Πέμπτη, Ιανουαρίου 22, 2009

ΜοΥ αΡέΣεΙ

Μου αρέσει να σέρνω τις μπότες μου στην άσφαλτο. Στα καρό πεζοδρόμια της πόλης. Στους ατελείωτους διάδρομους του σταθμού, στους χωματόδρομους της Κάντζας. Να τις ακούω να κάνουν αυτόν τον ξεψυχισμένο θόρυβο σα να λιώνουν καμένο δέρμα. Μου αρέσει που τα σύννεφα με τον αέρα διαλύονται γρήγορα. Τόσο, όσο εγώ να πάρω μια βαθιά εισπνοή. Μου αρέσει που τελειώνει και αυτός ό μήνας κι έρχεται ο αγαπημένος μου. Ο Φλεβάρης.
Μου αρέσει να σε σκέφτομαι και να φυσάει κρύος αέρας στο πρόσωπο μου. Να κάνει τα μάτια μου να δακρύζουν.
Μου αρέσει να διαβάζω το τέλος αγαπημένων μου βιβλίων κοντά στα μεσάνυχτα. Έτσι θυμάμαι την μοίρα των ηρώων που ξεπατίκωσα ανα τα χρόνια. Τι να κάνουν άραγε μετά το τέλος ενός βιβλίου οι ήρωες; Πως να συνεχίζουν τις ζωές τους;
Μου αρέσει που με μαζεύω από τις νύχτες και τις μέρες με εκείνη την ειδική απόχη.
Εκείνη που μαζεύει ότι πέταξες κάποτε αχρησιμοποίητο ή ακόμα και μισό. Που ξαναβρίσκω στα fm τους χτύπους μου και αλλάζω την ένταση μου βγάζοντας την από το mute και βάζοντας την στο +4.
Μου αρέσει που στη σπονδυλική μου στήλη έχω την οροσειρά του ιππόκαμπου και κάθε φορά που πονάει το κεφάλι μου από μοναξιά αυτή αλλάζει σχήμα.
Μου αρέσει που χάθηκα από όλους και όλα. Μου αρέσει που με ψάχνουν.
Που όταν γελάω φαίνονται όλα μου τα δόντια και που όταν κλαίω το σπίτι γεμίζει με μικρά θολά τοπία που με κοιτάνε κατάματα.
Μου αρέσει που πονάω τόσο και κανείς δεν έχει ιδέα. Μου αρέσει που η ζωή μου αλλάζει σχήμα, που μου τελείωσε η κρέμα ημέρας και δεν βάζω τίποτα πια. Που βρέχει και τα μαλλιά μου υγραίνονται και βαραίνουν στο μέτωπο οι αφέλειες. Που η άνοιξη μου γαργαλάει το τελείωμα του αυχένα, κι εκείνος βαρύς σαν τσιμέντο με ρίχνει στα βάθια μαξιλάρια κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ που μοιάζει με απόσπασμα αμερικάνικης ανεξάρτητης ταινίας.
Μου αρέσει που κρατάω πάλι σημειώσεις στο moleskin.Που βλέπω όποιον θέλω όποτε μπορέσω εγώ. Που δεν ξέρω πια τι μουσική μου αρέσει. Που μπαίνω σε δρόμους με κόκκινα απαγορευτικά σαν γλειφιτζούρια κανέλας και αφήνω το αυτοκίνητο για λίγο σε πανάκριβα πάρκινγκ. Που χαζεύω στα φανάρια τον ουρανό και χάνω όλα τα πράσινα. Που δεν ξέρω τι θέλω. Που δεν θα μάθω ποτέ και τι λύτρωση μου δίνει αυτό.
Μου αρέσει που δεν έχω ούτε μια άσπρη τρίχα ακόμα και δεν βάφω τα μαλλιά μου.
Που τα μακραίνω ξανά, όπως μακραίνουν τα κύματα καθώς τα αφήνεις από την πλώρη ενός καραβιού μεσοπέλαγα.
Μου αρέσει που η ζωή περνάει τόσο απαλά. Μου αρέσουν οι ουλές που μου αφήνει και εκείνο το μούδιασμα στο δεξί μάτι. Μου αρέσει που υπάρχει σε όλο τον κόσμο μέρος για να πας και άνθρωπος για να γνωρίσεις. Που τα ρούχα αγοράζονται σύμφωνα με την παρούσα διάθεση και μετά πετιούνται. Που χάνεται η στιγμή κι έρχεται άλλη πιο δικιά μου. Μου αρέσει που αυτά όλα δεν έχουν νόημα αλλά απλά μου αρέσουν. Και πιο πολύ να ξέρω πως τα χέρια μου δαγκώνουν βουβά τα δικά σου.
Όλα μου αρέσουν. Μα πιο πολύ η θάλασσα που ποτέ δεν ήταν τόσο μεταχειρισμένη όσο τώρα.
Αυτή πιο πολύ, κι έπειτα το μπλε και ό κόσμος όλος.

Τρίτη, Ιανουαρίου 13, 2009

aLiErMaN

Στις άκρες των ματιών σου έκρυψα όλα όσα έχω για να αλλάζουν χρώμα και σχήμα τα μάτια σου.
Στα βάραθρα των κλειδώσεων μου έθαψα όλο το πολύτιμο ουράνιο και πλουτώνιο που έχω για να το πάρεις στον καινούργιο γαλαξία σου.
Από μακριά ο Όλυμπος με κοιτάζει σαν να μην έπρεπε ακόμα να φανώ. Χιονισμένος και ήσυχος σαν παιδί που έκανε μια μεγάλη αταξία και μπήκε κάτω από το λευκό τραπεζομάντιλο της παλιάς τραπεζαρίας για να μην το βρει η μαμά.
Πατάω στο χιόνι. Βυθίζω τα πόδια μου μέχρι την μέση της γάμπας. Το ακούω που αναστενάζει. Μονή Αγ. Διονυσίου. Σβούρες κάνει το μυαλό ανάμεσα στα αρχονταρίκια. Πιάνω την καρδιά του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Χτυπάει ακόμα και μέσα από το τζάμι της εικόνας. Με πάτερ Παϊσιο ακόμα πιο ψηλά. Μου δείχνεις τα ίχνη στο χιόνι και μου μαθαίνεις τα δέντρα. Ξεκλειδώνουμε ένα μοναστήρι. Κελιά μοναχών. Παρατημένα βιβλία σε ένα παλιό τραπέζι. Μαύρα σβησμένα κούτσουρα στο τζάκι. Δεν μένει εδώ κανείς. Μόνο η φύση αναπνέει ήσυχα μέσα στα μαλλιά μου. Ίσως δεν έπρεπε ακόμα να φανώ. Πιο δυνατή από αυτόν πήγα και το μόνο που μπόρεσε να κάνει είναι να πάρει μακριά τα σύννεφα για να δω την θέα κατεβαίνοντας.
Κι έπειτα λίγες ώρες πιο κάτω η θάλασσα. Και καταχείμωνο να τρέχω στην μουδιασμένη παραλία φωνάζοντας. Έτσι για να σπάσουν όλα τριγύρω, μαζί και γω. Και έχει μόλις 5 βαθμούς που με μαστιγώνουν αλύπητα. Και ένα φεγγάρι που ετοιμάζεται να γεμίσει από ώρα σε ώρα και μου καίει τα μάγουλα μαζί με την υπνωτισμένη αλμύρα.
Το πρώτο πόδι της Χαλκιδική τεντώνεται κάτω από τα σεντόνια μου και μου ψιθυρίζει τα από αλλού φερμένα μυστικά του. Δεν καταλαβαίνω σχεδόν τίποτα και στον ύπνο μου βλέπω μονόχρωμα ουράνια τόξα και ένα κοιμισμένο "Σ' αγαπώ" να γλιστράει από πάνω τους.
Το επόμενο πρωί, με πέντε γουλιές καφέ στο στόμα κατεβαίνω ακολουθώντας τα χνάρια σου στην αγαπημένη σου παραλία. Μαζεύω βότσαλα σε σχήμα καρδιάς. Φοράω φύκια στον καρπό που λύνονται αμέσως, ονομάζω πέτρες και σε ρωτάω αν συμφωνείς. Γλείφω αλμυρίκια για να θυμηθώ την παιδική του νου αλμύρα. Παρατηρώ τις αχτίνες του ήλιου που κάνουν τρύπες πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας και κάποιες άλλες παραπέρα που σχηματίζουν κοπάδια από πλατιά χρυσαλιφούρφουρα που κολυμπάνε σαν φώκιες στον αφρό.

Διψάω για λίγη παλιά αθωότητα. Διψάω για εκείνους τους παλιούς φίλους που χάθηκαν μαζί με τις μεγάλες αλλαγές τους σε κάποιες ευθυτενείς πολυκατοικίες του κέντρου. Είναι η φύση της ζωής να ξεχνάμε έτσι αυτούς που χρόνια μοιραζόμασταν την ίδια αναπνοή;

Και γυρνώντας πίσω, πιο εικονογραφημένη από ποτέ, δεν ξεχνώ τις πορείες και τα τραύματα στον αυχένα που μου άφησαν. Δεν ξεχνώ τη νέα μου έκθεση στο alierman (Σωφρονίου 2, γκάζι) που αναβοσβήνει μαζί με τα ποτά των φίλων μου στο χέρι. Δεν ξεχνώ τίποτα από όλα όσα άφησα για να πέσω πάνω τους ξανά με φως και δύναμη. Κι αν ο πόνος ακόμα γουργουρίζει δεν έχω παρά να τον αποθηκεύσω στις γραμμές της παλάμης μου στωικά.
Ο χρόνος όλα τα τακτοποιεί.