Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2006

ΡαΝτΕβΟύ ΣτΟυΣ νΑυΑγΙσΜέΝοΥς ΠαΡαΔεΙσΟυΣ τΟυ 2007


Το επίφοβο, νέο, κατεστημένο του ήλιου στην επικράτεια του Δεκεμβρίου,μάλλον ήταν για λίγο. Άναψαν και πάλι τα φώτα της γιορτής μαζί με αυτά της πόλης. Σούρουπο και βάλε. Έξω ο κόσμος στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του μην ξέροντας και πολλά για το ξέφωτο του αύριο, και αν θα αντέξει να το δει. Με πολύ χειμωνιάτικο καιρό,αναμοχλεύω παλιά πρόσωπα και καταστάσεις με ωραίο τέλος. Τα σύννεφα ακολουθούν την κορυφή του κεφαλιού μου χαϊδεύοντας τις σκέψεις μου, με τις βελούδινες γκρι κοιλίες τους. Τους κλείνω συνωμοτικά το μάτι. Η μυρωδιά του πρωινού καφέ με ακολουθεί παντού. Τα πουλόβερ τεντώνονται απάνω στο σώμα μου και υιοθετούν τις καμπύλες του. Μακριά από τα ζεστά χέρια της Τ. και την χαλασμένη καφετιέρα της, κόβουμε και ράβουμε εικόνες και ήχους. Ηχητικά εφέ και σπικάζ Χριστουγεννιάτικα. Μπόλικη κούραση φορεμένη κατάσαρκα. Μακριά, πολύ μακριά από το στρογγυλό προσωπό της και τα περίεργα ντυσίματά της,τα γεμάτα μυρωδιές ναφθαλίνης και σαπουνιού. Πολλές ώρες δουλειάς, παρέα με μόνιτορ και βίντεο. Καλώδια που σέρνονται στο πάτωμα και στα πόδια μου, σαν μαύρα φίδια... Χαμένη η αίσθηση του πόνου, του χρόνου, της πείνας, του έρωτα και της καλής κουβέντας. Ντύσου έλατο και έλα,κρατάω καινούργια στολίδια στα χέρια μου. Σύντομο το πανηγύρι της ζωής. Ίλιγγος δευτερολέπτου. Οι ημερομηνίες αλλάζουν, όπως οι αριθμοί στο ταξίμετρο. Εξαντλητικό είναι,κοιτάω τα φώτα του δέντρου,αναβοσβήνουν και αυτά συνεχώς. Εξαντλητικό είναι. Και μετά, κάθε βράδυ, στην γύρα για πάρτη σου. Περιμένω σε νυχτερινές στάσεις,τα όνειρα που κάνεις,να έρθουν να με βρουν. Από το δωματιάκι του μουσικού επιμελητή,έρχεται ακροπατώντας,η γλυκιά βραχνάδα της Dusty Springfield,κλείνει τα μάτια μου και με κάνει να μετράω ως το δέκα. Αυτή την στιγμή, και παρ’όλη την δουλειά, συνειδητοποιώ ότι είμαι ευτυχισμένη. Μια δέσμη φωτός πέφτει στα βράχια της ψυχής μου και τα ζεσταίνει. Φώτα,παντού. Ο ουρανός την νύχτα μοιάζει με αντεστραμμένη πόλη από ψηλά. Ποιος αντιγράφει ποιον. Οι πόλεις αντιγράφουν τα άστρα, ψιθύρισα. Ανάβουν και σβήνουν οι σκέψεις,όπως τα φώτα στο δέντρο,όπως τα βλέμματα των ανθρώπων που κάποτε συνάντησες και κατοίκισες μέσα τους. Πριν από λίγο σκεφτόμουνα όλα όσα ξέχασα να σου πω. Κατά τα άλλα, όλα είναι στην θέση τους μαζί με την καρδιά μου και τους πλανήτες μου. Γεμίζω άλλη μια κούπα καφέ για τον δρόμο,ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο τελευταίο τρέιλερ που έφτιαξα για το 2006.Δυο –τρεις μεγάλες γουλιές. Καθώς φοράω το παλτό μου κοιτάω το προσωπό μου να παραμορφώνεται, μέσα από τις χριστουγεννιάτικες μπάλες. Ο Χ. μου τραβάει το κασκόλ. Του φωνάζω ενοχλημένη. Βιάζομαι να φύγω. Η μουσική από το δωματιάκι έχει αλλάξει. Thelonius Monk. Οι νότες, γαλάζιες,γλιστράνε στο πίσω μέρος του λαιμού μου. Ανατριχιάζω! Χαιρετάω τους πάντες δίνοντας ραντεβού στους ναυαγισμένους παραδείσους του 2007.Μέχρι να φτάσω στο παρκινγκ έχω σχεδόν παγώσει. Άκρα και καρδιά. Μέσα στο σκοτάδι του παλιού που πάει να γίνει νέο, ακούω την καρδιά μου να χτυπά μαζί με την δικιά σου. Αναπνέεις κάπου. Είμαι σίγουρη. Κουνάς τα χέρια σου και τα πόδια σου στο δικό σου χώρο και χρόνο,αλλά υπάρχεις κάπου, το νοιώθω φεύγοντας μακριά σου άλλο ένα χρόνο. Άλλους 12 μήνες μακρύτερα. Τα σκυλάκια με παίρνουν στο κατόπι. Το φεγγάρι σαν φακός νυχτοφύλακα. Σκέφτομαι τη γεύση που θα μπορούσε να έχει,αν ήταν παστίλια. Πεθύμησα τον εαυτό μου. Την πράσινη ζελέδενια μοναξιά μου. Ο ύπνος και η σιωπή μας δυναμώνουν. Βάζω μπροστά σε όλα και όλους που με περιμένουν. Τελευταίο νυχτερινό sms από σένα: «Μάντεψε πάλι άρρωστη είμαι. Τα έντερα μου,οινόπνευμα σούπες, λεμόνι και επίσης Νιφλαμόλ. Βγαίνει ο φρονιμίτης μου. Πόνος. Αύριο είμαι πάλι πρωί .Θα σου τηλεφωνήσω.»

Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- O κΡοΚοΔεΙλΑνΘωΠοΣ κΑι Τα ΚαΛιΚαΝτΖαΡάΚια!


Όταν ο Κροκοδειλάναθρωπος** τα κακάρωσε και κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο συνάντησε μεγάλες αναταραχές και απεργίες. Ήταν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα και οι Καλικάτζαροι είχαν ξεσηκωθεί εναντίον του Αρχη-διαβόλου. Συγκεκριμένα, η προκήρυξη που βρήκε δίπλα σ ένα καζάνι γεμάτο αχνιστή πίσσα, έγραφε τα εξής: Σύντροφοι και συντρόφισσες, Καλικάτζαροι Κάθε χρονιά συμβαίνουν τα ίδια και τα ίδια! Από την αρχή του χρόνου, πίσω απ το τεράστιο πριόνι, όλοι μια γροθιά, πριονίζουμε το γέρικο δέντρο που στηρίζει τον πάνω κόσμο. Κι όταν τέτοιες μέρες ζητούμε την πληρωμή μας, αντί ο αρχη-διάβολος να μας δώσει όσα μας έχει υποσχεθεί, μας δείχνει διαφημιστικά μηνύματα από τις ετοιμασίες κουραμπιέδων και μελομακάρονων στον Πάνω Κόσμο. Τότε εμείς παρασυρμένοι απ τη λαιμαργία μας παρατάμε το πριόνισμα του δέντρου και ανέβουμε πάνω. Όταν όμως γυρίσουμε πίσω ο κορμός του δέντρου έχει «επουλωθεί» κι ο αρχη-διάβολος το παίζει «Κωστάκης Καραμανλής» σχετικά με τις πληρωμές των μισθών μας… Σύντροφοι είμαστε βέβαιοι, ότι έχει κλείσει συμφωνία κάτω απ το τραπέζι με το Χριστό για να ισχυροποιήσουν και οι δυο την εξουσία τους, που τώρα τελευταία απειλείται! Σύντροφοι για πόσο ακόμα θα μας εκμεταλλεύεται, για πόσο ακόμα οι εργάτες του Κάτω Κόσμου, θα δουλεύουν σαν σλάβοι;… Ή ο Αρχη-διάβολος ή Εμείς!! Δεν χρειάστηκε πάνω απ μερικά δεύτερα για να συλλάβει την ιδέα, ήταν μεγάλη χαμούρα ο Κροκοδειλάνθρωπος. Στα χέρια του δεν κρατούσε μια απλή προκήρυξη αλλά την ευκαιρία του να ξαναγυρίσει στη ζωή και να εκδικηθεί το δημιουργό και βιογράφο του, που τον είχε σκοτώσει πάνω στο άνθος της ηλικίας του! Φυσικά πρώτα συνεννοήθηκε με τον Αρχη-διάβολο. Ποτέ δεν θα κάνε κάτι ο Κροκοδειλάνθρωπος χωρίς να πάρει το ΟΚ απ τον Μεγάλο. Έπειτα πήγε βρήκε τον Σκουπιδίκιους, τον εργατοπατέρα των Καλικατζάρων και του τα ‘πε χαρτί και καλαμάρι: «Κοίτα να δεις Σκουπιδίκιους… Αδίκως φωνάζετε πως φταίει ο Αρχη-διάβολος που δεν σας πληρώνει… Πρέπει να μάθεις ότι εκείνος που ευθύνεται στην πραγματικότητα είναι ο αρχηγός της πιο τρισάθλιας τρομοκρατικής οργάνωσης, ο Vita Mi Barouak. Που λες ο τυπάς εκβιάζει τον Μεγάλο, ότι αν δεν κάνει το κόλπο με τα μελομακάρονα, θα ανοίξει το πώμα της λίμνης που βρίσκεται στα όρια τους δάσους του blogspot και όλο το νερό θα χυθεί στον Κάτω Kόσμο με αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι οι κάτοικοί του. Τι άλλο μπορεί να κάνει ο Μεγάλος, υποκύπτει στον εκβιασμό των τρομοκρατών, για το καλό σας! Αυτά που σου λέω είναι γνωστά στον πάνω κόσμο. Ο Vita Mi Βarouak είναι μεγάλη κουφάλα, μεγαλύτερη κι απ αυτή του δέντρου που πριονίζετε…» «Και ‘μεις τι μπορούμε να κάνουμε γι αυτό;!» «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πάρουμε τον στρατό των καλικάτζαρων και να επιτεθούμε στο σπίτι που θα κάνει Χριστούγεννα ο Vita Mi Barouak! Να τον συλλάβουμε και να τον κλείσουμε στο «Γκουαντάναμο» του Κάτω Κόσμου!» «Μα ο κορμός του δέντρου θα έχει «επουλωθεί» μέχρι να επιστρέψουμε απ την εκστρατεία…» «Του χρόνου όμως που δεν θα είναι εν ζωή ο Vita Mi Barouak για να τρομοκρατεί, o κορμός του δέντρου θα κοπεί επιτυχώς κι εσείς θα βάλετε στην τσεπούλα όλα όσα σας έχει υποσχεθεί ο Μεγάλος…» Δεν ήθελαν και πολλοί οι καλικάτζαροι. Αφού το είπε ο εργατοπατέρας Σκουπιδίκιους, το έχαψαν με μιας, παράτησαν το δέντρο κι ακολούθησαν τον Κροκοδειλάνθρωπο στον Πάνω Κόσμο. Ο Κροκοδειλάνθρωπος είχε καταφέρει προγραμματίσει την εκδίκησή του στην εντέλεια, αποκτώντας ταυτόχρονα και την εύνοια του Μεγάλου. Πουρό για υιοθέτηση, ο δικός σου… Το σπίτι που έμενε ο Vita Mi Barouak ήταν μια ψηλόλιγνη μονοκατοικία με καμινάδα. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και οι γυναίκες της οικογένειας ετοίμαζαν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι στην κουζίνα, ενώ οι άντρες χάζευαν κάποιο παριζιάνικο καμπαρέ στην TV, μέχρις ότου ετοιμαστεί το φαγητό. Το σπίτι ήταν από ώρα περικυκλωμένο! Πάνω από εκατό καλικάτζαροι ήταν έτοιμοι να εισβάλουν από πόρτες, καμινάδα και παράθυρα, με ακόντια και τόξα στα χέρια. Και να σου που σε λίγα λεπτά Κροκοδειλάνθρωπος έδωσε το σύνθημα κι έγινε χαμός!! Ξαφνικά το σπίτι γέμισε δοντάρες, ουρές, νύχια, γρυλίσματα, ακόντια και τρομαγμένα βλέμματα συγγενών του Vita Mi Barouak. Κι ενώ το μαχαίρι του Κροκοδειλάνθρωπου είχε ακουμπήσει στο λαιμό του Vita Mi, έτοιμο να πάρει εκδίκηση για τον άδικο χαμό που του επιφύλαξε ο δημιουργός-βιογράφος του, η μητέρα του Vita Mi έχασε τα λογικά της και άρχισε τις φωνές, ανάκατες με παρακάλια, βρισιές, απειλές και αυστηρές νουθεσίες!! Κι όσο πέρναγαν τα δεύτερα, ο τόνος της γινόταν πιο αυστηρός, η φωνή της στρίγκλιζε, έτριζε, όρμαγε με βία, φωνή σειρήνας!! Πρώτα έσπασαν τα γυαλικά, μετά με μιας όλες οι τηλεοράσεις του σπιτιού(πω-πω ζημιά, θα τρελαθεί ο πατέρας!), μετά τα τζάμια των παραθύρων ακόμα και τα πορσελάνινα πιάτα πάνω στο γιορτινό τραπέζι! Οι πρώτοι που σήκωσαν τα χέρια τους κι έκλεισαν τα αυτιά τους ήταν οι Καλικάτζαροι. Αμέσως μετά ο Κροκοδειλάνθρωπος άφησε το μαχαίρι να πέσει στο πάτωμα και ακολούθησε το παράδειγμα τους, παίρνοντας μια έκφραση τρόμου. Κι ενώ η μητέρα του Vita Mi συνέχισε τις στριγκλιές νουθεσίας τα μέλη της οικογένειας που ‘ταν συνηθισμένα σε κάτι τέτοια, κινήθηκαν σβέλτα, άρπαξαν τα τόξα και τα σπαθιά που ‘ταν ριγμένα στο πάτωμα και ακινητοποίησαν το στρατό των καλικάτζαρων. Έπειτα ο πιο νεαρός της οικογένειας πετάχτηκε ως τη λίμνη του blogspot κι αφού έκλεψε ένα μεγάλο δίχτυ από κάποιον ψαρά, γύρισε πίσω με καμάρι. Τους έβαλαν λοιπόν όλους μες το δίχτυ και μετά οι άντρες τις οικογενείας, που χαν πολεμική καταγωγή, πήραν μια βάρκα και τους πήγαν στα ανοιχτά της λίμνης, εκεί που βρισκόταν το πώμα της, το πέρασμα για τον Κάτω Κόσμο. Άνοιξαν λοιπόν το πώμα με πολύ προσοχή και τους άδειασαν στον άλλο κόσμο. Όταν γύρισαν σπίτι, ο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν ήδη έτοιμο. Στην πόρτα τους υποδέχτηκε η μητέρα του Vita Mi, μ ένα χαμόγελο που δανείζει κάθε τόσο στο ουράνιο τόξο και τους κάλεσε να καθίσουν γύρω απ το φτωχικό τους τραπέζι…
** Νομίζω ότι ένα link είναι απαραίτητο: http://barouak.blogspot.com/2006/12/blog-post_14.html


Copyright by
Vita Mi Barouak

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

ΣκΟύΡο ΜπΛε. ΣχΕδΟν ΜαΥρΟ.


Ο ουρανός το λυκόφως είναι μαγευτικός. Μπλε μπουγάδα. Τα σύννεφα μοιάζουν σαν δαχτυλίδια καπνού από περαστικό τσιγάρο .Πάμε πάλι. Ο ουρανός σαν ξεπλυμένο blue jean. Τα σύννεφα συνεχώς αλλάζουν. Έχουν πάρει φωτιά καθώς η δύση του ήλιου καίει πρόστυχα την μήτρα του ουρανού…Σύννεφα παγόδες,σύννεφα αραχνοΰφαντα σαν χλαμύδες Αρχαίων Ελλήνων πεταμένες με χάρη. Σαν εξαϋλωμένα πλάσματα,φτιαγμένα λες από αφρό ξυρίσματος. Επίπεδες μέρες,ο δρόμος μακρύς σαν τεράστιο γκρι καλσόν με άσπρες ραφές. Τα φώτα της πόλης ανάβουν. Υγρασία και ομίχλη. Το φεγγάρι εξ αιτίας τους φοράει φωτοστέφανο. Άγιο φεγγάρι. Ραντεβού στον οδοντίατρο. Άλλο ένα σφράγισμα. Ψηλαφίζω με την άκρη της γλώσσας μου τα παλιά σφραγίσματα που κοιμούνται κάτω από θύμησες ξυλοκαίνης. Αγγίζω τα καινούργια τους χαλάσματα,μετράω ξανά και ξανά πόσα είναι. Η γεωγραφία του στόματος μου υπάρχει χάρη στα παλιά σφραγίσματα, που βρίσκονται ξαπλωμένα στα συγκεκριμένα δόντια και στην άχαρη σειρά αυτών. Υπάρχει, όπως εκείνος ο παλιός ουρανός του ’80 από πάνω μας,στην μικρή εκείνη φωτογραφία, που είμαστε αγκαλιασμένα κάτω από την γνωστή μας λεύκα...
Μουδιασμένη,και με ένα νέο σφράγισμα, επιστρέφω πάνω στην μηχανή. Τον κρατάω και φωνάζω στο αυτί του. Ο αέρας παίρνει τα λόγια μου. Ο πίσω οδηγός τα ακούει και χαμογελάει. Θα ήθελα και γω να το κάνω, αλλά με τόσο στραβό μάγουλο δεν μπορώ. Περνάμε κάτω από αστέρια πεσμένα σε κολόνες της Δ.Ε.Η., αυτοκίνητα γεμάτα υγρασία πάνω στα καπό τους,σπίτια με λαμπιόνια στα κάγκελα των μπαλκονιών-σπίτια καράβια,Αι -βασιλίδες που ανεβαίνουν στις βεράντες, από μια κοντή φωτισμένη σκάλα,χιονάνθρωποι φωτισμένοι σαν πινακίδες βενζινάδικου. Βενζινάδικα και φαρμακεία που διανυκτερεύουν. Μαγαζιά γεμάτα κόσμο, βιτρίνες στολισμένες. Ωραία βραδινά φορέματα και ζηλεμένες κούκλες.
Λένε ότι είναι Δεκέμβρης αλλά δεν πιστεύω λέξη. Είναι νύχτα πρώιμης άνοιξης. Πάνω στην μηχανή καταπίνω το περιεχόμενο όλων αυτών των μικρών θαυμάτων και η μύτη μου κοκκινίζει. Το κασκόλ σαν σκισμένη σημαία νευριάζει με τον αέρα που το ξεσηκώνει. Τα σύννεφα δεν φαίνονται πια. Όλα είναι σκούρο μπλε,σχεδόν μαύρο. Το αγόρι μπροστά μου είναι μπλε,το χαμόγελο μου μπλε,ο τρόπος που σκέφτομαι μπλε,τα ρούχα μου μπλε. Οι μύθοι της πόλης μπλε. Σκούρο μπλε. Σχεδόν μαύρο. Το μυαλό μου μελανιασμένο από τις σκέψεις έγινε και αυτό μπλε,σαν τα παγωμένα χέρια μου. Το χρώμα αυτό συμβαδίζει με τα μονοπάτια του νου και της ψυχής,λοιδορεί την εξουσία του ματιού σαν πέσει η νύχτα, παροτρύνει να εξιχνιάσουμε ότι είμαστε. Συγκατοικούμε με αυτό. Όταν φτάνουμε σπίτι η νύχτα έχει αρχίσει και φωσφορίζει στο βάθος. Συνεχίζω να ψηλαφίζω το νέο σφράγισμα με την άκρη της γλώσσας μου. Ο Λ. με κοιτάει και γελάει,κάτι παιδιά τσιρίζουν πιο κάτω,μυρωδιά απορρυπαντικού και καβουρδισμένου αμύγδαλου. Οι κατηφόρες της πρωτοχρονιάς υπερθεματίζουν και μια κοιμισμένη άνοιξη με τσιγκλάει, θέλοντας, να βγει από μέσα μου. Κλείνω την πόρτα στα χειμερινά έναστρα χιλιόμετρα και συνηγορώ με το μούδιασμα της στοματικής κοιλότητας. Όλα τακτοποιημένα γύρω μου. Σκούρο μπλε. Σχεδόν μαύρο.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2006

BlAcK mE


Καθόταν δίπλα μου,σιωπηλός και μαύρος. Περιμέναμε στην τουαλέτα ενός club,Παρασκευή βράδυ και οι δυο να πάρουμε σειρά. Με κοίταζε, τον κοίταζα. Στην αρχή τελείως αποσπασματικά,στη συνέχεια επίμονα,όπως κοιτάει κανείς τα γλυκά σοκολάτας στην βιτρίνα ενός ζαχαροπλαστείου. Υπογραμμίζαμε με το βλέμμα μας την διαφορετικότητα μας. Σκεφτόμουνα πως αυτός όταν γεννήθηκε ήταν μαύρος,όταν μεγάλωσε ήταν μαύρος,όταν κάθεται κάτω από τον ήλιο παραμένει μαύρος, όταν κρυώνει είναι πάλι μαύρος, το ίδιο και όταν τρομάζει. Κι όταν θα πεθάνει(εκεί χαμήλωσα τρομαγμένη το βλέμμα)πάλι μαύρος θα παραμείνει. Εγώ από την άλλη, όταν γεννήθηκα ήμουν ροζ,όταν μεγάλωσα ήμουν άσπρη,όταν κάθομαι στον ήλιο ροδοκοκκινίζω ή ενίοτε μαυρίζω,όταν κρυώνω γίνομαι μπλε,όταν τρομάζω κιτρινίζω, όταν αρρωσταίνω γίνομαι πράσινη ή λευκή σαν πανί και όταν θα πεθάνω(εκεί χαμήλωσε ενστικτωδώς εκείνος τα μάτια του) θα γίνω γκρι .Ναι γκρι,το ξέρω καλά αυτό,το έχω δει. Αλήθεια γιατί αποκαλούμε τους μαύρους έγχρωμους και όχι εμάς;; Η πόρτα άνοιξε,μια κοπέλα με μεθυσμένο βλέμμα και μπερδεμένα μαλλιά,ανασκουμπωνόταν ακόμα. Το καζανάκι έτρεχε και κομμάτια χαρτιού υγείας είχαν πέσει στα λερωμένα λευκά πλακάκια. «Περάστε», μου είπε ο μαύρος, «εγώ αντέχω ακόμα». Ντράπηκα χωρίς να ξέρω το λόγο,τα μαγουλά μου κοκκίνισαν. Αυτός παρέμενε ακόμα μαύρος. Ίσως θα ήθελα να του είχα πει όλα όσα είχα σκεφτεί την ώρα που πέρασα σιωπηλά μαζί του. «Δεν πειράζει και γω αντέχω ακόμα»...του είπα. Γέλασε αμήχανα και έκανε να μπει. Από την διπλανή πόρτα μια γυναίκεια φωνή τραγούδαγε «Σαν κατακάθι σκοτεινό /Σαν αδειανό ποτήρι /Σαν το παιχνίδι το διπλό /Σαν ψεύτικο χατίρι». Κοιτάχτηκα στον μεγάλο καθρέφτη. Είχα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και το βλέμμα ενός σκοτεινού δωματίου. Είμαστε το ορατό μέρος του παραδείσου είπα. Σκορπισμένοι με την διαφορετικότητα μας εδώ και κει, πάνω μας και μέσα μας,επιζούμε και επιζητούμε τον κοινό παρονομαστή, «Σαν το παιχνίδι το διπλό, σαν ψεύτικο χατίρι».

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006

ΗμΕρΟλΟγΙο ΜιΑς ΜέΡαΣ

9:00, πρωινή. Καφές ελληνικός, διπλός με γάλα, γλυκός. Η μέρα έξω είναι σαν να έχει βγει, από ασπρόμαυρη, γαλλική φωτογραφία του 50.
Βάζω μουσική,διαβάζω τα μειλ μου. Στίχοι που κάνουν ποδήλατο χωρίς φρένα στην δασώδη μου ψυχή. Μουσική που τρέχει στη σάρκα μου φορώντας στα άκρα της μαχαίρια.

11:00, πρωινή. Βάζω μπριγιαντίνη στην ψυχή μου,ράβω γρήγορα, γρήγορα τα ξέφτια του μυαλού μου. Βγαίνω έξω .Γίνομαι μέρος της ασπρόμαυρης αυτής φωτογραφίας. Αρχίζει να βρέχει. Τέλεια. Ανοίγω την ομπρέλα. Τσαλαβουτάω με τα ψηλοτάκουνα στα νερά. Το παλτό μου αρχίζει και βρέχεται στις άκρες του. Χαζεύω μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου.Τράπεζα,ταχυδρομείο. Βγαίνω από τις υπηρεσίες του κάματου. Ξανανοίγω την ομπρέλα,ισιώνω το φόρεμα μου,το χοντρό μου καλσόν. Χαιρετάω μια γνωστή μου, που μου κορνάρει επίμονα όση ώρα εγώ κάνω τα παραπάνω.

13:00.Μεσημέρι. Ραντεβού για φαγητό με μια μέλλουσα μαμά. Μιλάμε για παλιές μαμάδες με πλατύγυρα φουστάνια γεμάτα λουλουδάκια και εκείνες τις φριχτές κομμώσεις τους αλά αμερικαίν. Μακρόσυρτα γέλια. Πολύ κρασί,λευκό. Πως θα πάω έτσι στη δουλειά;

17:00.Ακραία απογευματινή. Στο δρόμο παρατηρώ την αφίσα με το κορίτσι της SARAH.Το ντύσιμο της φέρνει πολύ στο δικό μου .Άντε κατέβα λίγο από την αφίσα σου να πάρεις το τιμόνι και λίγη από την μέρα μου και γω λίγη από την πόζα και την ακινησία σου. Έτσι, για πλάκα. Το πρόγραμμα έχει πολύ τρέξιμο. Αδυνατώ να συγκεντρωθώ. Κουβέντα στην κουβέντα ,όνειρο στο όνειρο βγαίνει η δουλειά. Το μυαλό μου, φρεγάτα ολόκληρη, ταξιδεύει σε ευρωπαϊκές πόλεις που δεν έχω ακόμα επισκεφθεί. Ταξίδια,αυτό είναι το όνειρο μου. Κάπου εκεί με βρίσκει κανείς να χαζεύω ή να φλερτάρω ενίοτε το κύμα .Γιατί οι πόλεις αυτές θα έχουν και θάλασσα.

21:00, βραδινή. Η οθόνη του κινητού αναβοσβήνει κάθε τόσο. Φίλοι και γνωστοί παρελαύνουν σε συσκευασία μηνύματος. Ανταποκρίνομαι .Και στο μυαλό μου μια ρουμπινένια θάλασσα κρασιού παλεύει με τους ύφαλους της σκέψης.

01:00. Μεσάνυχτα. Ποτό στο κέντρο με έναν καλό φίλο που μυρίζει ναφθαλίνη. Παλιό φίλο,τόσο παλιό που κόντευε να λήξει. «Ο έρωτας είναι πόλεμος», μου λέει και τα μάτια του αγριεύουν, όπως τότε σε εκείνη την παλιά παραλία.
«Ποιος θα προλάβει να οχυρωθεί πρώτος;»Τον ρωτάω.
«Να κρύψει τις ανασφάλειες του ή να δείξει τα φτερά στην ουρά του για εντυπωσιασμό ω, σαν παγόνι;» Μου λέει γελώντας.
Σκουραίνω εγώ αυτή την φορά το βλέμμα μου. Πίνω μια γουλιά και του ψιθυρίζω. «Ο έρωτας έχει αναχώματα,σούρσιμο και έρπινγκ. Έχει βόλια, απώλειες,πολύ κυνηγητό και αφανισμό εγωισμού».
Σωπαίνει κοιτώντας το ποτήρι και τα δάχτυλά μου,που παίζουν με τα κλειδιά του αυτοκίνητου μου.

03:00, πρωινή .Παρασκηνιακά δρώμενα .Δυο μάτια καρφωμένα χρόνια σε ένα σημείο. Δυο χείλη που ψάχνουν να πουν ή να σωπάσουν. Ο δρόμος για το σπίτι σου. Τίποτα δεν άλλαξε,σαν να έκανα ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο μαζί σου. Σα να μην βγήκες τώρα από το αυτοκίνητο σου, αλλά χρόνια πριν. Σε ευχαριστώ πολύ για την ζέση αγαπημένε μου φίλε. Είθε ο πλασματικός κόσμος που ζούμε να έχει ένα καλύτερο αύριο για μας τους μη πλασματικούς.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

ΑνΑιΜίΑ

Το artwork είναι του


Έχει σύννεφα απόψε ο ουρανός. Από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, χαζεύω τα κομμάτια του. Αποσπάσματα ουράνιας γεωγραφίας. Σήμερα το αίμα μου κάνει πολύ θόρυβο και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Τι να γίνεται πάλι εκεί μέσα ;Σηκώνομαι και φέρνω από την ντουλάπα την καλοκαιρινή μου μάσκα και τον αναπνευστήρα της. Θα καταδυθώ στο αίμα μου απόψε,το πήρα απόφαση. Δεν με πιάνει ύπνος έτσι κι αλλιώς. Φοράω την μάσκα,παίρνω βαθιά ανάσα και καταδύομαι κάνοντας μιαν ανάποδη κολοτούμπα προς τα μέσα. Το βαθύ σκοτάδι και οι ενδοσκοπικές του αρετές έχουν υποτιμηθεί βαθύτατα από τον ρασιοναλιστικό πολιτισμό μας.
Κόκκινες μπουρμπουλήθρες σχηματίζουν μισό πρόσωπο δικό μου, μισό δικό σου. Κάποιος κλαίει στα σκοτάδια της ψυχής μου. Κάποιος υποφέρει. Μυρίζει σκουριά και καμένο δέρμα. Κόκκινο παντού. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια περιέχουν αιμοσφαιρίνη στην οποία οφείλεται και το κόκκινο χρώμα του αίματος,μου είχες πει κάποτε. Το αίμα είναι ζωντανός ιστός που τα κύτταρά του ανανεώνονται συνεχώς,είχα διαβάσει κάπου άλλου. Μα το αίμα μου δεν περιέχει τίποτα από όλα αυτά. Τα δικά του συστατικά, από τότε που γλίστρησες από έξω του, είναι αφηρημένες κόκκινες έννοιες. Ο θυμός μου ας πούμε, είναι ένα από αυτά, και κυλάει με βια στα αγγεία των ποδιών και των χεριών μου. Η απαγόρευση ,ο κίνδυνος, τα κόκκινα φώτα στο πίσω μέρος των αυτοκινήτων που προειδοποιούν,υπάρχουν μέσα στο βλέμμα μου. Η κόκκινη σημαία της επανάστασης στην βραχνάδα της φωνής μου,τα πυροσβεστικά οχήματα της πρώην μου καρδιάς. Μικρά πτώματα πνιγμένων ερώτων,κόκκινα, ρέουν παντού. Κόκκινες καβατζωμένες χλαμύδες των στρατιωτών της αρχαίας Σπάρτης, στο πίσω μέρος του στομάχου μου. Πορφυρά τα ενδύματα και τα πέδιλα του αυτοκράτορα. Ακόμα να τα φέρεις πίσω.

Βυθίζομαι όλο και περισσότερο σε σένα που πάντα έμοιαζες σε μένα και στο κόκκινο.Ερυθρά αιμοσφαίρια, λευκά αιμοσφαίρια και αιμοπετάλια, που «κολυμπούν» μέσα στο πλάσμα μαζί μου. Κάτι πράσινα ψαράκια με ψεκάζουν με τον χαμένο σου ιδρώτα ,φορώντας τα μάτια σου. Κόκκινα φανάρια και κόκκινοι σταυροί,δεν έχω πολύ οξυγόνο,νομίζω ότι παραληρώ...αλλά όσο καταδύομαι τόσο ο θόρυβος μεγαλώνει.Από τότε που έδωσα την καρδιά μου στα σκυλιά κι έβαλα στην θέση της ένα μήλο τίποτα δεν πάει καλά. Κανένα βράδυ δεν σταματάει ο θόρυβος και έχω ξεχάσει πως είναι να κοιμάσαι με το φως σβηστό. Κολυμπάω μέσα στις αρτηρίες και στα τριχοειδή αγγεία μυρίζει έντονα αιμοσφαιρίνη. Η μορφή σου έρχεται και φεύγει σαν διεστραμμένη εικόνα.
Φτάνω στην θέση της καρδιάς,που τώρα κρέμεται ένα μήλο-φυλακή καλών αισθημάτων .Εδώ ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός. Από δω ξεκινάει. Κόκκινος είναι ο θυμός μου. Βγάζω από το στόμα μου τον αναπνευστήρα και σπάω το μήλο στη μέση. Ξάφνου 1500 αρετές και καλά συναισθήματα ξεπετάγονται. Δεν το ανέχομαι αυτό. Θέλω να γίνω κακός άνθρωπος,για να μπορώ να κοιμάμαι το βράδυ. Ξερίζωσα την καρδιά μου για αυτό,μα τίποτα. Πάλι γέμισα καλοσύνη. Κόκκινη η επανάσταση. Βρίσκω ένα μικρό μαχαίρι και κόβω αμέσως σε κομμάτια το καλό μέσα από πανηγυρικούς αλαλαγμούς. Η φυλακή-μήλο βανδαλίζεται σε πολύ λίγο χρόνο. Όσες φυλακισμένες αρετές προέβαλαν αντίσταση κάηκαν ζωντανές. Κάποιες τις πέταξα από το πιο ψηλό σημείο του λαιμού μου, πάνω σε κοντάρια που είχα υψώσει, για να τις τρυπήσουν. Η σφαγή κράτησε από τις 4 το πρωί ως τις 11 το πρωί. 1500 συναισθήματα σκοτώθηκαν κατά τη διάρκειά της σφαγής.
Βγήκα και πάλι στην επιφάνεια μου,ξαπλωμένη μέσα στα αίματα.
Λαχανιασμένη,χωρίς ψυχή. Φέρε πίσω την ψυχή μου, ώστε να σταματήσει η αιμορραγία...
Κανένας ήχος απολύτως. Δεν ξέρω αν ζω ή αν ονειρεύομαι,αν κοιμήθηκα ή αν δεν ξύπνησα ποτέ.Σε έναν οργανισμό που πάσχει, συνήθως δεν πρέπει να δίνουμε ολικό αίμα, αλλά το στοιχείο εκείνο που του λείπει ή που έχει ανάγκη. Φέρ'την πίσω σε παρακαλώ....

Ο θάνατος δεν είναι ότι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί. Μπορεί να σε σκοτώσουν χωρίς να σε θανατώσουν.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 09, 2006

BrEak oN tHrOuGh


Τι είναι αυτό που με παρακινεί?
«Οι αλητείες μου/οι ανησυχίες μου/οι ανυπομονησίες μου/οι αμφιβολίες μου/οι πεποιθήσεις μου/οι φαντασιώσεις μου/οι αγάπες μου/οι μανίες μου/οι ανταρσίες μου/οι αντιφάσεις μου/οι αρνήσεις μου να υποταχθώ σε μια πειθαρχεία,ακόμη και στην δικιά μου»

Max Ernst

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

LaSt ExIt To BaByLoN


Πόσο κοστίζει μια βαριά κουβέντα; Ένα απαίσιο μειδίαμα από αυτά που τρέφει τόσο συχνά στα λακκάκια του,όταν με κοιτά. Παρατηρώ με μάτια που καίνε τον ίδιο αυτό άνθρωπο που κάποτε θαύμαζα και μου φαίνεται σαν ένα εμετικό υπερχείλισμα υποτέλειας.
Ναι, γιατί είναι υποτελής στην κυκλοθυμία του και στα ξεδιάντροπα καμώματα του.Είναι ένα κωλόπαιδο με ένα υπερφυσικό εγώ και ένα φθισικό αίσθημα αγάπης για τους άλλους.
Είναι τόσο κακομαθημένος που σχεδόν όλοι επιθυμούν να τον χαστουκίσουν. Καμιά φορώ απορώ πως είμαι τόσο καιρό ανεκτική μαζί του και γιατί του τα συγχωρώ όλα αυτά τα απαίσια καμώματα.
Μπορεί να ακούγομαι σαν πικραμένη γεροντοκόρη. Όταν όμως ο λόγος μου βρίσκεται κάτω από την επήρεια του κεντρικού μου συστήματος, που παίρνει διαρκώς φωτιά σαν πετρελαιοκίνητη γεννήτρια,πως μπορώ να βρω καταφύγιο στο ανώτερο εγώ μου
και στη μεγαλοψυχία μου, που απλά δεν υπάρχει .Βαδίζω στα 34και βλέπω με τρόμο πως δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μπορώ να τους κερδίσω μόνο με αυτό που πραγματικά είμαι.
Όλοι θέλουν κάτι άλλο από σένα. Ένα κομμάτι δεν είναι ποτέ αρκετό. Κι άλλα, κι άλλα και πάντα άσχημα και βρόμικα,ποτέ διάφανα και περιποιημένα.
Από την άλλη, παρατηρώ πως υπάρχουν απίστευτα πολλά όρνια που ορέγονται τη ροδοκόκκινη σάρκα του νου μου και με τα δικά τους ξόρκια με κάνουν να τους προσέχω και να πέφτω σαν σιδεράκι στο μαγνητικό πεδίο τους.
Αυτό με κάνει να κολλάω άπρεπα σε αυτούς,να τους προσέχω και να ερωτεύομαι πάνω τους αυτό που εγώ δεν έχω και δεν είμαι.
Έτσι τείνω στο να γίνω πάλι μια σκοταδόψυχη σκύλα, μια ερεβομανής,που για να λυτρωθεί από την τύφλωση του σκότους αναγκάζεται να γράφει για ευνουχισμένα βλέμματα που δεν μπορούν να δουν τίποτα από αυτά που τους δείχνει αυτή. Εγώ δηλαδή.
Αναγκάζομαι να γράφω για κορίτσια που μοιάζουν με ξέπνοες πεταλουδίτσες της νύχτας,που αν αγγίξεις για λίγο τα φτερά τους και πάρεις την καφετιά τους πούδρα,θα ξεψυχήσουν. Για αγόρια που κοιτάνε μόνο την πάρτη τους και μοιάζουν τόσο με αρσενικές πουτάνες,για δουλειές που θυμίζουν ξεκοιλιασμένες γάτες στην άκρη ενός αυτοκινητόδρομου και για φιλίες που κοντεύουν να σε κολλήσουν έρπη, ή που στην καλύτερη, απαγχονίζονται στη μέση του δρόμου για να σε κάνουν να τις θυμάσαι. Και αν καταφέρεις να τις κρατήσεις ζωντανές, αυτές ξερνάνε αγχωμένες σε κάθε στροφή, όλα όσα ζήσατε.

Τομάρια τελικά. Όλοι τους είναι τομάρια. Όλα ξεκινάνε με βάση τον εαυτό τους,τον συμπλεγματικό εαυτό τους,αυτόν προστατεύουν. Απανθρακώνουν τα συναισθήματα σου και συνεχίζουν θρασύτατα, με το καρβουνάκι που απέμεινε από αυτά, να ζωγραφίζουν μεγαλεία για να εντυπωσιάσουν την επόμενη λεία τους,αδιατάρακτοι.
Τα τομάρια!
Πόσα delete πρέπει να κάνω πια...κοντεύει να κρασάρει το σύστημά μου. Πόσο πιο κει μπορώ να αποτραβηχτώ,στα σπήλαια της μεταπλαστής ψυχής μου!
Μεταπίπτω και μεταμελούμαι γιατί ρυπαίνω την εικόνα της ζωής μου με ελπίδες που δεν είναι δικές μου,με άχρηστα πρόσωπα και ζωές που ανήκουν σε αχρείους.Στειρεύω γιατί παρασχολούμαι με ανούσια συστήματα επίλυσης προβλημάτων που ανήκουν σε ανισόρροπους «γλεντζέδες» και που κατά βάθος δεν με αφορούν.
Κάποτε γογγύζω βλέποντας όλα αυτά και κατανοώντας, για άλλη μια φορά, το λάθος μου. Θα μπορούσα να τους έχω χρησιμοποιήσει εγώ πρώτη, σαν στόκους, στις τρύπες των τραυμάτων μου.

Σιγά τα τομάρια σας βρε...όσο και να προσποιείστε δε θα γίνετε ποτέ φρουτόδεντρα,δε θα δώσετε ποτέ καρπούς, παρά μόνο σκουριά και χαλασμένα στομάχια.



ΦΛΟΙΣΒΟΣ: Ο ελαφρός ήχος από μικρά κύματα που χτυπούν στην ακτή.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 05, 2006

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- AdHeReL


Τη λέγανε Adherel κι ήταν κόρη του φεγγαριού. Γεννήθηκε ένα βράδυ του Δεκέμβρη με πανσέληνο, σαν η σελήνη έριξε τ’ ασημένιο φως της στα γυάλινα νερά της λίμνης, έγλυψε τα νούφαρα που τη χαϊδεύανε απαλά, τα παραμέρισε διεκδικητικά και εισέβαλε μέχρι τα άδυτά του βυθού της. Είχε κόκκινα κυματιστά μαλλιά που πάνω τους σκαλώνανε τ΄αστέρια, μάτια γκρίζα, μακριά κρινοδάχτυλα, κορμί ελαφιού κι ασημιά φτερά πεταλούδας καρφωμένα στις ωμοπλάτες. Φίλοι της ήταν τα πουλιά και φύλακας άγγελός της το πούμα. Την είδε ο ήλιος σαν ξεπρόβαλε γυμνή πρώτη φορά απ’ τη λίμνη και ζήλεψε την ομορφιά της. Την καταράστηκε να μην μπορεί ποτέ να βγει στο φως της μέρας, να καίγεται το δέρμα της στην πρώτη αχτίδα και μιλιά να μη βγει ποτέ απ΄τα γλυκά της χείλη. Μόνη να ζει και να πλανιέται μες το σκοτεινό το δάσος, νύχτα, με συντροφιά το μαύρο πούμα και τ΄ άστρα που σκαλώναν στα μαλλιά της. Μόνο κάθε πανσέληνο Δεκέμβρη τα μάγια ίσως να τα λύσει, αν βρει το ταίρι της την ώρα που όλοι θα κοιμούνται. Κι έβγαινε κάθε που θα νύχτωνε γεμάτο το φεγγάρι του Δεκέμβρη, σαν αμαζόνα το μαύρο πούμα καβαλούσε και ξεκινούσε το κηνύγι. Κι όργωνε το δάσος με τα πουλιά στο διάβα της κι άστραφταν τ΄αστέρια στα μαλλιά της δίπλα στο φως της λίμνης. Τριγύριζε στου bloghood το μικρό χωριό και κλεφτά παρατηρούσε τα ζευγάρια που κοιμόντουσαν σφιχτά αγκαλιασμένα απ΄τα μισάνοιχτα παράθυρα τις νύχτες, έκλεβε τις ανάσες τους και τα φιλιά τους ζήλευε, τα μοιρασμένα οράματα καθώς γερνούσανε μαζί. Στεκόταν πάνω απ΄τις κούνιες των μωρών και τρύπωνε κάτω απ’ τα σφαλιστά τους βλέφαρα, θέρμη γλυκιά να πάρει απ’ τα όνειρά τους. Και κάθε Δεκέμβρη με πανσέληνο, σύντροφο έψαχνε να βρει για να λυθούν τα μάγια. Κι έλιωνε σαν το κερί κάθε που ξημέρωνε, γιατί ήξερε πως δεν θ’ αντέξει ως τον επόμενο Δεκέμβρη. Παρήγγειλε λοιπόν και κάλεσαν όλα τα ζωντανά του δάσους. Μαζεύτηκαν μια νύχτα με πανσέληνο για να τους αποχαιρετήσει και χρυσοποίκιλτα μικρά πουγκιά τους έδωσε με ρόδια και μια μπούκλα απ’τα πορφυρά μαλλιά της μ’ ένα αστέρι στον καθένα. Κάνανε κύκλο γύρω απ’ τη φωτιά κι ενώσανε τα χέρια και τότε μόνο η κόρη η μουγκή μίλησε σε όλους με τα μάτια. Και είδανε τον πόνο της και όσα έκρυβε η καρδιά της τόσα χρόνια και δάκρυσαν που μπόρεσαν να τη σκέψη της να νιώσουν. Και κύλησαν τα δάκρια και παγωμένα γίνανε ρουμπίνια και διαμάντια που γυάλιζαν απόκοσμα στο φως της φλόγας. Και τότε αυτή σηκώθηκε και φρενιασμένα χόρεψε μέσα στον κύκλο, πετώντας από πάνω της το πέπλο που φορούσε. Κι η γύμνια της τους τύφλωσε τόσο όμορφη που ήταν και τα πουλιά φτερούγισαν στης μουσικής τον ήχο. Το πούμα μόνο βόγκηξε με κόκκινα τα μάτια, που ένιωσε πως θα ‘χανε για πάντα την κυρά του. Πάνω απ΄τη φωτιά εκείνη αιωρήθηκε για λίγο, το βλέμμα της πλανήθηκε υγρό τριγύρω και ξάφνου βούτηξε στις φλόγες χωρίς μιλιά να βγάλει. Το μόνο που ακούστηκε στη σιγαλιά του δάσους, ήταν ο ήχος από φτερά ασημένια που τσακίσανε και πορφυρά μαλλιά που μύρισαν καμμένα. Κανείς δεν είπε τίποτα, μόνο κλαίγαν από μέσα τους όπως κι εκείνη τόσα χρόνια. Σαν έσβησε η κόρη, σύννεφα σκεπάσαν τη δακρυσμένη σελήνη, τ΄αστέρια εξαϋλώθηκαν και το δάσος του blogspot σκεπάστηκε με ασημένια φεγγαρόσκονη.




Copyright by nosyparker




Κυριακή, Δεκεμβρίου 03, 2006

ΚαΤά ΤοΝ δΑίΜοΝα ΕαΥτΟύ


Όταν μετακομίζω την ψυχή μου
σε άλλες σάρκινες αναπαραστάσεις
κάνω ένα καταβεβλημένο σχέδιο
σε άσπρη κόλλα χαρτί.

Σβήνω τις ματιές που με φλόγισαν.
Τινάζω τα σχήματα αγάπης από πάνω μου.
Χτενίζω τα μαλλιά μου
και παίρνω δρόμους που φαρδαίνουν στο τέλος.

Σκέψεις αναδύονται μέσα από τα γκρίζα μάτια μου.
Καταλήγουν σε ένα κορμί ποθητό, δεν το ξέρω
ούτε το περιμένω, απλώς κινώ.
Οι μπότες μου χτυπάνε την άσφαλτο.

Σφραγίζουν την ψυχή της βίαια
Το σώμα μου άδειο περιφέρεται.
Σήμερα βρήκα ένα δαχτυλίδι σε παλιό σχήμα.

Το φόρεσα στα δύο δάχτυλα του αριστερού χεριού μου.
Τι νέα άραγε σήμερα;
Ποια ψευδαίσθηση θα ζορίσει το μυαλό μου;
Εκτός από σένα φυσικά.......

Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006

H εIρΩνΕίΑ δΕν ΕίΝαΙ πΑρΑ έΝαΣ πΝιΓμΕνΟς ΛυΓμΟς

Τo artwork είναι της Λούκι


Απογευματάκι Τετάρτης. Χειμωνιάτικο. Έξω νύχτα. Σαν να ήτανε από πάντα νύχτα. Μεγάλη και τρανή. Πολύ μου αρέσει να κάθομαι σπίτι το απόγευμα χωρίς μουσική και τηλεόραση και να διαβάζω. Σα να κοιμάται κάποιος που δεν θέλεις να ξυπνήσεις. Παρ’όλα αυτά είμαι στο σαλόνι της Α. Στο cd player γυρνοβολάει ο Tom Waits.Η στοιχειωμένη του βραχνάδα με βοηθάει να έρθω πιο κοντά στη γνώση μιας ζωής που λαμποκοπάει εκεί έξω και δεν την έχω ακόμα δει. Η Α. πλέκει κάτι σε κασκόλ. Την πειράζω και γελάει ακατάπαυστα. Το τασάκι γεμάτο πτώματα τσιγάρων και η Α. σιωπηλή μεταμορφώνει την στιγμή σε ακριβό κόσμημα που το έχεις περασμένο στους χόνδρους των κοκάλων σου. Υπάρχουν μέρες που δεν θέλω να είμαι με κανέναν, ούτε καν με τον εαυτό μου. Ξύπνησα νωρίς σήμερα. Γύρω στις 7.Έριξα μια ματιά έξω και είδα ομίχλη από την υγρασία. Εντυπωσιακό. Και μετά ύπνος πάλι. Όνειρα κουλουβάχατα,πραγματικότητα κουλουβάχατα. Θέλω την μοναξιά μου. Άμα δεν έχεις κέφια, το χειρότερο είναι να πέφτεις πάνω σε γνωστούς που έχουν όρεξη για κουβέντα. Παρόλα αυτά η Α. με ξεσηκώνει να πάμε κάποια μέρα από αυτές στο bios που φιλοξενεί, μαζί με το Nixon, την ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΒΙΝΤΕΟ6. Η ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΒΙΝΤΕΟ είναι το διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ που διοργανώνεται κάθε χρόνο στην Αθήνα, με σκοπό την προβολή του σύγχρονου κινηματογραφικού λόγου και ιδιαίτερη έμφαση σε ταινίες που δημιουργήθηκαν με τη χρήση του βίντεο και των νέων μέσων. Ακόμα δεν κατακάθισε η ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης και νέα ξεσηκώματα κεντάν ανατριχίλες στην επιφάνεια του δέρματος μου. Κι όμως θέλω την μοναξιά μου. Από την άλλη, τι πιο ωραίο να την αποκτήσω χαμένη σε αίθουσες και μέρη σκοτεινά με εκείνη την λυτρωτική δέσμη φωτός πάνω στο πανί του προτζέκτορα. Δέχομαι! Είμαστε ό,τι κάνουμε για ν’ αλλάξουμε αυτό που είμαστε. Δέχομαι, και ας με ζώνουν οι άκρες των μαύρων διαθέσεων στο βάθος. Η πόλη απλώνεται και μας υπνωτίζει με σουρεαλισμό μέρα με τη μέρα. Δεν ξέρω αν είμαι μέσα στην πόλη που γεννήθηκα ή σε μια άλλη πόλη που της μοιάζει .Λατρεύω και θαυμάζω όσους αντιστέκονται στις νέες αφίξεις και σε όσα χαραμίζουν τον χρόνο που έχουμε για να ζήσουμε. Προτείνω να κάψουμε τις ψεύτικες πόλεις μας .Δεν μας ανήκουνε και δεν τους ανήκουμε πια. Χτυπάει το τηλέφωνο της. Μου την σπάει ακόμα και αυτός ο ήχος. Δυσανεξία σε ήχους και ανθρώπους τελικά. Καθώς η Α. φλυαρεί, κοιτάω την υγρασία στον τοίχο του σαλονιού της. Κινείται συνήθως αργά, με προσεκτικά βήματα και πολλές φορές στέκει ακίνητη και παρατηρεί μια λεπτομέρεια του χώρου για πολλή ώρα. Τώρα παρατηρεί εμένα που κοιτάω αυτήν. Τα βράδια είμαι σίγουρη οτι φλερτάρει με την μπογιά που φθίνει, την σκουριά που γιγαντώνεται, το σπασμένο παράθυρο του μπάνιου. Ο Tom ουρλιάζει και το μυαλό μου γιγαντώνει την αναρχία του. Ανοίγω την τηλεόραση και την βάζω μηχανικά στο mute. Βλέπω εικόνες που σε λίγο θα μπαγιατέψουν. Θα πάνε στα αζήτητα μαζί με τα περσινά και τα προπέρσινα. Ο σκοτεινός αντί-ήρωας -o 36χρονος κτηνοτρόφος του Αγρινίου-θα έρθει αντιμέτωπος με το παρελθόν του και θα γευθεί στο τέλος την πικρή γεύση μιας «αμερικάνικης τραγωδίας».Υπάρχει ένα σπάνιο είδος ανθρώπινης τρέλας που το βρίσκει κανείς σε ρημαγμένες από το διάβα του χρόνου, ανθρώπινες νοητικές περιοχές. Όπου υπάρχει εμφανής φθορά είναι εκεί. Κολλάω το βλέμμα μου στην παρουσιάστρια. Όταν δεν μιλάει ,και είναι σκυφτή πάνω από τα χαρτιά της, καδραρισμένη μέσα από τόσα τηλεοπτικά παράθυρα, μου βγάζει μια τρέλα...ένα φλερτ σταθερό με την βραδινή κατάθλιψη. Είναι τόσο αστεία τα γεγονότα αν κανείς τα ανατρέψει. Η Α. συνεχίζει να μιλάει στο κόκκινο ακουστικό. Μοιάζει με πίνακα βγαλμένο από ενσταντανέ τσίρκου .Οι λέξεις της τρέχουν με μισά πηδηματάκια. Πιάνω μόνο ελάχιστες,σαν κάποιος να τις έκοψε από την ροή του λόγου και να ξεφλούδισε τα γράμματα. Φεύγω πριν αρχίσω να ξεφυσάω και να γκρινιάζω. Την χαιρετάω. Ακόμα μιλάει. Δυναμώνω επίτηδες την T.V, ανοίγω την ένταση του Tom Waits και τσιρίζω γελώντας...μου πετάει την κουβαρίστρα με δύναμη...Κλείνω δυνατά την πόρτα ξελιγωμένη από τα γέλια. Με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης σαν τη γάτα που μόλις χαϊδέψανε,ανεβαίνω τις λεωφόρους του κέντρου. Μοιάζουν με γκρι αυθάδικες γλώσσες πεταμένες έξω. Είναι πολύ λίγα αυτά που μας ευχαριστούν και πρέπει να θυμόμαστε να τα κυνηγάμε.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006

47 φΕσΤιΒάΛ τΕλΟσ


Μπήκαμε και φέτος στην αχλή της πόλης. Αυτής της συγκεκριμένης πόλης,της συγκεκριμένης αχλής που υπάρχει μόνο εκεί.
Ομιχλώδης καιρός,κούφιος. Ούτε κρύο ούτε ζέστη. Η Νίκης με νέα καφέ η πλατεία που όλο και παλαιώνει,τα στενά ανάμεσα στην Τσιμισκή,όλα είναι εκεί. Nέα και παλιά. Σα να μην έφυγα ποτέ. Φέτος το φεστιβάλ είχε πολλή σαβούρα,είχε έναν αχταρμά από δεύτερης διαλογής ταινίες, και άσε να λένε για τριπλό κόσμο που γέμισε τις αίθουσες και για διπλό αριθμό εισιτηρίων σε σχέση με πέρσι. Το φεστιβάλ ήταν το πιο ξενέρωτο φεστιβάλ των τελευταίων δέκα χρόνων. Μα την αλήθεια μου. Ένοιωσα, σα να ψώνιζα εσώρουχα από καλάθια λαϊκής. Σα να έβλεπα ταινίες -πόρνες με φτηνά βουλγάρικα αρώματα,χρησιμοποιημένες ξανά και ξανά. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι φοιτητές να γεμίζουν τις αίθουσες.
Το χνώτο αχνίζει. Φύλλα κίτρινα βρεγμένα παντού. Μυρίζει χειμώνας. Σκούφοι πολύχρωμοι,γάντια, τακούνια στα χαλασμένα πεζοδρόμια. Μυρωδιά από φρέσκο κουλούρι και από ζύμη τσουρεκιού. Στάση στον Τερκενλή. Πολύβουο κέντρο. Χαρμάνι εθνικοτήτων. Γυναίκες βαμμένες έντονα,με ψηλοτάκουνα και δερμάτινα παλτά. Μοιάζουν όλες σαν τηλεπαρουσιάστριες τοπικού καναλιού. Άσφαλτος με νερόλακκους. Ανοιχτωσιές που δίνουν για τροφή στο βλέμμα τον Θερμαϊκό. Στις προβλήτες ο κόσμος περιστρέφεται ακάθεκτος.
Το φεστιβάλ με έχει εξουθενώσει για άλλη μια φορά. Το μυαλό μου θολό, όπως το φως της Θεσσαλονίκης. Γαλακτώδες και θαμπό. Κρύβει αλήθειες. Μέσα σε αίθουσες που μυρίζουν τυπωμένο έντυπο και ανθρωπίλα ψάχνω τη μισή αλήθεια μου. Ταινίες που ποτέ δεν έκανα εγώ. Ταινίες που κάνουν άλλοι, για να δω.Για να σκεφτώ και να αποφασίσω τι είναι αλήθεια και τι ψέμα.
Και ξαφνικά η ζωή τελειώνει από εκεί που εσύ την άφησες. Και αρχίζει με ένα καινούργιο όνειρο. Νέοι άνθρωποι που γίνονται κομμάτια για σένα από το πουθενά,σταυροί που φιλιούνται από πολλά υποσχόμενα χείλη και υποσχέσεις παντοτινής φιλίας. Ποτά με άγνωστους- γνωστούς και πρωτόβγαλτες ιστορίες στην επιφάνεια ενός τραπεζιού γεμάτο αλκοόλ κάπου πέρα κάτω στην Αλ.Σβώλου.
Δραπέτευση. Από τα πάντα που με περιστοιχίζουν. Από ψεύτικες σχέσεις, από λάθος φίλους, από αδιάφορες ματιές και πλατιές κουβέντες. Το μυαλό μου καθαρό και απροσάρμοστο σε κάθε είδους πραγματικότητα , έτοιμο να πετάξει. Να ξεχάσει την κάθε βραδιά που χαράμισε άσκοπα. Ηλίθιες συνευρέσεις. Κουβέντες χωρίς νόημα. Ψάχνω την αλήθεια. Τα φώτα του δρόμου με χρωματίζουν. Αμάξια φεύγουν και έρχονται. Δεν γνωρίζω κανένα. Όλα είναι θαμπά. Ο Λευκός Πύργος, ίσα που ξεχωρίζει. Σαν να βγήκε από το μπάνιο. Το Βυζάντιο ακόμα αναπνέει μέσα από τα χαλάσματα σαν απενεργοποιημένο ηφαίστειο. Κάπου εκεί είδα και σένα, με εκείνα τα μαύρα σου μαλλιά κοντά και τις μνήμες της παλιάς φιλίας μας, σαν ξόρκι, περασμένες γύρω από το λαιμό σου. Τι όμορφη που ήσουνα! Και πρόσεξα καλύτερα τα μάτια σου, σαν μαγαζιών βιτρίνες φωτισμένες. Ήξερα ότι η πόλη αυτή θα μας ενώσει. Αλλά ποτέ μου δεν φαντάστηκα τον εαυτό μου να σε συνοδεύει, λίγο πριν το ξημέρωμα, μέχρι το ξενοδοχείο σου. Περπατώντας μέσα από μια πόλη υπνωτισμένη και με μαλλιά ξέλυτα μόνο για μας.
Για σένα, με τα μπλε μάτια και την χαλασμένη πανοπλία, και εκείνη την τέλεια γυναίκα δίπλα σου να με προσέχει σαν παιδί,ένα μεγάλο ευχαριστώ. Θα ανταποδώσω σύντομα.
Η κατακλείδα είναι ότι,αν και δεν ευχαριστήθηκα καθόλου ταινίες φέτος,ευχαριστήθηκα κόσμο, μουσική στο δισκάδικο του Σταύρου (stereodisc),πρόσωπα καινούργια ,θάλασσα πρωί μεσημέρι βράδυ,περπάτημα από 1 μέχρι και 2 ώρες κάθε μέρα,ποτά ποτά ποτά με γεύση Θερμαϊκού και παρέες. Και αυτά τα τόσα λίγα είναι αυτά που τα κάνουν να φαίνονται τόσα πολλά. Και αυτή είναι η ίδια η ζωή που ναι, είναι γαμημένα όμορφη σε τέτοιες πόλεις κάτω από τέτοιες μεγάλες γιορτές.

Τελευταία μέρα. Το βλέμμα μου αναζητεί τον Θερμαϊκό. Φεύγοντας, η Σαλονίκη κρέμεται ακόμα, περιμετρικά στα τσίνορα μου.
Έξοδος, εθνική, ταμπέλες κρεμασμένες σαν σταφύλια στους μεγάλους δρόμους μας μιλάνε και μας κατευθύνουν στη γλώσσα τους. Η Κατερίνη με τα χαμηλά σύννεφα. Σύννεφα- υδρατμοί, σαν σκόνη που άφησε στο πέρασμα του κάποιο μυθικό άλογο.
Κάστρο Πλαταμώνα, παραλία Αγ. Παντελεήμονα, Κοιλάδα Τεμπών, Πηνειός.
Πέντε και μισή το απόγευμα και έξω κανονική νύχτα, ώριμη με μεγάλο σκοτάδι και ουρανό με φεγγάρι ντροπαλό.
Σε λίγο φτάνω στην γενέτειρα. Η Αθήνα με περιμένει υπομονετικά, όπως το ρεύμα στην πρίζα.

Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2006

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- τO τΖίΝι ΤωΝ εΠιΘυΜιΩν


Κρατούσε ένα πολυκαιρισμένο λυχνάρι. Είχε μόλις καταφθάσει με ένα φανό στο χέρι και μια μαύρη σκονισμένη κάπα. Τα κατάξανθα μαλλιά της λιποθυμούσαν αγέρωχα μέχρι τα γρεμνά της μέσης της. Μου έδωσε το λυχνάρι,ήταν άδειο. Όταν ξαφνικά μέσα από την αναμμένη φωτιά ξεπρόβαλε ένας άντρας. Σάστισα. «Μίλα καπετάνισσα»,την πρόσταξε. «Πες αυτά που άκουσες ,έχουμε μακρύ ταξίδι εμπρός μας». Της ακούμπησε τον ώμο. Στους μηρούς του έκλαιγε ένα ξίφος. Μου χαμογέλασε. Κοίταξε την φωτιά και ξεκίνησε να λέει:

"Αρμενίζοντας τ’ ανταριασμένα πέλαγα και τους ανυπόταχτους καιρούς, βρέθηκα κάποτε σε μια Χώρα της Ανατολής. Εκεί αντάμωσα έναν άντρα αλλιώτικο κι αλλόκοτο μαζί, που κάλπαζε με το περήφανο κατάμαυρο άτι του και οδηγούσε στην έρημο πολύχρωμα και μακρόσυρτα καραβάνια. Ένα βράδυ, καθόμασταν λιγωμένοι σχεδόν απ’ τα ξέχειλα αρώματα και τα εξαίσια μπαχάρια που ανέμιζαν γύρω μας. Η ζαλάδα του ράθυμου νοτιά είχε ποτίσει την σκέψη μας. Έτσι όπως ήμασταν μεθυσμένοι απ’ τους γλυκούς καπνούς και τα λικνίσματα της φλόγας –να, όπως τώρα-, ο άντρας έσκυψε στο μέρος μου και μου διηγήθηκε τι του συνέβη ένα νωχελικό απόγευμα…

Το φως που έμπαινε απ’ τη σχισμάδα της σκηνής, έβαφε τους καπνούς με ένα πορφυροκίτρινο χρώμα, που όσο αναδευόταν και στροβιλιζόταν προς τα πάνω, γινόταν ελαφρό γκρι. Ο ήχος του ναργιλέ, σιγανός, μεθυστικός, λάγνος, νανούριζε τις αισθήσεις του, τις φρόντιζε και τις όξυνε σαν γυναίκα που προετοιμάζει τον εραστή της για έρωτα. Είχε κλείσει τα μάτια του και απολάμβανε τα χάδια της, όταν η βραχνάδα μιας φωνής τον ξύπνησε.

«Είμαι το Τζίνι των επιθυμιών αφέντη», άκουσε μια βαθιά, όχι απόλυτα αντρική φωνή, αλλά ούτε και γυναικεία. «Άνοιξε τα μάτια σου και ευχήσου. Η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί». Μισάνοιξε τα μάτια και είδε τους καπνούς να έχουν συγκεντρωθεί στο κέντρο της σκηνής, με την πορφυροκίτρινη χροιά τους να ιριδίζει σε όλους τους τόνους της χρωματικής κλίμακας.
«Μίλησε αφέντη», είπε η φωνή. «Τι ποθείς; Χρυσάφι και ρουμπίνια από τις μακρινές χώρες του αιώνιου μεσημεριού; Μια βόλτα με το ιπτάμενο χαλί της αίσθησης μέχρι εκεί που τα ουράνια δεν έχουν πια σύνορα και τα πάντα είναι δικά σου; Ένα άνθος της ερήμου σε μορφή μιας πανέμορφης και ηδυπαθούς φελάχας, που θα κρατάει το κρεβάτι και την ψυχή σου ζεστά; Μίλησε και η επιθυμία σου θα είναι διαταγή». Ο άντρας κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας πικρά. «Άτυχο τζίνι, φτωχό τζίνι των επιθυμιών, νιώθω τον πόνο σου. Είσαι καταδικασμένο να τριγυρνάς από ανθρώπινη ψυχή σε ανθρώπινη ψυχή, προσπαθώντας να την ικανοποιήσεις και ουδείς ενδιαφέρεται για σένα, σαν γυναίκα που οι άντρες την χαίρονται, αλλά δεν την εκτιμούν. Εσύ, παντοδύναμο πνεύμα, τι άλλο είσαι εκτός από μια πόρνη των αισθήσεων;» «Τίποτα άλλο αφέντη, μόνο αυτό που λες, που ποτέ σε χιλιάδες χρόνια ύπαρξης δεν το ‘χω ξανακούσει. Χάιδεψα τ' αυτιά σουλτάνων και βεζίρηδων, πολεμιστών και καμηλιέρηδων, βασιλισσών και υπηρετριών, όλοι κάτι είχαν να ζητήσουν, κάπως τους ικανοποίησα. Και βέβαια, όλοι τους με ξέχασαν… Ζήτα μου κι εσύ κάτι και ξέχνα με μετά»! «Η επιθυμία μου, τζίνι», ακούστηκε ο λόγος του άντρα σαν χάδι και ευχή μαζί, «είναι να μην πονάς, να μην επιθυμείς, να μην θυμάσαι. Είσαι πλάσμα αιώνιο, απόλαυσε την αιωνιότητα, ξέχνα τα ανθρώπινα μικροσυμφέροντα, τις ταπεινές επιθυμίες, τις κλειστές άξεστες καρδιές. Πρόσφερε τα θέλγητρά σου σε λίγους και εκλεκτούς αν επιθυμείς, αλλά μην σπαταλάς την ομορφιά σου στον οποιονδήποτε. Επιθυμία μου είναι να είσαι ελεύθερος». «Και έτσι θα γίνει», απάντησε μεμιάς το τζίνι. Αστρικοί παγωμένοι άνεμοι χίμηξαν στο δωμάτιο, μακρινές ανατολίτικες μουσικές ακούστηκαν και οι καπνοί διαλύθηκαν. Στην θέση τους, γονατιστός, έμεινε ένας γεροδεμένος σκουρόχρωμος νεαρός άντρας, που κράταγε ένα τεράστιο κυρτό ανατολίτικο σπαθί στο χέρι του. Σηκώθηκε αργά, κρύβοντας με δυσκολία την χαρά του, και υποκλίθηκε.
«Ποιος είσαι εσύ που ελευθερώνεις πολεμιστές; Ποιος είσαι εσύ που δεν ζητάς τίποτα; Από ποια γενιά κρατάς, που βρίσκεται η σκηνή σου, πως σε φωνάζουν στον τόπο σου;» γρύλισε. «Η γενιά μου είναι ταπεινή. Πουθενά δεν έχω ούτε σκηνή, ούτε στρατό. Κανένας δεν με μνημονεύει στα όνειρά του. Λέγε με Άγνωστο. Μόνο αυτό χρειάζεται να ξέρεις». «Μαχμούντ Ελ Ρασίντ είναι το δικό μου όνομα, ανταπάντησε ο άντρας. Πολλοί με ξέρουν και ως οι "Σαράντα κλέφτες...".Το πλήρες όνομα είναι οι "Σαράντα κλέφτες της ευτυχίας", γιατί πραγματοποιώντας τις επιθυμίες σας, σας κάνω δυστυχισμένους. Βλέπεις, όλοι μάθαιναν το πλήρες όνομά μου "κατόπιν εορτής". Δεν σας αγαπώ εσάς τους ανθρώπους. Σας μισώ, γιατί με φυλακίσατε, πήρατε την περηφάνια μου, την πολεμικότητά μου, όλα όσα έχω και με ντύσατε έναν γελοίο λακέ, έναν αιώνιο υπηρέτη. Μετά από ατέλειωτους αιώνες, διαπιστώνω με ανακούφιση ότι δεν είστε όλοι ίδιοι. Μια - δυο φορές στην αιωνιότητα ίσως, κάποιος ανάμεσά σας βγαίνει διαφορετικός, όπως ήμουν κι εγώ. Ολόψυχα σου εύχομαι να μην καταλήξεις σε μπουκάλι, γιατί ίσως ποτέ να μην συναντήσεις τον όμοιό σου που θα σε ελευθερώσει. Αλλά και πάλι, μόνο γι αυτήν εδώ την στιγμή άξιζε μια αιωνιότητα φυλακής. Δεν ξέρω αν έχω πια τη δύναμη, αλλά σε παρακαλώ, ευχήσου κάτι σε έναν όμοιό σου -όχι σε ένα τζίνι-, κι αν μπορώ...» «Εύχομαι τότε Μαχμούντ ποτέ να μην δοκιμάσεις την δική μου την μοίρα. Εύχομαι να πεθάνεις περήφανος κι ενώ το αίμα σου θα βάφει κόκκινη την άμμο της χώρας σου. Εύχομαι οι γυναίκες τις πατρίδας σου να κλαίνε για χρόνια στις οάσεις έναν μεγάλο άντρα και έναν τρομερό πολεμιστή. Εύχομαι οι βραδινοί άνεμοι της ερήμου να σε θυμούνται σαν το άνθος των αντρών της πατρίδας σου και να τραγουδούν το όνομά σου».

Ο μυστήριος άντρας σταμάτησε να μου μιλά. Για μια φευγαλέα στιγμή η εικόνα του θάμπωσε. Έτσι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είδα δάκρυα στα μάτια του. Μάλλον τρεμόπαιξε η μορφή του… Το βέβαιο είναι ότι όταν η εικόνα καθάρισε, το πρόσωπό του είχε το συγκρατημένο χαμόγελο ευτυχίας των πολεμιστών.
Σήκωσε το σπαθί του ακουμπώντας το στο μέτωπο του, στον κλασσικό χαιρετισμό των πολεμιστών της ερήμου, το ηράκλειο στήθος του φούσκωσε από συγκίνηση και εξαφανίστηκε. Πήρα μια βαθιά ρουφηξιά από τον ναργιλέ μου και του ευχήθηκα ευτυχισμένες μάχες.


Copyright by Καπετάνισσα


Κυριακή, Νοεμβρίου 19, 2006

ΘεΡμΑιΚοΥ αΝηΦόΡα

Ετοιμάζω για άλλη μια φορά τους μουσκεμένους, από την αγωνία του ονείρου,χάρτες μου. Οι βαλίτσες πρησμένες σαν τεράστια έντομα, ανυπομονούν να τις πιάσω από την παλιά τους λαβή. Ανεβαίνω και φέτος στο φεστιβάλ. Όλα τακτοποιημένα και κρεμασμένα στα τσίνορα μου. Σας κοιτάω, δεν με βλέπετε. Σκέφτομαι να σας πω για την πρώτη μου επαφή μαζί της. Ακούστε.

Η πρώτη επαφή..
Περνώντας τους 3 ποταμούς, Αλιάκμωνα-Λουδία-Αξιό και τις ξεχασμένες εκβολές τους έφτανα στην πόλη.
Μου είχαν πει για αυτήν παλαιότεροι εραστές της, άντρες με νυχτερινό βλέμμα και γυναίκες με κόκκινα χείλη και μαβιά μάγουλα από την έξαψη.
Εγώ δεν ήξερα τίποτα ακόμα.
Θεραπευτήριο Ιθάκη. Ένα μαύρο σύννεφο κατεβαίνει στα μάτια. Μια φαρδιά λωρίδα δρόμου σαν ένας άλλος γκρι ποταμός οδοποιεί την ψυχή σου. Σε κατέχει σαν μια επιμήκη ζώνη ασφαλείας.
Και να! Η δικιά σου Ιθάκη αχνίζει σαν μέσα από κατσαρόλα. Η πόλη σιγά- σιγά μου φανερώνεται.
Η Θεσσαλονίκη με περίμενε σε μια έκθεση τροφίμων και ποτών. Αυτό ήτανε το πρώτο μας ραντεβού.Πάνε χρόνια.
Πλησιάζοντας μέσα στο κέντρο της την βρήκα πολύ στενή .Πλατεία Αριστοτέλους-Ολύμπιον. Μεσημεριανή βόλτα στην Τσιμισκή που μύριζε βανίλια και γλυκάνισο. Χωρίς λόγο η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Το θυμάμαι ακόμα.
Κατηφόρισα. Νίκης περπατητό μέχρι τον Λευκό πύργο. Τον «χοντρό» όπως τον αποκαλώ χαϊδευτικά από τότε.
Καθόλου λευκός, στεκόταν εκεί σαν πρησμένος φάρος με στέμμα στο κεφάλι σαν τότε που τον είχα δει σε ένα όνειρο μου, πριν τον ανταμώσω. Τον έπιασα σαν να έβλεπα έναν καλό μου φίλο μετά από καιρό.
Κοντοστάθηκα σε ένα καρτοτηλέφωνο και σε πήρα. Το πρώτο «ναι;». «Εγώ είμαι, σου απάντησα, -Είμαι ερωτευμένη με την πόλη, με σένα .Θα αφήσω την καρδιά μου εδώ, σου είπα!» Και μετά γλίστρησα στους θολούς της δρόμους, πάτησα λάσπες και χώμα να έχω να φέρω πίσω. Στις στάσεις των αστικών, φοιτητές χαζεύουν στο άπειρο. Στο άπειρο ο Λευκός πύργος μιλάει στον Θερμαϊκό. Τι να λένε γαμώτο!
Παραμιλάω και νιώθω πυρετομένη. Απίστευτο. Μπορεί αλήθεια μια πόλη να σε κάνει έτσι;; Θυμήθηκα τότε τους παλιούς εραστές της, εκείνους τους άντρες με το νυχτερινό βλέμμα και τις γυναίκες με τα κόκκινα χείλη και τα μαβιά μάγουλα από την έξαψη.
Όταν την αφομοιώσω σε κάθε κύτταρο μου θα αρχίσουν τα δέκατα.


Η πόλη με τα χίλια πρόσωπα είναι ακόμα όρθια και σβήνει το τσιγάρο της .Οι ματιές μας διασταυρώνονται. Μαζεύω πίσω τα μαλλιά μου,βάζω το σκουφί μου και της κλείνω το μάτι. Μου στέλνει φιλί και γω πιο ξεσηκωμένη από ποτέ λέω να μπλεχτώ,να χωθώ μέσα της με οποιονδήποτε τρόπο,αρκεί να είναι ο δικός μου.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006

ΕκΕί ΠοΛυΤεΧνΕίΟ


Εκεί Πολυτεχνείο:Η δικτατορία των συνταγματαρχών (21η Απριλίου 1967) προσπάθησε να κρατηθεί στην εξουσία από τη μια με τη μάσκα της φιλελευθεροποίησης, που έβαλε με το να κάνει πρωθυπουργό το Σπύρο Μαρκεζίνη, και από την άλλη με την τρομοκρατία και την αστυνόμευση του λαού.

Εδώ τα γεγονότα εξακολουθούν. Kαραμανλής: Δεν βλέπω λόγο για πρόωρες εκλογές .Στην εκτίμηση ότι, πιθανότατα, η κυβέρνηση θα ολοκληρώσει τη θητεία της, η οποία λήγει τον Μάρτιο του 2008, διότι δεν υπάρχει λόγος πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, προέβη εκ νέου χθες ο πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής, σε συνέντευξή του στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters.
Η επέτειος του Πολυτεχνείου είναι ένα τεράστιο ψέμα
.

Εκεί Πολυτεχνείο: Το φθινόπωρο του 1973 ο αγώνας των φοιτητών κορυφώθηκε. Έγιναν συνελεύσεις στις σχολές και προβλήθηκαν μαχητικά αιτήματα. Το κύριο αίτημα των φοιτητών ήταν ο ελεύθερος συνδικαλισμός και οι άμεσες εκλογές. Η κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη εξάγγειλε μέτρα , με τα οποία ανέβαλε τις εκλογές των φοιτητών για το Φεβρουάριο.

Εδώ τα γεγονότα εξακολουθούν. Δυσφορία στην κυβέρνηση αλλά και στην κοινή γνώμη προκάλεσε η πρωτοφανής «παράσταση διαμαρτυρίας» εν είδει κατάληψης στα κεντρικά γραφεία της Νέας Δημοκρατίας στη Ρηγίλλης, στην οποία προχώρησαν χθες 50 συνδικαλιστές της ΕΛ.ΑΣ. διαμαρτυρόμενοι για την μη ικανοποίηση αιτημάτων τους.
Η επέτειος του Πολυτεχνείου είναι ένα τεράστιο ψέμα
.

Εκεί Πολυτεχνείο: Την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου έγιναν στο Πολυτεχνείο γενικές συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων και συντονίστηκε ο αγώνας. Το μεσημέρι ήρθαν να ενωθούν με τους συγκεντρωμένους και οι φοιτητές που συγκεντρώθηκαν στη Νομική Σχολή. Όλοι φώναζαν αντιχουντικά και αντιαμερικανικά συνθήματα και διατράνωναν την απόφασή τους για αγώνα μαζί με το λαό, που άρχιζε να μαζεύεται έξω από το Πολυτεχνείο. Οι γνώμες για να διαλυθούν απορρίπτονταν και τότε η κατάληψη του Πολυτεχνείου και η μετατροπή του σε πόλο συσπείρωσης του λαού ήταν γεγονός. Από τα συνθήματα, τις πρόχειρες προκηρύξεις και τον αυτοσχέδιο πομπό ηχούσε το προσκλητήριο του αγώνα. Δημιουργήθηκε η πρώτη Συντονιστική Επιτροπή. Επικρατούσε αγωνιστικός ενθουσιασμός. Τη νύχτα η αστυνομία απομόνωσε τους δρόμους γύρω από το κτίριο του Πολυτεχνείου. Την Πέμπτη κατέφτασαν νέα κύματα κόσμου, ενώ ο κλοιός των δυνάμεων ασφαλείας γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός. Μπήκε σε λειτουργία ραδιοφωνικός σταθμός που καλούσε το λαό σε συμπαράσταση. Την Παρασκευή καταφτάνουν μηνύματα συμπαράστασης από πολλούς επαγγελματικούς και εργατικούς συλλόγους όλης της Ελλάδας. Το απόγευμα άρχισαν οι συγκρούσεις. Το Πολυτεχνείο ζώθηκε από σύννεφα δακρυγόνων και καπνογόνων. Η αστυνομία άρχισε τους πυροβολισμούς.Πέφτουν οι πρώτοι νεκροί. Στις 12.30 μετά τα μεσάνυχτα εμφανίστηκαν τα άρματα μάχης. Αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις. Η προθεσμία εκκένωσης δεν τηρείται. Στις 2.30 η πύλη του Πολυτεχνείου πέφτει από ένα τανκς. Η επίθεση γενικεύτηκε και αστυνομικοί με άντρες των Λ.Ο.Κ. εφορμούν στην αυλή του Πολυτεχνείου. Πολλοί σκοτώθηκαν και εκατοντάδες οδηγήθηκαν στην ασφάλεια. Οι συλλήψεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες, οπότε έγινε αλλαγή φρουράς και εμφανίστηκε στο προσκήνιο η χούντα του Ιωαννίδη.

Εδώ τα γεγονότα εξακολουθούν. Ηχηρό μήνυμα προς τον ελληνικό πολιτικό κόσμο έστειλε χθες το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς με απόφασή του καταδικάζει τη χώρα μας, αλλά και την ευκολία με την οποία απορρίπτονται τα αιτήματα των εισαγγελικών αρχών για άρση της βουλευτικής ασυλίας, ακόμη και στις περιπτώσεις που τα αδικήματα δεν σχετίζονται με την πολιτική δράση των βουλευτών.
Η επέτειος του Πολυτεχνείου είναι ένα τεράστιο ψέμα.

Εκεί Πολυτεχνείο:Το Πολυτεχνείο αποτέλεσε την αρχή του τέλους της δικτατορίας, μετά την πτώση της οποίας δικάστηκαν οι ένοχοι και καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές, ανάλογα με τη δράση που είχε ο καθένας. οι σημερινές καταλήψεις των πανεπιστημίων δεν έχουν καμιά σχέση με την κορυφαία στιγμή του αντιδικτατορικού αγώνα. Η κατάληψη του Πολυτεχνείου το 1973 νομιμοποιείται ως αντίδραση σε ένα δικτατορικό καθεστώς.

Εδώ τα γεγονότα εξακολουθούν. Ένας αστυνομικός τραυματίσθηκε και ο δράστης του τραυματισμού συνελήφθη κατά τη διάρκεια των μικροσυμπλοκών που σημειώθηκαν στην πορεία των συμβασιούχων. Οι διαδηλωτές, που είχαν κάνει προσυγκεντρώσεις στις πλατείες Καραϊσκάκη, Ομονοίας και Κλαυθμώνος, έφθασαν στη Βασιλίσσης Σοφίας λίγο μετά τη 1 μ.μ. Ενώ αρχικά οι αστυνομικοί βρίσκονταν σε συνεννόηση με τους επικεφαλής, τα πνεύματα κάποια στιγμή οξύνθηκαν και, σύμφωνα με την αστυνομία, οι διαδηλωτές με πέτρες, ξύλα και αυγά επιτέθηκαν εναντίον των αστυνομικών, οι οποίοι τους απώθησαν. Για περίπου δύο ώρες συνεχίσθηκαν οι προσπάθειες διάσπασης του αστυνομικού κλοιού και οι απωθήσεις των διαδηλωτών. Στο σημείο έφθασαν και περίπου 200 νεαροί φοιτητές από το Πολυτεχνείο, οι οποίοι όμως δεν συμμετείχαν στα επεισόδια..
Η επέτειος του Πολυτεχνείου είναι ένα τεράστιο ψέμα.

Λίγο πιο πέρα,για το 2056 η αμερικανική επιστημονική επιθεώρηση New Scientist προβλέπει πως θα έχουμε -εν είδει αυτοκινήτων- ανταλλακτικά για κάθε όργανο που υπολειτουργεί, καθώς θα υπάρχουν τεράστια εργαστήρια, τα οποία θα δημιουργούν ανθρώπινα μέλη ή όργανα. Επιπλέον με τα κατάλληλα φάρμακα θα έχουμε τη δυνατότητα να προκαλούμε την ανάπλαση κάποιου άκρου ή οργάνου.

"Στον ουρανό, σα Μαρσεγιέζα κόκκινη,

σφαδάζει ψοφώντας η δύση.

Όλα πια είναι μια τρέλα."

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

ΜαΚάΡι Να ΧιΟνΙζΕ τΩρΑ


Το καφέ μικρό. Τα τζάμια θόλωσαν αμέσως, με το που μαζεύτηκε ο κόσμος. Μικρά τραπέζια. Πέντε άτομα ξεδιπλώνουν τους χάρτες τους και το όνειρο χαράζει πορεία. Πειραματικά σχέδια για ντοκιμαντέρ,πιθανά σενάρια για ερασιτεχνικές ταινίες,μαρτυρίες,αναδομήσεις κοινωνιών,αλλαγή της πόλης,Δεκεμβριανά υπολείμματα. Κάμερες, φακοί,γωνίες λήψης, ρόλοι. Κόντρα κάμερες,φώτα, υποτιθέμενες δομές. Κι όμως, εγώ δεν είμαι εκεί. Τα μάτια μου στυλωμένα έξω,βαστάνε όλο το βάρος της πόλης. Φλερτάρουν, με εκείνη εκεί, την κούκλα της απέναντι βιτρίνας .Αν κάποτε ζωντάνευε θα ήθελα να της δώσω το τηλέφωνο μου. Είμαι αλλού. Αφηρημένη και αηδιασμένη από τα ίδια μου τα όνειρα. Αν και ξέρω που βάζουν τα παιδιά τα ημερολόγια καταστρώματος, αν και νοιώθω τα κατάρτια να φτερουγίζουνε από πάνω μου,αν και βλέπω πως το πλοίο κινείται,δεν είμαι μαζί τους. Απλά χαμογελάω. Μακάρι να χιόνιζε. Τι συμβαίνει όταν δεν ευχαριστιέμαι τον καφέ μου,όταν βρίσκω τόση ομορφιά σε αυτό το πρόσωπο της άψυχης κούκλας; Ανατινάζω τις επιθυμίες μου,ουσα αυτοκαταστροφική. Ότι παθαίνω το αξίζω. Καμιά φορά σκέφτομαι, πως δεν απέχω και πολύ από όλα αυτά τα είδωλα που λάτρεψα στην μετά εφηβεία μου, και αυτά για αντάλλαγμα, με έβαλαν στο καρότσι τους με κουβάλησαν μέχρι εδώ και γεμάτα μαστούρα, ξεχείλωσαν τη μέσα μου μορφή. Δεν με αναγνωρίζω πάντοτε. Και τώρα τελευταία δεν με αναγνωρίζω ούτε όταν κάνω όνειρα. Επαγγελματικά κυρίως όνειρα .Η μέσα μου μορφή γεμάτη σούρες και αλλοιωμένα χαρακτηριστικά μοιάζει σάπια. Την ακουμπάω με το δάχτυλο σε στιγμές που ο κόσμος δεν βλέπει και νοιώθω πως το μόνο που της έμεινε είναι ο πόνος και ο χρόνος που σκληραίνει.Tην σκληραίνει και μοιάζει σαν το ζυμάρι που αφήνεις ξεχασμένο. Μακάρι να χιόνιζε τώρα. Το χιόνι καταργεί αυτή την μυρωδιά της νοθείας. Βγαίνεις έξω και τίποτα πια δεν μυρίζει σαν πορνείο ψυχής .Άνθρωποι τριγύρω μου απλωμένοι σαν νοσήματα .Πάω στοίχημα πως, όταν πάνε σπίτι τους, βλέπουν και αυτοί την μέσα τους μορφή ξεχειλωμένη,με σούρες, και δαγκώνουν τις αρθρώσεις των δαχτύλων τους .Μακάρι να χιόνιζε τώρα. Νοιώθω καλά εκεί έξω,σε αυτό το πολυβιταμινούχο κέντρο. Νοιώθω χαλαρή,για λίγο. Για όσο κράτησε το φως της μέρας σήμερα,κι έπειτα το φως της οθόνης του κινητού,και τέλος της οθόνης του υπολογιστή. Το φως που ζεσταίνει το μέσα μου μπετόν. Μακάρι να χιόνιζε τώρα. Θα το έσκαγα με εκείνη εκεί την κούκλα. Θα κρυβόμασταν στις στοές της πόλης και οι άλλοι με αναμμένες τις σειρήνες τους θα μας έψαχναν. Και το χιόνι θα κάλυπτε τα πάντα με αυτή την φοβερή σιωπή. Θα χανότανε ακόμα και το τόσο έντονο άρωμα μου, που βασανίζει πολλούς ,σαν αρρώστια που δεν περνάει .Και αφού θα πίναμε κονιάκ, άφθονο κονιάκ, κάτω από μεγάλες νταλίκες παρκαρισμένες εδώ και κει, θα με πήγαινε πίσω από τις πιο γνωστές βιτρίνες της πόλης και μεθυσμένες θα κοιτάγαμε το χιόνι. Θα κοιτάγαμε τον δρόμο, τα φώτα και τις νιφάδες να λιποθυμούν κάτω από αυτά,τον κόσμο και τα χνότα τους. Όλα πίσω από το τζάμι. Εκεί θα πάγωνε κι ο χρόνος μαζί με μας. Και οι άλλοι θα ψάχναν ακόμα να με βρουν. Κι όταν ξημέρωνε θα έριχνα εγώ την άγκυρα από το πουθενά,και ίσως τότε,να έβλεπα το όνειρο στα μάτια. Μακάρι να χιόνιζε τώρα.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

λΕκΤιΚά ΠαΥσΙπΟνΑ

Απογευματάκι και έχει νυχτώσει για τα καλά. Ήταν πάντοτε τόσο μαύρη η νύχτα;
Στην κουζίνα το ραδιόφωνο παίζει ένα κομμάτι των nirvana.Πίνω γάλα με σοκολάτα και έχω μπροστά μου τρία βιβλία. Μου θυμίζει τότε που πήγαινα σχολείο,στη θαλπωρή ενός σταθερού σπιτιού. Τέτοια ώρα απλά διάβαζες και όλα ήταν απόλυτα και συμφιλιωμένα με το ίδιο πρόγραμμα της κάθε μέρας. Δεν ήθελα να αλλάξω το πρόγραμμα μου λες και το ήξερα πως θα ερχόντουσαν μέρες φοβερών ανατροπών. Η ενηλικίωση είναι ένας μικρός θάνατος,το πρώτο χαστούκι μετά από αυτό του πατέρα.

I'm not like them/ But I can pretend/ The sun is gone/ But I have a light/ The day is done/ But I'm having fun/I think I'm dumb/ or maybe just happy /Think I'm just happy.

Αισθάνομαι μια περίεργη ένταση,με πιάνει αυτός ο φόβος της απόρριψης που με μπλοκάρει πάρα πολύ και κοντράρεται με την επιθυμία μου να ανακαλύψω τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω μου .Με στέλνει σε άλλους πλανήτες ιδεών και σκέψεων. Μερικές φορές αισθάνομαι σαν να έχω πάρει παραισθησιογόνα. Χωρίς γείωση στις γειτονιές του αύριο, του μεθαύριο.Μα που πας κορίτσι μου έτσι γυμνή;
Μη σε νοιάζει.Έχω ράγες εγώ, και πέρα από αυτές ,έχω και τις λέξεις σου.
my heart is broke/ But I have some glue/ help me inhale/ And mend it with you/ We'll float around/ And hang out on clouds/ Then we'll come down /And I have a hangover... /Have a hangover.

Δεν λείπει ο έρωτας από τις ζωές των ανθρώπων. Ψέματα. Ο έρωτας βρίσκεται εκεί έξω και είναι διαθέσιμος για όλους. Αλλά να σας πω την αλήθεια μου; Μην τα πολυπιστεύετε αυτά.
Skin the sun/ Fall asleep/ Wish away/ The soul is cheap/ Lesson learned/ Wish me luck/ Soothe the burn/ Wake me up.

Βρήκα στην είσοδο και πάλι γράμμα σου. Το έφερα σαν λάφυρο πάνω,μαζί μου. Το ρόφημα τελείωσε μαζί με τις λέξεις σου. Μου πέρασε και ο πόνος στο στήθος αφότου τελείωσα να το διαβάζω. Για την ανακούφιση των συμπτωμάτων των ψυχικών λοιμώξεων έχω τις λέξεις σου. Τις λέξεις σου που σαν καραμέλα τις διαλύω αργά στο στόμα μου κάθε δύο ή τρεις ώρες. Οι λέξεις σου μου χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή.
Εάν τα συμπτώματα επιμένουν τρέχω μέσα από παράσιτα ύπαρξης και σε συμβουλεύομαι.
Και τότε πίσω από υγρασίες αόριστου και βρεγμένων τζαμιών μου λες πως ένα σωστά αναλυμένο ερώτημα μπορεί να περιέχει την απάντηση του. Αδειάζω το μυαλό μου πάνω σου, όπως αναποδογυρίζει κάνεις την τσάντα του. Δε ντρέπομαι για αυτά που θα σου δείξω... Ντρέπομαι για αυτά που θες να δεις και δεν θα σου δείξω ποτέ. Αυτά που είναι σε μικρά μυστικά τσεπάκια και έχουν να κάνουν με πολύ προσωπικές μου ουλές. Θέλω να σου ανοίξω την ψυχή μου, όπως ξεκουμπώνω ένα πουκάμισο,ένα χοντρό παλτό και το αφήνω να πέσει απαλά στο πάτωμα,φανερώνοντας έτσι την γύμνια του κορμιού μου,αλλά δεν υπάρχει ο χρόνος. Μια νέα νύχτα μου χαρίζει το ντεκολτέ της και γω στο βάθος του ουρανίσκου μου έχω τις λέξεις σου, ακόμα κι έτσι είμαι χαρούμενη. Απλά χαρούμενη.
I'm not like them/ But I can pretend/ The sun is gone/ But I have a light/ The day is done/ But I'm having fun/ I think I'm dumb/ or maybe just happy /Think I'm just happy.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006

ΕρΕίΠιΑ ΜέΣα Κι ΈξΩ


Μπλε μουδιασμένος ουρανός για αρχή. Και μετά ήλιος και φως, σαν άνοιξη,και λίγο σαν χυμός καλοκαίρι. Το φως που ζεσταίνει την πλάτη,κι ύστερα κρύο που παγώνει τα ακροδάχτυλα και κάνει την μύτη μου να κοκκινίζει. Ένας ξαφνικός θάνατος ενός συναδέλφου, που χρόνια ήξερα και αγαπούσα,λίγο πριν τα διόδια. Με μηχανή.Έπεσε με μηχανή,άρα σκοτώθηκε.Πλευρικοί άνεμοι τον ρίξανε στα βράχια. Άρα σκοτώθηκε.Ετών 32. Δεν έμεινε τίποτα, είπανε. Η κηδεία. Η συντριβή μαζί με την θλίψη. Ημέρες του Νοέμβρη, σκληρές, με σπασμένα κόκαλα και φλέβες αδειανές. Παρκάρω με βίαιες κινήσεις. Κινήσεις τέλους πριν καλά ,καλά ξεκινήσουν όλα αυτά που έπονται. Το ασανσέρ μουγγό και ασημένιο με καταβροχθίζει για 1 λεπτό. Ατέλειωτοι διάδρομοι. Θυμίζουν κλινική .Η πόρτα του τμήματος μου ανοιχτή. Χαμηλόφωνα οι λέξεις σέρνονται παντού. Καλησπέρες και γρήγορες συναλλαγές. Το air condition καίει στο φουλ,η δουλειά στα μοντάζ καλά κρατεί. Οι ρυθμοί ταχύτατοι,όπως πρέπει. Η Μ. ο Π. η Α. Και γω. Παιδιά που γεννηθήκαμε την δεκαετία του 70,καμπουριασμένοι από τις αμαρτίες άλλων δεκαετιών, αλλά καταβάθος γελαστά και αισιόδοξα. Παιδιά του μεταίχμιου. Βαδίζουμε στους διαδρόμους σαν αέρινες μάζες με εικονικά σανδάλια κοιτώντας σε ένα δυσδιάκριτο μέλλον. Επιτηρούμε τον άγνωστο κόσμο που όλο τσιρίζει από μακριά ,με παιχνιδιάρικη επιείκεια που μοιάζει με σοφία. Άλλοι φορώντας μυωπικά γυαλιά, άλλοι με καθαρά, μη συσκευασμένα βλέμματα. Κι έπειτα οι ρυθμοί χαλαρώνουν,πέφτει η νύχτα. Ο σταθμός ησυχάζει. Απραξία και αρκετό εσωτερικό χάος. Τριμάρουμε το IN και το OUT του χρόνου μας. Τον μοντάρουμε. Για να ομορφύνει κάπως,για να μικρύνει ανώδυνα. Να γίνει πιο ρυθμικός με περισσότερα εφέ. Με πονάει κάτι σήμερα κοντά στο μέρος της πλάτης,χαμηλά, εκεί που οι ώμοι αγγίζουν την σπονδυλική μου στήλη. Εκεί που κάποτε υπήρχαν φτερά. Μου φαίνεται ότι τον κουβαλάω στην πλάτη τον χρόνο σήμερα. Αργεί να κυλήσει παρ’όλη την φασαρία που κάνουμε για αυτό. Όλο γελάμε με την Τ. Αυτή η κοπέλα ξύνει την επιφάνεια μου τέτοιες δύσκολες ώρες και επιδεικνύει τα κομμάτια που επιπλέουν στο παχυλό υγρό της απραξίας. Ωραίες στιγμές μουσκεμένων ημερών. Απέναντι η γέφυρα της Αττικής οδού χαζεύει τις βουβές κινήσεις μας πίσω από το υποφωτισμένα τζάμια. Συνάζει στιγμές, κραυγές, απόγνωση, ξεφωνητά, ψέματα αίματα κι αρχίζει να μονολογεί. Άσκοπες πράξεις,μακρόσυρτα γέλια,πόρτες που ανοίγουν και κλείνουν.
Δωμάτια χωρίς τέλος.
Μηχανήματα που ψιθυρίζουν λόγια ερωτικά μεταξύ τους όταν κλείνουν τα φώτα.
Φωνές ,κυνηγητά στους διαδρόμους.
Χάος,εσωτερική ανισορροπία.
Βάρδια 5-1.
Όλα είναι στον αέρα.
Ένας παιγνιώδης μετεωρισμός.

Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2006

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- σΕ σΤάΣη ΕμΒρΥοΥ


Ο πεινασμένος λέοντας γρύλιζε ανάμεσα στα πόδια μου,απίστευτο κρύο σήμερα . Το φεγγάρι με κάποια δυστοκία έσκιζε την μήτρα της νύχτας, αργά,προς τα πάνω. Ο κύκλος της φωτιάς εκεί, και όλοι πάλι γύρω από αυτόν, περίμεναν την επόμενη περίεργη ιστορία. Μακρόσυρτα γέλια και ψίθυροι. Το λιοντάρι με οδήγησε λίγο πιο κάτω στην μεγάλη ιτιά. Κάποιος καθόταν μόνος και έγραφε. Κοντοστάθηκα χαμογελώντας από πάνω του. Του έδωσα το χέρι. Με κοίταξε για λίγο σαστισμένος.Δίπλωσε τα χειρόγραφα του και είπε, «θα ταΐσω εγώ τον χρυσοχαίτη λέοντα ,αλλά σε παρακαλώ πάρε και κράτα το μαχαίρι μου όσο θα διαβάζω». Πήρα το μαχαίρι και το έβαλα κάτω από την γαλάζια κάπα μου. Μας πλησίασε.Στάθηκα όρθια δίπλα του. Η ομήγυρη κάτι ψιθύριζε,σώπασαν γρήγορα. Το λιοντάρι γρύλισε δυνατότερα...

Πανσέληνος, 5 Nώε Εμβρύου 2006

Ο Νώε στήθηκε κάτω απ' την ιτιά. Ήταν το αγαπημένο του δέντρο σε ολόκληρο το Blogspot . Μια φορά το μήνα, σε κάθε πανσέληνο ερχόταν εδώ. Όταν το φως του φεγγαριού γίνεται τόσο δυνατό που ρίχνει σκιές στις γιγάντιες ρίζες της στο έδαφος και όταν τα κρεμασμένα κλαδόφυλλα της μοιάζουν να χορεύουν στο βραδυνό αεράκι. Σε κάθε πανσέληνο, ο Νώε βγάζει τα ρούχα του, σαν αρχαίος σαμάνος, τελετουργικά. Τα τοποθετεί προσεκτικά διπλωμένα σε μια μικρή εσοχή κοντά στη ρίζα της ιτιάς. Μένει γυμνός και απαγγέλλει τα ποίηματά του κάτω από τον φυσικό προβολέα στον ουρανό. Γυμνός με ένα μάτσο χαρτιά στο χέρι. Κανείς δεν ξέρει ποιος νομίζει ότι τον βλέπει. Κανείς δεν έμαθε ποτέ σε ποιον μπορεί να απευθύνεται φωνάζοντας προς τα πάνω. Όταν ήμασταν παιδιά τον παραφυλάξαμε μια δυο φορές αλλά δεν καταλάβαμε και πολλά, ούτε απ' αυτά που διάβαζε ούτε γιατί αγκάλιαζε τον αέρα σα να χόρευε με κάτι αόρατο. Με τον καιρό, πάψαμε να τον παρακολουθούμε. Ούτως ή άλλως κάνει πάντα το ίδιο: μετά ανάβει μια μικρή φωτιά και κοιμάται σχεδόν αγκαλιάζοντάς την, σε στάση εμβρύου, μέχρι το πρωί. Κάθε μήνα. Κάθε εποχή. Σε κάθε πανσέληνο. Και είναι πάντα εκεί όταν γεμίζει το φεγγάρι. Μπορεί όλες τις προηγούμενες μέρες που μεσολαβούν ανάμεσα στις δυο πανσελήνους να γράφει και να σβήνει, να σκίζει και μετά να ξαναμαζεύει τα κομματάκια του χαρτιού από τη λίμνη πριν ξεθωριάσει η μελάνη, πάντοτε όμως φροντίζει να έχει τουλάχιστον ένα ποίημα στην ώρα του. Στην ώρα του φεγγαριού.

Απόψε το βράδυ ο Νώε πλησίασε και πάλι την ιτιά. Έκανε μια ελαφριά ψύχρα και αν κι είχε ντυθεί με τα συνηθισμένα του μάλλινα ρούχα, ανατρίχιασε στην ιδέα ότι θα τα έβγαζε. Είχε και τα δυο χέρια στις τσέπες. Το ένα του χέρι κρατούσε στα ζεστά ένα ποίημα που είχε γράψει μόλις το μεσημέρι – αυτό το μήνα η έμπνευση του είχε φερθεί σκάρτα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευε πως ύστερα από τόσα χρόνια που είχε αποκτήσει αυτή τη συνήθεια, ότι την είχε κατακτήσει την έμπνευση, ε! Αλλά δεν ήταν έτσι: αυτόν το μήνα τον είχε περάσει παλεύοντας με τους δαίμονες που του την είχαν απαγάγει. Κάτι πρόστυχες μορφές καλοζωισμένες, που έσπερναν αφύσικα αρώματα στα χωράφια, μέταλλα μέσα στην ξυλοφωτιά του, μαύρες κηλίδες στη θάλασσα όπου πήγαινε να κολυμπήσει, γυμνές γυναίκες στα όνειρά του. Τον τρέλαιναν αυτά τον Νώε. Ξύπναγε μέσα στην αφέγγαρη νύχτα σαν υπνοβάτης και έψαχνε παρηγοριά στο παλιό θερμοκήπιο όπου η γυναίκα του είχε φυτέψει εκείνα τα παράξενα φυτά που τα καπνίζανε μαζί πριν φύγει απ' τη ζωή του. Συνήθως κοιμόταν εύκολα μετά. Τα βράδια, ήταν το μόνο που ζητούσε πια.

Ο Νώε ήταν 38 χρονών. Ούτε θυμόταν πόσες πανσελήνους είχε δει κάτω απ' την ιτιά, πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που έχασε εκείνη, πόσα ποιήματα είχε γράψει – ήταν και μήνες που έγραφε περισσότερα από ένα.
Απόψε όμως, πλησίασε με βήμα διστακτικό το δέντρο – επειδή είχε μόνο ένα χάρτινο ποίημα στην τσέπη του; «Είναι μυστήρια πόρνη η έμπνευση», σφύριξε μέσα απ' τα δόντια του πλησιάζοντας στην ιτιά, χαϊδεύοντας τα φύλλα της. «Θέλει κόλπα μυστήρια, δώρα και καλοπιάσματα για να σου ξεδιπλωθεί». Έτσι ψιθύρισε ο Νώε. Έβγαλε τα ρούχα του όπως κάθε φορά. Μόνο που τώρα δεν τα δίπλωσε, τα ακούμπησε βιαστικά παράμερα, να μην τον εμποδίζουν. Έτρεμε απ' το κρύο και το χαρτί στο χέρι του επίσης. Ευτυχώς, ήταν μόνο ένα ποίημα, δεν θα αργούσε να το απαγγείλει, να χορέψει τον τρελό του χορό και να ανάψει φωτιά με τα κλαδάκια που είχε μαζέψει σε μια άκρη. Τεντώθηκε. Και κοίταξε ψηλά στο φεγγάρι. Πάντα εκεί. Αυτό τουλάχιστον, δεν τον πρόδωσε ποτέ. Μετά άφησε το χαρτί να πέσει. «Τι σημασία έχει;» μονολόγησε, «ούτως ή άλλως, από το μεσημέρι το έμαθα απ' έξω το ποίημα».

Κληροδοτώ με συμφορά χνάρια – μνημεία του περάσματός μου. Συσσωρεύω τις ατελείωτες φράσεις των νεκρών στα εχθρικά μου χέρια και ψάχνω τη διαταγή που θα με λυτρώσει. Η περιπλανώμενη νεράιδα πνίγηκε στο νου της. Πάνω της πέσανε οι προαιώνιες μοίρες. Πλάγιασε φοβισμένη στη φτερούγα του Χάρου και με φυλάκισε μέσα στην κόρη του ματιού της, καταδικάζοντάς με να βλέπω δακρυσμένα τις άσημες σημασίες της ζωής και τις άτιμες τιμωρίες της αγάπης. Μέχρι να συγκρουστώ με τα απομεινάρια της σκέψης. Μέχρι να με εκδικηθώ για την ανύπαρκτη ύπαρξή μου.

Ο Νώε μάζεψε τα ξύλα στο συνηθισμένο του μέρος στο ξέφωτο κάτω απ' την ιτιά, που απ' τα χρόνια είχε μείνει πια χέρσο. Τα άναψε με ένα δαδί που είχε φέρει από το σπίτι. Όταν η φωτιά άρχισε να φουντώνει, έριξε σε αυτή τα ρούχα του πρώτα και μετά το χαρτί με το ποίημα. Καθισμένος οκλαδόν μπροστά της, το κοίταζε να χάνεται στις φλόγες σιγά, σιγά. Τότε είδα να λάμπει, ακουμπισμένο δίπλα του ένα μαχαίρι. Στις τελευταίες αναλαμπές της φωτιάς, ο Νώε ξάπλωσε απαλά μέσα στο αίμα του που πότιζε το χώμα, μπροστά στις φλόγες που τρεμόπαιζαν. Σε στάση εμβρύου.


της Mantalena Parianos

Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

SοLuS cReAs


Ξύπνησα με τον Νοέμβρη στο κρεβάτι μου. Τα μαλλιά του μυρίζανε χρυσάνθεμο και καμένο ξύλο. Τράβηξα με βία τις κουρτίνες να δω το πρωινό. Με τόση βία, σα να έσκιζα τα ρούχα κάποιου. Ο Νοέμβρης είναι σκληρός μήνας,το λέω κάθε φορά που βλέπω την πλάτη του στα λευκά μου σεντόνια. Του προσάπτω πένθη και αρρώστιες,χωρισμούς και μπαγιάτικο πόνο. Του προσάπτω περίεργα τρέιλερ λιακάδας, χαμηλά βαρομετρικά και βιαστικά απογεύματα .Είναι ακραίος, σαν τις βάρδιες μου, γιατί κοροϊδεύει τα φυτά της βεράντας μου και τα παρασέρνει σε αναπάντεχη ανθοφορία, ενθαρρύνει το ζώδιο του Σκορπιού,και με τραβάει πρώιμα, πίσω από τα ράσα των 3 Ιεραρχών ακουμπώντας παλιές μελανιές. Κάθε φορά με σκορπάει άσχημα ο μήνας αυτός. Το μόνο που με σώζει είναι η ανάβαση στο φεστιβάλ της άνω πόλης. Η μόνη καλή μνήμη και συναναστροφή που έχω κρατήσει από το μήνα αυτό,πέρα από το φεστιβάλ, είναι αυτή των χρυσανθέμων. Χρυσάνθεμα. στα βάζα και στις ζαρντινιέρες της μητέρας,ζωγραφισμένα σε παλιούς πίνακες στο σαλόνι της θείας μου σε κάποιο παλιό σπίτι του τότε. Χρυσάνθεμα όλων των ειδών και όλων των χρωμάτων, θυσιάζαν το κορμί τους σε μπουκέτα. Αγγελικούλες και Μιχάληδες με πολλά λιπαρά στα χείλια και φρεσκοβαμμένα όνειρα δέχονταν τότε ,αλλά και τώρα ακόμα,αυτά τα μπουκέτα που το άρωμα τους έχει στιγματίσει αιώνια το βάθος των σκοτεινών μου ρουθουνιών. Από την άλλη ανυπομονώ να σκαρφαλώσω στην Θεσσαλονίκη και πάλι. Να φέρω πίσω υγρασίες που χρειάζεται η μελάνη και αποσπάσματα προτάσεων και εικόνων βουτηγμένων μέσα στην αχλύ της. Το γαλακτώδες φως των δρόμων της μπαίνει ανατριχιάζοντας στο σιωπηλό δωμάτιο της μνήμης τέτοιες ώρες. Θυμάμαι την κουβέντα της Κ. σε εκείνο το σιντάδικο-στέκι, δίπλα στο Ολύμπιον. «SOLUS CREAS», μόνος δημιουργείς. Την κάθε στιγμή,μόνος τη δημιουργείς. Αρχίζω να πυκνώνω μέσα μου ξανά. Νοιώθω καλά και πάλι για αυτό. Το φως του δωματίου που γράφω είναι χαμηλό. Έξω έβαλε ξαφνικό χειμώνα και αχνό χνώτο. Η πόλη σε χειμερία νάρκη. Ησυχάζω μαζί με τη νύχτα και προσπαθώ να αναπνέω αργά,κρατώντας σημειώσεις στο περιθώριο. Αφήνω ότι με πληγώνει από την καθημερινότητα των βιασμών και της παιδείας. Καταγράφω είδη χρυσανθέμων και ανακουφίζω μικρά πονάκια στην καρδιά,βράζοντας και πίνοντας το χρυσαφένιο τους ζουμί. Την εποχή αυτή μπορεί κανείς να παρατηρήσει σχετικά εύκολα το μακρινότερο ουράνιο σώμα που είναι ορατό με γυμνό μάτι από τη Γη μας, τον «κοντινό» γαλαξία της Ανδρομέδας. Τόσα όμορφα πράγματα μέσα και έξω, παρόλη την σκληράδα αυτού του μήνα. SOLUS CREAS. Μόνος δημιουργείς.

Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006

ΜιΑ ώΡα ΠίΣω


....Mία ώρα πίσω θα πρέπει να μετακινηθούν οι δείκτες των ρολογιών τα ξημερώματα της ερχόμενης Kυριακής, καθώς λήγει η εφαρμογή του μέτρου της θερινής ώρας και επανέρχεται η χειμερινή.
Τα δάχτυλά μου βρέθηκαν και πάλι στην δύσκολη θέση να σπρώξουνε τους δείκτες μια ώρα πίσω. Πάλι το παίξανε δάχτυλα θεού. Που πάει αυτή η ώρα;Κρύβεται μέσα στην αναπνοή των μικρών παιδιών,ξοδεύεται σε περισσότερο αλκοόλ ή σκάβει τον λάκκο της πίσω από υγρούς θάμνους; Πόσο πίσω; Κοιτώντας παλιές φωτογραφίες και φωτοτυπίες ψυχών και παλιάς ζωής δεν την βρήκα. Λες να την έβαλα στα μαλλιά της μαμάς καθώς εκείνη έφευγε για ταξίδι αναψυχής στην Ιταλία;Που στα κομμάτια πάει αυτή η ώρα;Καταναλώνεται σε όνειρα, σε στροφές δρόμων;Στα αυτιά του γάτου μου;
Σε χορούς βαλς σε κάποιο γλέντι στην λέσχη αξιωματικών;Σε ροζ κουφέτα;Που;
...Έτσι, στις 4 το πρωί της Kυριακής 29 Oκτωβρίου οι δείκτες των ρολογιών θα πρέπει να μετακινηθούν μία ώρα πίσω, ώστε να δείχνουν 3.
Η όψη μου θα δείχνει πιο κουρασμένη,το βλέμμα μου θα μείνει μια ώρα πίσω. Οι άκρες των μαλλιών μου θα κοντύνουν ένα χιλιοστό και τα νύχια μου θα γδάρουν την άκρη του αγκώνα του χρόνου,καθώς αυτός θα φεύγει με την όπισθεν να περάσει το κόκκινο φανάρι της ζωής μου. Σε σκέφτομαι μια ώρα πίσω. Αναπνέω μια ώρα πίσω. Τα όνειρα προβάλλονται μια ώρα πίσω. Όλα τα ραντεβού που είχα για σήμερα χαθήκανε μια ώρα πίσω. Όλα στάζουν μια ώρα πίσω η ρουφιόνται μια ώρα πίσω σαν να τρέχεις στο rewind το video της νύχτας που αποφασίσαμε να παραγκωνίσουμε εκείνη την χαμένη ώρα...
Ηλίθιε Βενιαμίν Φραγκλίνε. Απορώ με τα σκοτάδια σου.
Σε ισχύ από τα ξημερώματα της Κυριακής 29 Οκτωβρίου, η χειμερινή ώρα και οι χειμερινοί κολυμβητές μαζί και τα χειμερινά ρούχα και σκιρτήματα. Τα χειμερινά σκασμένα χέρια και τα ξεφλουδισμένα χείλια. Σε ισχύ,τα χειμερινά φρούτα και καμώματα,τα παγωμένα όνειρα της περσινής χρονιάς που στέκονται έξω από τα τζάμι. Έλα να τα κάψουμε μαζί με τα ξύλα στη φωτιά. Χειμερινά γαμώτο μιας κρυφής ζωής που όλο δραπετεύει .Όλο αλλάζει ρούχα, μάτια και μαλλιά,αλλάζει χρόνο και τόπο κατοικίας,DNA,γέλιο, μορφή ουσία,φύλλο. Όλο φεύγει και όλο είναι εδώ. Μέσα στα ρολόγια και στους δεχτές που γλύφουν με ρυθμό πάρκινσον τα λεπτά και εκείνος εκεί ο λεπτοδείχτης, λες και βγήκε από στροφή μπαλαρίνας ,να επιθεωρεί. Λεπτέ ,λεπτέ δείκτη,κάτσε λίγο να σου πω .Κατέβα από το ρολόι της κουζίνας μου και πες μου που πάνε όλες αυτές οι ώρες που βάζουμε πίσω;Τις χρειάζομαι να φτιάξω ένα χρόνο ζωής παραπάνω και να μπαλώσω όλα όσα χρειάζεται. Να μην φύγω έτσι,με χίλιες τρύπες και καμένα από τσιγάρα ρούχα. Έλα πες μου, αφού βλέπω ότι μέσα στην στροφή σου με ψάχνεις και συ απεγνωσμένα.
Τα ξημερώματα της Κυριακής 29 Οκτωβρίου 2006, λήγει η εφαρμογή του μέτρου της θερινής ώρας και επανέρχεται η κανονική.
Α,ώστε κανονική είναι η ώρα του χειμώνα η ώρα της σκοτίας η ώρα που όλα φαντάζουν λυπημένα .. Σαν εκείνη την ζωή που προσπάθησα να ζήσω και με πέταξε μια ώρα πίσω με αποτέλεσμα όλα όσα ήταν μέσα της να ξεσυγχρονιστούν.
Μακάρι να ήξερα πως να σε αφήσω.

and time is all we have so take the time
to make the time and make time to take the time

Σάββατο, Οκτωβρίου 28, 2006

28 ΟκΤωΒρΙοΥ



«Η Σημαία τιμά τον φέροντα
και όχι ο φέρων τη σημαία»



http://www.rhodeslibrary.gr/info/2003_2/index.html



Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2006

Αχ ΤσΙάNο, Θα ΤρΕλΑθΩ, τΣιΑνΟ


Εκλογές τέλος. Με την γεύση του χλιαρού πολτού που παρασκεύασαν τα εκλογικά μίξερ, πάμε γι’άλλα. Οι πολεμιστές της τοπικής αυτοδιοίκησης θα κρυφτούν στα αναχώματα τους, και μαζί τους θα πάρουν τα ιδρωμένα κολάρα τους,τα πρόσωπα που γυαλίζουν από έξαψη,τα υγρά μάτια της ματαιοδοξίας, τα βιασμένα χαμόγελα και φυσικά τα ψέματα τους. Πλησιάζει το «ΌΧΙ». Θα ξαναβάλω τους δίσκους της Βέμπο,για να τιμήσω το έπος του '40 και ίσως να παρηγοριέμαι μια στάλα που η μνήμη γίνεται σεμνή τροχοπέδη για ελάχιστες στιγμές. Ανθίζουν οι δάφνες στην βεράντα μου και οι δάφνες της παιδικής μνήμης. Η ατμόσφαιρα κρύα και υγρή σαν μύτη γάτας. Από τα βάθη του νου, πίσω από την ακουστική μου κοιλότητα, έρχονται τα επετειακά τραγούδια που προβάραμε στο σχολείο για τα ρετρό θεατρικά του τότε…«Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και την σκούφια την ψηλή του, μ’όλα τα φτερά. Και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε τον φουκαρά. Ωχ! Τον τσολιά μας το λεβέντη βρίσκει στα βουνά, και ταράζει τον αφέντη τον μακαρονά… Αχ Τσιάνο, θα τρελαθώ, Τσιάνο,με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.» Ανάμεσα λοιπόν σε αυτήν την επετειακή υγρασία των ημερών πλάθω πρόσωπα δασκάλων και διπλανών μου, που χάθηκαν ξαφνικά μέσα στις δεκαετίας που ακολούθησαν. Κοριτσάκια με λαστιχάκια ροζ που συγκρατούσαν μικρές κοτσιδούλες,κοντές αφέλειες στραβοκουρεμένες πολύ πιο πάνω από το ύψος των φρυδιών,φαφούτικα όλα με κόκκινα μονίμως μάγουλα και ιδρωμένους, από το παιχνίδι, κροτάφους. Τους αλλάζω χείλια, μαλλιά, βάζω ρυτίδες αφαιρώ λάμψη από τα μάτια τους, προσπαθώντας έτσι να τους εντάξω στο τώρα. Που να πήγαν άραγε όλα αυτά τα παιδιά,πρώην συμμαθητές δημοτικού, με εκείνες τις μπλε ποδιές με την υπογραφή του Τσεκλένη; Όλα αυτά τα παιδιά που στεκόντουσαν δίπλα μου, στις απαγγελίες, στα σκετς και στις γυμναστικές επιδείξεις, γεμάτα μέλλον και παχιά όνειρα; Ακόμα θυμάμαι τα στόματα τους, χωρίς μπροστινά δόντια, να παραμορφώνονται κάθε τόσο στο, «Αχ Τσιάνο, θα τρελαθώ, Τσιάνο».Ακόμα θυμάμαι την μυρωδιά της τάξης, τόσο έντονη στη μύτη μου, όσο και την φωνή της Μαρίας, της διπλανής μου. Απομακρύνομαι σταθερά από εκείνα τα χρόνια, που ξεράθηκαν όπως οι αρχαίες μας τσίχλες κάτω από τα θρανία του τότε. Καθώς αυτά βυθίζονται στη μοίρα τους, τα βρύα της ιστορίας καλύπτουν γρήγορα τα μυθικά εκείνα πρωινά. Ρε σεις θα τρελαθώ, πότε πέρασαν 26 χρόνια. Ο Αι Δημήτρης είναι εδώ για άλλη μια φορά,μύρισε ο τόπος όλος. Οι σημαίες έχουν ήδη τοποθετηθεί στα κοντάρια των μπαλκονιών. Και γω μέσα από όλα αυτά συνεχίζω να ξενιτεύω τις σκέψεις μου.
Έτσι. Να σκορπά το μυαλό…