρίσι και μετά όλοι στο next της Θεμιστοκλέους γεμάτοι εμμονές. Είχα ξεχάσει. Το συγκρότημα που είχα και εκείνο το τρελό παιδί, είχα ξεχάσει, τον πιο μεγάλο μου έρωτα, που με έβαζε να σκάω το δέρμα των δακτύλων μου σε βαρετά ριφάκια  ενός μαύρου μπάσου. Το τρακάρισμα με έναν ταξιτζή εκείνη τη νύχτα μετά την συναυλία, Είχα ξεχάσει.  Τα χαρακώματα στο δέρμα, την εσωστρέφεια και τον πόνο που βάζαμε στον έρωτα μπας και υπάρξουμε πιο αιχμηροί από την νιότη που μας σκέπαζε. Είχα ξεχάσει. Σήμερα.Ένα όμορφο μεσημέρι Σαββάτου στο κέντρο μιας πόλης που επιμένει να φωνάζει το όνομα μου όπως τότε. Μόνο που εγώ δεν γυρνάω πια. Έχω ξεχάσει.Και να μαι πάλι μέσα στην συστολή του χρόνου μου σκεπτόμενη πως κάποτε διάβαζα ένα βιβλίο την ημέρα και τώρα δεν μπορώ να διαβάσω ούτε μια συνταγή. Ούτε σινεμά ούτε θέατρο. Έχω συμβιβαστεί κατά κάποιο τρόπο με την απώλεια του χρόνου. Κάποτε είχα πάθη. Είχα αδυναμίες. Τώρα δεν μου το επιτρέπω. Έχω την δουλειά μου και κάποιες φορές δεν προλαβαίνω να ζήσω. Κοιτάω μόνο να επιβιώσω. Κάποιες φορές όμως  ονειρεύομαι ακόμα στην διαπασών. Περιορίζονται όμως τα όνειρα με την ηλικία. Με σκουντάει ο Ευαγγελισμός και μια παρέλαση κτυπάει τα πόδια της στο βάθος της μνήμης και στο τραυματισμένο μου μυαλό μια γκραβούρα προσπαθεί να ταξινομήσει το χάος. Σύντομα θα αλλάξει  και η ώρα και αυτό με ανακουφίζει. Θα μου πεις, όλα αλλάζουν και όλα θυμίζουν το αναπόφευκτο έτσι είναι η ζωή. Είχα ξεχάσει.



Πέμπτη, Μαρτίου 14, 2013

Με μΙα ΠεΡοΥκΑ μΠλΕ








Φουντώνει ο αγρός, το χώμα μυρίζει ανυπομονησία για το σούρσιμο των ερπετών, τα χαμομήλια ξεγελιούνται κι ανθίζουν, θυμάται κι ο Μάρτης ότι είναι παλουκοκαύτης και αγριεύει. Οι μέρες μεγαλώνουν σιγά σιγά κι ελπίζω να χτίσουμε συμπαθητικά νοερά τείχη γύρω μας έτσι που να εμποδίζεται κάπως η ασχήμια της πιάτσας. Ο Ερμής πάντα ανάδρομος φέρνει μικρές καταστροφές έξω και μέσα μου ισοπεδώνοντας ότι από καιρό έχασκε  με ερείπια στα μάτια.
Στο τηλέφωνο η γνωστή φωνή να με αγκαλιάζει. Στο πάτωμα ρούχα πεταμένα. ‘Ένα μικρό αγόρι μπαινοβγαίνει στο σπίτι μου τον τελευταίο καιρό. Μου κάνει συντροφιά τις νύχτες που κρύβομαι από όλους. Έρχεται με ένα φακό στο χέρι και ψάχνει κάτω από τις πολυθρόνες για πρότυπα, αλλά έμενα οι πολυθρόνες μου είναι ξεσκισμένες από τα νύχια των γάτων που κατοίκισαν το σπίτι αυτό και στερεωμένοι με βιβλία του Ρεμπώ για να μην γέρνουν. Το ίδιο και τα πόδια των τραπεζιών που κουτσαίνουν, υποβοηθούνται  με παλιές εκδόσεις αρχαιοελληνικών λεξικών. Αρχίζω να συμπαθώ αυτό το αγόρι κι ας είναι ένα αγόρι μικρό.
Έχει σηκωθεί χώμα με τον τρελό νοτιά .Η ατμόσφαιρα μασκαρεμένη μυρίζει κάτι από πένθος με την ιδιάζουσα γεύση της αμμοθύελλας. Μοσχοβολά όμως και ταραμά καθαρής Δευτέρας. Εγώ με την βρογχίτιδα ακόμα να γρυλίζει στα βάθη των πνευμόνων μου τριγυρνώ με την γαλάζια μου περούκα και με μια μάσκα χρυσή που κρύβει όλα μου τα συναισθήματα. Πάνε οι εποχές που ντυνόμουνα κολομπίνα πασχαλίτσα και φρικιό και ξαμολιόμουν στους γεμάτο λάσπες δρόμους της αρχαίας γειτονιάς. Την βρίσκω κάπως έτσι και περιμένω να τελειώσουν και οι φετινές αποκριές με μπόλικη χρυσόσκονη στα τσίνορα. Το σαρακοστιανό μου μένος κατέπεσε πια και έτσι  λιτή  αναμένω τους επιταφειακούς ανέμους.
Αυθάδης, λεξιλάγνα και εμμονοληπτική με το παρόν, δίχως ίχνος έγνοιας για το μέλλον λέω να κρατήσω την μπλε περούκα μου και να κρατηθώ από τα γεννητούρια των άστρων. Να αφήσω μ' ένα σάλτο φωτός στα αζήτητα  τα υπόλοιπα της αθεράπευτης νοσταλγίας και της φθοράς. Γερνάει ο χρόνος και δεν μπορώ άλλο να κάθομαι να ψάχνω θεραπεία στο γαλάζιο φως μιας οθόνης.

"Όταν με χρειαστείς σφύρα, ξέρεις να σφυράς έτσι; Ενώνεις τα χείλη σου και φυσάς..."

Κυριακή, Μαρτίου 03, 2013

ΜαΡτΙά



Εξαιρετική διαύγεια έξω. Πολύ καλός άνθρωπος ο καιρός. Ο Μάρτης μπήκε με πένθος φρεσκοβαμμένο από την μεριά της Λάρισας. Κατά τα άλλα  χωρίς καμιά διαφορά οι ασπροκόκκινες πλεξούδες τύλιξαν και πάλι τους σακατεμένους μας καρπούς. Οι μέρες τρέχουν με ταχύτητα φωτός και όπου να είναι θα πέσω πάνω στις ξέρες  της παγανιστικής κοινωνικότητας του τριωδίου. Mε ένα μπλε eyeliner επεξεργάζομαι τον Μάρτιο έτσι που να μου επαναφέρει μνήμες σπέσιαλ αναμονής της Άνοιξης που τόσο αδημονώ. Πριν από χρόνια παρατηρούσα τις τολμηρές αμυγδαλιές με δέος να ανθίζουν με δραστικές δόσεις ελπίδας. Δυστυχώς το βλέμμα μου δεν διασταυρώνεται πια με αμυγδαλιές. Κορίτσια ψηλόλιγνα με ροζ μαλλιά και ευγενικά αγόρια με χιλιάδες σκουλαρίκια κοιτούν με έντονο βλέμμα και αλεπουδίσια μάτια τα πολύχρωμα καλσόν μου. Χαμογελάμε συνωμοτικά. Δεν ξέρουν τίποτα για μένα. Θα μπορούσαν να ήτανε  παιδιά μου αλλά προτιμούσα πάντα την συντροφιά των γατιών. Κατεβάζω λίγο χαμηλότερα την φούστα. Μαζεύω τα μαλλιά μου πάνω και αφήνω τους ώμους να φανούν. Φυσάει ένας βουνίσιος παγωμένος αέρας. Τα βήματα μου κάτω από τον ήλιο γεμάτα μυστήριο. Μου αρέσει να φαντασιώνομαι ότι είμαι ένα μικρό ξέφτι κάποιας γαλλικής  ρετρό ταινίας. Τα αγόρια ακόμα κοιτάνε με τα αλεπουδίσια μάτια τους. Δεν ξέρω γιατί αλλά τα περιφρονώ. Υπάρχει μια μανία με το κορμί. Το κορμί στην διαπασών. Όμως πάντα κώφευα εγώ. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το πρόσωπα απέναντι μου  και μετά το αφηρημένο χάος της ψυχής. Ποτέ το κορμί.

Περιμένω με την επιμονή του σκύλου στα μάτια κάθε πρωί να σκάσουν μύτη τα πρώτα ζουμπούλια στην βεράντα. Μαζί με τα πιπεράτα αρώματα του νάρκισσου και της τουλίπας βοηθούν ακόμη να είναι υποφερτή η ζωή. Και ας άλλαξε εντελώς ο ρους της νοσταλγίας. Μια μικρή γρίπη μου έσκασε πάνω που γέλαγα δυνατά σε ένα φοιτητικό δωμάτιο. Για να την προλάβω έμεινα κλεισμένη σπίτι. Μελετούσα, έβηχα, ενίοτε φτερνιζόμουν και σχεδίαζα αποδράσεις. Και ένα Σάββατο βρέθηκα  δεμένη κάτω από την μπάσα φωνή της chinawoman  στο six dogs ανάμεσα σε βυσσινί φωταψίες και οινοπνεύματα γεμάτα νοθεία. Αν και πέρασαν αρκετές ώρες από την στιγμή που την είδα και την άκουσα, το παραλήρημα δε λέει να σταματήσει. Παύση. Όνειρα. Καινούργιες παρέες. Ευτυχώς.
Το έτος του φιδιού που διανύουμε υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια. Πορευόμαστε ακόμα χωρίς ζητιανιά στο βλέμμα ενώ πάνω από το κεφάλι μας ανάβουν τα φώτα τους χιλιάδες δορυφόροι και περίεργες πορείες μετεωριτών αλλάζουν τα μικρά δεδομένα. Τίποτα να μη ζητάς ποτέ.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2013

aCaPeLLa



Σε ένα μικρό γραφείο με μια λάμπα χαμηλού φωτισμού γαζώνω τις εικόνες που μου δίνουν. Μπαίνω με βροχή και όταν βγαίνω ανταμώνω με μια χλωμή ηλιοφάνεια και μια οινοπνευματί υγρασία, αλλά ποιος νοιάζεται. Ο κόσμος κυλάει σαν νευριασμένο ποτάμι. Oι μήνες μπαινοβγαίνουν,  αντιλαμβάνεσαι ότι έξω είναι μια υπέρλαμπρη μέρα, σχεδόν διάφανη θα έλεγα, και κάπου διάβασα πως ακόμα και οι ελέφαντες κλαίνε. Κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κάτι συμβαίνει με τις αισθήσεις, αλλά μάλλον παίζει ρόλο και η ηλικία που με απομακρύνει ευγενικά από αυτές. Φουσκώνω, ξεφουσκώνω ανάμεσα σε ξεχειλωμένες ώρες. Προσπαθώ να συμφιλιωθώ με ότι με αναγουλιάζει αλλά συγχρόνως  με τρέφει για να ζω. Στις σκοτεινές γωνιές της πόλης,  τον τελευταίο καιρό, πέφτω πάνω σε φυσιογνωμίες που λάμπουν, με μια ανείπωτη υγρασία στα σκέλια, αλλά μοναχικά πάντα τα εσώρουχα τους. Αδιαφορώ. Ίσως να τους λυπάμαι και λιγάκι. Το φεγγάρι κρεμασμένο, γυρτό, σαν σε χαλασμένο καρφί, παλεύει να γίνει ολόκληρο. Νομίζω πως αυτό με σαγηνεύει περισσότερο από την υγρασία των σκελιών. Μου αρέσει η αδιαφορία, μπορώ να κάνω τα πράγματα που θέλω να κάνω χωρίς να με προσέξει κανείς. Δεν έχω ανάγκη να με προσέξει κανείς. Ούτε έχω ανάγκη την προσοχή του άλλου και την αφοσίωση. Μια χαρά πορεύομαι μόνη μου από μικρή. Κάποιοι άλλοι θέλουν ένα βλέμμα συγκατάνευσης, τρυφερότητας για να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα. Εγώ πίστευα πάντα ότι η αδιαφορία διευκολύνει στην καθημερινότητα, αλλά φαίνεται δεν είναι ακριβώς έτσι. Όλα ανατρέπονται. Στην αρχή εμφανίζονται οι συνωμοσίες και μετά έρχεται κάποια έκθεση που αναιρεί τα πράγματα ή τα βάζει στην θέση τους. Το μάθαμε και ζούμε και έτσι πια. Στο ραδιόφωνο ο Μόρισον τραγουδά acapela το  Crystal Ship.Έτσι ήθελα να ζω κάποτε.
Όλα ανακατεμένα στη νύχτα Του Φλεβάρη. Η άνοδος της ασημαντότητας κοχλάζει σαν  γάλα που βράζει δίπλα από το πηγούνι μου. Λείπει από παντού το ταλέντο. Καμιά σοβαρότητα, καμιά εμπιστοσύνη στους ειδικούς. Απ έξω ο δρόμος φέρνει σπαρακτικές φωνές και ουρλιαχτά ασθενοφόρων. Ο κόσμος κάνει τα πάντα για να γυρίσει σελίδα και να που γίνεται κουραστικό να είσαι εν ενεργεία πολίτης Έλληνας. Προτιμώ να βυθίζομαι  με την εκπληκτική ευφράδεια ενός δύτη στο παχύρρευστο πορτοκαλί τίποτα παρά να δείχνω την ελληνική μου ταυτότητα.
 Κάνει ένα ωραίο κρύο τις νύχτες γεμάτο ανοιξιάτικους υπαινιγμούς. Μια ανθισμένη αμυγδαλιά στοιχειώνει, σαν παρατημένη νύφη, τις βαθιές νύχτες μου που δεν κρατάνε και πολύ σαν νύχτες. Τον νιώθω τον πόλεμο δίπλα μου που αφήνει σημάδια χωρίς όπλα και αίμα.  Όλα αλλάζουν και όλα θυμίζουν το αναπόφευκτο.
 Έτσι είναι η ζωή. Να δεις που και πάλι ο χρόνος θα κάνει την δουλειά του.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2013

ΣυΛλΕκΤιΚέΣ νΥχΤες








Είναι Φλεβάρης. Πίνω το αίμα των άστρων. Δαγκώνω με τα παιδικά μου δόντια την μαλακή τους επιφάνεια μέχρι να σπάσει και να χυθεί το αίμα τους στην γλώσσα μου. Είναι ακόμα Φλεβάρης. Έξω η βία χτυπάει στην άσφαλτο τα πόδια της. Παιδιά με πρησμένα από το ξύλο πρόσωπα παρελαύνουν από μπροστά μου.  Ποιος μου είπε ότι στην Ελλάδα δεν γίνονται βασανιστήρια; Εκατοντάδες υπεκφυγές και πιρουέτες για να μην παραδεχτούμε ότι η ελληνική κοινωνία είναι φασιστική. Στο βάθος του κήπου οι συγγενείς  αναζητούν το δίκαιο που υποτίθεται ότι χορηγεί η δημοκρατία. Μάταια. Τραβάω τα μαλλιά μου ψηλά. Ο ουρανός καθησυχαστικός  όπως πάντα από πάνω μου με εκείνο το  βαθύ σκοτάδι ή το φως. Παγάκια στο στόμα. Με κοιτάς αφηρημένος. Μου λες ότι μοιάζω με αγόρι. Στα πόδια και στα χέρια μου έχω δεκάδες μελανιές. Χτυπάω παντού, πονάω παντού κι έτσι μπορώ και θυμάμαι το σώμα μου. Κορίτσι είμαι, σου απαντώ βαριεστημένα κοιτώντας τον καβάλο σου.
Αγόρι μοιάζεις, μου ξαναλές. Πίνω την τελευταία μου γουλιά και φεύγω νευριασμένη. Κορίτσι είμαι, μουρμουρίζω και βγαίνω στη νύχτα απότομα, με μια δρασκελιά. Καταργώ μέσα μου τον χωρόχρονο που βολεύει τους φόβους και τα ηλικιακά μου συμφέροντα. Έξω ο κόσμος μοιάζει αλλιώς. Με φοβερίζει. Βράχια κοφτερά και  απόκρημνα  σαν δόντια λύκου. Στα πόδια μου ένα πευκοδάσος με τεράστια πεύκα και στο κεφάλι μου χιλιάδες άγνωστοι αστερισμοί. Τους ονομάζω όπως μου βγει τρώγοντας τα νύχια μου. Σταματάω ένα ταξί. Σταματάω μαζί και το τώρα. Το παρατηρώ. Δεν νομίζω ότι με στενεύει τόσο πια. Στο σπίτι μια παχιά ησυχία .Η Μιλού τρίβεται στα πόδια μου. Σιγοτραγουδάω, «έχω μια γάτα γκρίζα που όλο με αγαπά». Της βάζω φαί. Στην τηλεόραση διαφημιστικά μηνύματα, ανάμεσα σε βαρύγδουπες αναλύσεις και παρουσιάσεις σωτήριων σουτιέν για ανόρθωση στήθους. Πονάει ο λαιμός μου. Τόσο μπαγιάτικο ξενύχτι με καπνό  κόλλησε εκεί μέσα. Πάνε χρόνια που νιώθω  έτσι θαρρώ. Δεν βαριέσαι. Φλεβάρης ακόμα και η γεύση των άστρων με καίει γοερά. Θέλω να γίνω Μπουκόφσκι. Οι παιδικές μου εικόνες πλάι πλάι στον ενήλικο ορθολογισμό μου. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα, παρά μόνο η κίνηση .Μια φορτωμένη εσωτερική κίνηση.

Κυριακή βράδυ. Σήμερα πήγα στο μέρος που δουλεύεις να σε βρω. Είχα πάρει μια σοκολάτα με γέμιση φράουλας να σου δώσω να την τρώγαμε μαζί χωρίς να μιλάμε. Μετά θα έφευγα. Ήταν όμως μάλλον νωρίς και δεν ήσουνα ακόμα εκεί. Πήρα τον δρόμο του γυρισμού. Την έφαγα μόνη μου αναπνέοντας αργά τραυματισμένη από μια παντελώς ιδιωτική κούραση. Πάνω μου έμπαινε όλο λάβρα η άνοιξη. 
Το διαισθάνθηκα.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2013

FeBrUuM




Ξημερώματα Σαββάτου. Τίποτα ρόδινο δεν χαράζει στον ορίζοντα. Κοιτώ τα νυσταγμένα  και ακούραστα φώτα της πόλης από τον λόφο του Λυκαβηττού και αναλογίζομαι χωρίς eyeliner τους ενεστώτες του μέλλοντός μου.

Μεσημέρι Κυριακής. Φυσάει με μανία σα να θέλει να διώξει ο αέρας τα ίχνη του κόσμου όλου. Δυο στενά πιο κάτω οι Αλκυονίδες το βάζουν στα πόδια και αφήνουν το φως μοναχό να ζεματάει τον κόρφο του. Ο ουρανός γαλανός, ουσιώδης συντελεστής μιας σταλιάς αισιοδοξίας. Η απλώστρα μου κείτεται νεκρή στα κρεμ πλακάκια του μπαλκονιού και γω με τα μαλλιά στο πρόσωπο κάνω τα αδύνατα δυνατά για να μαζέψω τα πτώματα των ρούχων μου. Έξω η Κυριακή  βρωμά βενζινάδικο και  παλιές μέρες αργίες. Ο καφές ζεστός, πικρός σαν κάτι αλήθειες που όλο ξεγυμνώνουν τα σκέλια τους. Η παγωμένη γη του Φλεβάρη ετοιμάζει γεννήματα στα κρυφά και γω κάθε πρωί πάω και τσεκάρω τις κατειλημμένες θέσεις των περσινών βολβών. Από ώρα σε ώρα κάποιοι θα ξεμυτίσουν. Στο μικρό κηπάκο απέναντι μετράω 15 κόκκινα τριαντάφυλλα, τα καμαρώνω κάνοντας δημιουργικά μελαγχολικές σκέψεις και αναμένοντας στωικά το τρισχειρότερο. Συμπτωματικά είναι πάλι ιλαρό απόγευμα Κυριακής. Ο νοτιάς ουρλιάζει αξιοπρεπώς  όπως όλοι οι νοτιάδες της ζωής μας, στο τζάκι ένα πικραμένο κούτσουρο αρνείται να καεί. Αν και τα ξενύχτια μου, με αλκοόλ ή χωρίς, έχουν πολλαπλασιαστεί και  το ξημέρωμα αναπνέει  απειλητικά κοντά μου, μέσα μου εγώ θα προτιμώ συνήθως κάτι άλλο. Θα προτιμώ την συγκομιδή της βαριάς σιωπής και τα μεγάλα βράδια με τα βιβλία και τις παντόφλες, ενώ το τζάκι πάντα αναμμένο για συντρόφια θα απομονώνει την μοναξιά της νύχτας. Με πιάνουν οι έρωτες και οι μοναξιές μαζί τον μήνα αυτό. Αν και φανερά παγωμένη και συρρικνωμένη, η καρδιά μου, δεν ξεχνάει ποτέ  να  πρήζεται ελαχίστως  στους παγανιστικούς  υπαινιγμούς του μήνα αυτού που τόσο τολμώ να αγαπώ.
Νυχτώνει αλλιώς. Μια θέρμη κάνει το δέρμα μου  να ξαγρυπνά. Οι γάμπες της Άνοιξης μελαγχολούν κάτω από το άδειασμα της σελήνης, της ίδια εκείνης σελήνης, που προχθές το βράδυ καθώς βολτάριζα στο κέντρο, την είδα  κάτω από το άγαλμα της Αθηνάς στο πανεπιστήμιο, να βυθίζεται στην χαλαρή επιφάνεια του υγρού ουρανού. Και έμοιαζε λες και ένας περίεργος λαμπερός δύτης έπεφτε σε ένα νυχτερινό αλλιώτικο βυθό. Και  ξάφνου ένιωσα πως εμείς ήμασταν αυτός ο αλλιώτικος  βυθός. Εμείς η απονευρωμένη πανίδα μιας θάλασσας μυστικής και τόσο πεθαμένης.
Μου ρθε να κλάψω, αλλά το έπνιξα.

Μεσάνυχτα παρά. Η διάθεση των χωμάτων παραμένει ποιητική. Στις ειδήσεις οι στιβαροί εργολάβοι των εξουσιών στα παράθυρα και τα μπετόν. Μέχρι να μεσάσει ο μήνας θα έχω βρεθεί με αυτούς που θέλω να αγαπώ. Κι όσο ο Άγιος Βαλεντίνος θα επιβεβαιώνεται για χιλιοστή φορά με χαρμόσυνες συνουσίες και  οι σκατόφατσες των πολιτικών θα πασχίζουν να πετύχουν μια στοιχειώδη γκριμάτσα ανησυχίας η ζωή  θα συνεχίζει να  κελαηδά, και θα αναπτύσσει αρμονικά οξύμωρα τις εικόνες της  μαζί με μένα  που λέω να υπάρχω με την απόλυτη πεποίθηση της απέραντης προσφοράς.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2013

ΣτΗν ΠάΟλα






Κάπου διάβασα πως ότι φωτίζεται δεν σημαίνει ότι υπερτερεί κι όλας. Υπάρχει και η σκοτεινή χαρισματική μας πλευρά.
Δεν είχα ιδέα για εκείνη. Οι κόσμοι μας τελείως διαφορετικοί. Δύο παράλληλες γραμμές που δεν τέμνονται ποτέ. Το όνομα της με παρέπεμπε σε ένα μέρος εξωτικό ή μια κακόφημη παμπ γεμάτη χνώτα. Δεν είχα ιδέα. Μέχρι που έπεσε στα χέρια μου η συνέντευξη της, μέχρι που είδα τις φωτογραφίες της. Δεν  είχα ιδέα για εκείνη. Το όνομα της ένας μικρός πλανήτης με κόκκινο χρώμα και σπασμένο άξονα. Κάτι με έκανε να την πλησιάσω. Σαν να υπήρχε εκείνο το μονοπάτι μεταξύ μας πριν από μας. Όταν αντάμωσα τις φωτογραφίες της είδα την εποχή μου να τεντώνει μουδιασμένη τα άκρα της. Είδα εκείνο τον άγουρο ερωτισμό και την κρυφή ενοχή του πόθου. Ασπρόμαυρα ενσταντανέ ψήλωναν μέσα από ανακατωμένες μυρωδιές του χώρου. Όμορφα αγόρια, λίγο ντροπαλά, λίγο ξένα. Όμορφα αγόρια, ακίνητα στο χρόνο με μια στύση γεμάτη ηλεκτρισμό και μια πορτοκαλί αναμονή στο βλέμμα. Τίποτα το χυδαίο. Μέσα στα σλιπάκια τους και στα αχτένιστα μαλλιά τους η αθωότητα μιας εποχής που ξεψύχησε  και πάει. Η αθωότητα, ναι. Ποιος να μου το έλεγε, σε μένα, σε ένα παιδί που αρνείται να μεγαλώσει. Σε έναν ξεφτισμένο Πίτερ παν που δεν λέει να ξεκουμπιστεί ακόμα από την χώρα του ποτέ. 
Μια σειρήνα αναβοσβήνει στο δωμάτιο. Νιώθω περίεργα. Σαν να με πλάκωσαν τόνοι αστερόσκονης. Νιώθω το τραύμα μου ξανά να με τραβάει. Εκείνο το αρχαίο τραύμα της διαφορετικότητας μας. Μέσα από μια παχύρευστη αμηχανία, τελικά την συνάντησα. Ακέραιη. Στάθηκε μπροστά μου σαν μεγάλο δέντρο. Μόνο καλά λόγια είχα να της πω. Μόνο φως. Παρατήρησα τα μάτια της, και το πένθιμο χρώμα των νυχιών της. Είδα όλα εκείνα τα όμορφα αγόρια να αναπνέουν μέσα από αυτήν και μια ενεργή αθωότητα με χαστούκισε με δύναμη. Χαμογέλασα. Δεν με είδε. Λίγο πριν το τέλος ένιωσα ότι πρέπει να φύγω. Ένιωσα πως αντίθετα από ότι έμαθα στο σχολείο κάποτε στην ζωή, υπάρχουν κάποιες μικρές παράλληλες γραμμές που κάποια στιγμή, κάποια μαγική στιγμή, τέμνονται. Χάιδεψα την σκύλα της που περίμενε υπομονετικά. Και τότε κατάλαβα βλέποντας τα μάτια της  πως όλη αυτή την αθωότητα που είχα δει την έχει κρύψει εκεί .Στα μάτια του σκύλου της. Εκεί για να μην τολμήσει να την εξουσιάσει άλλος κανείς. Καλή συνέχεια Πάολα. Οι ρίζες δεν χάνονται ποτέ. Κανείς δεν θα σε αποδυναμώσει.
Μην με υποψιαστείς για την καλοσύνη και τον θαυμασμό μου. Δεν φταίω εγώ. Εσύ φταις που νικάς με την δύναμη να είσαι αυτή που πραγματικά είσαι.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

MέΣα ΓεΝάΡη


Οι μέρες μεγαλώνουν σιγά σιγά κι ελπίζω να χτίσουμε συμπαθητικά νοερά τείχη γύρω μας έτσι που να εμποδίζεται κάπως η ασχήμια της πιάτσας. Η μουσική, τα βολβοειδή άνθη, οι παραμελημένες Αλκυονίδες μέρες, το θέατρο, το διάβασμα, ο κινηματογράφος και φυσικά ο ποδαρόδρομος, όπου επιβάλλεται, πιστεύω ότι μπορούν, αν μη τι άλλο, να μας συμπαρασταθούν ηθικά. 
Σαν κουρασμένη λυχνία που σβήνει την έκανε για τα καλά το 2012. 
Κάποιος μου ψιθυρίζει στο αυτί «πρωί πρωί και είσαι ακόμα μεθυσμένη»… Όχι, δεν είμαι μεθυσμένη, είμαι καλοδιάθετη. Λατρεύω όσους αντιστέκονται σε ότι χαραμίζει το χρόνο που έχουμε για να ζήσουμε. Που έρχονται σε επαφή με τα όνειρα τους αντί να κρύβονται . Τώρα που είπα κρύβονται… Πρόσφατα έπεσε στην αντίληψη μου μια φωτογραφία που με έκανε να απορήσω. Μια γυναίκα χοντρή σαν ιπποπόταμος με πράσινο κοντό φόρεμα και μπαλαρίνες, ασφυκτιά στο λίπος της, ένα ζεστό απόγευμα του Ιουνίου σε γνωστό μαγαζί του κέντρου. Μπροστά της μια γνώστη φυσιογνωμία από τα παλιά χαιρετάει την κάμερα χαμογελώντας. Μακάρι το delete να μπορούσε  να υπάρξει ως η υπέρτατη θεϊκή πράξη;(γέλια).  Έπειτα από ώρα παρατήρησης του φαινόμενου(που παρέπεμπε σε εξώφυλλο δίσκου για δημοτικά τραγούδια πανηγυριών) κατέληξα πως κάναμε όλα μας τα λάθη για συγκεκριμένους και αναπόφευκτους λόγους. Γιατί, εκεί και τότε δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. 
Και ο καιρός προχωρεί ενώ οι άγιοι Αντώνιος και Αθανάσιος, θα επιχειρήσουν να κρατήσουν χλιαρό το γιορταστικό καθεστώς. Η χάρτινη ζωή σταθερά εκτεθειμένη στους βοριάδες που αγωνίζονται ποιητικά να «παγώσουν τα αρνάκια», σταθερά ανισόρροπη, κι εκτός πραγματικότητας. Κάτι αθεράπευτα «μεσοπολεμικό» κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα. Ευτυχώς ο καιρός τα φέρνει έτσι που με κάνει να ξανά ανταμώνω με ποιητές που συνεχίζουν και  παίζουν τυχερά παιχνίδια. Ποντάρουν λέξεις και κερδίζουν ή χάνουν την ψυχή τους. Λένε ότι οι ποιητές είναι ικανοί παίκτες γιατί έχουν μια τάση να ποντάρουν συνέχεια στα ρέστα τους. Και κάπως έτσι από την αγκαλιά σου περνώ στην αγκαλιά του χειμώνα, αναίμακτα, τρώγοντας πορτοκάλια και αφήνοντας τα ζουμιά να στάξουν παντού. Τρέχοντας ιλιγγιωδώς να φτάσω στην δουλειά πάντα καθυστερημένη, ενώ αργά το βράδυ μέσα από τα τζάμια του συνοικιακού γυμναστηρίου κοιτάω τη νύχτα να μικραίνει και τους παλμούς μου να ανεβαίνουν αυθαίρετα. Μου αρέσουν οι νύχτες του Γενάρη. Είναι αδιάβαστες και πρόχειρα βαλμένες. Είναι αποπροσανατόλισες γεμάτες σαπφείρινες προσδοκίες και ηλεκτρισμένες αναμονές.
Και κάπου στο βάθος όλων αυτών το σχήμα της άνοιξης σαν αμφιφανής αστερισμός ξεπροβάλλει.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 04, 2013

2013




Όπως πάντα φεύγει. Όπως γίνεται πάντα κι έπειτα ξυπνώ ελαφρά πανικόβλητη σ' ένα πρωινό με παρθενικό άλλοθι. Άντε να προσαρμοστώ στη νέα ημερομηνία. Όπως πάντα. Όπως όταν αλλάζει η ώρα. Όπως γίνεται πάντα.  Τόσο απλά, τόσο ήσυχα. Μέσα μου λιακάδες ακόμα, οι θερμοκρασίες εύκρατες. Μυρίζει τα βράδια γιασεμί και γαζία, όπως στα αρχαία κανταδόρικα τραγούδια. Μπήκαμε λοιπόν με την πλάτη γυρισμένη στο 2013 και μετά μπήκαμε στο σαλόνι γιατί έκανε ψύχρα. Τα πράγματα αποσυνθέτονται εκεί έξω. Αντιστέκομαι με μια κοφτερή ειρωνεία στο βλέμμα και στις λέξεις. Δεν σκοπεύω να τα βάψω μαύρα. Μπα. Προτιμώ κάτι προς γκρενά με βερικοκί ανταύγειες, χαζεύοντας  διαδικτυακά τους πίνακες του αγαπημένου μου Bernarnd Buffet που πριν από 15 χρόνια υπήρξα φανατική θαυμάστρια του ειδικά εκείνων των αιχμηρών ασπρόμαυρων έργων με θέμα το Θείον Πάθος κι ύστερα απότομα τον ξέχασα. Όπως άλλωστε και τόσο κόσμο. Ακόμα και με αυτούς που έζησα χρόνια δίπλα τους. Μια μέρα απλά τους ξέχασα σα να μην με κατοίκησαν ποτέ.Γι' αυτό ψηφίζω σταθερά τον ενεστώτα, αυτό το συγκινητικό «τώρα», τη μοναδική σταθερή φλούδα κάτω απ' τα πόδια μου. Για την ώρα όμως παρηγορούμαι κάτω από το φως του πορτατίφ με παλιά ημερολόγια, συμβιβασμένη με τα φαντάσματα των επιθυμιών μου, ενώ έξω φυσάει ο βοριάς όλων των γνωστών παλιών ποιημάτων. Άραγε διαβάζει κανείς στις μέρες μας τα μυθιστορήματα της Φρανσουάζ Σαγκάν; Αυτά που κάπου στα τέλη του προηγούμενου αιώνα κατέγραφαν τη ζωή εκπροσώπων της αστικής τάξης, που είχαν καταφέρει να σοκάρουν κάποιους ευαίσθητους με τον κυνισμό, αλλά και την τρυφερότητα με την οποία η συγγραφέας τούς παρατηρούσε;

Άρχισα να σημειώνω τις υποχρεώσεις μου στο νέο  ημερολόγιο του  2013.Προθεσμίες, ακυρώσεις, λογαριασμοί και νέα χαράτσια, τεχνητοί παράδεισοι υποχρεώσεων, τηλέφωνα, ημερομηνίες υπογραμμισμένες με κόκκινο, ονόματα εντελώς καινούργια, κι ας με βασανίζουν τα παλιά. Και ο χρόνος που γλιστρά διανθισμένος με χριστιανούς μάρτυρες επιφανείς, συν τους δικούς μου, συν την κατάρα της μνήμης, συν την γλυκιά ασέβεια των αναμνήσεων. Αύριο κι όλας 5 Ιανουαρίου. Καλή χρονιά. Στην καρδιά ο γνωστός πάγος.