Τρίτη, Απριλίου 28, 2009

Το ΠαΝ εΙνΑι Να ΑνΤεΞοΥμΕ


Φεύγει αργά αργά η χειμερία βραχνάδα. Αγκαλιές φωτός οι μέρες που πέρασαν και που περνάνε. Μαυρίζοντας τα μέλη μας στα ξέφωτα του αναπόσπαστου καλοκαιριού.
Περιμένω τον Μάη στο κατάφυτο μπαλκόνι μου και μονολογώ.
Βράζω χαμομήλι και το ρίχνω στα μαλλιά μου να ξανθύνουν όπως όταν ήμουν έφηβη. Ανοίγω τα παραθυρόφυλλα διάπλατα και συμμαζεύω το σπίτι με χορευτικές κινήσεις ακούγοντας Schubert. Η γειτονιά μου όλο αλλάζει. Σε λίγο θα ασφυκτιώ και εδώ. Άνθρωποι σκαρφαλωμένοι σε σκαλωσιές. Χτίζουν πολυκατοικίες. Μπαζώνουν τα ξέφωτα με άφθονο μπετόν. Όταν τους συναντάω τους προσπερνάω με το μπουφάν μου ανεβασμένο μέχρι τα μάτια και με κρύες σόλες σβήνω τον απόηχο των κομπρεσέρ που κάνουν τις φλέβες τους να τρέμουν.
Ανήσυχο, απελπισμένο φως μπαίνει από παντού. Ο κήπος κάτω έγινε πολύχρωμος.
Η γάτα μου όλο και μαδάει, κάποιες αλλεργίες γαργαλάνε το λαιμό και τα μάτια μου. Ευτυχώς έκανα το πρώτο μου μπάνιο το Μ.Σάββατο. Και αυτό είναι κάτι. Κάθε μέρα που βλέπω με φως, ονειρεύομαι τον τρελό Πιερό να με παίρνει τηλέφωνο και να δίνουμε ραντεβού στην μαρίνα Ζέας.
-Μια τέτοια ζωή θα σου πήγαινε.
-Μια Άννα Καρίνα θα μου πήγαινε. Μαζί κι ένα λαμπατέρ που θα έβγαζε κόκκινο φως στο παλιό ξύλινο κομοδίνο.

Έχω μια αγριάδα από τον βυθό μου φερμένη. Έμφυτη. Φοβιστική κάποιες στιγμές.
Αιχμηρή. Που μοιάζει με βροχή δυνατή σε γυμνό τραυματισμένο σώμα. Και τι πειράζει; Απλά κάθε φορά που σμίγω τα φρύδια μου με πολεμάει. Και γω το γράφω σαν αντίποινα. Δικιά μου και δικιά του.
Κι έξω η άνοιξη τεντώνεται και γω ξυρίζω τις μασχάλες της σιγοτραγουδώντας.
Και πλέω μαζί σου σε μια θάλασσα που από μακριά μοιάζει σα φρικαρισμένη, αλλά μέσα της είναι η πιο ήρεμη θάλασσα που συνάντησα ποτέ. Σε ακούω παρέα με τους γλάρους και όλα όσα μου λες, αν και τόσο αλλόκοτα, είναι κατανοητά. Σαν υπογράμμιση με φωσφοριζέ μαρκαδόρο.
Δεν με νοιάζει τίποτα, παρά μόνο ο έρωτας και η αγάπη. Καλύτερες πλάνες από αυτές που μας πλασάρουν. Κλωτσάω ότι με βαραίνει. Ανάερες σκέψεις πετάνε εδώ κι εκεί. Άνοιξη.
Θαυμάζω όλο τον κόσμο. Όλους τους ανθρώπους που τον απαρτίζουν. Χαζεύω τα περιγράμματα τους κάτω από αυτό το διαλυμένο φως. Θέλω να τους κάνω ταινία.
Να γράψω μουσική για αυτούς να τους εξυμνήσω με έναν τρόπο. Δικό μου τρόπο.
Έτσι, για να αποκατασταθεί η τρωθείσα ισορροπία μου.

28 Απρίλη. Ώρα 7 πρωινή. Ξυπνάω με έναν κόμπο στο λαιμό. Κοιτάω το ιλαρό φως που φονεύει τις γρίλιες. Ανασαίνω τα πρώτα σπαράγματα του Μάη με μια υποψία σκουριάς μέσα μου. Τα μάτια μου ακόμα κλειστά. Ο τρελός Πιερό μου πετάει τα σκεπάσματα και με ντύνει. Φτάνουμε στην μαρίνα. Ονειρεύομαι ότι διαπλέουμε την γεμάτη φάλαινες θάλασσα του Κορτές και πάμε μακριά πολύ.

Το παν είναι να αντέξουμε.

Δευτέρα, Απριλίου 13, 2009

ΑνΑσΤάΣιΜο ΈγΚαΥμΑ

Σκουπίζω τα ψίχουλα που στέκουν αμίλητα κάτω από το τραπέζι της κουζίνας. Ανοιχτά παράθυρα. Να μπει όλη η σκληράδα του Απρίλη. Όλα τα βογγητά της γης που ανασαίνει αργά πετώντας από πάνω της νεκρά κύτταρα. Όλα τα αρώματα της πασχαλιάς και το μονότονο ρεφρέν την δεκαοχτούρας. Μουδιασμένη ακόμα από τα αρώματα που σκορπάνε πρόστυχα οι νερατζανθοί ακούω το αστείο τραγούδι του παλιατζή. Ο παλιατζής που παίρνει παλιοσίδερα και παλιές καψούρες κάνει το γύρω του τετραγώνου. Κάτι γυναίκες γεμάτες ξύγκι και πένθος τον σταματάνε. Του δίνουν παλιά κρεβάτια, διαλυμένους θερμοσίφωνες και μέλη από άχρηστες κουζίνες. *Στα ραδιόφωνα η κρίση πηγαινοέρχεται σαν άδικη κατάρα. Μια με γόβες κόκκινες γυαλιστερές, μια με σαγιονάρες χαλασμένες. Ταπ -τουπ -ταπ -τουπ, περιπατάει πάνω στο χαλί της γλωσσικής ακαταστασίας των δημοσιογράφων και των εκφωνητών. Μου μπαγιάτεψε και αυτή. Άλλος σταθμός. Μουσική που ταιριάζει στα έγκατα του Απρίλη. Ξύστρα και πνευστά. Σηκωθείτε από τα γραφεία, και από όπου καθήμενοι βρίσκεστε και ελάτε να χορέψουμε. Γιατί το φως απλώνεται και μας διεκδικεί ξανά. Γιατί τα αρώματα νικάνε όλη την ανθρωπίλα του κόσμου τέτοια εποχή και τα πένθη μπαίνουν χαλαρά κάτω από τα νύχια μας μέχρι να ξαφνιάσουν την καρδιά μας. Σκληρός μήνας ο Απρίλιος παρ΄όλο το φως του για αυτό ελάτε να χορέψουμε. *Ένας πυροσβέστης αιωρείται στο ναό της Anime Santa* Η ελευθεροτυπία σε συσκευασία εβδομαδιαίου free press.Τι όμορφα πράγματα. Καινούργια πράγματα. *Πλένω τις κουρτίνες και βάζω λεβάντες μέσα στα στριφώματα. Για να γεμίζουν τα δωμάτια με το άρωμά τους στο πρώτο φύσημα του αέρα. *Έξω τα πάντα είναι φως .Ακόμα και αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως σκοτάδι δεν είναι παρά ανυπαρξία φωτός. *Μεγάλη εβδομάδα. Παλιά και καινούργια πάθη ξενυχτάνε γυαλίζοντας το δέρμα τους μέσα σε πλυμένα ποτήρια, και μουτζουρωμένα ημερολόγια. Όλα σε θέλουν δικό τους. Οι παρέες, οι σχέσεις, οι ιδεολογίες, τα κόμματα, οι εργοδότες. Όλα δικό τους. Εκεί. Σημαία. Λάβαρο. *Δεν είναι για πολλά, πολλά αυτή η εποχή. Χαμηλόφωνα πράγματα. *Όσο πιο χαλαρός είσαι τόσο πιο διαθέσιμος δείχνεις. *Καφέδες χωρίς καφεΐνη, σκούροι με ζάχαρη από ζαχαροκάλαμα Μαδαγασκάρης. Έκλεισα ένα χρόνο ομοιοπαθητικής και πέντε μήνες μακριά σου. *Προσμένω το μωβ. Προσμένω μιαν Ανάσταση που θα μοιάζει με τροπική καταιγίδα, με φόνο βγαλμένο από ταινία τρόμου, μιαν ανάσταση τσουνάμι ολόκληρο που θα πετάξει όλα μου τα όργανα έξω από την στρατόσφαιρα και θα τα ξαναφέρει πίσω με άλλο σχήμα. Μια τέτοια ανάσταση προσμένω.* Έξω βραδιάζει πηχτά. Ασταμάτητα. Ο αέρας έχει ζεστάνει. Πάλι οι μυρωδιές που με μουδιάζουν. Το αλύχτισμα που αφήνεις όταν σε κοιτώ. Οι άκρες των μαλλιών σου. Το περίγραμμα σου κάτω από τον χαμηλό φωτισμό. *Απρίλης. Κάτι La minore ακούω από το απέναντι διαμέρισμα. Έτσι είναι ο έρωτας, σκέφτομαι.La minore και όλα Μωβ. *Πλησιάζουν όλα όσα περιμένουμε. Πλησιάζει το μωβ. Όλα είναι πιο κοντά τώρα και όλα πιο μακριά από ποτέ. Ακατάσχετη η αιμορραγία του έαρος. *Είναι κάτι παλιές αγάπες που μοιάζουν να παίζουν τον ρόλο της αιώνιας οικογένειας. Ενώ έχουν από καιρό τελειώσει, ακόμα νοιαζόμαστε για αυτές.
Καλή ανάσταση λοιπόν. Τι άλλο. Καλή Ανάσταση μόνο. Μέσα κι έξω.

Τετάρτη, Απριλίου 01, 2009

ApRiL fOoL's DaY

Σαν ψέμα μοιάζει
Ξαπλωμένη ανάσκελα μέσα σε ένα καταπράσινο λιβάδι κάτω από μια κόκκινη ομπρέλα που ο ήλιος περνάει μέσα από τις ραφές της γεμίζοντας με, με κόκκινες αποχρώσεις που μοιάζουν με ξεγυμνωμένες φράουλες.
Φυσάει απαλά και ο ήχος των μαλλιών μου ανακατεύεται με τον ήχο από τα πέταλα των ανοιγμένων λουλουδιών.
Και ο ουρανός γίνεται πιο γαλάζιος και το χορτάρι ακόμα πιο φωσφοριζέ. Κι έτσι απλά κάποιος εκεί έξω με ερωτεύεται μόνο με την σκέψη πως μπορώ να υπάρχω κάπου.
Σαν ψέμα πια, πόσο γρήγορα πήγα να την συναντήσω και πόσο γρήγορα την άφησα. Μέσα από μπλε τζαμιά και θέες εφτά λόφων που σου κόβουν κάθε χτύπο μέσα σου. Αλλάζουν χρώμα και σχήμα στα ζωτικά σου όργανα και μπουκώνουν κάθε πόρο που αναπνέει ακόμα. Πολυπολιτισμική, με ανοιξιάτικες μαντήλες στα μαλλιά και χείλια γεμάτα γεύσεις κορανίου.
Με ήλιο και ουρανό σαν φαρίνα, με Βόσπορο που στραφτάλιζε όλη την περιουσία των μαγεμένων σουλτάνων. Και από κάτω από την πόλη, κάτω από τις ράγες του Μετρό, το αίμα των λαών που ακόμα να στεγνώσει. Και στα δέντρα τα ψηλά οι κραυγές και οι αλαλαγμοί όλων αυτών των τυραννισμένων σαν καθρεφτάκια να γυρνάνε πέρα δώθε και να πέφτουν πάνω στην αντανάκλαση του φωτός.
Εις την πόλη, ποιος να το φανταζόταν ότι έτσι που κατάντησε θα μάγευε όπως και τότε;
Σα μια κρυμμένη ακτινογραφία που μέσα της βλέπεις φονικά, πλούτη θαμμένα, μέλη από σώματα , χρυσάφια, ζώα με χαίτες ανοιχτές και πεθαμένες αρτηρίες ανθρώπων που μας έμοιαζαν στα μάτια και στα ίσια μας μαλλιά. Όλα τα βλέπεις. Τίποτα δεν είναι κρυμμένο κάτω από το φως του ουρανού, που οι μιναρέδες σαν ξυσμένα μολύβια, απεγκλωβίζουν κάθε πρωί.
Κανενός δεν είναι η πόλη. Χαρμάνι. Ποτέ κανένας δεν την είχε. Τι να έχεις αλήθεια από μια τέτοια πόλη. Πως να ξεχωρίσεις την ήρα από το στάρι. Χαρμάνι λαών, πολιτισμών, ιδεών, κτισμάτων, νερών, λουλουδιών. Πουθενά δεν ανήκει και είναι τόσο υπέροχα σπαραχτικό αυτό.
Τόσο υπέροχα σπαραχτικό.

Σαν ψέμα ο ύπνος μέσα σε εκείνο το παλιό τρένο που με έφερε μέχρι αυτήν. Σαν ψέμα οι χοντρές νιφάδες που έπεφταν στον Έβρο κοντά στο ξημέρωμα λίγο πριν τον έλεγχο των διαβατηρίων στα σύνορα.
Σαν ταινία όλα. Και έψαχνα τον σκηνοθέτη να βρω από φόβο μήπως χάσω την ατάκα μου.
Σαν ψέμα ξανά που η άνοιξη λίγο πιο γκρι και πιο άχρωμη από πέρυσι κατέφθασε χωρίς δώρο. Μόνο με εκείνο το εκκρεμές που μεγαλώνει την μέρα μια ώρα μπροστά.
Μου αρέσει όμως. Γιατί από τα ψέματα πληγώνεται πιο αργά κανείς, πιο τεμπέλικα.
Μου αρέσει κι ας ξημερώνει κι είναι σκούρος ο ουρανός. Σαν σκέτος καφές, πικρός.

Σαν ψέμα και ο Γολγοθάς που βήμα ,βήμα πάτησα. Και να μαι τώρα στην κορυφή του περιμένοντας. Σαν την πόλη και γω ανάμεσα σε ανατολή και δύση.