Παρασκευή, Μαΐου 21, 2010

PaSt BeRliN

Στις χώρες που ταξιδεύεις δεν σε συνδέει καμία μνήμη. Για αυτό σου αρέσουν. Δεν καταδιώκεσαι από καμιά απεγνωσμένη γνώση, όπως στην πόλη σου. Δεν υπάρχει κανένα προσωπικό φίλτρο σε όλα όσα μπαίνεις για να δεις. Τα πάντα είναι καινούργια. Τα ταξίδια αλλάζουν το βλέμμα μου. Αλλάζουν ακόμα και το ηχόχρωμα της φωνής μου. Βερολίνο. Άλλος ένας προορισμός που άφησα πίσω μαζί με τις τουρκικές συνοικίες, την εικοσάλεπτη πεζοπορία από το σταθμό ως το σπίτι, τις περίεργες ζυμώσεις των τεχνών στο tacheles, το πορτοκαλί μου ποδήλατο και το bar Luzia στην Οranienstrasse.
Και τώρα πάλι στο δικό μου Μάη που μοιάζει με ψυχρό δειλινό. Στα δικά μου τα λάθη και στο νέο cd της Μόνικας που γυρνά σαν κάδος πλυντηρίου μέσα στα αυτιά μου. Ξανά και ξανά. Η μέρα ψήλωσε κι άλλο και το θερινό ηλιοστάσιο αρχίζει και φαίνεται. Και με μάτια μαβιά κοιτάω στο άπειρο και βλέπω μια σχεδία που επιπλέει και ύστερα λυπάμαι που τα κάναμε θάλασσα νομίζοντας πως έτσι θα σώζαμε τον κόσμο.
Και αποφασίζω ακαριαία να νοσταλγήσω την πιο μακριά τρίχα από την κόμη της Βερενίκης, τις πιο γαλάζιες και σιροπιαστές θάλασσες, τον πιο κίτρινο και καυτό ήλιο, την πιο σιμιγδαλένια άμμο. Και νοσταλγώ εμένα μέσα από εκείνο το παλιό δικό σου σχήμα. Νοσταλγώ την μνήμη. Την ελληνική, δική μου, μνήμη της μυρτιάς του ιωδίου του κόκκινου χώματος και της πικροδάφνης. Και έπειτα καθώς μένει μόνο το φεγγάρι στο κέντρο της νύχτας και αρχίζει να γεμίζει ξανά, ένα μικρό σκίρτημα μέσα μου, μου θυμίζει τον λόγο που μπορώ ακόμα να σε κοιτάω για λίγο και να σε ερωτεύομαι. Η νοσταλγία του έρωτα ενσκήπτει όταν συναντάμε τυχαία ένα πρόσωπο που υπόσχεται πολλά αλλά η συγκυρία όρισε να μην το γνωρίσουμε έγκαιρα.

Δεν έχω τίποτα δικό μου πια. Ακόμα και το μέρος που ζω μόλις γυρίσεις εξαφανίζεται. Είναι ένας γέρικος και αναποφάσιστος αντικατοπτρισμός. Δεν υπάρχει μέρα μα ούτε και νύχτα. Είναι μια μεγάλη θολούρα που δεν αξίζει τίποτα. Κι αν κάτι εδώ τελειώνει, ας τελειώσει.
Η ζωή έχει νόημα μόνο όταν παλεύεις.

Κυριακή, Μαΐου 02, 2010

ΜαΥρΙζΩ


Μαυρίζω. Είμαι σκοτεινή σαν το μελάνι. Με τρομάζει το μέλλον κι έτσι πρέπει. Μοιάζει σα να εκτίω μια ποινή. Σα να στενεύει κι άλλο κάτι, που δεν με χώραγε έτσι κι αλλιώς, από την αρχή. Τα λόγια δεν έχουν νόημα πια. Μοιάζουν με τσόφλια από ηλιόσπορο, πεταμένα σε διάφανα μπολ. Μόνο τα χρώματα έχουν αξία πάνω μας τώρα. Και γω μαυρίζω όλο. Βαθύτερα όλο. Μέχρι που ο Μάης μου χώνει το δικό του μπουκέτο. Εδώ ακριβώς. Κάτω από το δεξί ρουθούνι και όλα γεμίζουν με φως.

Λίγα πράγματα. Λιτά. Αυτό θέλω. Αυτό μου έμεινε να θέλω. Και το θέλω πιο πολύ. Κάθε υπερβολή φαλτσάρει αυτό τον καιρό. Όπου κι αν κοιτάξω κενότητα. Κενές γενιές που μέσα τους χωράνε τα πάντα. Αδιάφορες γενιές. Τις παρατηρώ ιλαρά και σαστίζω. Κι έπειτα κρυφοκοιτώ κι εμάς. Εμάς τους ανθρώπους των μητροπόλεων που έχουμε ξεχάσει να κοιτιόμαστε στα μάτια. Περνάω από δίπλα τους ξυστά και τους φωνάζω μέσα από την κοιλιά μου. «Μην έχετε προσδοκία από κανέναν. Παλέψτε με ότι έχετε». Αλλά τίποτα αυτοί. Το στέμμα μόνο να αλλάζει κεφάλια. Τι χρεωκοπία απίστευτη του δυτικού κόσμου είναι αυτή!
Η ζωή με τραβάει βιαστικά και με βάζει αντικριστά με έναν άντρα που φοράει μια μαύρη μπλούζα και μιλάει για μένα κι ένα κορίτσι με ωραίο χαμόγελο, στην ηλικία μου που τον ακούει και συμφωνεί. Καθισμένοι έξω από το Aliarman σχεδόν ξημέρωμα γελάμε κάνοντας γκριμάτσες στα αυτοσχέδια πρόσωπα μας. Οι σερβιτόροι σκουπίζουν στωικά και οι τελευταίες παρέες διαλύονται, όπως η μπογιά στο νερό. Ο ουρανός χαμηλώνει, και τα άστρα σαν αφίσες με ξεθυμασμένη κόλλα από σελοτέιπ, ξεκρεμιούνται μπροστά μας. Πελώρια και τόσο φωτεινά που είναι να απορείς. Χαράζει πίσω από τον Υμηττό και μοιάζει σα να γεννάει η γη μια τεράστια πανσέληνο. Παραπατάμε από τα ποτά και από το βάρος της νυχτερινής υγρασίας πάνω μας. Όλα όσα κάνουμε, τόσο δικά μας. Καληνυχτίζουμε τον άντρα με την μαύρη μπλούζα και το γοητευτικό χαμόγελο. Παραπατάει και αυτός από ένα δικό του βάρος που μοιάζει με εκείνο του πνιγμένου πόθου.
Χαράζει με περισσότερη δύναμη όταν με πας σπίτι με εκείνο το μικρό μικρό αυτοκίνητο που έχεις και γυρνάς. Και νοιώθω μαζί σου πάλι όπως τότε που τα κάναμε όλα κρυφά. Περικυκλωμένες από νύχτα, άστρα και ένα πρόσεχες ξημέρωμα μελανιασμένο, γεμάτο πιπίλες στο λαιμό.
Καμιά φορά ξέρεις τι σκέφτομαι; Δεν το θέλω, αλλά ώρες, ώρες χαλάει ο νους μου.

Αξίζει αυτή η ζωή ;