Κυριακή, Οκτωβρίου 17, 2010

αΙώΡηΜα


Έρχεσαι πάντα πριν την εποχή των χρυσανθέμων. Τα μαλλιά σου κοντά. Ξυρισμένος σβέρκος. Λίγο μουντζουρωμένο μητρώο, ένα πέρασμα από τα drugs, μια αενάως παρατεταμένη εφηβεία, λίγος κυνισμός. Καρέ καρέ ο φακός αιχμαλωτίζει τις στιγμές. Κι υστέρα έρχεται η μεγάλη στιγμή. Δύο τεράστια σύννεφα από πάνω μας φουσκώνουν τα λειριά τους και μείς βουτάμε σε μια παγωμένη θάλασσα ουρλιάζοντας. Πρώτα από πόνο και μετά από κρύο. Όλα τείνουν προς την τέχνη εδώ. Όλα ένα ατέρμονο παιχνίδι με όρους αυτοσχέδιους. Ψιλόβροχο στην Αργολίδα και οι μουδιασμένες ώρες σέρνονται στην άσφαλτο. Οι Κυριακάτικες βόλτες με το αυτοκίνητο μαζί σου είναι ένα ατελείωτο πάρτι. Κρατώ όλες τις εφημερίδες που αγόρασες στα χέρια. Μοιάζουν με φλουταρισμένες φωτογραφίες. Μιλάμε για απουσίες ανθρώπων. Μας λείπει ξανά και όλο ο Βασίλης και η Κάτια. Λίγο δακρύζω. Προσεκτικά όμως. Να μην λερώσει τα μάγουλα το δάκρυ. Να μη με πάρεις πρέφα. Οι στροφές της Αργολίδας τελειώνουν. Οι απουσίες γίνονται ζωή και πάλι. Κοιτάζω τα χέρια σου που κρατάνε το τιμόνι και είναι σχεδόν όλη μου η ζωή. Μια σκιά ανάμεσα στα δέντρα ξεγλιστράει στην άσφαλτο και χορεύει μονάχη. Είσαι τόσο οικείος σαν μια παρέα αστεριών που δανείζει το φως στις ερημιές. Καθώς νυχτώνει και γυρνάμε πίσω σηκώνω τα μάτια και κοιτάω το φεγγάρι. Γεμίζει ξανά και νοιώθω να με διαπερνά η ομορφιά του κόσμου και όλες οι απουσίες και ο επινοημένος πόνος γίνονται πολύχρωμα φωτάκια που μοιάζουν με αυτά του Κορινθιακού κόλπου.
Η εθνική σαν βαλσαμωμένος αλιγάτορας μας καταπίνει και μας φτύνει μαζί με σκέψεις σκονισμένες, σχεδόν ανύπαρκτες μέχρι να μπούμε στα φουστάνια της πόλης. Πόλη μέγαιρα σβησμένη και βροχερή που χασμουριέται πίσω από την πλάτη μας. Μαραζωμένοι δρόμοι. Μαραμένες γειτονιές όπου λάμπει μονάχα η γαλαζωπή οθόνη. Απολίθωμα πόλης, να μπορούσα να απεγκλωβιστώ από δω! Μερικά πράγματα τα αντιλαμβάνεσαι με το πέρασμα του χρόνου. Κι αυτό είναι θλιβερό. Νοιώθεις αξιοθρήνητος μοιάζοντας σαν εκείνα τα αδιάφορα γκρο- πλάνα των ηθοποιών που μιλούν στο βολάν του αυτοκινήτου χωρίς η κάμερα να είναι σε θέση να συλλάβει την αίσθηση του ταξιδιού ή της περιπλάνησης.
Και όλο λες ως πότε; Ως πότε θα σπαταλάμε τα μάτια που μας εμπιστεύτηκαν τον υγρό ορίζοντα τους; Ως πότε θα πετάμε τους ανθρώπους επειδή χρησιμοποιήθηκαν; Ως πότε θα σφυρίζουμε αδιάφορα; Το μέλλον έχει πολλή ξηρασία και δυστυχώς αυτό το μέλλον διαρκεί.

Κυριακή, Οκτωβρίου 10, 2010

fUcK tHiS lIfe

Δυνάμωσε το σκούρο μπλε στα χωράφια του ουρανού. Δυνάμωσε η νύχτα και τα παχουλά σύννεφα. Το κρύο κοντοστέκεται από πίσω μου μα δεν γυρνάω να το δω. Καίω στο τζάκι όλα τα ξύλα που μου έμειναν από πέρυσι και κλειδώνω την πόρτα μου άπειρες φορές. Κλείνω κινητά, κατεβάζω σταθερά και βυθίζομαι στο σκούρο μπλε της ύπαρξης μου. Δεν περιμένω από κανέναν τίποτα παρά μόνο μπλε. Συχνά σκέφτομαι ότι ένα απειροελάχιστο πάγωμα των δειχτών του ρολογιού αρκεί για να χαθεί μια ολόκληρη εποχή. Και όσο το κρύο δυναμώνει τόσο κλειδώνομαι μέσα μου. Το μόνο που επιτρέπω είναι το τράβηγμα των μυών μου από απότομες κινήσεις ξαφνιάσματος σε οτιδήποτε πέφτει καταπάνω μου και με μελανιάζει. Ίσως καμιά φορά και την φωνή σου ανακατεμένη με τηλεφωνικά παράσιτα.
Ο αβάσταχτος πόνος του αποχωρισμού κυρίως πριν κοιμηθώ αλλά και όποτε ταχτοποιώ τα πράγματα μου παίρνει μέσα μου την μορφή μιας διεστραμμένης περηφάνιας. Και όσο περνάν οι νύχτες παγωμένες από πάνω μου, τόσο η ανάσα μου βαραίνει και κόβεται, μέχρι ασθμαίνοντας να βγω στη νέα μέρα, εξαντλημένη. Πνιγμένη ολημερίς στους δρόμους της πόλης (που αγριεύει συνεχώς καθώς αναπάντεχα χειμωνιάζει), στην κίνηση και στα γαλάζια καυσαέρια της βενζίνης. Στην πόλη δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς ότι μεγαλώνεις. Οι ρυθμοί της δεν σε αφήνουν να σκεφτείς τον θάνατο. Τρέχω αφηνιασμένα μέσα στην σκόνη της και κοιτώντας το πίσω μέρος των ανθρώπων καταλαβαίνω πως προερχόμαστε από μια μακριά σειρά δυστυχισμένων ζώων. Αναβοσβήνουν τα φανάρια και πατώντας με δύναμη την άσφαλτο ακούω τους μπαζωμένους ποταμούς να αναστενάζουν. Αναμιγνύομαι με το πλήθος και μπερδεύω πάνω μου τα αρώματα που φορούν. Και λίγο πριν χαθώ από την επιφάνεια του κέντρου στα καταγώγια των συρμών ακούω ένα ήχο σαν σούρσιμο που όλο δυναμώνει. Σε σκέφτομαι ακαριαία να φτάνεις ως εδώ για να με δεις και σκοτεινιάζω. Είναι δύσκολο να περιγράψω αυτό που είμαστε από τόσο μακριά. Μοιάζει να είναι σαν την παράνοια χωρίς τον φόβο.

Κι ύστερα όλη αυτή η απουσία ζωής και το ποτέ μαζί με ξενερώνει. Κι έτσι βυθίζομαι σε εκείνο το αιφνίδιο μπλε που πάντα με κερδίζει και αποστηθίζω τον θάνατο μέχρι το μυαλό να σαλτάρει. Μέχρι το μπλε να με ξεράσει στο άσπρο ξανά.
Καμιά ιστορία δεν έχει αρχή και τέλος, όλες είναι αέναες, να το θυμάσαι αν κάποτε ασχοληθείς μαζί μου σοβαρά. Αν κάποτε, να το θυμάσαι. Τα πιο παράξενα πράγματα είναι αληθινά και τα αληθινά τα πιο παράξενα.