Σάββατο, Δεκεμβρίου 20, 2014

dEcEmBeR FoOtAge


Στο σχόλασμα της βάρδιας τα δόντια χτυπάνε μεταξύ τους ,ένα τιτάνιο μούδιασμα στο σώμα. Έχει απλωθεί μια τρομερή υγρασία. Κάθεται πάνω στα αυτοκίνητα, στα τζάμια, στα φερμουάρ και στα τσίνορα. Μυρίζει σαν ξεθυμασμένη βανίλια. Έξω έχει 10 βαθμούς. Καλοριφέρ και υαλοκαθαριστήρες μαζί. Κι όμως η υγρασία παραμένει. Και το τρέμουλο γίνεται σαν ένα επίκτητο αντανακλαστικό. Στο σπίτι το δέντρο και η Μιλού με περιμένουν. Και ένα φως μικρό αναμμένο μαζί με υγρά ρούχα πάνω στα καλοριφέρ.Και μια στοίβα άπλυτα κατσαρόλια στο νεροχύτη. Και μια σύνδεση που είναι εκτός. Περασμένες 2 και μιλάω στο τηλέφωνο με τεχνικούς της wind.Βραχνές, μπάσες, αντρικές φωνές. Κάποιες με χαλαρώνουν, κάποιες άλλες με κάνουν να ερωτοτροπώ νωχελικά. Τραβάω και αλλάζω καλώδια και θύρες, καμένοι φορτιστές. Μεγάλες σιωπές με το ακουστικό κολλημένο στο αφτί, αμήχανες ερωτήσεις, αναπνοές με παράσιτα, μέχρι που το πρόβλημα λύνεται και τα λαμπάκια στο ρούτερ αναβοσβήνουν και πάλι κανονικά. Σχεδόν συγχρονίζονται με αυτά του δέντρου. Η υγρασία όμως ακόμα παραμένει. Ούτε που θυμάμαι λοιπόν, ότι είναι Χριστούγεννα και βαριέμαι να μιλήσω πάλι για αυτά. Το μόνο που θα πω είναι πως οι γειτονιές δεν είναι τόσο φωτεινές όσο πέρσι και τα δέντρα στα παράθυρα δεν μου τραβάνε πια την προσοχή. Τίποτα δεν μου τραβάει πια την προσοχή. Μόνο τα πτώματα των ζώων στην άκρη του δρόμου. Μόνο εκεί ανοιγοκλείνει με ζωντάνια το μάτι μου. Λες και μπήκε ακίδα. Σφίγγω με δύναμη το τιμόνι και αναπνέω γρήγορα και κοφτά σα να γεννάω. Κι έτσι φεύγει ο πόνος μαζί με την εικόνα που με ενόχλησε.
Μου λείπει το θέατρο. Για αυτό ξαναδιαβάζω την «Έντα Γκάμπλερ» του Ερρίκου Ίψεν. Νορβηγός αγαπημένος μετά τον Σουηδό και εξίσου αγαπημένο Αύγουστο Στρίντμπεργκ. Από παλιά τα γούστα μου τελικά πήγαιναν προς τον εκεί βορρά και φτάσανε μέχρι το killing και το Bron/Broen. Τσαλακώνω την σελίδα και κλείνω το βιβλίο. Πίνω μια γουλιά κρασί. Στο σπίτι έχει μια λαχταριστή ησυχία. Όλες οι συσκευές κλειστές. Καμιά ψηφιακή μουρμούρα. Αποφεύγω, το γράφω συνεχώς, να βλέπω ειδήσεις. Την έχω κόψει την τηλεόραση καιρό τώρα. Μαθαίνω τα νέα από το ραδιόφωνο και δαγκώνω τα χείλη μου από πίκρα. Αρνούμαι να σχολιάσω κάτι που σε δέκα μέρες θα έχει ξεχαστεί όπως όλα. Αλλά το μόνο που θα πω είναι πως δεν με εξόργισε τόσο η δωροδοκία αλλά περισσότερο με εξόργισε η σκέψη πάνω σε ποιους ανθρώπους γίνεται αυτή, σε ποιους ανθρώπους στηρίζεται ο τόπος. Τελικά είχε δίκιο ο Γιωργάκης όταν έλεγε λεφτά υπάρχουν.
Βγαίνω να μαζέψω τα ρούχα από την απλώστρα. Το τέλος της μέρας. Ο ουρανός καθαρός. Από πάνω μου τρία ασημένια στίγματα. Η ζώνη του Ωρίωνα και πιο κάτω να πρασινίζει ο Βέγας. Η υγρασία ακόμα παραμένει. Στα κυπαρισσί κάγκελα του μπαλκονιού, στα νωπά ρούχα, στο χνώτο και στα λευκά παντζούρια. Ακόμα εκεί. Πότε απέκτησε αυτός ο τόπος τόσα σιχαμένα πράγματα; Κλείνω την κουρτίνα. Σκέφτομαι την παράσταση του καρυοθραύστη που θα δω την Δεύτερα με κεντρική πρωταγωνίστρια την 6χρονη κόρη της φίλης μου. Χαμογελώ. Πόσο πιο καλά θα ήταν να αφήναμε τους ανθρώπους αβοήθητους, όπως τα παιδιά. Βλέπετε η αδυναμία είναι μεγάλο πράγμα, ενώ η δύναμη δεν είναι τίποτα. Κι όπως είπε και ο επίσης αγαπημένος Ταρκόφσκι, « Όταν ένας άνθρωπος έχει μόλις γεννηθεί είναι αδύναμος και για αυτό ευέλικτος. Όταν πεθαίνει,  είναι σκληρός και άκαμπτος. Η σκληρότητα και η αντοχή είναι σύντροφοι του θανάτου. Οπότε καλύτερα ας αφήσουμε τους ανθρώπους αβοήθητους. Μόνο έτσι  θα πιστέψουν στον εαυτό τους».
Χρόνια σας πολλά.